Κάλαντα Πρωτοχρονιάς

Κάλαντα Πρωτοχρονιάς

Αρχιμηνιά κι αρχή χρονιά                                                                                                                                                   ψηλή μου δέντρο λιβανιά                                                                                                                                                          κι αρχή καλός μας χρόνος                                                                                                                                               εκκλησιά με τ” άγιο θόλο.

 

κι αρχή κι αρχή καλός μας χρόνοΑρχή που βγήκε ο Χριστός
–>Αρχή που βγήκε ο Χριστός                                                                                                                                                 Άγιος και πνευματικός
στη γη στη γη να περπατήσει
και να μας και να μας καλοκαρδίσει.

 

Άγιος Βασίλης έρχεται
κι όλους μας καταδέχεται
από από την Καισαρεία
συ ‘σ΄αρχό- συ ‘σ΄ αρχόντισσα κυρία.

 

Βαστά εικόνα και χαρτί
ζαχαροκάντιο ζυμωτή
χαρτί χαρτί και καλαμάρι
δες και με δες και ‘με το παλικάρι.

 

Το καλαμάρι έγραφε
τη μοίρα μου την έγραφε
και το και το χαρτί μιλούσε
Άγιε μου, Άγιε μου Βασίλη.

 

Η ιστορία για τα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς

Οι στίχοι στα Κάλαντα Πρωτοχρονιάς, είναι δύσκολο να γίνουν κατανοητοί ή να βγάλει κάποιος ένα λογικό νόημα, αν δεν γνωρίζει την ιστορία τους.

Στο Βυζάντιο οι φτωχοί και χαμηλών στρωμάτων άνθρωποι δεν είχαν το δικαίωμα να μιλούν στους αριστοκράτες παρά μόνο σε γιορτές όπου μπορούσαν να τους απευθύνουν ευχές.

Κάποιος νέος καλαντιστής, ταπεινής καταγωγής, ήταν ερωτευμένος με μια αρχοντοπούλα. Επειδή δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό να την πλησιάσει παρά μόνο σε περίοδο εορτών για να της απευθύνει ευχές, αποφάσισε ανάμεσα στα κάλαντα του Μεγάλου Βασιλείου να εντάξει και ένα ερωτικό ποίημα που είχε συνθέσει.

Μέσα από τα κάλαντα εκφράζονται καλυμμένα τα αισθήματα αγάπης του νέου καλαντιστή προς την αγαπημένη του.

Η σειρά των στίχων είναι εναλλάξ ένας στίχος των καλάντων, που αναφέρεται στον Άγιο Βασίλη, και στη συνέχεια ένας στίχος που εκφράζει την αγάπη και απευθύνεται στην κοπέλα, προς την οποία και για την οποία λέγονται τα κάλαντα

Την αποκαλεί ψηλή, σαν «δεντρολιβανιά». Επειδή φορούσε ένα από τα ψηλά τα κωνικά καπέλα με το τούλι στην κορυφή, την παρομοιάζει με «Εκκλησιά με το Άγιο Θόλος» (θόλος εκκλησίας).

Της λέει ότι δεν τον «καταδέχεται» γιατί είναι αρχόντισσα κυρία. Την λέει «ζαχαροκάντυο ζυμωτή», δηλαδή φτιαγμένη από ζάχαρη και την παρακαλεί να του ρίξει μια ματιά.

Έτσι λοιπόν αυτά τα παράδοξα Κάλαντα πέρασαν από γενιά σε γενιά και έγιναν τα πιο διαδεδομένα σε όλο τον Ελληνικό χώρο.