Απόσπασμα “Ο τόπος μας είναι κλειστός”, Ι’, Μυθιστόρημα, Γιώργος Σεφέρης

O τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ

ποῦ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα.

Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγές,

μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι αὐτές

ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε.

Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος μὲ τὴ μοναξιά μας

ἴδιος μὲ τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος μὲ τὰ σώματά μας.

Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε

τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας.

Κι οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα

γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴν ψυχή μας.

Πῶς γεννηθῆκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;

O τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν

οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια

τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν’ ἀνασάνουμε

βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα

σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν

σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πὼς ν’ ἀγαπήσουν.

Επιλογή: Ισαβέλλα Κοτίνη