Έννοια και ορισμός της Αειφόρου Ανάπτυξης

SustainableDevelopment3Το αυξημένο ενδιαφέρον που παρουσιάζεται, κατά καιρούς, για τα ζητήματα της ανάπτυξης είναι δύσκολο να αναχθεί σε ουσιώδεις κατευθύνσεις και στόχους, εξαιτίας των δυσκολιών εννοιολόγησης, προσέγγισης, αλλά και ονομασίας του κάθε νέου είδους ανάπτυξης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η έννοια της αειφόρου ανάπτυξης, της οποίας οι θεωρητικές προσεγγίσεις έχουν επιχειρηθεί υπό τον καθορισμό επιμέρους εφαρμογής των βασικών αρχών της σε τοπικό επίπεδο.
Ο όρος αειφόρος ανάπτυξη προέκυψε έπειτα από μία σειρά διαφορετικών ονομασιών που είχαν προταθεί / εισαχθεί αρχικά, προκειμένου να σημασιολογήσουν τη συγκεκριμένη μορφή ανάπτυξης. Ονομασίες, όπως ενταγμένη ανάπτυξη, ήπια ανάπτυξη, οικοανάπτυξη, εναλλακτική ανάπτυξη αποτέλεσαν τις πρώτες ονομασίες της, πριν να επικρατήσει η εκδοχή της αειφόρου ανάπτυξης  Τα αίτια για την ύπαρξη των πολλαπλών ονομασιών είναι τα παρακάτω:
Η διαφορετική επιστημονική προέλευση των επιστημόνων και ερευνητών προσέγγιζε διαφορετικά την έννοια της αειφόρου ανάπτυξης
Η διαφορετική χρονική και ιστορική στιγμή προσέγγισης του θέματος
Η διαφορετική προσέγγιση στην ανάγκη να συσχετιστούν η οικονομική ανάπτυξη με την προστασία του περιβάλλοντος (Τσάρτας, 1996)
Οι αρνητικές συνέπειες μιας ορισμένης μορφής αναπτυξιακών πρακτικών προκάλεσε, ίσως ως άλλοθι, το σχηματισμό της έννοιας «αειφόρος ανάπτυξη», η οποία επικράτησε απέναντι σε άλλες, όπως η οικολογικά αποδεκτή ανάπτυξη, η αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη κ.ά. (Μοδινός, 1996:61). Εναλλακτικά του όρου αειφόρος ανάπτυξη έχουν χρησιμοποιηθεί, ή χρησιμοποιούνται ακόμη, οι όροι βιώσιμη, ολοκληρωμένη, διατηρήσιμη και διαρκής ανάπτυξη. Η σημασία της «βιώσιμης» ταυτίζεται με αυτήν της «αειφόρου» ανάπτυξης (Ρόκος, 2003). Σύμφωνα με τους Stavropoulos & Hornby (1989) η λέξη sustain μεταφράζεται μεταξύ άλλων ως συντηρώ, διατηρώ, κρατώ σε μεγάλη ένταση ή διάρκεια. Ο όρος sustainability αποδίδεται ταυτόσημα στα ελληνικά με τους όρους «αειφορία» και «βιωσιμότητα» (Δημητρίου, 2009). Ταυτόσημη άποψη εκφράζουν οι Λάσκαρις (1996), Βασενχόβεν (1996), Τσάρτας (1996), Γεωργόπουλος (1999), Ρόκος (2003) και Φλογαΐτη (2011).
Ως όρος η αειφορία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους δασολόγους, προκειμένου να περιγράψουν τη διαχείριση των δασών, η οποία θα αποδίδει προϊόντα για πάντα (αεί – φέρω). Η αειφορία έχει ως όρος μία πιο έντονη περιβαλλοντική χροιά, ενώ η βιωσιμότητα φαίνεται να λειτουργεί περισσότερο με μία πρακτική, διαχειριστική λογική (Δημητρίου, 2009). Στην πράξη, όμως, οι διαφορές τους είναι είτε ανύπαρκτες, είτε ασήμαντες. Είναι απαραίτητη η συγκεκριμένη διευκρίνιση, καθώς συχνά προκαλείται σύγχυση αναφορικά με το περιεχόμενο των δύο όρων.
Ο όρος αειφόρος ανάπτυξη προήλθε μέσα από την προβληματική που αναπτύχθηκε σχετικά με την αρμονική συνύπαρξη της διατήρησης της βιόσφαιρας και της οικονομικής ανάπτυξης. Ειδικότερα, διατυπώθηκε η υπόθεση ότι η εμπειρία της οικολογίας είναι δυνατό να εφαρμοστεί στην οικονομία, προκειμένου να
ελέγχεται κατά πόσο και υπό ποίες συνθήκες η οικονομική ανάπτυξη συμβαδίζει στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου (Ροζάκης, 1998). Υποστηρίζεται, επίσης, ότι η αειφόρος ανάπτυξη καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από την ιδεολογία και τις πεποιθήσεις του δρώντος ή του φορέα που προσπαθεί να την εφαρμόσει (Toman,
1992). Η σύλληψη αυτή δεν αποτελεί, ακριβώς, καινοφανή ισχυρισμό, εφόσον ενσωματώνει προειρημένες πεποιθήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (Ζαγοριανάκος, 2002).
Η ιδέα για μία ανάπτυξη οικολογικά αειφόρο πρωτοεμφανίστηκε στη διάσκεψη της Unesco για τη βιόσφαιρα το 1968. Η έννοια της αειφόρου ανάπτυξης προετοιμάστηκε από τη δεκαετία του 1970, αλλά οι στρατηγικές ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου και η περίοδος κρίσης χρέους που ακολούθησε την έθεσαν σε αφάνεια μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 (Brunel, 2007:23). Η εισαγωγή του όρου αειφόρος ανάπτυξη πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1980 στη “World Conservation Strategy” (Βασενχόβεν, 1996:99). Στη συγκεκριμένη έκθεση υποστηρίζεται ότι η αειφόρος ανάπτυξη πρέπει να λαμβάνει υπόψη της:
Οικονομικούς, κοινωνικούς και οικολογικούς παράγοντες
Βασικά στοιχεία (βιοτικούς και αβιοτικούς πόρους) που υποστηρίζουν ένα
αναπτυσσόμενο σύστημα
Τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των εναλλακτικών μορφών δράσεων σε βραχυχρόνιο και μακροχρόνιο διάστημα (Franck & Brownstone, 1992:87) Η έννοια της αειφόρου ανάπτυξης έχει δεχτεί πολλές ερμηνείες, γι’ αυτό έχουν δοθεί πολλοί και διαφορετικοί ορισμοί. Συγκεκριμένα, ο Pezzey (1989) κατέγραψε περισσότερους από είκοσι, ενώ ο Dobson (1996) ακόμα περισσότερους.
Η αποσαφήνισή τους θα συνιστούσε ευκολότερο έργο, εάν προϋποτίθετο ένας ευρύτερα αποδεκτός ορισμός της έννοιας ανάπτυξη. Σε όλους τους ορισμούς της αειφόρου ανάπτυξης αποτελεί κοινό σημείο η ανησυχία για την ευημερία των επόμενων γενεών (Krysiak & Krysiak, 2006).
Ο όρος αειφόρος ανάπτυξη πρωτοεμφανίζεται ετυμολογικά σε γλωσσικά λεξικά στη δεκαετία του 1990. Οι ορισμοί που δίνονται, τότε είναι συχνά αόριστοι και ατελώς εξειδικευμένοι, τοποθετούν, όμως, τη λέξη αειφόρος δίπλα στη λέξη ανάπτυξη, παρακινώντας με αυτόν τον τρόπο τους οικονομολόγους, που βρίσκονται
σε υψηλότερη θέση σε επίπεδο πολιτικών σχεδιασμών, να επιδιώξουν τη συνεργασία των περιβαλλοντολόγων, ώστε όλοι να προπαιδευτούν και να αναγνωρίσουν την ιστορική ευκαιρία για τη δημιουργία των προϋποθέσεων που θα οδηγήσουν στην αειφόρο ανάπτυξη (Yeow, 2008). Τώρα, αρχίζει να αποτελεί κοινό τόπο ότι απαιτείται συνεργασία σε όλα τα επίπεδα, ειδικότερα σε υπηρεσίες που
σχετίζονται με το περιβάλλον και το εμπόριο (Tisdell, 2001, Kaivo – Oja, 2002). Τα προβλήματα που αφορούν την αειφόρο ανάπτυξη σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο είναι αναγκαίο να συνειδητοποιηθούν και να αντιμετωπιστούν με κοινή εκπαιδευτική, ερευνητική και κοινωνική πολιτική και όλοι οφείλουν να αντιληφθούν ότι η αειφόρος ανάπτυξη απαιτεί σταδιακές και συγχρονισμένες αλλαγές και όχι ριζοσπαστικές και απότομες λύσεις (Γιαννάκου, 2009), οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση και αρνητικά αποτελέσματα.
Ένας ορισμός για την αειφόρο ανάπτυξη με έντονη περιβαλλοντική χροιά τη συλλαμβάνει ως ανάπτυξη που βελτιώνει την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής, κινούμενη μέσα στα πλαίσια της φέρουσας ικανότητας των οικοσυστημάτων που την υποστηρίζουν (IUCN et al, 1991). Οι Mayhew & Penny (1992:224) ορίζουν ως
αειφόρο ανάπτυξη τη μορφή ανάπτυξης που βασίζεται στη συνετή διαχείριση των πόρων και, επομένως, θα πρέπει να έχει επιτυχία μακράς διαρκείας, ενώ ο Wolman (1992:5) την ορίζει ως την επιτυχημένη οικονομική ανάπτυξη που δεν πραγματοποιείται εις βάρος των ανανεώσιμων και μη πόρων, οι οποίοι είναι
απαραίτητοι για τη διατήρηση της ζωής και του πολιτισμού στην υδρόγειο. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται ο Latouche (1999) υποστηρίζοντας πως η αειφόρος ανάπτυξη αποσκοπεί στον περιορισμό των αρνητικών όψεων της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό επιτυγχάνεται με την ενσωμάτωση στον οικονομικό σχεδιασμό των
περιβαλλοντικών διαστάσεων, χωρίς, όμως, να προκαλούνται αλλοιώσεις στην οικονομία της αγοράς.
Σύμφωνα, πάντως, με την παγκόσμια τράπεζα (World Bank, 1992), υφίσταται αειφόρος ανάπτυξη, όταν οι πολιτικές για την ανάπτυξη περιλαμβάνουν την παράμετρο περιβάλλον και βασίζονται στην ανάλυση κόστους – οφέλους και στην προσεκτική οικονομική ανάλυση, η οποία θα ενισχύει την προστασία του περιβάλλοντος και θα οδηγεί συγχρόνως σε αυξανόμενα, αλλά και διατηρήσιμα επίπεδα ευημερίας. Επισημαίνεται συνεπώς η ανάγκη, η ανάπτυξη και το περιβάλλον να λειτουργούν ως συμπληρωματικές και όχι ως αντιθετικές έννοιες,
ενώ παράλληλα, προβάλλεται ως απαραίτητη η σύζευξη της διατήρησης της φύσης με την οικονομική ανάπτυξη. Από την άλλη πλευρά, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (European Parliament, 1993:10) υιοθετεί σε έκθεσή του την εκτίμηση ότι αειφόρος ανάπτυξη είναι μία μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη, η οποία ελαχιστοποιεί τη χρήση των πόρων και των ουσιών που οδηγούν σε απώλεια τους, διατηρώντας το
φυσικό κεφάλαιο και μειώνοντας τις πιέσεις επί της γης σε επίπεδα που εκείνη, με βιοφυσικούς όρους, μπορεί να αντιμετωπίσει. Σε αυτό τον ορισμό δίνεται μεγάλη βαρύτητα στο περιβάλλον ως αξία και δευτερευόντως στην οικονομία, ενώ δε γίνεται καμία άμεση αναφορά στην κοινωνική διάσταση της αειφόρου ανάπτυξης.
Ο Allaby (1994) υποστηρίζει ότι αειφόρος είναι η οικονομική ανάπτυξη μόνο όταν λαμβάνει υπόψη της τις περιβαλλοντικές συνέπειες της οικονομικής δραστηριότητας και στηρίζεται στη χρήση πόρων, οι οποίοι μπορούν να αντικατασταθούν ή να ανανεωθούν και, επομένως, να μην εξαντληθούν. Συναφώς ο Costanza (1999) θεωρεί ότι είναι εύκολο να ορίσει την αειφόρο ανάπτυξη, αρκεί να εννοηθεί ως αειφόρο το σύστημα εκείνο που μπορεί να επιβιώσει για προσδιορισμένο χρονικό διάστημα και συμπληρώνει ότι το πρόβλημα της μη αειφορίας δημιουργείται ουσιαστικά, επειδή αναγνωρίζεται η αειφορία ενός συστήματος μόνο εκ των υστέρων, δηλαδή εφόσον αυτή την έχουν υπερβεί. Άρα, αυτό που καθιερώνεται ως αειφόρος ανάπτυξη αποτελεί στην πραγματικότητα μια εκτίμηση του συνόλου των συνθηκών και των προϋποθέσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε ένα αειφόρο σύστημα.
Σε άλλο ορισμό υποστηρίζεται ότι η ανάπτυξη μπορεί να θεωρηθεί αειφόρος μόνο αν το παραγόμενο αποτέλεσμα από τη χρήση του αποθέματος του κεφαλαίου, δηλαδή η «ευημερία», παραμένει σταθερό ή αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου (GHK, 2002). Σε όλους σχεδόν τους ορισμούς της αειφόρου ανάπτυξης κοινές και αναπόσπαστες δεοντολογικές συνισταμένες της αποτελούν η προστασία του περιβάλλοντος, η κοινωνική δικαιοσύνη (στο παρόν και στο μέλλον) και η οικονομική αποδοτικότητα (Μπριασούλη, 1997). Αυτή η άποψη εγείρει ορισμένες διαφωνίες, καθώς κατά τη μελέτη πολλών από τους ορισμούς μπορεί να διακρίνει κανείς ότι αυτοί δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στον τομέα του περιβάλλοντος και μικρότερη στην οικονομία, και προτάγματα που αφορούν άμεσα την κοινωνία είτε δεν εμφανίζονται καθόλου, είτε αναφέρονται ακροθιγώς.
Ο πιο γνωστός και ο ευρύτερα αποδεκτός ορισμός για την αειφόρο ανάπτυξη προήλθε από την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη η οποία όρισε στην εκθεσή της, γνωστή ως έκθεση Brundtland, την έννοια της αειφόρου ανάπτυξης ως εκείνης που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος, χωρίς να στερεί το δικαίωμα των μελλοντικών γενιών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες (WCED, 1987). Τρεις είναι οι κυρίαρχες συνιστώσες σε αυτόν τον ορισμό, η ανάπτυξη, οι ανάγκες και οι μελλοντικές γενιές (Blowers, 1993:5). Αυτός αποδίδεται στα περισσότερα νεοκλασικά υποδείγματα ως διατήρηση ή αύξηση ενός δυναμικού ευημερίας και, επομένως, η μη μείωσή του αποτελεί στόχο της αειφόρου ανάπτυξης (Faucheux & Noël, 2007). Η Χαϊντενράϊχ (2013) τονίζει ότι μέσω του ορισμού από την έκθεση Brundtland αναδεικνύονται αιώνες ευρωπαϊκών στοχασμών και πρακτικών και περικλείεται μια κουλτούρα της αειφορίας που
δομείται σε χριστιανικές αντιλήψεις. Ο ορισμός της αειφόρου ανάπτυξης παρουσιάζει ερμηνευτικές δυσκολίες, καθώς δεν καθορίζει το πραγματικό περιεχόμενο των «αναγκών» (Tisdell, 2001). Σε αυτήν την ασάφεια έγκειται και η ιδιαίτερη σπουδαιότητά του, καθώς σηματοδοτεί διαφορετικές συλλήψεις και ιδέες
για τον κάθε άνθρωπο (Redclift, 1990), ενώ παράλληλα, έχει τη δυνατότητα να υπηρετεί ετερόκλητα συμφέροντα (Blowers, 1992). Γι’ αυτό δε θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη η αδυναμία κατανόησής της, καθώς και οι αμφιλογικές ερμηνείες της από οικονομολόγους, οικολόγους και φιλοσόφους (Faucheux & Noël, 2007). Στο ίδιο πνεύμα κινείται ο Costanza (1999), ο οποίος υποστηρίζει ότι αρκετοί δε βρίσκουν χρήσιμο τον όρο «αειφόρος ανάπτυξη», καθώς παραμένει ασαφής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι συζητήσεις για την αειφόρο ανάπτυξη να αποπροσανατολίζονται και να οδηγούνται σε λανθασμένη κατεύθυνση, επειδή:
Προσπαθεί να διασαφηνίσει το πρόβλημα, όταν στην ουσία γίνεται λόγος για ένα
πρόβλημα πρόβλεψης, και
Δε λαμβάνονται υπόψη οι κλίμακες χώρου και χρόνου, στις οποίες πρόκειται να
γίνει εφαρμογή της ιδέας της αειφόρου ανάπτυξης
Καθίσταται, όμως, σαφές ότι η αειφόρος ανάπτυξη δεν αποτελεί σύλληψη αποκλειστικά περιβαλλοντική, αλλά συμπεριλαμβάνει ευρύτερα τις ανθρώπινες δραστηριότητες, παραγωγικές και μη, και ως κοινωνική πρακτική συνδέεται με το περιβάλλον και την οικονομία, προσαρμοζόμενη στα δεδομένα που επικρατούν σε
κάθε χώρα (Παπαγιάννης, 1994). Σε κάθε περίπτωση η περιβαλλοντική ηθική συνιστά εσωτερικό παράγοντα για την αειφόρο ανάπτυξη είτε η προσέγγιση γίνεται με ανθρωποκεντρικά, είτε με μη ανθρωποκεντρικά κριτήρια (Buchdahl & Paper, 1998), καθώς τα περιβαλλοντικά προβλήματα αποτελούν σε μεγάλο βαθμό ηθικά προβλήματα. Για τις ανθρώπινες σχέσεις υφίστανται ηθικοί κανόνες, δεν υφίστανται, όμως, αντίστοιχοι κανόνες που να διέπουν τη σχέση του ανθρώπου με τη γη, με τα έμβια και άβια όντα, με αποτέλεσμα να γεννάται ζήτημα αναφορικά με τις δυνατότητες για αειφόρο ανάπτυξη. Η απόκτηση κουλτούρας της αειφορίας αξιώνει μεταβολές στην ηθική, σε αξίες και κανόνες (Χαϊντενράϊχ, 2013), ώστε να υπάρξει πορεία προς την αειφόρο ανάπτυξη. Σε κάθε περίπτωση συνιστά αναγκαιότητα ο σύγχρονος άνθρωπος να αποδεχτεί το ηθικό χρέος του έναντι των μη ανθρώπινων όντων (Γεωργόπουλος, 2000). Προς αυτή την κατεύθυνση
συνεισφέρει η περιβαλλοντική – οικολογική ηθική, η οποία επικεντρώνεται στη δημιουργική της φύσης και επιτυγχάνει την υπέρβαση, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, του δυϊσμού μεταξύ της φύσης και της κοινωνίας (Μπούκτσιν, 1993).
Ο ορισμός που προέκυψε από την έκθεση Brundtland και επικυρώθηκε από τον ΟΗΕ το 1991 έθεσε ορισμένες βασικές προϋποθέσεις, ώστε να γίνει πράξη η αειφόρος ανάπτυξη. Οι προϋποθέσεις είναι οι εξής:
Ένα πολιτικό σύστημα, που να εξασφαλίζει την ουσιαστική δημοκρατία και την αποτελεσματική και ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στον έλεγχο και στη λήψη αποφάσεων
Αποφάσεις, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται στο μικρότερο δυνατό επίπεδο,
δηλαδή σε τοπικό επίπεδο, προκειμένου να είναι αποτελεσματικότερος ο έλεγχος
και καλύτερη η συμμετοχή των πολιτών σε αυτές
Ένα οικονομικό σύστημα που μπορεί να δημιουργεί πλεονάσματα και τεχνική γνώση σε μία αυτοδύναμη και διαρκή βάση
Ένα κοινωνικό σύστημα, το οποίο θα μεριμνά για την αναδιανομή του οικονομικού πλεονάσματος με δίκαιο τρόπο, θα αντιμετωπίζει τις κοινωνικές εντάσεις και θα εντάσσει στο κοινωνικό σύνολο τους περιθωριοποιημένους πολίτες
Ένα παραγωγικό σύστημα που θα σέβεται το περιβάλλον και την κοινωνία
Ένα τεχνολογικό σύστημα, το οποίο θα μπορεί να ερευνά συνεχώς για νέες λύσεις
Ένα διοικητικό σύστημα που θα βασίζεται στην αποκέντρωση
Ένα διεθνές πλαίσιο, το οποίο θα ενθαρρύνει βιώσιμες προσπάθειες στην οικονομία και στο εμπόριο (Χατζημιχάλης & Γκέκας, 2001:19)
Η έκθεση Brundtland προχώρησε σε ένα ακόμη πιο εκτενή ορισμό της αειφόρου ανάπτυξης. “Στην ουσία αειφόρος ανάπτυξη είναι μία διαδικασία αλλαγής, μέσα στην οποία η εκμετάλλευση των πόρων, η κατεύθυνση των επενδύσεων, ο προσανατολισμός της τεχνολογικής ανάπτυξης και οι θεσμικές
μεταβολές θα βρίσκονται σε αρμονία και θα ενισχύουν το τρέχον και το μελλοντικό δυναμικό ικανοποίησης των ανθρωπίνων αναγκών και επιθυμιών” (WCED, 1987:2-4). Σε συμπλήρωση των προηγουμένων ο OECD (1990:37) υποστηρίζει ότι “Η αειφόρος ανάπτυξη περιλαμβάνει όλους τους παράγοντες που οδηγούν σε αύξηση της κοινωνικής ευημερίας και σε διατήρηση των υφιστάμενων μορφών ελευθερίας,
υπερηφάνειας του ατόμου και αυτοσεβασμού”.
Προσεγγίζοντας την ανάπτυξη ως μια επέκταση των ελευθεριών, τότε η αειφόρος ανάπτυξη μετατρέπεται σε αειφόρο διεύρυνση των ουσιαστικών ελευθεριών των πολιτών, η οποία είναι αναγκαίο να μην αποβαίνει εις βάρος των ελευθεριών των επόμενων γενεών (Σαρτζετάκης & Παπανδρέου, 2002). Για να υπάρξει, συνεπώς, αειφόρος ανάπτυξη, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μια πλήρης εκτίμηση της αξίας του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος, όσον αφορά τη συμβολή τους στην τρέχουσα κοινωνική ευημερία, καθώς και στην ισότητα μεταξύ των γενεών (Βασενχόβεν, 1996:122). Αυτή η αποτίμηση μπορεί να αποτελεί το θεμέλιο λίθο στον οποίο θα στηριχτεί το εγχείρημα της αειφόρου ανάπτυξης, ώστε να απολαμβάνουν οι επόμενες γενιές τις ελευθερίες που τους αρμόζουν και τους αναλογούν.

Σχολιάστε

Top