Ένα δάκρυ

BLANK

ΕΝΑ ΔΑΚΡΥ…

Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της. Ένα μόνο δάκρυ. Κύλησε, μα ποτέ δεν

το σκούπισε. Της θύμιζε χάδι, γι’αυτό. Της θύμιζε εκείνο το απαλό, ζεστό χάδι του

ήλιου. Κύλησε και σχημάτισε μια γραμμή μες τη βρωμιά του προσώπου της. Μια

γραμμή που έκανε αντίθεση. Θα περίμενε κανείς πως δεν θα ήταν βρώμικη. Πως με

τόσο νερό γύρω της, δεν θα ήταν. Μα όχι, όχι. Ήταν βρώμικη. Κουβαλούσε αλμύρα,

αλμύρα στα μαλλιά, αλμύρα στο στόμα, αλμύρα στα μάτια. Κουβαλούσε νερό της

θάλασσας που είχε στεγνώσει πάνω της, νερό βρώμικο. Κουβαλούσε τόνους ιδρώτα.

Και ναι! Θυμάται εκείνες τις μέρες, τις καυτές. Τις μέρες που ο ήλιος ήταν

τόσο δυνατός που στράγγιζε τη ζωή από μέσα της. Θυμάται όμως και εκείνες τις

νύχτες, τις παγωμένες. Τις νύχτες που ο άνεμος ήταν κρύος σαν τον χειμώνα.

Θυμάται… Θυμάται τις μέρες που νόμιζε πως η βάρκα θα βουλιάξει. Τις νύχτες που

νόμιζε πως θα πέθαινε. Θυμάται τις μέρες που ευχόταν να πεθάνει, να τελειώσει το

μαρτύριό της.

Θυμάται λοιπόν, και αναρωτιέται. Γιατί; Γιατί θα έπρεπε να έχει τέτοιες

αναμνήσεις; Γιατί θα έπρεπε να νιώθει τέτοια ανασφάλεια στην χώρα της, ώστε να

χρειαστεί να φύγει; Γιατί δεν μπορεί να πιστεύει ό,τι θέλει ΕΛΕΥΘΕΡΑ; Γιατί; Γιατί

δεν μπορούν να μάθουν οι άνθρωποι να ΣΕΒΟΝΤΑΙ; Γιατί δεν μπορούν να μάθουν οι

άνθρωποι να ΑΓΑΠΟΥΝ; Γιατί ο κόσμος είναι τόσο βάναυσος και σκληρός και

ΑΠΑΝΘΡΩΠΟΣ; Γιατί; Είναι χιλιάδες τα ερωτήματά της. Και είναι σίγουρη πως θα

εμφανιστούν και άλλα.

Κι εκείνο το δάκρυ; Το μόνο δάκρυ; Ποτέ δεν θα ήξερε τι δάκρυ ήταν.

Ανακούφισης, που έφτασε σώα μετά από ένα ατελείωτο ταξίδι, σε μια άλλη χώρα;

Θυμού; Απογοήτευσης; Λύπης; Αγανάκτησης; Όλα; Ποτέ δεν θα ήξερε. Ήξερε μόνο

πως κάποιος ή κάτι την είχε κάνει να δακρύσει. Ήξερε πως το δάκρυ της ήταν ζεστό.

Ήξερε πως έμοιαζε με χάδι.

Καθόταν λοιπόν στην ακτή. Αυτή, το δάκρυ της και καμιά δεκαπενταριά

συμπατριώτες της, άγνωστοι. Είχαν φτάσει πριν από λίγο. Κάποιοι άνθρωποι, ντόπιοι,

τους είχαν βοηθήσει να βγουν από τη βάρκα και τους είχαν δώσει κουβέρτες,

μπουφάν. Κάποιοι ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Έτσι τους θυμόταν τους ανθρώπους. Έτσι ήθελε να

τους θυμάται. Καλόψυχους, γενναιόδωρους, συμπονετικούς, ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΕΙΣ!

Άνθρωποι που χαμογελούν. Άνθρωποι που αντιπροσωπεύουν σωστά τη λέξη

‘’άνθρωπος’’. Έχει όμως την εντύπωση πως οι ΑΝΘΡΩΠΟΙ έχουν γίνει είδος υπό

εξαφάνιση…

Είχε απομακρυνθεί από τους άλλους. Είχε ακουμπήσει στην ακρογιαλιά. Ήταν

μόνη. Ασφαλής, μα μόνη. Ο ήλιος κόντευε να δύσει. Ο καμβάς του ουρανού,

ζωγραφισμένος με τους πιο απίστευτους συνδυασμούς, της θύμιζε τα ηλιοβασιλέματα

στη χώρα της, τη Συρία. Όλα ήταν ίδια. Η θέα, η ατμόσφαιρα, η γαλήνη. Μόνο ένα

πράγμα ήταν διαφορετικό. Δεν ήταν μαζί με την οικογένειά της. Και πονούσε.

Πονούσε από τη στιγμή που φυγαδεύτηκε ολομόναχη. Ήταν λες και ένα αγκάθι είχε

καρφωθεί στην καρδιά της τόσο βαθιά, που της ήταν αδύνατο να το βγάλει. Και έτσι

πονούσε συνεχώς.

Δεν ήξερε τι θα γινόταν. Δεν ήξερε αν είχε μέλλον. Δεν ήταν αχάριστη,όχι. Η

ίδια είχε γλυτώσει, άλλοι είχαν χαθεί, μπορεί και η ίδια η οικογένειά της. Μόνο ένα

πράγμα επιθυμούσε. Πιο πολύ από όλα. Να γίνουν οι άνθρωποι, ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Γιατί

αν γινόντουσαν οι άνθρωποι ΑΝΘΡΩΠΟΙ, θα ήταν ευτυχισμένη.

Σκέψεις, απορίες και διαπιστώσεις τριγυρνούσαν λοιπόν στο κεφάλι της και

την βασάνιζαν για πολύ ώρα Ο ήλιος είχε δύσει και τη θέση εκείνων των υπέροχων

συνδυασμών στον ουρανό, την είχε πάρει ένα γλυκό, σκούρο μπλε χρώμα. Το δάκρυ

της είχε πια εξαφανιστεί. Μόνο η ζεστασιά του είχε μείνει.

Άκουσε ομιλίες. Οι συμπατριώτες της με τους ντόπιους συζητούσαν. Ένα

λεωφορείο είχε φτάσει. Μάλλον θα τους πήγαιναν κάπου. Την φώναξαν να

πλησιάσει. Σηκώθηκε λοιπόν. Σηκώθηκε και εισέπνευσε βαθιά. Εισέπνευσε αλμύρα.

Εισέπνευσε ζωή. Εισέπνευσε ελπίδα. Της άρεσε ο αέρας εκεί. Ήταν φρέσκος. Όχι σαν

τον αέρα στην πατρίδα της, όπου ο θάνατος πλανιόταν γύρω και το να ανασάνεις είχε

γίνει τόσο δύσκολο, όχι. Ίσως και να είχε μέλλον, ποιος ξέρει; Την ξαφνική

αισιοδοξία την είχε αντλήσει από τον αέρα… Περίεργο, το ήξερε. Αλλά μερικές φορές

ακόμη και τα πιο μικρά και ασήμαντα πράγματα μπορούν να κάνουν την διαφορά,

μπορούν να σε γεμίσουν ελπίδα. Σαν τον αέρα. Ίσως λοιπόν και να υπάρξουν

χαρούμενες μέρες ξανά. Ίσως και να καταφέρει να ξαναχαμογελάσει. Ίσως και να

ξαναβρεί τους δικούς της. Το σίγουρο ήταν πως την περίμεναν δύκολα, το είχε

καταλάβει. Μα είχε σφίξει τα δόντια, είχε αποφασίσει. Ο μόνος τρόπος να γίνουν οι

άνθρωποι ΑΝΘΡΩΠΟΙ είναι αν ο καθένας προσπαθήσει να κάνει τον εαυτό του

ΑΝΘΡΩΠΟ, και αυτή το ίδιο. Βρισκόταν σε μια καινούρια χώρα, αυτό σήμαινε μια

νέα αρχή.

Μπήκε στο λεωφορείο, οι πόρτες έκλεισαν. Ένα δάκρυ κύλησε, ένα μόνο

δάκρυ… Ένα δάκρυ που σχημάτισε μια γραμμή που ξεχώριζε στη βρωμιά του

προσώπου της. Ήξερε τι δάκρυ ήταν αυτή τη φορά. Ήταν ένα δάκρυ

αποφασιστικότητας, ένα δάκρυ φλογερού πείσματος, ένα δάκρυ φρέσκιας ελπίδας.

Ένα δάκρυ… Ένα δάκρυ που ποτέ δεν σκούπισε…

 

Κατσούλη Μαρία

Β’ βραβείο στον 9ο Πανελλήνιο Μαθητικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Μορφωτικού Ομίλου Πετρούπολης στην κατηγορία Κοινωνικό – Πρόσφυγες

3o βραβείο στον Πανελλήνιο και Παγκύπριο διαγωνισμό διηγήματος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών

Σχολιάστε

Top