Ο Αμερικάνος-Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

pap2
 Περίληψη: Γιώργος Σταματόπουλος
Παραμονή Χριστουγέννων γύρω στο 1870. Είναι βραδάκι. Σ” ένα από τα παραλιακά καφενεία μιας μικρής επαρχιακής πόλης κάνει την εμφάνισή του ένας ξένος. Διαφέρει από όλους τους άλλους θαμώνες. Είναι καλοντυμένος, ξυρισμένος και περιποιημένος, αλλά παράξενος. Δεν φαίνεται να θέλει να
έρθει σε επαφή με κανέναν. Προτιμά να κάνει βόλτα στην πόλη.
Φεύγει από το καφενείο. Κατευθύνεται προς την εκκλησία και σε κάποιο δρομάκι που οδηγεί στα χαλάσματα ενός σπιτιού, που τ” αντικρίζει με σεβασμό και σε κάποιο άλλο σπίτι, στο οποίο κατοικούν
μια γερόντισσα με την κόρη της. Παρακολουθεί το σπίτι με ενδιαφέρον, αλλά φοβάται μήπως γίνει αντιληπτός από κάποιον. Δείχνει, όμως, μεγάλο ενδιαφέρον γι” αυτές τις γυναίκες και αφουγκράζεται πίσω από το παράθυρό τους, μήπως και καταλάβει κάποιες πληροφορίες για τη ζωή τους.
Αργά το βράδυ καταλήγει πάλι στο καφενείο, όπου κάποιος ντόπιος αχθοφόρος τον αναγνωρίζει κι έτσι
αποκαλύπτεται η ταυτότητά του. Κατάγεται από το μέρος αυτό. Πριν είκοσι χρόνια ματανάστευσε στην Αμερική, αφήνοντας πίσω δύο γέροντες γονείς και μία αρραβωνιαστικιά. Οι γονείς του πέθαναν και το σπίτι έμεινε ερείπιο. Η αρραβωνιαστικά είναι η κόρη της γερόντισσας, η οποία δεν παντρεύτηκε ποτέ. Εκείνος για είκοσι χρόνια έκανε διάφορες δουλειές σε διάφορες πολιτείες της Αμερικής, και τώρα, αφού εξοικονόμησε αρκετά χρήματα, γύρισε πίσω. Μη γνωρίζοντας, όμως, τίποτα για τη ζωή της
κοπέλας, θέλησε να είναι διακριτικός. Με τη βοήθεια του αχθοφόρου, το ίδιο βράδυ παρουσιάζεται στις δύο γυναίκες, και σε τρεις μέρες παντρεύεται την κοπέλα που κάποτε είχε αφήσει, ξαναδίνοντας  ζωντάνια και χαρά στο σπιτικό της.
Γλωσσάριο: Θοδωρής Τσεμπέρης
μέ τό ὖδωρ εἰσπηδῶν => το τρεχούμενο
νερό
ἰθύνων => κυβερνών
εκ του ὐπηνέμου => από το απάνεμο                                                    papa
να κολοβώσει => να υποχωρήσει
σκούνα => δικάταρτο ιστιοφόρο
μουσαφιρλίκια => επισκέπτες
σαλαμετλίκια => μεζεδάκια
πασαπόρτι => διαβατήριο
συγκειμένος => δίπλα
διφυής => διυπόστατος, διπλός
βρικίον => πλοιάριο
σολοικίζω => μιλώ με συντακτικά σφάλματα
πῑλος => καπέλο
γονυκλινής => γονατιστός
οὖς => αυτί
θαμώνας => αυτός που συχνάζει κάπου
γολέττα => δικάταρτο ιστιοφόρο
χάσκων => χαζός
οἰνόφλυξ => μεθυσμένος
ανυπόδητος => ξυπόλητος
αποκείμενος => τοποθετημένος
μινυρῶ => σιγοτραγουδώ
ὠτακουστής => αυτός που κρυφακούει
παραγαδίσια => πετονιά με πολλά αγκίστρια
πεζόβολο => δίχτυ σε σχήμα κώνου με βαρίδια για ψάρεμα κοντά στον
γιαλό
δίκωπος φελούρα => πλοιάριο μικρό-στενό
ὐποκεκρυμμένη έννοια => υποννοούμενο
ἐφαιδρύνθη => ντράπηκε
ἐπίχρισμα => υλικό με το οποίο καλύπτουμε μια επιφάνεια
μη σε μέλη => μη σε νοιάζει
τα σ” χαρίκια => τα ευχάριστα νέα
πάραυτα => αμέσως
κατάφωτο => άπλετα φωτισμένο
τάς ὐέλους απαστραπτούσας => γυαλισμένα τζάμια
απόλυσις => διακοπή της εργασίας
Συνοδευτικά αποσπάσματα:
- Εἰς μίαν γωνίαν τοῡ μαγαζίου, ὂμιλος ἐκ πέντε ἀνδρῶν ἐκάθηντο καί ἔπιναν τήν
μαστίχαν των, πρίν διαλυθῶσι καί άπέλθωσιν οἲκαδε διά τόν δείπνον. Ἢσαν ὂλοι
ἐμποροπλοίαρχοι τοῦ τόπου, περιμένοντες τήν κατάδυσιν του Σταυροῦ.
- Εἲχεν εἰσέλθει ἂνθρωπος ὐψηλός, καλοφερμένος, ὠς
σαρανταπέντε ἐτῶν, ὠραῖος, ἀνοικτοπρόσωπος, ἐξυρισμένος
μύστακα καί γένειον, πλήν ὀλίγων τριχῶν ὐπό τόν πώγωνα
στήθους, ἀφ” ἦς ἐκρέματο μικρόν ἐγκόλπιον καί τίνες βῶλοι
χρυσοῦ. Ποίας φυλῆς, ποίου κλίματος ἦτο, δυσκόλως ἠδύνατο
νά εἰκάση τις. Ἐφαίνετο ἀποκτήσας οἰονεί ἐπίχρισμα ἐπί
προσώπου, ὠς προσωπίδα τινά ἂλλου κλίματος, εὐζωίας καί
πολιτισμοῡ, ὐφ” ἢν ἐλάνθανε κρυπτομένη ἠ ἀληθής καταγωγή του. Ἐβάδιζε μέ βῆμα
ἀβέβαιον, ρίπτων βλέμμα ἒτι άβεβαιότερον πρός τά περί αὐτόν πρόσωπα καί
πράγματα, ὠς νά προσεπάθει νά κατατοπισθῆ ὂπου ἢτο.
- Ἐφαίνετο ὂτι ἢτο χάλασμα, έρείπιον οἰκίας τινός, οὐ πρό
πολλοῦ κατεδαφισθείσης. Ὀ ξένος, άφοῦ έκοίταξε τριγύρω νά
ἲδη μήπως τόν παρετήρει τις, εἰσῆλθε δειλῶς εἰς τό χάλασμα
ἐκεῖνο, ὂπου εἰς τήν γωνίαν τῶν δύο τοίχων, ἐφαίνετο κόγχη
τις μαυρισμένη, ὠς νά ὐπήρχεν ἐστία ἐκεῖ τό πάλαι. Εἰσήλθεν
ἀσκεπής κρατῶν τόν πίλον εἰς τάς χεῖρας, ἐγπνάτισε κι
ἐστήριξε τό μέτωπον ἐπί τών ψυχρῶν λίθων τῆς γωνίας
ἐκείνης, καί ἀφοῦ ἒμεινε ἐπί τρία λεπτά γονυκλινής, ἠγέρθη,
ἐσπόγγισε τούς ὀφθαλμούς του καί ἀπεμακρύνθη βραδέως.

Σχολιάστε

Top