«Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της»,Άλκη Ζέη:ένα διαφορετικό τέλος

zeh
Πάντα , όταν έφευγα για το σχολείο, η Φάρμουρ με πήγαινε ως την πόρτα και περίμενε ώσπου να
στρίψω στη γωνία. Δε με φιλούσε, ούτε τη φιλούσα! Σήμερα όμως με κράτησε από τα μάγουλα και
μου χάρισε ένα ζεστό φιλί στο μέτωπο. Ήταν η πρώτη φορά που το έκανε αυτό! Δεν ξέρω γιατί, αλλά
ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια μου και καθώς κατέβαινε νωχελικά προς τα κάτω, άγγιξε τα μάγουλά μου κι αυτά ρόδισαν. Πρέπει να έγινε το ίδιο και με εκείνη , γιατί με άφησε απότομα και έστριψε ελαφρώς
αριστερά. Έπειτα, σαν να μην είχε γίνει ποτέ αυτό, σήκωσε το μικρό της δαχτυλάκι , έτσι όπως χαιρετούσαν και οι Ααχενέζοι. Της ανταπόδωσα το χαιρετισμό και κίνησα να φύγω, αλλά εκείνη με κράτησε από το χέρι και μου είπε με όση ζεστασιά θα διέθετε μια μαμά για το παιδί της :
- Κωνσταντίνα, σε παρακαλώ, πρόσεχε της φιλίες σου εκεί στο σχολείο.Άκουσα ότι συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Στην αρχή μην ξέροντας πώς να αντιδράσω, έμεινα καρφωμένη να την κοιτάζω με το θεληματικό
μου βλέμμα, όπως μου έλεγε κι ο χερ – Χάινερ. Αφού όμως πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα , έκανα
μια χειρονομία, που παλιότερα θα σκεφτόμουν πολλές φορές πριν την κάνω. Την αγκάλιασα. Το ίδιο έκανε κι αυτή. Μείναμε έτσι για πολλή ώρα η μία δεμένη πάνω στην άλλη, μέχρι που με άφησε και μου είπε ότι πρέπει να βιαστώ για να προλάβω την πρώτη ώρα. Την υπάκουσα χωρίς αντιρρήσεις.Έστριψα βιαστικά τη γωνία. Ομολογώ πως στην αρχή ακολούθησα το δρόμο για το σχολείο. Για μια στιγμή είχα ξεχάσει εντελώς τον Λουμίνη και το σχέδιο . Τώρα που το σκεφτόμουν ξανά μου φαινόταν πολύ παράτολμο.
«Μα τι έχω πάθει; », αναρωτήθηκα . «Δε θέλω να πάω στη Γερμανία; Αυτό δεν ήταν που ποθούσα πάντα να κάνω; Κι έπειτα, τι έπαθε σήμερα η Φάρμουρ και έκανε έτσι; Λες να κατάλαβε τίποτα; Μήπως της μίλησε κανένας για τα μπλε χάπια ή λες να ’γινε τίποτα στο σχολείο; Το μυαλό μου πήγαινε να σπάσει! Με έπιασε ξαφνικά αυτό το συναίσθημα, ότι δεν ήταν καλό που θα έκανα κοπάνα. Παράξενο! Ποτέ πριν δεν είχα τέτοιο πρόβλημα ! Και ο Λουμίνης ; Αυτόν εννοούσε η Φάρμουρ, όταν μου είπε να προσέχω; Α, όχι! Ο Λουμίνης μου δίνει τα μπλε χαπάκια και αυτά μου κάνουν τόσο καλό. Τα χρειάζομαι! Το συναίσθημα της αβεβαιότητας αρχίζει να θεριεύει μέσα μου. Είχα να το νιώσω εδώ και πολύ καιρό. Ένα δυνατό συναίσθημα που με κρατάει πίσω, ένας ψίθυρος που μου λέει να σταματήσω,μια φωτιά μέσα στο κρύο που με προσκαλεί να κάτσω κοντά της και να ευφρανθώ από την ζεστασιά της.Κοιτάζω γύρω μου. Πολλά βλέμματα είναι στραμμένα προς τα εμένα… Συνειδητοποιώ πως τρέμω σύγκορμη και πως είμαι ξαπλωμένη κάτω. Ένας καλοσυνάτος άντρας με κρατάει και μου χαμογελάει.
- Είσαι καλά; με ρωτάει.
Ένα ψέμα ετοιμάζεται να ξεπηδήσει από το στόμα μου αλλά κάτι το κρατάει κολλημένο. Κοντεύω να πνιγώ. Μα τι έχω πάθει επιτέλους!
- Μπορείς να μιλήσεις; ξαναμιλάει ο άντρας, χωρίς όμως να θέλει να με πιέσει.Ανίκανη να του απαντήσω του χαμογελάω κουρασμένα. Προσπαθώ να σηκωθώ ,όμως παραπατάω και πέφτω. Εκείνος ,αν και αιφνιδιασμένος ,προλαβαίνει να με κρατήσει.
- Θα καλέσω ασθενοφόρο, μου λέει με αποφασιστικότητα.Προσπαθώ να αρνηθώ με αποτέλεσμα να πνιγώ ξανά.« Ασε τον άνθρωπο να σε περιποιηθεί», λέει η φωνή μέσα μου που τώρα έχει φουντώσει και κυριαρχεί σε όλη μου την ύπαρξη, λες και με κρατάει ξαπλωμένη, επειδή δεν ήθελε να πάω στη Γερμανία. Ή μήπως επειδή δεν ήθελε να είμαι με τον Λουμίνη;
- Δε χρειάζεται ασθενοφόρο, αναλαμβάνω εγώ τώρα, ακούω τον Λουμίνη να λέει δίπλα μου.Ο άντρας τον κοιτάει καχύποπτα. Πρώτα τα απεριποίητα μαλλιά του και μετά το πρόσωπό του,που είναι μια βδομάδα αξύριστο . Έπειτα, κοιτά εμένα που του χαμογελώ, εννοώντας ότι θαείμαι «εντάξει». Με αφήνει στα χέρια του και αυτός με βοηθάει να κάτσω σε ένα παγκάκι.Φαίνεται πως κατέρρευσα λίγο πριν φτάσω στην πλατεία του Αγ. Γεωργίου, λίγο πριν φτάσω στον Λουμίνη. Εκείνος με έβγαλε από την ονειροπόληση πιάνοντάς με δυνατά από το χέρι.
- Εξαιτίας σου μπορεί να μην προλάβουμε να φτάσουμε στη Γερμανία και αν δεν τα καταφέρουμε,την έχω πολύ άσχημα! Εσύ φταις! Γιατί άργησες τόσο;
Πρώτη φορά μου μιλούσε έτσι! Τώρα που ήμουν μαζί του ένα ακόμα συναίσθημα είχε έρθει. Έκείνο που με παρακίνησε να κόψω τα μαλλιά μου, να πάρω το πρώτο μου μπλε χάπι, να κάνω την πρώτη μου κοπάνα και όλο και μεγάλωνε, μεγάλωνε , μεγάλωνε! Το χέρι του Λουμίνη έπεσε με δύναμη πάνω μου .
- Με ακούς που σου μιλάω;
-Άλλαξες, μπόρεσα μόνο να του πω πληγωμένη .
- Θα φύγουμε ποτέ; με ρώτησε σα να μην είχε καν προσέξει ότι είχα μιλήσει. Σηκώθηκα και τον ακολούθησα.
- Κωνσταντίνα , γιατί ντεν είσαι στο σχολείο; ακούστηκε πίσω μου μια φωνή.Δεν είναι δυνατόν! Αυτή η τόσο γνώριμη φωνή σαν να με ξύπνησε από ένα βαθύ λήθαργο! Ο θυμός, η απελπισία, η μοναξιά που όλον αυτόν τον χρόνο πάγωναν την καρδιά μου άρχισαν να μικραίνουν, να γίνονται μικρά σαν κουκίδες, να εξαφανίζονται… Αγάπη, θάρρος και ζεστασιά με κυρίευσαν και τα μάγουλα μου έγιναν κατακόκκινα! Θεέ μου! Δε χρειάζομαι τα χαπάκια, αν έχω αυτά τα τρία να μου κρατάνε συντροφιά…
-Κωνσταντίνα , γιατί δεν είσαι στο σχολείο; ακούστηκε πίσω μου μια δεύτερη φωνή , αλλιώτικη, ελληνική .Σταμάτησα να περπατάω κι άφησα το Λουμίνη, ο οποίος δε μου έδωσε σημασία κι έφυγε.
«Άστον να φύγει ! Ποιος τον χρειάζεται;», είπαν μέσα μου οι φωνές,οι τρεις καινούριοι μου φίλοι.Γεμάτη δύναμη γύρισα βιαστικά να δω τα πρόσωπα που με έσυραν έξω από την κατάθλιψη και τις αράχνες που με κυρίευαν όλο αυτόν τον καιρό . Τους κοίταξα χαρούμενη και τραγουδιστά τους μίλησα .
- Καλημέρα, χερ Χάινερ! Καλημέρα, κύριε Μπένο!
Εκείνοι χαμογελαστοί με χαιρέτησαν. Έμοιαζαν κι δύο σαν άγγελοι…
Παζιώνης Παναγιώτης ,Β4

Σχολιάστε

Top