Ιάκωβος Καμπανέλλης

 

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου του 1921, όγδοος από τα εννέα παιδιά του φαρμακοποιού Στέφανου και της Κατερίνας Λάσκαρη, που καταγόταν από μια ξεπεσμένη αριστοκρατική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Ένας θρύλος τυλίγει την οικογένεια των Καμπανέλληδων: στο γενεαλογικό τους δέντρο εμφανίζονται τα ονόματα Θαλασσινός και Καμπανέλλης από την πλευρά του πατέρα. Οι Θαλασσινοί ζούσαν αρχικά στη Μικρά Ασία μα έφυγαν κάποτε για τη Χίο. Εκεί κάποιος πρόγονος του συγγραφέα σώθηκε από σίγουρο θάνατο από μια γυναικεία μορφή που θεωρήθηκε ότι ήταν η Παναγία. Έκτοτε ο θρησκευτικός δεσμός των Καμπανέλληδων με το πρόσωπο της Παρθένου έγινε όλο και πιο ισχυρός και δεν προδόθηκε ποτέ ούτε μετά την αναχώρηση της οικογένειας του Ιάκωβου στην Αθήνα.

Από τα παιδικά του χρόνια ο Ιάκωβος ποτέ δεν θα ξεχάσει ότι πρώτος αποκάλυψε το ταλέντο του στη γραφή, τον «προφήτη»: ο δάσκαλος του. Πράγματι ο Καμπανέλλης από τα σχολικά χρόνια είχε το δαίμονα του θεάτρου μέσα του και το απέδειξε σε πολύ μικρή ηλικία όταν, έχοντας λάβει ως δώρο από ένα πλουσιόπαιδο τον τόμο «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα, αποφάσισε, μαζί με τους συμμαθητές του, να το σκηνοθετήσει και να το ανεβάσει για όλο εκείνο το καλοκαίρι. Μια ακόμη σημαντική στιγμή στη ζωή του μικρού Ιάκωβου ήταν το 1934 στο γυμνάσιο, όταν γνώρισε τον Μανώλη Γλέζο με τον οποίο θα παραμείνει αχώριστος φίλος του μέχρι το τέλος.2

Το 1935 ο Στέφανος Καμπανέλλης χάνει το φαρμακείο του και αποφασίζει να μετακομίσει με την οικογένειά του στην Αθήνα. Αρχίζουν τότε τα χρόνια της δυσκολίας για τον Ιάκωβο. Παρακολουθεί νυχτερινά μαθήματα στη Σιβιτανίδειο Σχολή καθώς την ημέρα δουλεύει. Ήταν εκείνα τα δύσκολα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας όπου για να σπουδάσει κανείς έπρεπε να δανειστεί κρυφά τα βιβλία από κάποιο παλιό βιβλιοπωλείο της οδού Αθηνάς. Είναι όμως αυτή η εποχή που το διάβασμα του γίνεται πάθος : ο Dostoevsky του ανοίγει τις πόρτες του αντικομφορμισμού που θα τον οδηγήσει αργότερα, στο ξεκίνημα του Β’ παγκοσμίου πολέμου, να σχεδιάσει με ένα μυστικό φίλο του, τον Γ. Ζ. , ένα σωτήριο ταξίδι στη Μέση Ανατολή που ποτέ όμως δεν πραγματοποιήθηκε.

Αντιθέτως οι δυο φίλοι ξεκινούν αργοτερα για άλλο προορισμό : την Ελβετία. Στη Βιέννη όμως ο φίλος του παίρνει πίσω το λόγο του και γυρίζει στην Ελλάδα. Ο Ιάκωβος αποφασίζει να συνεχίσει μόνος του. Στο Innsburg όμως συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στη Βιέννη για ανάκριση όπου θεωρήθηκε ένοχος για πολιτικά εγκλήματα και κλείνεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν. Αργότερα ο Καμπανέλλης θα γράψει τις τρομερές εμπειρίες του σε ένα μοναδικό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με το ομώνυμο τίτλο, Μαουτχάουζεν.

Από τους 1.100 Έλληνες που κρατηθήκαν στο στρατόπεδο, μόνο λίγοι εκατοντάδες θα επιστρέψουν στην πατρίδα. Τελευταίος από αυτούς, μαζί με μία ομάδα Έλληνο-εβραίων κατευθυνόμενοι στην Παλαιστίν3η, είναι ο Καμπανέλλης που θα γυρίσει στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1945.

Το 1945 είναι επίσης η χρονιά που θα του αποκαλυφθεί η θεατρική του κλίση. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ολότελα τυχαία, θα βρεθεί στον Θέατρο Τέχνης να παρακολουθεί την παράσταση των Kaldwell και Kirland «Για ένα κομμάτι γη», σκηνοθετημένη από κάποιον ονόματι Κάρολο Κούν και με ηθοποιούς μερικούς άγνωστους σε αυτόν καλλιτέχνες όπως οι Λαμπέτη, Μεταξά, Φωκά, Διαμαντόπουλος. Ο εσωτερικός κόσμος του Καμπανέλλη ταράσσεται και η παράσταση γίνεται το έναυσμα για τις πρώτες πνευματικές του αναζητήσεις .

Πρώτο του έργο το: Άνθρωποι και ημέρες (1945), που παραμένει ανέκδοτο. Με το Χορός πάνω στα στάχυα (1950), που ανεβαίνει από τον θίασο του Αδάμ. Λεμού, εγκαινιάζει τη μακριά πορεία του στη νεοελληνική σκηνή. Ακολουθούν: Ο κρυφός ήλιος, Ο μπαμπάς ο πόλεμος, Οδυσσέα γύρισε σπίτι, και τα μονόπρακτα: Η οδός, Ο γορίλας και η ορτανσία κ. ά., που θα παιχτούν πολύ αργότερα.

Η γνωριμία του με την τότε νεοεμφανιζόμενη ηθοποιό, Μελίνα Μερκούρη, του εμπνέει το θεατρικό Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια. Η πετυχημένη μεταφορά του στον κινηματογράφο από τον Μιχ. Κακογιάννη, ματαιώνει την προγραμματισμένη παράσταση. Η προβολή της ταινίας Στέλλα σε ξένα φεστιβάλ κινηματογράφου επιβάλλει αμέσως τους συντελεστές της διεθνώς. Ακολουθεί η συνεργασία του με τον Ν. Κούνδουρο στο σενάριο Ο δράκος (1955), που θεωρείται ταινία – σταθμός στην ιστορία του νεοελληνικού κινηματογράφου και της παγκόσμιας ταινιοθήκης.

Η αναγνώριση ως θεατρικού συγγραφέα έρχεται με το έργο Έβδομη μέρα της Δημιουργίας (1956), που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Κ. Μιχαηλίδη στο Εθνικό Θέατρο και αγκαλιάζεται από κοινό και κριτικούς.

Η αυλή των θαυμάτων (1957), που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Κ. Κουν στο Θέατρο Τέχνης, με σκηνικά Γ. Τσαρούχη και μουσική Μ. Χατζιδάκι, μετά τη θερμή υποδοχή του από το κοινό, θεωρείται καλλιτεχνικό γεγονός και καθιερώνει τον Καμπανέλλη ως αναμορφωτή της νεοελληνικής δραματουργίας. Η απήχηση της παράστασης οδηγεί στην ανανέωση της συνεργασίας του με τον Κουν και την επόμενη σεζόν.

Η επιβολή της δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967, αναστέλλει την καλλιτεχνική δραστηριότητα της χώρας, και, όπως όλοι οι συγγραφείς, αποφασίζει και ο Καμπανέλλης να σιωπήσει. Διακόπτει τη σιωπή του με το έργο Αποικία των τιμωρημένων (1972), μια διασκευή σε θέατρο του διηγήματος του Κάφκα, που ανεβαίνει στην Πειραματική Σκηνή της Πόλης της Μαρ. Ριάλδη, και τις επιθεωρήσεις: Το μεγάλο μας τσίρκο (1973), που ανεβάζει ο θίασος Καρέζη – Καζάκος, με μουσική Στ. Ξαρχάκου και εξελίσσεται σε αντιδικτατορική εκδήλωση. Το κουκί και το ρεβύθι (1974) και Ο εχθρός λαός (1975), που ανέβηκαν από τον ίδιο θίασο και ανήγαγαν τον Καμπανέλλη σε σύμβολο αντίστασης κάθε μορφής φασισμού.

Το 1981 του ανατίθεται η Διεύθυνση Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1987, γεγονός που θα αναστείλει τις δραστηριότητες του στο θέατρο. Το 1987 μετατίθεται στην αντιπροεδρία της ΕΡΤ, θέση από την οποία αποχωρεί τον επόμενο χρόνο. Μετά από 8 χρόνια απουσίας ο Καμπανέλλης επιχειρεί δυναμική επιστροφή στη σκηνή με το έργο Ο Αόρατος θίασος (1989), που παίζεται σε σκηνοθεσία Γ. Μιχαηλίδη στο Εθνικό Θέατρο.

Ο Καμπανέλλης συνετέλεσε ώστε το νεοελληνικό θέατρο να βγει από την απομόνωση που βρισκόταν και το οδήγησε από την ηθογραφία και την επιθεώρηση, στον κοινωνικό ρεαλισμό, στον ποιητικό συμβολισμό, στη σάτιρα και στην αφαίρεση. Θεωρείται ο πατριάρχης του νεοελληνικού θεάτρου και ο κύριος εκφραστής των καταστάσεων που βιώνει η κοινωνία μας το τελευταίο ήμισυ του 20ου αιώνα. Συνοδοιπόροι του είναι οι: Λ. Αναγνωστάκη, Δημ. Κεχαίδης. Γ. Σκούρτης, Μ. Ευθυμιάδης, Μ. Ποντίκας, Γ. Διαλεγμένος, Α. Πάνου, Β. Κατσικονούρης κ.ά. Μετά το θάνατο του δημιουργήθηκε το Αρχείο Καμπανέλλη και το site www.kambenellis.gr

Ο Κάρολος  Κουν για τον Καμπανέλη

Μιλώντας για τον Ιάκωβο Καμπανέλλη μιλώ για ένα παλιό μου συνεργάτη και φίλο, που έχει παραμείνει συνεργάτης και φίλος στενός ολ’ αυτά τα χρόνια και που το έργο του είναι πραγματικά πολύ σημαντικό. Το πρώτο που πρέπει να πει κανείς για τον Καμπανέλλη είναι ότι από κείνον ξεκινά μια καινούργια μορφή του νεοελληνικού θεάτρου. Υπήρξε η αρχή, η αφετηρία των νέων θεατρικών συγγραφέων και «Η αυλή των θαυμάτων» του είναι ένα — το βασικότερο ίσως — ορόσημο για τους προσανατολισμούς των συγγραφέων αυτών. Τον Ιάκωβο τον είχα γνωρίσει λίγο καιρό πριν μου φέρει την «Αυλή» για να τη διαβάσω, το 1957. Το έργο το αγάπησα πολύ, το ανεβάσαμε αμέσως στο «Θέατρο Τέχνης» και είχε τεράστια επιτυχία, τόσο από άποψη καλλιτεχνική όσο και από άποψη ανταπόκρισης του κοινού. Τι είναι όμως εκείνο το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που κάνει τον Καμπανέλλη ξεχωριστό συγγραφέα; Είναι κυρίως η θεατρική μαγεία της γραφής του. Και τι είναι η θεατρική μαγεία; Είναι ένα ένστικτο και μια γνώση για το τι πρέπει να προβληθεί την κάθε στιγμή, για το πόσο πρέπει να διαρκέσει αυτό και πόση πρέπει να είναι η ένταση εκείνου που προηγείται και εκείνου που έπεται. Πιστεύω ότι δε μπορεί να υπάρξει σημαντικό θεατρικό έργο αν δεν έχει ως κύριο συστατικό και γνώρισμα τη θεατρική μαγεία. Όλοι οι συγγραφείς που έχουν μια διάρκεια μέσα στο χρόνο και μέσα στο χώρο, είναι συγγραφείς που ξέρουν να δημιουργούν αυτή τη μαγεία, που ξέρουν να δίνουν τις καταστάσεις με τα σωστά μέσα — που ξέρουν λόγου χάρη αν σ’ ένα σημείο του έργου χρειάζεται μια λέξη μόνο, μια κίνηση, η μια σκηνή τεσσάρων σελίδων. Γιατί, μπορεί το γράψιμο ενός συγγραφέα να είναι πολύ ωραίο, πολύ ποιητικό η να έχει μεγάλη πνευματικότητα, για να γίνει όμως θέατρο πρέπει να υπάρξει απαραίτητα αυτή η μαγεία, η οποία διαμορφώνεται και αναμορφώνεται κάθε τόσο, ανάλογα με τις εποχές. Μόνο τότε έχουμε επί σκηνής ένα έργο γερό, που ο θεατής μπορεί να το παρακολουθήσει και να δημιουργηθούν μέσα του οι ανάλογες καταστάσεις και τα ερεθίσματα που θα του επιτρέψουν να πλησιάσει τα νοήματα — είτε κοινωνικά είτε πολιτικά είτε πνευματικά είτε φιλοσοφικά και υπαρξιακά είν’ αυτά που ο συγγραφέας θέλει να του μεταδώσει.

Από την εποχή της «Αυλής» έως σήμερα έχουμε παίξει πολλά έργα του Καμπανέλλη στο «Θέατρο Τέχνης». Σε άλλα απ’ αυτά ήταν περισσότερο έντονα και εμφανή τα χαρίσματα της θεατρικής του γραφής, σε άλλα λιγότερο, πάντα όμως είχαν τη σφραγίδα της ποιότητας του δημιουργού τους και πάντα σημείωσαν επιτυχία, γιατί πάντα είχανε κάτι σημαντικό να προσθέσουνε στον θεατρικό μας χώρο.

Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν

Την περίοδο του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου ο Ιάκωβος Καμπανέλλης φυλακίστηκε στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν στην Αυστρία. Ένα στρατόπεδο – κολαστήριο ολόκληρων κοινωνικών ομάδων που εναντιώνονταν στο ναζισμό, μέσα στο οποίο λέγεται ότι βρήκαν το θάνατο περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι. Αμέσως μετά την απελευθέρωση του ο Καμπανέλλης επιδόθηκε σε μία καταγραφή των εφιαλτικών εμπειριών του: προσωπικά κείμενα με πεζογραφική μορφή που για χρόνια κρατούσε στο συρτάρι του. Ήρθαν όμως κάποια γεγονότα κοσμοϊστορικής σημασίας το 1963, όπως η δολοφονία του Κέννεντι, με αποτέλεσμα ο συγγραφέας να θελήσει να επανεξετάσει το συγκεκριμένο υλικό. Αρχικά έγραψε δύο »νέα» επεισόδια που δημοσιεύθηκαν σε κυριακάτικα φύλλα της εφημερίδας »Ελευθερία» και έκαναν μεγάλη αίσθηση. Τελικά, με τη συμβολή του Βασίλη Βασιλικού που μεσολάβησε στον Μίμη Δεσποτίδη των εκδόσεων »Θεμέλιο», το »Μαουτχάουζεν» του Ιάκωβου Καμπανέλλη κυκλοφόρησε ως βιβλίο πια. Ήταν Δεκέμβριος του 1965.

Εκείνο το διάστημα κι ενόσω η έκδοση βρισκόταν στα σκαριά, ο Καμπανέλλης έγραψε και τέσσερα ποιήματα σαν μία σμίκρυνση τεσσάρων αντίστοιχων επεισοδίων από το βιβλίο του. Θέμα των ποιημάτων του ήταν ο έρωτας δυο νέων ανθρώπων, έγκλειστων στο ναζιστικό στρατόπεδο.

Τα έδωσε στον καλό του φίλο, τον μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος είχε ήδη χαράξει καινούργια γραμμή στο έντεχνο – λαϊκό τραγούδι της εποχής, μελοποιώντας κατά κόρον τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές: Τον Γιάννη Ρίτσο αρχικά (»Επιτάφιος»), τον Γιώργο Σεφέρη (»Επιφάνια») και φυσικά τον Οδυσσέα Ελύτη (»Το Άξιον Εστί»). Κι όμως, έτσι όπως μελοποίησε ο Θεοδωράκης το »Μαουτχάουζεν» του Καμπανέλλη, φαινόταν να μην έχει ιδιαίτερη σχέση με τις προηγούμενες επιτυχημένες απόπειρες του.

Ο Θεοδωράκης είχε περάσει από γερμανικές φυλακές την ίδια περίοδο με τον Καμπανέλλη, άρα ήταν εξίσου ευαισθητοποιημένος με τους μύθους του πόνου, της φρίκης, αλλά και της ελπίδας του συγγραφέα τους. Αυτό που κατάφερε, όμως, σε μουσικό επίπεδο ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της μέχρι τότε ελληνικής μουσικής!

Το έργο ονομάστηκε »Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» και χωριζόταν σε τέσσερα τραγούδια, το περίφημο »Άσμα Ασμάτων (Τι ωραία πού’ν” η αγάπη μου)», τον »Αντώνη», τον »Δραπέτη» και το »Όταν τελειώσει ο πόλεμος», που η ερμηνεύτρια Μαρία Φαραντούρη τραγούδησε ως »Άμα τελειώσει ο πόλεμος». Τέσσερα τραγούδια με τη χρήση ηλεκτρικής κιθάρας, κρουστών, φλάουτου και τσέμπαλου με εναν ήχο αρκετά προοδευτικό μεσ” στην επιβλητικότητα του, που θα χαρακτηριζόταν – κατά τη γνώμη μου – έως και ελαφρά ψυχεδελικός για τα εγχώρια 60s.

To »Άσμα Ασμάτων» είναι ένα από τα 10 σημαντικότερα ελληνικά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ! Ένα πανευτυχές πάντρεμα μελωδίας και στίχου με καθοριστική τη συμβολή της έφηβης Φαραντούρη στην ερμηνεία.

Υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει δακρύσει στο άκουσμα των στίχων του Καμπανέλλη;

»Κοπέλες του Μαουτχάουζεν, κοπέλες του Μπέλσεν, μην είδατε την αγάπη μου;/ Την είδαμε στην παγερή πλατεία μ” ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι, με κίτρινο άστρο στην καρδιά»… 

Στο »Άσμα Ασμάτων» περιγράφεται το δράμα του κρατούμενου που αναζητά απεγνωσμένα την αγαπημένη του και συγκρατούμενη του.

Στον »Αντώνη», δίνεται μια σκληρή εικόνα των απάνθρωπων συνθηκών εργασίας ή, σωστότερα, τιμωρίας στο λατομείο του Μαουτχάουζεν με μία επαναστατική και ανατρεπτική διάθεση. Στον »Δραπέτη» ο ήρωας »Γιάννος Μπερ απ” το βοριά» δραπετεύει απ” το Μαουτχάουζεν, μα καταλήγει πάλι στα χέρια των Ες-Ες, οπότε η τραγική του μοίρα είναι προγεγραμμένη.

Και στο δοξαστικό »Όταν τελειώσει ο πόλεμος», που μοιάζει σαν τη συνέχεια του »Άσματος Ασμάτων», ο ίδιος κρατούμενος αποζητά τον έρωτα μέχρι και »στις κάμαρες των αερίων, στη σκάλα, στα πολυβολεία» του Μαουτχάουζεν για να κλείσει με τα ανατριχιαστικά λόγια »Έρωτα μεσ” στο μεσημέρι σ” όλα τα μέρη του θανάτου ώσπου ν” αφανιστεί η σκιά του». Ρίγος!

Για την επεικείμενη δισκογραφική έκδοση του έργου, ο Θεοδωράκης έγραψε και 6 ακόμη τραγούδια σε στίχους των Νίκου Γκάτσου, Τάσου Λειβαδίτη, Δημήτρη Χριστοδούλου και Γεράσιμου Σταύρου, πάντα για τη φωνή της μούσας του, εξ ου και τους έδωσε τον τίτλο »Κύκλος Φαραντούρη».

Η »Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» του Θεοδωράκη ήταν το έργο που λάτρεψε ο Μάνος Χατζιδάκις κι έτσι ζήτησε από τη Φαραντούρη να συμμετάσχει με ένα τραγούδι, δίπλα στον Γιώργο Ρωμανό, κατά το πρώτο ανέβασμα του »Καπετάν – Μιχάλη» του Νίκου Καζαντζάκη την ίδια χρονιά. Ένα άλλο τραγούδι επίσης από τον »Κύκλο Φαραντούρη» που ο Χατζιδάκις είχε παρουσιάσει από το Τρίτο Πρόγραμμα, χαρακτηρίζοντας το δημόσια »αριστούργημα», ήταν »Τ” όνειρο καπνός» σε στίχους του Γκάτσου. 

Το έργο παρουσιάστηκε στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά και συγκέντρωσε τις πιο εγκωμιαστικές κριτικές από τους Έλληνες, αλλά και τους ξένους κριτικούς. Απ” ότι βλέπουμε στο άνωθεν ντοκουμέντο, στην ορχήστρα υπήρχε μπουζούκι, σε αντίθεση με τη δισκογραφημένη εκδοχή του. Ως πρώτη εμφάνιση της Φαραντούρη στο τραγούδι, την καθιέρωσε σημαντικότερη Ελληνίδα τραγουδίστρια, κάτι σαν τη »Joan Baez της Μεσογείου», όπως θα τη χαρακτήριζε μουσικοκριτικός τη γαλλικής »Le Monde»!

Λίγα χρόνια αργότερα, ο »Αντώνης», το δεύτερο τραγούδι της »Μπαλάντας του Μαουτχάουζεν», έγινε το μουσικό θέμα για το θρυλικό κινηματογραφικό »Ζ» του Κώστα Γαβρά και του Βασίλη Βασιλικού.

Η »Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» έχει παρουσιαστεί άπειρες φορές σε συναυλίες ανά τον κόσμο. Ιστορικής σημασίας θεωρείται η πρώτη απόδοση του, πάντα με σολίστ τη Φαραντούρη υπό τη διεύθυνση του Θεοδωράκη, μεσ” στο στρατόπεδο του Μαουτχάουζεν το 1988. Σε εκείνη τη συναυλία εκτός από τη Φαραντούρη, το έργο απέδωσαν στα εβραϊκά η Ισραηλινή Elinoar Moav και στα γερμανικά η Gisela May του Berliner Ensemble – η τελευταία μάλιστα το ηχογράφησε στα γερμανικά σε μία βερσιόν που χάθηκε με τα γεγονότα της πτώσης του τείχους του Βερολίνου, αλλά που ευτυχώς διέσωσε στο αρχείο του ο φίλος της, ερμηνευτής Θανάσης Μωραΐτης, και επανεκδόθηκε σε CD πριν μερικά χρόνια. Σχετικά πρόσφατα ακόμη μία ηχογράφηση του κυκλοφόρησε σε παγκόσμια διανομή με τη Φαραντούρη στα ελληνικά, την Elinoar Moav στα εβραϊκά και τη Nantia Weinberg στα αγγλικά.

Όλα τα έργα που παίχτηκαν   

• Χορός πάνω στα στάχυα – Θίασος Αδ. Λεμού, 1950

• Έβδομη μέρα της δημιουργίας – Εθνικό Θέατρο, Β” Σκηνή, 1955-56

• Αυτός και το παντελόνι του και Κρυφή ζωή (μονόπρακτα) – Βασ. Διαμαντόπουλος, 1957

• Η Αυλή των Θαυμάτων – Θέατρο Τέχνης, 1957-58

• Η ηλικία της νύχτας – Θέατρο Τέχνης, 1958-59

• Ο Γορίλας και η Ορτανσία – Θίασος Ε. Βεργή, 1959

• Παραμύθι χωρίς Όνομα – Νέο Θέατρο Βασ. Διαμαντόπουλου – Μαρ. Αλκαίου 1959-60

• Γειτονιά των αγγέλων – Θίασος Καρέζη, 1963-64

• Βίβα Ασπασία – Θίασος Καρέζη, 1966-67

• Οδυσσέα γύρισε σπίτι – Θέατρο Τέχνης, 1966-67

• Αποικία των τιμωρημένων – Πειραματικό Θέατρο Ριάλδη, 1970-71

• Ασπασία – Θίασος Καρέζη-Καζάκου, 1971-72

• Το μεγάλο μας τσίρκο – Θίασος Καρέζη-Καζάκου, 1972-73

• Το κουκί και το ρεβύθι – Θίασος Καρέζη-Καζάκου, 1974

• Ο εχθρός λαός – Θίασος Καρέζη-Καζάκου, 1975

• Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα – Θέατρο Τέχνης, 1976-77

• Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού – Θέατρο Τέχνης, 1978-79

• Ο μπαμπάς ο πόλεμος – Θέατρο Τέχνης, 1981

• Ο αόρατος Θίασος – Εθνικό Θέατρο, 1988

• Ο δρόμος περνά από μέσα – 1992

• Τρεις σε μοναξιά (Ο πανηγυρικός, Αυτός και το παντελόνι του, Ο επικήδειος) – Θέατρο Στοά, 1992, Θανάσης Παπαγεωργίου.

Έγραψε επίσης σενάρια κινηματογραφικών ταινιών κυριότερα των οποίων είναι:

• Στέλλα σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη.

• Ο δράκος σε σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου.

• Αρπαγή της Περσεφόνης σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου.

• Το κανόνι και τ` αηδόνι σε σκηνοθεσία Ιάκωβου και Γιώργου Καμπανέλλη.

• Κορίτσια στον ήλιο σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη

Μ.Θεοδωράκης & Μ.Φαραντούρη – Άσμα ασμάτων (1966)

 

Το μεγάλο μας τσίρκο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. ΘΕΑΤΡΟ «ΑΘΗΝΑΙΟΝ» ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 1973 (22 Ιουνίου – διακοπή παραστάσεων από τα μέσα Οκτωβρίου ως τα μέσα Νοεμβρίου).

Συγγραφέας: Ιάκωβος Καμπανέλλης Σκηνοθεσία: Κώστας Καζάκος Σκηνικά: Ευγένιος Σπαθάρης

Οι μαθήτριες που εργάστηκαν :

Βλάχου Μαρκέλλα

Γκόρη  Αφροδίτη

Γεωργιάδου Ιωάννα

Πηγές

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CE%AC%CE%BA%CF%89%CE%B2%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CF%82
https://logomnimon.wordpress.com/%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CF%82/

www.kambenellis.gr

http://www.pokethe.gr/wordpress/?p=164

http://www.lifo.gr/team/music/55078

Σχολιάστε

Top