Βασίλης Τσιτσάνης

ΑΠΟ: ΤΣΟΥΚΝΑΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ - Ιουν• 06•16

τσιτσανηςΟ Βασίλης Τσιτσάνης ανήκει στις μεγάλες μορφές του λαϊκού μας τραγουδιού. Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής, από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και γενικά της ελληνικής λαϊκής μουσικής του  20ου αιώνα.
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από το Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά. Αργότερα οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος ρεμπέτης με στεριανή προέλευση.
Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην Εκκλησία. Παρότι το συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1926. Ήταν ένα μαντολίνο που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κανονική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σε αυτό, σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών.
Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στην δισκογραφική Εταιρία «Οντεόν» όπου ηχογράφησε το πρώτο τραγούδι «Σε έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ», και «Γ ι ’αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Σταύρος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στην Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι το «ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του: «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «ζητιάνος της Αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή», τις οποίες θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.
Το 1946 κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα. Η εποχή του εμφυλίου αποτελεί μία άλλη πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του, όμως, λογοκρίνονται. Ορισμένα καταφέρνει να τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα ενώ κάποια δεν εκδόθηκαν ποτέ. Το τέλος του εμφυλίου σημαίνει και την πλήρη αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 50 μεσουρανεί το μουσικό στερέωμα. Μερικά από τα τραγούδια αυτής της περιόδου είναι τα: «Χωρίς εμένα δειλινό», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούν τα βουνά», «Καβουράκια», «Ξημερώνει και βραδιάζει».
Φέρνει στο παρασκήνιο νέες φωνές που δένονται μαζί του, όπως η Μαρή Νίνο, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Κέτη Γκρέη, η Πόλη Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.α. Η παραπάνω ερμηνεύουν τα διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962) «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Με παρέσυρε το ρέμα», «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο Αλάνι» (1968), «Τις γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979).
Το 1980, με πρωτοβουλία της Ουνέσκο ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανίζονταν τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια της καριέρας και της ζωής του. Με την έκδοσή του στην Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της μουσικής ακαδημίας «Σαρλ Γκρο». Όμως, στο μεταξύ ο κορυφαίος για πάντα…
Ο Βασίλης άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα των γενεθλίων του στις 18 Ιανουαρίου 1984 στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου. Έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρισης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από τον θάνατό του εμφανίζονταν στο χάραμα και δούλευε καινούρια τραγούδια.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης έβαλε την δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στην ελληνική λαϊκή μουσική. Μπόλιασε το ρεμπέτικο με δυτικά μελωδικά στοιχεία και το έβγαλε από το περιθώριο. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα, προσθέτοντας το πιάνο και επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας. Καινοτόμησε στο στίχο, με την απομάκρυνση του από τις παραδοσιακές φόρμες του δύστυχου και της ομοιοκαταληξίας και επισημοποίησε και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν. Με τον Τσιτσάνη το ρεμπέτικο γίνεται τέχνη και η ρήξη με την παράδοση αρχίσει να γίνεται ορατή.

                                                                                        ΜΠΛΕΤΣΑ ΜΑΡΙΛΙΑ Α΄3

Σχολιάστε

Top