50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο
Ιστορική αναδρομή πριν από την εισβολή
Η Κύπρος αποτελούσε κτίση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία την παραχώρησε μετά από ήττα στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο στην Αγγλική Αυτοκρατορία. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, όταν το 1914 η Τουρκία μπήκε στον πόλεμο με τις Κεντρικές Δυνάμεις ως αντίποινα η Μεγάλη Βρετανία, ανακήρυξε το νησί προτεκτοράτο της. Λίγο μετά, κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού την πρόσφερε στην Ελλάδα ως δέλεαρ για να συμμετάσχουμε στον πόλεμο κατά των Γερμανών και υπέρ των δικών μας συμμάχων (Αντάντ). Όμως η ελληνική κυβέρνηση και ο φιλογερμανός βασιλιάς Κωνσταντίνος αρνήθηκε την προσφορά.
Κατά τη βρετανική κυριαρχία οι Κύπριοι αρχίζουν σταδιακά να θέτουν το αίτημά τους για εθνική αυτοδιάθεση και μετά για ένωση με την μητέρα Ελλάδα. Αν και οι Ελληνοκύπριοι εξέφραζαν σταθερά την αξίωσή τους για εθνική αυτοδιάθεση, η αποικιακή αυταρχική αγγλική δύναμη, με το κλίμα που επικρατούσε διεθνώς πριν από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αρνήθηκε να την ικανοποιήσει. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν εκδηλώθηκε το οικουμενικό κίνημα για αυτοδιάθεση των λαών, το αίτημα των Κυπρίων έγινε γνωστό ως το Κυπριακό ζήτημα. Η κυπριακή Ορθόδοξη Εκκλησία προωθούσε το αίτημα για ένωση, αφού και οι ίδιοι οι Ελληνοκύπριοι θεωρούσαν αυτονόητο και φυσικό τους δικαίωμά κάτι που αρχικά και η τουρκοκυπριακή μειοψηφία του νησιού αντιμετώπισε θετικά, αφού και αυτή στενάζε υπό την αγγλική αποικιοκρατία. Το 1955, εφόσον όλες οι εκκλήσεις τους για αυτοδιάθεση είχαν παραγνωριστεί, οι Ελληνοκύπριοι προχώρησαν σε ένα μαχητικό αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας από τον αποικιακό ζυγό. Η βρετανική κυβέρνηση, επιστρατεύοντας τη γνωστή πολιτική τού «διαίρει και βασίλευε», άρχισε να εκμεταλλεύεται τον τουρκικό παράγοντα και να ενθαρρύνει την ανάμειξη της Άγκυρας στην Κύπρο.
Η διακηρυγμένη πολιτική της Τουρκίας προς την Κύπρο, από υποστηρικτική του αποικιακού στάτους κβο που ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950, άρχισε να κλίνει προς την πολιτική της διχοτόμησης της νήσου στη βάση της εθνικής καταγωγής. Ο καθηγητής Νιχάτ Ερίμ, στον οποίο ο Τούρκος πρωθυπουργός Ατνάν Μεντερές ανάθεσε τη διαμόρφωση μιας πολιτικής για την Κύπρο, ετοίμασε και υπέβαλε το Νοέμβριο του 1956 υπόμνημα προτείνοντας τη γεωγραφική διαίρεση του νησιού σε συνδυασμό με τη μετακίνηση πληθυσμών.
Αυτή η πρόταση για σαφή εθνικό διαχωρισμό θα κατέληγε στο σχηματισμό δύο χωριστών πολιτικών οντοτήτων, μιας ελληνικής και μιας τουρκικής, καθεμιά από τις οποίες θα προχωρούσε σε πολιτική ένωση με την Ελλάδα και την Τουρκία αντίστοιχα. Αυτή η πολιτική, συνδυαζόμενη με τακτικές έντασης ανάμεσα στις δύο εθνικές κοινότητες του νησιού, συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Είναι αξιοσημείωτο, ως δείγμα της σταθερότητας του στρατηγικού σχεδιασμού των Τούρκων, το γεγονός ότι αυτή η θέση εξακολουθεί να αποτελεί τη βάση της τουρκικής πολιτικής έναντι της Κύπρου μέχρι σήμερα. Παρ’ όλ’ αυτά, ο ηρωικός ένοπλος αγώνας των Κυπρίων αγωνιστών 1955-1959 με πρωτεργάτες τους μαχητές της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (Ε.Ο.Κ.Α.) λύγισε την αγγλική αποικιοκρατία και πέτυχε όχι την ένωση, αλλά τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους. Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου το 1959 καθόριζαν την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, που όμως άφησε γλυκόπικρη γεύση στους Ελληνοκυπρίους, ως ένας οδυνηρός συμβιβασμός, αφού ούτε η ένωση επιτεύχθηκε, αλλά και τοποθετούσε τη μειονότητα των μουσουλμάνων του νησιού ως σχεδόν ισότιμο μέλος του κράτους με δυσανάλογα προνόμια.
Η 1η εισβολή (ΑΤΤΙΛΑΣ 1)
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου 1974, πέντε μέρες μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Το παράφρον πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου που είχε σχεδιάσει η χούντα του Ιωαννίδη (ο οποίος είχε παραγκωνίσει τον Παπαδόπουλο, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1974) ενάντια στον εκλεγμένο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατία, ο οποίος όμως ήταν ανεπιθύμητος για τους Έλληνες δικτάτορες. Έτσι λοιπόν το πρωί της 15ης Ιουλίου ξεκίνησε το πραξικόπημα και ελλαδικές δυνάμεις βομβάρδισαν το προεδρικό μέγαρο στη Λευκωσία. Βέβαια, ο Μακάριος διέφυγε στην Πάφο και στη συνέχεια στην Αγγλία, ενώ στη θέση του τοποθετήθηκε ο πρώην μαχητής της ΕΟΚΑ Νίκος Σαμψών. Έπειτα, στις 18 Ιουλίου 1974 ο Σίσκο ως υφυπουργός Εξωτερικών της Αμερικής επισκέφτηκε τον πρωθυπουργό της Χούντας και ορισμένους υπηρεσιακούς παράγοντες. Ο ίδιος δήλωσε ότι θα έπρεπε να αποτραπεί πόλεμος Ελλάδας- Τουρκίας εξαιτίας της συμμετοχής τους στο ΝΑΤΟ. Παρ’ όλο όμως που είχε προειδοποιήσει για τη σύγκρουση, ο Ιωαννίδης δεν έλαβε σοβαρά την προειδοποίηση, αφού, όπως κατέθεσε αργότερα, είχε άλλες πληροφορίες από πράκτορες των Αμερικάνων. Η Τουρκία υποστήριξε πως η επιχείρησή της αποτελεί ειρηνευτική επέμβαση νομιμοποιημένη από το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων (συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου). Τόσο τα Ηνωμένα Έθνη όσο και το Συμβούλιο της Ευρώπης αναφέρουν το αποτέλεσμα της εισβολής ως παράνομη στρατιωτική κατοχή με τεράστιες ανθρωπιστικές συνέπειες.
«Ο εφιάλτης είχε αρχίσει ξημερώματα της 20ής Ιουλίου όταν ξυπνήσαμε με τις σειρήνες που χτυπούσαν σε ολόκληρη την Κύπρο. Επειδή στη Μύρτου υπήρχε μεγάλο στρατόπεδο, βλέπαμε τους στρατιώτες να πηγαίνουν πάνω κάτω, αλλά δεν είχαμε νιώσει έντονα τον κίνδυνο. Πιστεύαμε ότι ήταν κάτι που θα περνούσε μέσα στις επόμενες μέρες» (απόσπασμα μαρτυρίας της Παναγιώτας Σταύρου, πρόσφυγα από το χωριό Μύρτου της επαρχίας Κερύνειας).
Οι ελληνικές δυνάμεις και ήταν διασκορπισμένες λόγω της κίνησης μονάδων λόγω του πραξικοπήματος, αλλά και εγκλωβίστηκαν στις παλινωδίες της ελληνικής χούντας. Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρ’ ότι βομβαρδιζόταν όλο το νησί, ακόμα και το στρατόπεδο της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ), εντούτοις η Αθήνα καθυστέρησε χαρακτηριστικά να δώσει την εντολή για τη χρήση όπλων! Την επομένη, 21 Ιουλίου, οι μάχες στην Κύπρο συνεχίζονται με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Στόχος των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο είναι να αποκόψουν τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας από το προγεφύρωμα της Κερύνειας. Οι Έλληνες στρατηγοί απορρίπτουν εισήγηση για επέμβαση στην Κύπρο, προβλέποντας αποτυχία του σχετικού εγχειρήματος. Δύο ελληνικά υποβρύχια που πλέουν ήδη πριν από την εισβολή προς την Κερύνεια διατάσσονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Την ίδια μέρα σημειώνεται δραστηριοποίηση του αμερικανικού παράγοντα για την επίτευξη ανακωχής. Ο Σίσκο (υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ), που πηγαινοέρχεται μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας, δε βρίσκει κάποιον αρμόδιο στην Αθήνα να διαπραγματευτεί, καθώς όλοι οι αρμόδιοι έχουν εξαφανιστεί. Την ευθύνη αναλαμβάνει τελικά ο αρχηγός του Ναυτικού ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, ο οποίος σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Κίσινγκερ συμφωνεί η ανακωχή να ισχύσει από τις τέσσερις το απόγευμα της 22ης Ιουλίου. Σ” αυτό το χρονικό σημείο, οι Τούρκοι ελέγχουν το 3% του κυπριακού εδάφους, έχοντας δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα, που συνδέει την Κερύνεια με τον τουρκοκυπριακό θύλακα της Λευκωσίας.
Μεταπολίτευση - Συνομιλίες – 2η Εισβολή (ΑΤΤΙΛΑΣ 2)
Λίγο μετά τις τέσσερις το απόγευμα τα διεθνή πρακτορεία μετέδιδαν την καθεστωτική αλλαγή στην Αθήνα. Η πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος και η μεταβίβαση της εξουσίας στους εξόριστους πολιτικούς ήταν γεγονός. Την 24η Ιουλίου κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ορκίστηκε στην Αθήνα, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και υπουργούς παλιότερους πολιτικούς. Παράλληλα στην Κύπρο τα τραγικά γεγονότα υποχρέωσαν και το Νίκο Σαμψών να παραιτηθεί. Κύπριος Πρόεδρος ανέλαβε ο Γλαύκος Κληρίδης.
Ακολούθησαν δύο γύροι πολύωρων διαβουλεύσεων στη Γενεύη μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών και των Κυπρίων στις οποίες η Τουρκία σταθερά ζητούσε ομοσπονδιακή λύση, ανταλλαγή πληθυσμού και το 34% των εδαφών της Κύπρου να ελέγχεται από τους Τουρκοκύπριους. Στις 14 Αυγούστου, οι συνομιλίες της Γενεύης κατέρρευσαν και μόλις 1 ώρα μετά η Τουρκία ξεκίνησε δεύτερη επιχείρηση, «Αττίλας ΙΙ». Στην ουσία, οι Τούρκοι είχαν ως σκοπό με την εν λόγω επέμβαση να επεκταθεί η ζώνη κατοχής του τουρκικού στρατού στα σημερινά επίπεδα, δηλαδή Γραμμή Μόρφου- Πράσινη Γραμμή Λευκωσίας -Αμμοχώστου. Δυστυχώς, οι λιγοστές ελληνικές δυνάμεις και ειδικότερα η Εθνική Φρουρά, η Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) και ένοπλοι πολίτες ήταν αντιμέτωποι με έναν άρτια εξοπλισμένο στρατό με πληθώρα αρμάτων μάχης και υπεροπλία στον αέρα. Η κατάπαυση του πυρός έγινε στις 6 το απόγευμα της 16ης Αυγούστου 1974 με τους εισβολείς να καταφέρνουν ό,τι ο Γκιουνές επιδίωκε στη Γενεύη αφού οι Τούρκοι εισβολείς μέσα σε τρεις ημέρες κατέλαβαν το 36,2% του νησιού.
Συνέπειες
Κάπως έτσι η Τουρκία έθεσε υπό παράνομη στρατιωτική κατοχή της πέραν του 36% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο και κατέχει μέχρι σήμερα. Ως αποτέλεσμα της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής και κατοχής, 162.000 Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν και έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα και μέχρι σήμερα εμποδίζονται από τις κατοχικές αρχές να επιστρέψουν στα σπίτια και στις περιουσίες τους. Άλλες 20.000 παρέμειναν εγκλωβισμένοι και συνολικά σκοτώθηκαν περίπου 3.000 ελληνόφωνοι Κύπριοι και σχεδόν 2.000 ήταν οι αγνοούμενοι Ελλαδίτες στρατιώτες, αξιωματικοί και φυσικά Ελληνοκύπριοι στρατιώτες και πολίτες.
«Η μεγαλύτερη πληγή όμως ήταν η αγωνία για τον πατέρα μου. Στην αρχή παίρναμε γράμματά του, στη συνέχεια όμως χάσαμε κάθε ίχνος του. Παραμένει μέχρι σήμερα στη λίστα των αγνοουμένων. Για αρκετό καιρό δεν ξέραμε αν ζει ή αν πέθανε αλλά και πού βρίσκεται, αν είναι νεκρός. Τελικά αργότερα μάθαμε από κάποιους Μαρωνίτες ότι δολοφονήθηκε από τους Τούρκους» (απόσπασμα απ’ τη μαρτηρία της Παναγιώτας Σταύρου, πρόσφυγα από το χωριό Μύρτου της επαρχίας Κερύνειας).
Βέβαια, το ανθρωπιστικό κόστος ήταν μεγαλύτερο από την «απλή» καταμέτρηση θυμάτων και αγνοουμένων. Κατά τη διάρκεια της εισβολής, Ελληνοκύπριες γυναίκες έπεσαν θύματα βιασμού από Τούρκους στρατιώτες. Ο αριθμός των βιασμών ήταν τόσο μεγάλος που προκλήθηκε και μεγάλος αριθμός από ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, κάτι που ανάγκασε τη συντηρητική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, προσωρινά, να επιτρέψει τις εκτρώσεις. Ο βιασμός χρησιμοποιήθηκε από τον τουρκικό στρατό για να καθαρίσει περιοχές από αμάχους, αναγκάζοντάς τους να φύγουν. Δυστυχώς, όπως σε κάθε πόλεμο έτσι και τώρα και οι δύο αντίπαλες μεριές προέβησαν σε βαναυσότητες, έτσι και τότε έγιναν αντίποινα σε τουρκοκυπριακά χωριά από Έλληνες παραστρατιωτικούς.
Το 1983 ανακηρύχθηκε η Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου, αναγνωρισμένη μόνο από την Τουρκία. Η διεθνής κοινότητα θεωρεί τα εδάφη της ΤΔΒΚ ως κατεχόμενη από τις τουρκικές δυνάμεις περιοχή της Δημοκρατίας της Κύπρου Η κατοχή εξακολουθεί να θεωρείται παράνομη, ενώ οι συνομιλίες για λύση του Κυπριακού ζητήματος συνεχίζονται. Η Τουρκία βρέθηκε ένοχη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για εκτοπισμό πληθυσμού, στέρηση του δικαιώματος της ελευθερίας, κακή μεταχείριση, στέρηση του δικαιώματος της ζωής και στέρηση του δικαιώματος της περιουσίας. Η τουρκική πολιτική βίαιης μετατόπισης του ενός τρίτου του ελληνοκυπριακού πληθυσμού από τα σπίτια του στον κατεχόμενο βορρά, εμποδίζοντας την επιστροφή τους, και ο εποικισμός από Τούρκους συνιστά εθνοκάθαρση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων βρήκε την Τουρκία ένοχη για συνεχείς παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Η Τουρκία έχει καταδικαστεί για την παρεμπόδιση της επιστροφής των Ελληνοκυπρίων προσφύγων στα σπίτια και τις περιουσίες τους, αλλά και για βασανισμούς αιχμαλώτων και βιασμούς γυναικών, ενώ πλήθος τάφων, μνημείων και εκκλησιών λεηλατήθηκαν.
Γύρω στις 150.000 άνθρωποι (πάνω από το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού και το ένα τρίτο των ελληνόφωνων Κυπρίων) προσφυγοποιήθηκαν. Ένα χρόνο αργότερα, το 1975, 60.000 περίπου Τουρκοκύπριοι, μετακινήθηκαν από τις ελεύθερες νότιες περιοχές, στις ελεγχόμενες από τις τουρκικές δυνάμεις βόρειες περιοχές, ως αποτέλεσμα της εκβιαστικής πολιτικής της Τουρκίας. Η Άγκυρα υλοποίησε έτσι τα διαχρονικά σχέδιά της για τον εθνικό διαχωρισμό των κοινοτήτων και την τελική διχοτόμηση της Κύπρου.
Από τότε μέχρι σήμερα η Τουρκία κατέχει παράνομα, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, το 37% της Κύπρου και το μεγαλύτερο τμήμα της ακτογραμμής της Μεγαλονήσου
Οσμή προδοσίας
Δυστυχώς, υπάρχουν πολλές και ισχυρές ενδείξεις ότι η ήττα μας στην Κύπρο και η επερχόμενη τραγωδία ήταν προϊόν όχι μόνο αδέξιων κινήσεων κάποιων ανάξιων που είχαν στα χέρια τους τις τύχες του Ελληνισμού σε Ελλάδα και Κύπρο, αλλά και αποτέλεσμα ενός πιο σκοτεινού σχεδίου ή επιλογών κάποιων που έβαλαν το δικό τους συμφέρον και την προσωπική επιβίωσή τους σε πρώτη μοίρα καταδικάζοντας το εθνικό συμφέρον και την Κύπρο. Μετά το πραξικόπημα στην Κύπρο που ενορχήστρωσε το καθεστώς Ιωαννίδη, υπήρχαν πολλοί ξένοι παράγοντες που προσπάθησαν να προειδοποιήσουν το δικτάτορα ότι πιθανότατα οι Τούρκοι θα επέμβουν στη Μεγαλόνησο, αλλά ο Ιωαννίδης κώφευε. Είδαμε προηγουμένως το πρωί της πρώτης εισβολής την αναίτια και ύποπτη καθυστέρηση των Αθηνών να δώσει εντολή στις ελληνοκυπριακές δυνάμεις να αμυνθούν ενώ βομβαρδιζόταν όλο το νησί και ο ουρανός είχε γεμίσει με Τούρκους αλεξιπτωτιστές που έπεφταν στους τουρκοκυπριακούς θύλακες. Ενώ είναι γνωστό (από μαρτυρίες και καταθέσεις στην εξεταστική επιτροπή της ελληνικής βουλής για το Κυπριακό) ότι το Γενικό Επιτελείο Στρατού επί τρεις μήνες πριν την εισβολή αγνοούσε τα ανησυχητικά μηνύματα του επικεφαλής του κλιμακίου της ελληνικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στην Κυρήνεια Αλ. Σημαιοφορίδη, ο οποίος έστελνε αναφορές για κλιμακούμενη στρατιωτική κινητικότητα στις ακτές της Τουρκίας βόρεια του νησιού. Μάλιστα το βράδυ της 19/7/1974 προειδοποίησε τους επιτελείς στην Ελλάδα ότι μεγάλη αποβατική δύναμη ξεκίνησε από το λιμάνι της Μερσίνας προς την Κερύνεια και όμως η Αθήνα αλλά και το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς συνιστούσαν ηρεμία, καθότι θεωρούσαν ότι η Τουρκία θα έκανε απλά μια άσκηση για να εκφοβίσει τους Έλληνες…
Στην Ελλάδα, ο Ιωαννίδης μαζί με τους συμβούλους του προετοίμαζαν κρυφά υποβρυχιακές και αεροπορικές επιθέσεις κατά των δυνάμεων της εισβολής. Κάποιοι όμως στρατιωτικοί αρχηγοί εν αγνοία του Ιωαννίδη ήταν ενάντια σε μια ολοκληρωτική σύγκρουση με την Τουρκία. Προφανώς επειδή θεώρησαν ότι αυτό θα ήθελε ο αμερικανικός παράγοντας. Η κατάπαυση πυρός στις 22/7 έδωσε την αφορμή στους επιτελάρχες Αραπάκη (αρχηγό στόλου) και Παπανικολάου (αρχηγό αεροπορίας), κάτω πάντα υπό την πίεση του Σίσκο (υφυπουργού Εξωτερκών ΗΠΑ), να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της αναβολής επ’ αόριστον της αποστολής δεκαεπτά μαχητικών Φάντομ στην Κύπρο, καθώς και δύο υποβρυχίων (όπως έπρεπε να στείλει η Ελλάδα βάσει των σχεδίων αμύνης της Κύπρου). Είναι τυχαίο ότι αυτοί συνομιλούσαν με τον πρέσβη των ΗΠΑ Τάσκα και τον υφυπουργό Σίσκο μιας και τα μέλη της κυβέρνησής που είχε τοποθετήσει ο Ιωαννίδης κρύβονταν; Έπειτα, υπήρχε και η θεωρία του ότι «η Κύπρος είναι μακρυά και εκτός επιχειρησιακής δυνατότητας της Ελληνικής αεροπορίας». Έτσι, η Ελλάδα, διά στόματος Γρηγόρη Μπονάνου, αρχηγού στρατού την πρώτη ημέρα της εισβολής, εξεστόμισε την περίφημη φράση: «Η Τουρκία εισβάλλει στην Κύπρο. Εμείς, όμως, είμαστε Ελλάς».
Η ίδια πολιτική ακολουθήθηκε, ουσιαστικά, όχι μόνο σε όλη την περίοδο της πρώτης εισβολής (20-22 Ιουλίου), αλλά και μετά. Μετά την αλλαγή του καθεστώτος και την παράδοση της κυβέρνησης στους πολιτικούς η στάση της πολιτικής ηγεσίας Καραμανλή-Μαύρου (που ανέλαβαν μετά τις 23/7/1974) κατά τη διάρκεια της δεύτερης τουρκικής επέκτασης στο νησί πρέπει να ερευνηθεί διεξοδικά και έχει να κάνει με το θέμα της συνέχειας μεταξύ της χουντικής αλλά και καραμανλικής εξωτερικής πολιτικής. Στην ουσία η πολιτική μας δεν άλλαξε. Πιθανότατα η κυβέρνηση Καραμανλή να βρέθηκε προ τετελεσμένων γεγονότων και να αναγκάστηκε να συνεχίσει την τακτική πολιτικής υποτέλειας στις ΗΠΑ που επί του πρακτέου γινόταν τακτική υπόθαλψης των τουρκικών στρατηγικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο. Εδώ φάνηκε και η αυτονομία της τουρκικής κρατικής πολιτικής απέναντι στο συμβιβασμό που πρότειναν οι ΗΠΑ-Μεγάλη Βρετανία και εδώ φάνηκε η βαθιά εξαρτημένη φύση του ελληνικού κράτους από το ΝΑΤΟϊκό κατεστημένο. «Η Κύπρος είναι μακρυά», θα πει ο Καραμανλής στα μέσα Αυγούστου του 1974 όταν ο τουρκικός στρατός έμπαινε στη Μόρφου και το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ είχε περικυκλωθεί δίνοντας μάχη ζωής και θανάτου. Αντικειμενικά τότε κάθε απόφαση για οποιαδήποτε κυβέρνηση θα ήταν δύσκολη.
Όμως, δυστυχώς, οι σκιές δε σταματούν εδώ. Το απόγειο της τακτικής αυτής της πρώτης μεταπολιτευτικής κυβέρνησης της χώρας ήταν η απόφαση αναστολής των ποινικών διώξεων για την τραγωδία της Κύπρου όπως αποτυπώθηκε στις πράξεις 44 και 45 του Υπουργικού Συμβουλίου της 7ης Μαρτίου 1975 και ήταν σαφής. Τόσο ο υπουργός Δικαιοσύνης όσο και ο υπουργός Εθνικής Αμύνης είχαν ο καθένας το δικαίωμα «να αναβάλει την έναρξη ή να αναστείλει την αρξαμένη ποινική δίωξη επί εγκλημάτων ως και εκείνων εξ ων δύνανται να διαταράξουν τις διεθνείς σχέσεις του Κράτους». Αυτή η απόφαση μήνες μετά την εισβολή άραγε ποιον ωφελούσε; Πάντως όχι την αλήθεια…
50 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΓΡΑΦΤΕΙ
Το Κυπριακό ζήτημα αποτελεί, πρωτίστως, ένα διεθνές ζήτημα εισβολής και κατοχής, σε ευθεία παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και πληθώρας αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών. Εδώ και πενήντα χρόνια, η Τουρκία αρνείται να αποσύρει τις παράνομες στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής από την Κύπρο, οι οποίες έχουν καταστήσει την Κύπρο την πλέον στρατιωτικοποιημένη περιοχή παγκοσμίως. Το Κυπριακό συνιστά, επίσης, χαρακτηριστική περίπτωση συνεχούς, κατάφωρης και μαζικής παραβίασης βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών από την Τουρκία. Συγκεκριμένα, η Τουρκία παραβιάζει τα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων προσφύγων, των αγνοουμένων και των συγγενών τους, καθώς και των εγκλωβισμένων στο κατεχόμενο τμήμα της νήσου, ενώ συνεχίζει με συστηματικό τρόπο τον παράνομο εποικισμό και την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου.
Οι αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών καλούν τις δύο κοινότητες να εξεύρουν συμπεφωνημένη λύση στο εσωτερικό πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου με διαπραγματεύσεις, στο πλαίσιο του σεβασμού της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, της ταχείας απόσυρσης των ξένων στρατευμάτων, του τερματισμού κάθε ξένης επέμβασης στις υποθέσεις της και της λήψης μέτρων επειγόντως για την επιστροφή όλων των προσφύγων στις εστίες τους. Όμως η τουρκική και τουρκοκυπριακή πλευρά απορρίπτουν συνολικά το διαπραγματευτικό πλαίσιο του ΟΗΕ για λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, υποστηρίζοντας έκτοτε τη λύση των δύο κρατών.
Παραπομπές – πηγές
Wikipedia.org
https://www.imerodromos.gr/oi-megaloi-enochoi-gia-thn-prodosia-ths-kuprou-to-1974/
https://mfa.gov.cy/el/turkish-military-invasion-and-occupation.html
https://www.gcsc.ac.cy/martyries-apo-tin-eisvoli/
https://mfa.gov.cy/el/historical-background.html
https://kypseli.ouc.ac.cy/bitstream/handle/11128/1833/%CE%91%CE%A3%CE%A0-2015- 00006.pdf?sequence=1&isAllowed=y
https://www.himara.gr/istoria/12315-47-chronia-apo-tin-tourkiki-eisvoli-stin-kypro-afieroma
Βασίλης Φούσκας, «Κύπρος. Ιούλιος-Αύγουστος 1974: Η διπλή προδοσία», άρθρο στον Φιλελεύθερο και Εφ. Συντακτών, 23 Ιουλίου 2018
Άλέξης Παπαχελάς, Ένα σκοτεινό δωμάτιο, 1967-1974, εκδόσεις Μεταίχμιο
The Cyprus Conspiracy: America, Espionage and the Turkish Invasion, by Brendan O’Malley and Ian Craig, (London, 1999)
Μεχμέτ Αλί Μπιράντ, Απόφαση Απόβαση, εκδόσεις Φλώρος
Σταύρος Καλεντερίδης, Το ντόμινο των υποχωρήσεων στο Αιγαίο, εκδόσεις Ινφογνώμων
Ελευθέριος Σταμάτης, Κύριοι πάτε για ύπνο, εκδόσεις Δούρειος ίππος.
Φάκελος Κύπρου, τόμος 1, Ελληνικό Κοινοβούλιο, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων.
Επιμέλεια Μάρκος Κορελόπουλος, ιστορικός