Το σχολικό έτος 2021-22 στα πλαίσια υλοποίησης σχέδιων δράσης , στο σχολείο μας υλοποιήθηκε η δράση: 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Για λόγους οικονομίας παραθέτουμε ορισμένα μόνο κείμενα από όσα καταγράψαμε ως ελάχιστο φόρο τιμής στους προγόνους μας, καθώς η Νίκαια είναι μια προσφυγούπολη!
Ασχοληθήκαμε με το ιστορικό πλαίσιο, τα γεγονότα της καταστροφής, μελετήσαμε τις συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων στη Μικρασία πριν την Καταστροφή, τις συνθήκες διαβίωσης κατά την έλευσή τους στην Ελλάδα, την προσφορά τους στον ελλαδικό χώρο. Παρακολουθήσαμε σχετικές κινηματογραφικές ταινίες, τη θεατρική παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά «Ματωμένα χώματα» , πραγματοποιήσαμε τηλεδιάσκεψη για την ιστορία της Ιωνίας από την αρχαιότητα μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή με τη φιλόλογο/ιστορικό Παπαδοπούλου Αρχοντία, συλλέξαμε μαρτυρίες από το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον μας , κάναμε ασκήσεις δημιουργικής γραφής με αυτό το θέμα, φωτογραφήσαμε τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, μάθαμε μικρασιατικούς χορούς …
Στην υλοποίηση της δράσης συμμετείχαν οι μαθητές:
Δήμητρα Βιρβίλη, Βλάχου Ξένια, Δαλαμάγκα Νικολέττα, Δημητροπούλου Νικολέττα, Δούκας Κωνσταντίνος, Εμμανουήλ Ουρανία, Ζακχαίος Λεονάρδος, Θεοδωροπούλου, Δέσποινα , Καλογεράς Κυριάκος, Καμμάς Νίκος, Κασίδης Γιάννης, Κιγκίλου Γεωργία, Κίτσος Θεόφιλος, Κυπριώτης Μιχάλης, Κυρίτσος Στέλιος, Κώη Ανδριάννα, Λιμάνη Βενετία, Λιμάνη Εύκλεια, Μεντή Φωτεινή, Moυσέτης Ηλίας, Μουχτάρογλου Χριστίνα, Μπεκρής Πάρης, Παδιάς Γιάννης, Ρουβινέτη Ελένη, Τσαμοπούλου Ελένη, Τσιμικλής Δημήτρης, Τσιβελέκος Χάρης, Xoύσου Δήμητρα.
Μικρασιατικοί χοροί: Εξαμελιώτη Μιχαέλα, Μπούχτης Τάσος, Αμπαρτζάκη Μαριάννα, Κοντολέων Κων/να, Ιορδανίδου Αγάθη, Καμακάρη Βάγια, Φωτίου Φωτεινή, Διακαντώνη Πετρίνα, Ρουβινέτη Ελένη, Στάθη Μαριάννα, Τζωρτζάκη Κωνσταντίνα, Τζαμπάζη Ευθυμία, Κακούρη Χριστίνα, Στάχτιαρη Μαρία, Κούνε Δήμητρα, Μιχαηλάρη Ευαγγελία, Ιορδανίδου Εύη.
Ο όρος Μικρασιατική Καταστροφή είναι όρος που έχει υιοθετηθεί από την ελληνική ιστοριογραφία για να περιγράψει τα αποτελέσματα της Μικρασιατικής Εκστρατείας στην Ελλάδα και στον ελληνισμό γενικότερα.
Συγκεκριμένα αναφέρεται στο τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-22, τη φυγή από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης, που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά μικρασιατικά παράλια, κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, όπως και την σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη γενικευμένη πλέον εκδίωξη και εξόντωση μεγάλου μέρους του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας. Συνολικά, το φθινόπωρο του 1922 έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 900.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Συνολικά η Μικρασιατική εκστρατεία είχε ως αποτέλεσμα πάνω από 25.000 νεκρούς και τραυματίες στρατιώτες από ελληνικής πλευράς. Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους και να έρθουν σαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της περιοχής που κυριαρχούσε οικονομικά, είχε δε καταφέρει να διατηρήσει την πολιτιστική του κληρονομιά παρ” ότι αποτελούσε μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον.
Οι Τούρκοι ήθελαν να εξαφανίσουν κάθε ελληνικό στοιχείο από την Μικρά Ασία, προβαίνοντας σε ανείπωτα εγκλήματα, σύμφωνα και με τις μαρτυρίες των Δυτικών αυτοπτών μαρτύρων: Μαζικές πυρπολήσεις κτηρίων και ανθρώπων, βιασμοί, εκτελέσεις, βασανιστήρια κτλ. Αμερικανοί μάρτυρες διηγούνται ιστορίες για πυρπολήσεις αρρώστων μέσα σε νοσοκομεία και παιδιών μέσα σε σχολεία. Σύμφωνα δε με τον ανταποκριτή των Τάιμς του Λονδίνου, πολλοί Χριστιανοί κάηκαν μέσα στις εκκλησίες τους, όταν αφού κατέφευγαν σε αυτές, οι Τούρκοι τούς έβαζαν επί τούτου φωτιά.
Η Μικρασιατική Καταστροφή θεωρείται ως η μεγαλύτερη συμφορά του Νεότερου Ελληνισμού. Με τη Συνθήκη της Λωζάννης και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης ξεριζώθηκε από την προαιώνια πατρίδα του. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιοι Χριστιανοί εξοντώθηκαν και οι υπόλοιποι ήρθαν ως πρόσφυγες, χωρίς τις περιουσίες τους, στην Ελλάδα. Το σχεδόν χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος έπρεπε τάχιστα να στεγάσει και να περιθάλψει αυτόν τον τεράστιο πληθυσμό.
Παράλληλα, με την αποχώρηση μουσουλμάνων στο θρήσκευμα από την ελληνική επικράτεια, η Ελλάδα κατέστη περισσότερο εθνικά και θρησκευτικά ομοιογενής, αλλά η Μεγάλη Ιδέα -κύριος συνεκτικός δεσμός της κοινωνίας και ο κύριος στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για σχεδόν 100 χρόνια- έλαβε τέλος.
Η Καταστροφή του 1922 θα επιφέρει βαθιές τομές εντός της ελληνικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό (δημιουργία πολυπληθούς εργατικής τάξης στα μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς και αστυφιλία), πολιτικό (ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών δυνάμεων), καθώς και πολιτισμικό (νέα μουσικά ακούσματα, κουζίνα, νέες πνευματικές αναζητήσεις και λογοτεχνικά ρεύματα, όπως η γενιά του ’30 κτλ).
Η άφιξη και εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα επηρέασε βαθιά κάθε πτυχή της ζωής, κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική. Οι συντηρητικές και κλειστές, αγροτικές κοινωνίες των αυτοχθόνων ήρθαν σε επαφή με νέες αξίες και συνήθειες, πολλές από τις οποίες δεν ήταν σε θέση να αποδεχτούν. Ένα σχετικό παράδειγμα αποτελεί η αρνητική εικόνα που είχαν σχηματίσει για τις γυναίκες των προσφύγων ως «αμφιβόλου ηθικής», απόρροια των πεποιθήσεων της εποχής, καθώς πολλές από εκείνες είχαν φτάσει στην Ελλάδα χωρίς τον άντρα, τον πατέρα ή τον αδερφό τους, που είχαν χάσει τη ζωή τους στον πόλεμο. Αλλά και γενικότερα, η διαφορά στον τρόπο ζωής, σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και στη γλώσσα, καθιστούσε τους ντόπιους Έλληνες αρνητικά διακείμενους απέναντι στους νεοφερμένους. Επιπλέον, η καταστροφή και η ανταλλαγή είχαν φέρει στη χώρα περίπου 300.000 άντρες με εκλογικό δικαίωμα, που θεωρούσαν τον βασιλιά ως υπαίτιο των δεινών τους. Το Σύμφωνο της Άγκυρας το 1930 εξανέμιζε κάθε ελπίδα που είχαν να πάρουν πίσω τις περιουσίες που είχαν εγκαταλείψει με την έξοδό τους. Αυτό οδήγησε στη διαμόρφωση ταξικής συνείδησης και τη στροφή προς τον κομμουνισμό, γεγονός επίσης αντίθετο προς τη μέχρι τότε γενικότερη μετριοπάθεια της ελληνικής κοινωνίας.
Ο πλήρης απολογισμός της καταστροφής αυτής που συντελέσθηκε ιστορικά σε δύο περιόδους, (αμφότερες τετραετίες), 1914-1918 και 1920-1924 είναι πράγματι πολύ δύσκολος. Οι αρπαγές και οι λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, οι γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, το γκρέμισμα σχολείων, ναών και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, η καταστροφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων, με τον παράλληλο ευτελισμό κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας στον οποίο περιλαμβάνονταν βασανισμοί αιχμαλώτων, ακρωτηριασμοί, θανάτωση βρεφών, βιασμοί, η ηθική οδύνη υπό το κλίμα του τρόμου και της απειλής του θανάτου, αλλά και ατέλειωτες πορείες στα περιώνυμα «τάγματα εργασίας», με άγνωστο αριθμό ανθρώπων που χάθηκαν σ” αυτά, οι απαγχονισμοί, τα δημόσια λυντσαρίσματα, καθώς και οι εκτελέσεις με αποφάσεις των τουρκικών Δικαστηρίων της Ανεξαρτησίας δεν έχουν μέχρι σήμερα ερευνηθεί πλήρως.
Η προσφορά των Ελλήνων στην ελληνική κοινωνία
Η παρουσία του Ελληνικού στοιχείου στη Μ. Ασία, υπήρξε αέναη από την Αρχαιότητα, όταν τα πρώτα φύλα των Αχαιών και Ιώνων εγκαταστάθηκαν στη Χερσόνησο, διατηρήθηκε επί των Ρωμαίων, ισχυροποιήθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και εξακολούθησε τον 19ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα.
Η αναγέννηση της Μικράς Ασίας τον 18ο και 19ο αιώνα
Η Αναγέννηση των Ελλήνων τον 18ο αιώνα, εκδηλώνεται σε μία περίοδο οικονομικής άνθησης και συνδέεται με την πνευματική της πορεία. Καθώς οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές, (μείωση πληθυσμού, αποδυνάμωση, μαζικές εκτοπίσεις, δεσμεύσεις περιουσιών, δυσβάστακτη φορολόγηση, παρασιτική διοίκηση) η αναγέννηση ξεκίνησε από τα παράλια της Ιωνίας. Στην περιοχή είχε καθιερωθεί καθεστώς διομολογήσεων καθώς το 1855 υπογράφηκε συνθήκη εμπορίου – ναυτιλίας, ανάμεσα στην Ελλάδα και τον Σουλτάνο σύμφωνα με την οποία η Τουρκία εξαίρεσε από την κυριαρχία της τους κατοίκους κάποιων περιοχών. Με αυτό το τρόπο παρατηρήθηκε μία νέα άνθηση των παράλιων ελληνικών πόλεων, καθώς οι Έλληνες αρχίζουν να επιστρέφουν στις εστίες τους.
Η Κατάσταση στη Βαλκανική (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος)
Με τους Βαλκανικούς πολέμους (1912 – 1913) η επιφάνεια του ελληνικού εδάφους και ο πληθυσμός διπλασιάζεται
Με τη συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος 1920) η Ελλάδα έλαβε την Ανατολική Θράκη, μέχρι τα πρόθυρα της Κων/λης, την Ίμβρο – Τένεδο, και προσωρινά τη περιοχή της Σμύρνης (για πέντε χρόνια την οποία θα μπορούσε να προσαρτήσει με ευνοϊκό δημοψήφισμα). Η Γαλλία ανέλαβε υπό την προστασία της τη Συρία, Κιλικία. Τα στενά των Δαρδανελίων τέθηκαν υπό διεθνή έλεγχο λόγω των εμπορικών συναλλαγών. Έπειτα οι Άγγλοι, σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής αποκτούσαν την Τραπεζούντα, Σαμψούντα, Μαγνησία, τον Κατσαμπά ανατολικά της Σμύρνης. Επίσης οι Ιταλοί κατέλαβαν την Αττάλεια και κινούνταν στην ενδοχώρα έως το Βιλαέτι Αϊδινίου. Οι αντιβενιζελικοί εκμεταλλεύτηκαν τη δυσφορία του λαού για την συνεχιζόμενη επιστράτευση και τους φόβους για νέο πόλεμο με την Τουρκία, νικούν στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920. Διενεργείται παράλληλα φιλοβασιλικό δημοψήφισμα με το οποίο επιστρέφει στην Ελλάδα ο αντιπαθής για την Αντάντ βασιλιάς.
Η κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα και η επάνοδος του Κωνσταντίνου στο θρόνο (Μάρτιος 1920) συνεπάγεται τη στροφή της γαλλικής πολιτικής προς τον Κεμάλ.
Η κυβέρνηση Δημ. Γούναρη αποφάσισε την κλιμάκωση των επιχειρήσεων στη Μ. Ασία, παρ’ ότι γνώριζε ότι κανείς δεν πρόκειται να βοηθήσει τον ελληνικό αγώνα και όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση κατηγορούσε τον Βενιζέλο για την Μικρασιατική περιπέτεια. Ο Κων/νος επισκέπτεται τη Σμύρνη, ενώ ο Κεμάλ απαντά με την κήρυξη «ιερού πολέμου».
Η κυβέρνηση επικαλείται απεγνωσμένα τη μεσολάβηση των Δυνάμεων για να επιτευχθεί ένας έντιμος συμβιβασμός με την Τουρκία. Στην Ελλάδα σημειώνονται έντονες διώξεις των αντιβενιζελικών, ενώ η οικονομία κλυδωνίζεται από τις δαπάνες της μικρασιατικής εκστρατείας καθώς οι Άγγλοι έχουν ακυρώσει όλες τις πιστώσεις με την επάνοδο του Κων/νου στην Ελλάδα.
Mε πρωτοβουλία του Ελ. Βενιζέλου, υπογράφεται η συνθήκη της Λωζάννης (24/7/1923) με την οποία ορίζεται ο Έβρος ως σύνορο, παραχωρήθηκε η Ίμβρος και η Τένεδος στην Τουρκία και αποφασίστηκε η ανταλλαγή πληθυσμών (εξαιρέθηκαν οι κάτοικοι της Κων/λης, της Ίμβρου και Τενέδου και οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης).
H έλευση στην Ελλάδα-Προσφορά των προσφύγων
Η οικονομία της Ελλάδας πριν το 1922, αντιμετώπιζε δύσκολες συνθήκες ιδίως μετά το 1918.Ο αριθμός των προσφύγων που έφθασαν στην Ελλάδα υπολογίζονται σε 1.221.850 άτομα σύμφωνα με την απογραφή του 1928 (643.025 ήταν αστοί και 578.850 αγρότες).
Το κυριότερο ωφέλημα που αποκόμισε η Ελλάδα, λόγω της αναχώρησης των 350.000 Τούρκων και της εισροής 1.300.000 Ελλήνων, εάν εξαιρέσουμε την χρησιμοποίηση της ακινήτου περιουσίας των Τούρκων, είναι η εθνολογική αναμόρφωση της Μακεδονίας – Θράκης. Από την έλευση των προσφύγων και την αναχώρηση των Τούρκων – Βουλγάρων, από τη Μακεδονία, η Ελλάδα απέκτησε ομοιογένεια 94% στο 1928, η οποία εκδηλώθηκε και σε γλωσσικό επίπεδο
Οι πραγματικές θυσίες της Ελλάδας που έγιναν τα πρώτα 2-3 χρόνια απέδωσαν καθώς στους πρόσφυγες οφείλουμε:
- Τον πολλαπλασιασμό – αναδιάρθρωση της γεωργικής παραγωγής και την εφαρμογή νέων μεθόδων καλλιέργειας.
- Όπως αναφέρεται στην Ετήσια Στατιστική της Γεωργικής Παραγωγής του 1920 και 1931, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις (σε στρέμματα) ήταν:
1915 | 1919 | 1921 | 1925 | 1931 |
10.793.350 | 13.894.990 | 12.333.700 | 14.655.300 | 19.319.000 |
- Την συστηματοποίηση της κτηνοτροφίας, πτηνοτροφίας, αλιείας.
- Σημαντική ήταν και η επίδραση στην αλιεία, καθώς μέχρι τότε η συλλογή γινόταν κυρίως με δυναμίτη ενώ οι έμπειροι πρόσφυγες από το Βόσπορο και Κων/λη συνετέλεσαν στον εφοδιασμό της χώρας με μηχανοκίνητα σκάφη – δίχτυα και στην ανακάλυψη νέων ψαρότοπων. Το 1923 ο Ευβοϊκός έδωσε 300.000 περισσότερα κιλά ψάρια από το 1922.
- Την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, που είχε ματαιωθεί την περίοδο 1910 – 1920 λόγω των αντιδράσεων των μεγαλοκτηματιών.
- Την συστηματική εκβιομηχάνιση, καθώς το εργατικό προσωπικό την περίοδο 1922 – 1932 αυξήθηκε κατά 175%. Αυξήθηκε η εσωτερική ζήτηση ,αυξήθηκαν τα εργατικά χέρια ενώ οι πρόσφυγες είχαν ελάχιστες απαιτήσεις,οι πρόσφυγες επιχειρηματίες διέθεταν κεφάλαια είτε σε χρυσές λίερες ή ως καταθέσεις σε ξένες τράπεζες και τα διέθεσαν στην ελληνική οικονομία. Η οικονομία απέκτησε ρευστότητα καθώς εισήλθαν πολλά δάνεια αποκατάστασης
- Την αναστροφή της πληθυσμιακής σύνθεσης του ελληνικού στοιχείου κυρίως στην Βόρεια Ελλάδα.
- Την φιλελευθεροποίηση του εκλογικού σώματος, την αναγκαστική αστικοποίηση μέσα από την έντονη κρατική παρέμβαση του κράτους πρόνοιας.
- Την ενδυνάμωση των εργατικών συνδικάτων που η δράση τους παίρνει εντονότερο χαρακτήρα την περίοδο 1924 – 1936, καθώς η χώρα οδηγείται στο καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης.
- Σημαντικές εκφάνσεις της εκπολιτισμένης καθημερινότητάς μας μέσα από τη μουσική, λογοτεχνία, κινηματογράφο, παιδεία και τρόπους διαβίωσης.
Πηγές: Οικονομικός Ταχυδρόμος, τεύχος 992/1973
« Μικρασιατικός Ελληνισμός», Ευαγγελίας Γιάμαλη- Χατζηϊωάννου
«Οι πρόσφυγες του 1922» Λαμψίδης .Ν. Γιώργος, εκδόσεις Ελληνική φωνή, 1982
————————————————————————————————————————————
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Δυο φορές πρόσφυγες
Η γιαγιά μου Στέλλα μετά την καταστροφή της Σμύρνης, είχαν εγκατασταθεί οικογενειακώς στην Ικαρία, όπου προσπάθησαν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους από το μηδέν.
Όταν, όμως, οι Γερμανοί κατέκτησαν την Ελλάδα, πήραν υπό την κατοχή τους και το νησί της Ικαρίας. Η γιαγιά μου Στέλλα και ο αδελφός της πήγαν με βάρκες τα μέλη της οικογένειας που είχαν απομείνει στην Τουρκία, καθώς τα αδέλφια της γιαγιάς μου πολεμούσαν στη Μέση Ανατολή και ο πατέρας της πολεμούσε, δηλαδή ο προπάππους μου, στα βουνά της Αλβανίας.
Όταν έφτασαν ως πρόσφυγες στην Τουρκία, μάζεψαν τους άντρες και τους βασάνισαν με ξυλοδαρμό και άλλα βασανιστήρια. Αργότερα, τους συγκέντρωσαν σε ένα λιμάνι, τους διαμοίρασαν σε τρία καΐκια και τους έστειλαν στην Κύπρο. Κατά το ταξίδι σε δύο από τα καΐκια παρουσιάσθηκε βλάβη , βούλιαξαν , με αποτέλεσμα να πνιγούν όλοι οι πρόσφυγες. Το τρίτο καΐκι σώθηκε μέσα στο οποίο ήταν η γιαγιά μου που επέζησε.
Όταν έφτασαν στην Κύπρο, έμειναν σε έναν καταυλισμό στην Αμμόχωστο για οκτώ χρόνια. Όταν πια τελείωσε ο πόλεμος, πήγε ο πατέρας της γιαγιάς μου στην Κύπρο, τους πήρε και επέστρεψαν στην Ικαρία.
Γιάννης Παδιάς ( Α2)
Κατάγομαι από μια περιοχή της Κωνσταντινούπολης, το Κεμέρ Μπουργκάζ. Η οικογένεια των προ – παππούδων μου, όπως και πολλές άλλες οικογένειες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις δουλειές τους με την Μικρασιατική καταστροφή. Οι άνθρωποι για να φτάσουν στο χωριό από το οποίο κατάγομαι έφευγαν με δυο τρόπους, είτε με πλοίο είτε με τα πόδια και όσοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν , με κάρα.
Η δική μου οικογένεια έφυγε με τα πόδια και κινήθηκε προς την Αλεξανδρούπολη. Καθώς τον πατέρα του προ – πάππου μου τον είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι, η προ-γιαγιά μου με τα τρία της παιδιά και ό,τι μπορούσε να πάρει μαζί της, έφυγε από το χωριό με κάρο. Ο «αρχηγός» και των δύο εξόδων ήταν ο Κουγιουμτζόγλου με τη γυναίκα του Μπιλάρ.
Δυστυχώς, τα βάσανά τους δεν τελείωσαν εκεί. Οι ντόπιοι κάτοικοι των χωριών δεν τους υποδέχθηκαν καλά τους αποκαλούσαν «Τουρκόσπορους». Παρόλα αυτά, με τα χρόνια, οι σχέσεις τους γίνονταν καλύτερες.
Το μέρος που είχαν παραχωρήσει στους πρόσφυγες ήταν ένας βάλτος κοντά σε ένα χωριό στο οποίο είχαν εγκατασταθεί οι πρώτοι πρόσφυγες, τον Ταξιάρχη, ή όπως το έλεγαν οι ντόπιοι , Μουρσαλί. Ακριβώς επειδή το μέρος στο οποίο έμεναν ήταν βάλτος, περίπου οι μισοί πρόσφυγες πέθαιναν από ελονοσία και με αφορμή αυτό, κάποιοι αποφάσισαν να μεταναστεύσουν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και στο εξωτερικό. Αφού αποξήραναν τον βάλτο, ο τσιφλικάς, ονόματι Μεμόν, κατόπιν κυβερνητικής αποφάσεως αναγκάστηκε να παραχωρήσει επισήμως οικόπεδα και χωράφια, ανάλογα με το πόσα άτομα είχε κάθε οικογένεια. Παρόλο που ο βάλτος είχε αποξηρανθεί, οι άνθρωποι συνέχιζαν να μένουν σε σκηνές για τα επόμενα δύο χρόνια, έως ότου φτιάχτηκαν τα πρώτα σπίτια. Ο τωρινός Νέος Πύργος ήταν από τους πρώτους ρυμοτομημένους οικισμούς της προσφυγικής Βόρειας Εύβοιας.
Οι δυσκολίες των προσφύγων του Νέου Πύργου, όμως, δεν τελείωσαν εκεί. Ο τσιφλικάς Μεμόν δεν ήθελε να παραχωρήσει και επισήμως τη γη στους πρόσφυγες και έτσι έγιναν φασαρίες και το θέμα λύθηκε δικαστικά μετά από χρόνια.
Οι κάτοικοι που είχαν έρθει από το Κεμέρ- Μπουργκάζ ήταν μικροαστοί με δικές τους δουλειές και σπίτια. Όταν επιτέλους μετά από χρόνια εγκαταστάθηκαν στο χωριό, συνέχισαν τις επιχειρήσεις τους τις οποίες είχαν και στο Κεμέρ Μπουργκάζ , όπως για παράδειγμα το παντοπωλείο του Καβατόπουλου, η ταβέρνα του Παπάζογλου. Επίσης, μικρές επιχειρήσεις, όπως ο αδελφός του προ – πάππου μου, ο οποίος έφτιαχνε σκούπες ( στα τουρκικά τις έλεγαν σόπες ), τον ονόμασαν Σοπά. Τότε ήταν σύνηθες τα επώνυμα να βγαίνουν από τη δουλειά του καθενός. Παρόλα αυτά ο προ-πάππους μου ήταν από τους λίγους ο οποίος διατήρησε το επίθετό του, που ήταν Τάκογλου( Τάκογλου σημαίνει το παιδί του Τάκη, καθώς η λέξη «ογλού» σημαίνει «παιδί» ). Ο προ-πάππος μου έβαζε μπαχτσέ ( καλλιεργούσε λάχανα ) κι επειδή μπορούσε να κάνει εμπόριο στα χωριά αναγκαζόταν να πηγαίνει τα εμπορεύματά του με το άλογο σε κούφες ( χειροποίητα καλάθια από καλάμια ) , με προορισμό το λιμάνι του Βόλου.
Αρχικά στον Νέο Πύργο κατέφθασαν 10.000 πρόσφυγες, όμως, τελικά στο χωριό έμειναν 2.500. Ο σημερινός πληθυσμός του χωριού ανέρχεται περίπου σε 700 μόνιμους κατοίκους.
Πριν το 1954, ο οικισμός του Ταξιάρχη ονομαζόταν Νέο Μουρσάλιο ή Μουρσαλή. Το όνομά του το είχε πάρει από τους πρόσφυγες της κωμόπολης Μουρσάλιο του Αϊδινίου της Μικράς Ασίας.
Τα κτήματα, όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες, ήταν τσιφλίκι του Αλφρέδο Δεσπώ, συζύγου της Μαργαρίτας Αλβέρτου ντε Μιμόν, που τα καλλιεργούσαν οι κάτοικοι του παλιού οικισμού του Αγίου Ιωάννη.
Στην κοινότητα Νέου Μουρσαλίου ανήκαν και οι καταργημένοι οικισμοί Άγιοι Θεόδωροι και Άγιος Ιωάννης.
Το όνομα του οικισμού Άγιοι Θεόδωροι οφείλεται στο ομώνυμο ναό του Αγίου Θεοδώρου. Στο τέλος της Τουρκοκρατίας η περιοχή ανήκε στο Τούρκο Χατζή Ισμαήλ μπέη, ενώ το 1846 περιήλθε στην κυριότητα του Γάλλου μεγαλοκτηματία Φελίξ Ιουλίου Καρόλου του Μιμόν, καθώς και των κληρονόμων του, μέχρι την απαλλοτρίωσή του από το δημόσιο για την εγκατάσταση τόσο ντόπιων όσο και προσφύγων από τη Θράκη και τον Πόντο, το 1926. Στο διάστημα 1944-1960 εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του, οι οποίοι διασκορπίστηκαν στα γειτονικά χωριά.
Ο οικισμός του Αγίου Ιωάννη, στο τέλος της Τουρκοκρατίας ανήκε στον Τούρκο Ισμαήλ μπέη. Το 1833 αγοράστηκε από τη Ρωξάνη Μαυροκορδάτου, αργότερα περιήλθε στο Γάλλο Φρειδερίκο Μιμόν, που έκτισε εκεί μεγαλοπρεπέστατη έπαυλη, όπου και διέμενε μέχρι το 1860. Το 1850 φιλοξενήθηκε στην έπαυλη ο πρωθυπουργός της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Κοντά στους οικισμούς Άγιο Ιωάννη και Άγιο Θεόδωρο βρίσκεται ο αφανισμένος πλέον οικισμός Βλαχάτες. Επί Τουρκοκρατίας ανήκε στην Τουρκάλα Αφιφέ Χανούμ, το 1831 πουλήθηκε στο Γιάννη Κωνσταντά. Το 1840 το αγόρασε ο Φελίξ Ιούλιος Κάρολος. Μετά το 1890 ο οικισμός αφανίστηκε. Οι κάτοικοί του διασκορπίστηκαν στους οικισμούς Άγιο Ιωάννη και Άγιο Θεόδωρο, απ” όπου καλλιεργούσαν τα κτήματά τους.
Ελένη Ρουβινέτη /Β5 Την ιστορία μού τη αφηγήθηκε η γιαγιά μου Ελένη Τάκογλου. Της τη διηγήθηκε ο πατέρας της Διαμαντής Τάκογλου ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν 10 χρονών.
Ό,τι γνωρίζω είναι από την πεθερά μου και τη μάνα μου. Η μάνα μου ήρθε στην Ελλάδα το 1924 ως ανταλλαγή με κάποιους Τούρκους. Εδώ υπέφεραν πάρα πολύ! Στη Μικρά Ασία άφησαν σπίτια πλούσια, με ωραία έπιπλα μέσα! Την ημέρα που έπρεπε να φύγουν οι Τούρκοι έκλαιγαν και τους ρωτούσαν γιατί έφευγαν. Οι Έλληνες απαντούσαν: « Μας διώχνετε». Όταν, λοιπόν, έφτασαν στον Πειραιά, τους έβαλαν να μείνουν σε καπναποθήκες και αφού ήταν τόσο πολύς ο κόσμος, έβαζαν σεντόνια για να δημιουργήσουν δωματιάκια. Όλη αυτή η κατάσταση τράβηξε μέχρι να χτιστούν τα προσφυγικά σπίτια και να τους μεταφέρουν εκεί.
Το 1922, όταν οι Τούρκοι επιτέθηκαν, έδιωξαν κόσμο από τα χωριά τους, μαζί και η οικογένεια της πεθεράς μου και κρύφτηκαν σε άλλο χωριό. Τότε ο παππούς Νίκος – ο προπάππος μου- ήταν οκτώ μηνών και τον είχε η μαμά του στην αγκαλιά της. Το μωρό έκλαιγε ασταμάτητα και όλοι της έλεγαν να το κάνει να σταματήσει γιατί αλλιώς θα τους έσφαζαν οι Τούρκοι. Η πεθερά μου, πηγαίνοντας προς το καράβι, έχασε το ένα της παπούτσι, οπότε κατέληξε να πάει στη Θεσσαλονίκη με το ένα. Την ώρα που πήγε να μπει στο καράβι, ένας Τούρκος της πήρε τα κοσμήματα, έφευγαν δηλαδή με κουρέλια. Στη Θεσσαλονίκη οι Γάλλοι τους είχαν φτιάξει στάβλους για άλογα, όπου έμειναν οι πρόσφυγες.
Οι ντόπιοι δε συμπαθούσαν τους πρόσφυγες. Τους έβριζαν, τους αποκαλούσαν «Τουρκόσπορους». Η γιαγιά μου δεν ήξερε ελληνικά. Μίλαγε μόνο τούρκικα, οπότε δεν μπορούσε να συνεννοηθεί. Όταν ήμουν πέντε ετών, με πήγαινε στον μπακάλη για να του πω στα ελληνικά τι χρειαζόμαστε. Η γιαγιά μου μού έλεγε να της μάθω ελληνικά, αλλά κι εγώ τι ήξερα, πέντε χρονών παιδάκι…
Οι γονείς μου, λοιπόν, είχαν έρθει εδώ το 1924. Το 1926 παντρεύτηκαν και το 1928 γεννήθηκα εγώ. Στο σπίτι μας στον Άη Γιώργη μέναμε δέκα άνθρωποι. Ο πατέρας μου ήταν από την Ανάβυσσο και η μητέρα μου από ένα άλλο χωριό της Καππαδοκίας. Τον παππού μου τον είχαν πάρει οι Τούρκοι για να φτιάξουν δρόμους, όμως πέθανε εκεί από τις κακουχίες και άφησε πίσω του οκτώ παιδιά.
Τα έθιμά τους ήταν πολύ βαριά. Τότε σε ένα σπίτι ζούσε ολόκληρη η οικογένεια της νύφης και του γαμπρού. Η γυναίκα έπρεπε να πάρει την άδεια από όλα τα μέλη της οικογένειας για να κοιμηθεί. Επιπλέον, φορούσαν μαντήλες και η γιαγιά μου ήταν καλυμμένη ολόκληρη και στο πρόσωπο. Τη γυναίκα την είχαν υποβαθμισμένη. Ήταν υποχρεωμένη να τεκνοποιεί, να δουλεύει και να θεωρεί τον άνδρα αφέντη.
Η πεθερά μου, όταν έγινε η καταστροφή της Σμύρνης, έφυγαν από τις συνοικίες τους και κρύφτηκαν στα χωράφια, αφού ζούσαν μέσα στη Σμύρνη. Εκείνη τη μέρα είχαν έρθει τα καράβια των ξένων αλλά δεν ήταν κοντά στη στεριά. Έτσι, ο πεθερός μου κολύμπησε μέχρι ένα ιταλικό καράβι και όταν πιάστηκε για να ανέβει και να ζητήσει βοήθεια, του έριξαν καυτό νερό. Γύρισε πίσω, πήρε την οικογένειά του και κρύφτηκαν για όσο μπορούσαν. Όταν επιτέλους έφτασαν καράβια για βοήθεια, ο καθένας που έμπαινε δε γνώριζε πού θα πήγαινε.
Η πεθερά μου, λοιπόν, όσο ζούσε στη Σμύρνη ήταν δασκάλα. Ήταν πανέξυπνη και μίλαγε καλά και ελληνικά και τουρκικά. Μάθαινε στα παιδιά και τις δυο γλώσσες και είχε ένα τεράστιο δίπλωμα. Τους Τούρκους τους έπαιζε στα δάχτυλα με τα λόγια της. Βέβαια, στη Σμύρνη οι περισσότεροι κάτοικοι μιλούσαν ελληνικά. Πριν από την καταστροφή, τη Σμύρνη την αποκαλούσαν «Μικρό Παρίσι», καθώς υπήρχαν τα πάντα. Εκεί οι Έλληνες ήταν οι πιο πλούσιοι και όλοι τους σέβονταν.
Θυμάμαι άλλη μια συγκινητική ιστορία. Σε ένα χωριό, λίγο πιο μακριά από τη Σμύρνη, ήταν δυο φίλοι, ένας Έλληνας και ένας Τούρκος. Ο Τούρκος προειδοποίησε τον Έλληνα, ότι κακό θα γίνει και ο Έλληνας φύλαξε όλη του την περιουσία σε ένα μπαούλο και το έδωσε στον Τούρκο μέχρι να επιστρέψει από την Ελλάδα. Ο Έλληνας πέθανε, αλλά ο Τούρκος πήγε στην Ελλάδα για να δώσει το μπαούλο στην οικογένειά του.
Κώη Ανδριάνα/Α5 Αφήγηση για την Μικρά Ασία από την προγιαγιά μου Ελένη Ράπτη
- Πώς ήταν η ζωή στη Σμύρνη;
- Η Σμύρνη ήταν μια κοσμοπολίτικη πόλη με ανώτερο πολιτισμικό επίπεδο. Οι κάτοικοι είχαν όλοι στενούς δεσμούς μεταξύ τους και συχνά μαζεύονταν σε σπίτια για να φάνε, να χορέψουν και γενικά να γλεντήσουν. Ακόμα και με τους Τούρκους ζούσαν φιλικά και είχαν πολύ καλές επαφές.
Οι γυναίκες ήταν καλοντυμένες και περιποιημένες, «κοκέτες», θα τις λέγαμε. Συχνά φορούσαν καπέλο και τους άρεσε η υπερβολή στο βάψιμο και στα κοσμήματα. Τους, λάτρευαν την καθαριότητα και ήταν όλες τους καλές μαγείρισσες.
- Τι συνέβη όταν έγινε ο διωγμός;
- Η γιαγιά μου έφυγε με τον μεγάλο διωγμό του 1922. Οι εικόνες που είχε αντικρίσει ήταν φρικιαστικές. Παντού υπήρχαν φωτιές και όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι, προκειμένου να σωθούν. Ο παππούς μου αιχμαλωτίσθηκε και τον προ-πάππου μου τον πήγαν στα τάγματα εργασίας να σπάει πέτρες, μέχρι που δεν άντεξε άλλο τους κακουχίες και πέθανε. Οι Τούρκοι έσφαζαν, λεηλατούσαν, γκρέμιζαν ναούς και σχολεία, βίαζαν….. Συγκεκριμένα, θυμάμαι να μου αφηγείται ο παππούς μου ότι νέες κοπέλες ντύνονταν σα γριές, γιατί αν τους έβλεπαν, δε θα γλίτωναν. Σε κάποιες κόβανε τους ρόγες τους και τους κρεμάγανε κολιέ γύρω από τον λαιμό τους.
Η γιαγιά μου με τα δυο της αδέλφια και τον μπαμπά μου μωρό στην αγκαλιά, μετά από πολλές ταλαιπωρίες, κατάφεραν να φτάσουν στο λιμάνι για να φύγουνε. Τελευταία στιγμή, τους πήραν τον αδελφό τους αιχμάλωτο και παρά τους προσπάθειες της γιαγιάς μου να τους χρηματίσει, δεν τα κατάφερε, καθώς ζητούσαν τεράστια ποσά που δεν μπορούσαν να τα πληρώσουν. Χωρίς να μπορούν να αντισταθούν, μπήκαν στο πλοίο και έφυγαν. Για πολλά χρόνια προσπάθησε να τον βρει μέσω του Ερυθρού Σταυρού, αλλά δε βρέθηκε ποτέ, ούτε καν το πτώμα του.
- Τι αντιμετωπίσατε όντας πρόσφυγες εδώ, στην Ελλάδα;
- Όσο δύσκολο ήταν να βλέπεις τη ζωή σου να καταστρέφεται μπροστά στα μάτια σου, άλλο τόσο δύσκολο ήταν να την ξαναρχίσεις από την αρχή. Ένιωθαν σαν να μην ανήκουν πουθενά. Τους αντιμετώπιζαν με καχυποψία και ξενοφοβία. Τους αποκαλούσαν «Τουρκόσπορους», «ξενομερίτες» και τους γυναίκες «παστρικές» και «τσούλες». Τους έλεγαν έτσι γιατί πλένονταν και ντύνονταν ωραία.
Ο παππούς μου κατάφερε να ξεφύγει και ήρθε εδώ, ασφαλής και υγιής. Έμειναν στον προσφυγικό συνοικισμό τους Παλαιάς Κοκκινιάς. Τα σπίτια εκεί ήταν ερείπια, ξύλινες παράγκες μου έλεγε. Δεν είχαν καν στέγη και πάτωμα. Σιγά σιγά κατάφεραν να σταθούν οικονομικά στα πόδια τους, αν και δύσκολο γιατί δεν έβρισκαν εύκολα δουλειές και αναγκάστηκαν να γίνουν «γυρολόγοι».
Φωτεινή Μεντή ( Α5) Συνέντευξη από τη γιαγιά μου Φωτεινή Δημητρακοπούλου
- Πότε ήρθαν στην Ελλάδα;
- Το 1924.
- Πώς ήρθαν;
- Ξεκίνησαν από τη Νίγδη της Καισάρειας της Καππαδοκίας και ήρθαν λόγω της ανταλλαγής του πληθυσμού, χωρίς βίαιο διωγμό. Ξεκίνησαν με τα πόδια και φτάσανε στο λιμάνι της Μυρσίνης. Από τη Μυρσίνη φτάσανε στον Πειραιά και επειδή υπήρχε πολύς κόσμος λόγω του προηγουμένου ερχομού των προσφύγων από τη Σμύρνη, δεν μπορούσαν να απορροφηθούν και το κράτος αποφάσισε να τους στείλει στην επαρχία. Στην αρχή πήγανε στην Ήπειρο, κοντά στις Φιλιάτες, εκεί όμως δεν τους άρεσε και με τα πόδια έφτασαν στη Μαγνησία και αποφάσισαν να εγκατασταθούν στα χωριά του Αλμυρού, γιατί εκεί το κράτος θα τους έδινε χωράφια σε κάθε οικογένεια που να μπορούν να τα καλλιεργήσουν για να ζήσουν. Εκεί γεννηθήκαμε εμείς ως πρόσφυγες δεύτερης γενιάς, μεγαλώσαμε και στην πορεία αναγκάστηκαν να κατεβούν στον Πειραιά για αν βρουν δουλειά.
- Άφησαν τίποτε πίσω;
- Άφησαν πίσω τους νεκρούς τους, τα σπίτια τους, τα χωράφια τους και τον τόπο τους.
- Πώς τους συμπεριφέρονταν οι ντόπιοι;
- Ήταν πολύ φοβισμένοι που ένας νέος «λαός» , με άλλα έθιμα και παραδόσεις, μετακόμιζε δίπλα τους. Ενώ οι Βλάχοι του Αλμυρού φερόντουσαν καλά στους πρόσφυγες, οι υπόλοιποι τους αντιπαθούσαν. Το θεωρούσαν ντροπή να είσαι πρόσφυγας και κάθε φορά που κάποιος έκλεβε κάτι, ή κάτι κακό συνέβαινε, το φταίξιμο το έριχναν στους πρόσφυγες. Μέχρι κι εμείς οι πρόσφυγες δεύτερης γενιάς δεχθήκαμε τον ρατσισμό. Αυτό μάλιστα προκάλεσε ντροπή στους πρόσφυγες και άρχισαν να κρύβουν το ποιοι είναι. Δεν μας έλεγαν ποιοι είμαστε ούτε οι ίδιοι οι γονείς μας, με αποτέλεσμα να χάσουμε ένα κομμάτι της ιστορίας μας.
- Τι γλώσσα μιλούσαν;
Την Καππαδοκική η οποία είναι μια από τις τέσσερις ελληνικές διαλέκτους. Είναι ένα κράμα αρχαίων Ελληνικών και Τουρκικών και τη μιλούσαν για να μην τους καταλαβαίνουν οι Τούρκοι.
- Πώς εν τέλει ενταχθήκατε στην Ελλάδα;
- Με πολλή δυσκολία. Όμως, με την πάροδο του χρόνου, καταφέρανε και ενταχθήκανε, γιατί υπήρχε τιμιότητα στον χαρακτήρα τους.
Χάρης Τσιβελέκος/Β5 Συνέντευξη μιας Μικρασιάτισσας από την Καππαδοκία
Παρασκευή Μπιλικαΐδου- Πορφυρίου, γιαγιά
Θεοδώρα Μπιλικαΐδου, μάνα
——————————————————————————————————————————————————————
Ένα προσφυγικό σπίτι διηγείται…
Στο πλαίσιο του μαθήματος της Γλώσσας Α΄ λυκείου στη θεματική ενότητα «Αφήγηση- Περιγραφή» και με αφορμή τη δράση του σχολείου μας για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή, ζητήθηκε από μαθητές των τμημάτων Α5 και Α7, τη σχολική χρονιά 2021-2022, να περιγράψουν ένα προσφυγικό σπίτι (δόθηκαν ενδεικτικές φωτογραφίες προσφυγικών σπιτιών της Νίκαιας) και να εμπνευστούν μια ιστορία στην οποία ο αφηγητής να είναι ένα προσφυγικό σπίτι. Σταχυολογήσαμε κάποιες τέτοιες ιστορίες που ξαφνιάζουν με τη δημιουργική φαντασία και την ευαισθησία τους.
Στέκω ερειπωμένο πάνω στον πεζόδρομο με τις νεραντζιές, εκεί που άλλοτε οι φωνές από τις οικογένειες γέμιζαν τους πλίνθινους τοίχους. Φωνές από ανθρώπους ξεριζωμένους και ταλαιπωρημένους, φτωχούς που κάποτε όμως ζούσαν με άνεση στον τόπο τους και παρόλες τις μαρτυρικές τους στιγμές, βρήκαν κουράγιο να ξεκινήσουν από την αρχή, μια νέα ζωή εδώ.
Το ταβάνι μαυρισμένο από το κάρβουνο που έκαιγε στη φουφού και από τις ρωγμές στα κεραμίδια να στάζουν νερά κάθε φορά που βρέχει, δημιουργώντας λιμνούλες στο πάτωμα. Τα παράθυρα με τα ξύλινα σπασμένα παντζούρια ήτα κάποτε γεμάτα γλαστράκια πολύχρωμα από γεράνια που σκόρπιζαν το άρωμά τους και η αυλή εκεί που συναντιόταν οι γυναίκες να πλύνουν στη σκάφη και να απλώσουν τα ρούχα, πλημμυρίζει με το φως του ήλιου ακόμα και τώρα.
Πόσες ιστορίες κρύβω σε αυτά τα λίγα τετραγωνικά… Μπορεί να είμαι εγκαταλελειμμένο , όμως στέκω ακόμα και κουβαλώ την ιστορία του παρελθόντος και δίπλα μου στέκουν άλλα όμοια με εμένα που κατοικούν άνθρωποι διωγμένοι από άλλους τόπους που δε μιλούν την ίδια γλώσσα.
Κυπριώτης Μιχάλης, Α 5
Πέρασαν χρόνια από τότε που τις πόρτες μου ανοιγόκλειναν παιδιά, φωνάζοντας τα αδέλφια τους, τους γονείς τους ή τους μουσαφίρηδες που όλοι μαζί μοιράζονταν την ίδια μοίρα και την ίδια φτώχεια.
Τώρα στέκομαι εδώ, στην άκρη του δρόμου, δίπλα στα ψηλά τσιμεντένια θηρία με τα όμορφα μπαλκόνια και τις πυλωτές.
Τώρα στέκομαι εδώ, ένας μικρός ξεφτισμένος νάνος που θυμάται.
Θυμάμαι.
Πως τότε, εκείνα τα χρόνια του ξεριζωμού από τη Σμύρνη, ήρθε η μάνα, – θα ΄ταν δε θα ΄ταν είκοσι χρονών-, ετοιμόγεννη και με άλλα δυο κουτσούβελα να της τραβούν τα φουστάνια. Θυμάμαι και τον πατέρα παλικαράκι εικοσιτριών χρονών με τις πρόωρες ρυτίδες στο πρόσωπό του, να κρύβει το δάκρυ του παλεύοντας να διώξει τον φόβο για το μέλλον.
Θυμάμαι.
Πως μέσα σε λίγο καιρό οι τοίχοι μου άσπρισαν, τα παραθύρια μου γέμισαν γλάστρες και τα φτωχικά δωμάτια αντηχούσαν από τα γέλια των παιδιών που καταλάβαιναν μόνο από την ομορφιά της ζωής και δε σταματούσαν να ελπίζουν και να ονειρεύονται.
Πέρασε καιρός από τότε.
Ίσα που στέκομαι εδώ στην άκρη του δρόμου με τα παραθύρια μου κλειστά και τους τοίχους μου σχεδόν γκρεμισμένους. Μπορεί την ώρα που θα πέσω και εγώ για να σηκωθεί στη θέση μου ένα όμορφο, τσιμεντένιο θηρίο, να απομείνει κάτι, -ένα σκαλί ή μια γλάστρα-, να μη χαθεί τελείως η ανάμνηση.
Είμαι ένα προσφυγικό σπίτι. Στα σπλάχνα μου γεννήθηκαν και χάθηκαν χαρές, λύπες, γέλια και δάκρυα. Είμαι ακόμα μια ζωντανή ιστορία.
Θυμάσαι;
Θυμάμαι.
Δαλαμάγκα Νικολέττα, Α7
Ήταν μια οικογένεια προσφύγων απ΄ τη Μικρά Ασία. Ξεριζωμένοι απ΄ τον τόπο τους, πικραμένοι, απεγνωσμένοι. Ετούτοι με δημιούργησαν. Για να ΄χουν κάπου για να ζήσουν, να μεγαλώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους και να νιώσουν και πάλι λίγη αξιοπρέπεια.
Έχω ακούσει εκατοντάδες ιστορίες για τον ξεριζωμό τους. Όλες διαφορετικές μεταξύ τους, μα όλες τους με την ίδια απάνθρωπη σκληρότητα που βίωσαν απ’ τους Οθωμανούς. Και δεν εννοώ μόνο την πίκρα που ένιωσαν αναγκαζόμενοι να φύγουν απ΄ τον τόπο που μεγάλωσαν κι αγάπησαν. Δεν εννοώ μόνο τον πόνο που πέρασαν βλέποντας την οικογένεια, τους φίλους και τους συγχωριανούς τους να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια τους. Αλλά εννοώ και τα αμέτρητα βασανιστήρια που υπέστησαν, τους βιασμούς, τα τάγματα εργασίας, την πείνα και τις κακουχίες που πέρασαν μέχρι να φτάσουν κάτω απ’ τη στέγη μου. Και οι καημοί τους δεν τέλειωσαν εκεί…
Θυμάμαι το παράπονο της μικρής Ζωής που ζούσε εδώ. Πήγαινε να παίξει με τα παιδιά της περιοχής, να νιώσει λίγη χαρά ξανά. Πήγαινε να παίξει με τα παιδιά της περιοχής, να νιώσει λίγη χαρά ξανά. Μα εκείνα δεν την ήθελαν. «Τουρκάλα» την αποκαλούσαν. Γυρνούσε εδώ και έκλαιγε ώρες ατέλειωτες, αγκαλιά με την αγαπημένη της κούκλα. Το μόνο παιχνίδια που κατάφερε να φέρει απ’ τη Σμύρνη. Μάταια προσπαθούσαν να την ηρεμήσουν οι γονείς και τα αδέλφια της. Μια μέρα ένα κορίτσι καημό το ΄χε να παίξει ξανά που έδωσε την κούκλα. Το κορίτσι όμως, δεν έπαιξε μαζί της. Πήρε την κούκλα και έφυγε τρέχοντας και γελώντας.
Δέσποινα Θεοδωροπούλου, Α7
Όλα ξεκίνησαν το 1918 όταν μία οικογένεια από την Μικρά Ασία μάζεψε ό,τι είχε και ήρθε στη Νίκαια να ριζώσει. Έτσι σε μικρό χρονικό διάστημα κατασκεύασαν το σπίτι τους δηλαδή εμένα. Στην αρχή ήμουν μικρό και απλό, αλλά με γέμιζε η ελπίδα που είχε η οικογένεια. Όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο πιο πολύ με γέμιζαν με έπιπλα και αναμνήσεις.
Όλοι τους δούλευαν σκληρά ώστε να μπορέσουν να ξαναχτίσουν την καθημερινότητα και το μέλλον τους. Μεγαλύτερη εντύπωση μού έκανε το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας το οποίο εργαζόταν σκληρά μαζί με τον πατέρα του τα πρωινά, ενώ τα απογεύματα διάβαζε αδιάκοπα μέχρι να τελειώσει το φως στο κερί του. Τελικά, κατάφερε να πετύχει τον στόχο του και έγινε παιδαγωγός, κάνοντας έτσι την οικογένειά του περήφανη. Ωστόσο σιγά σιγά άδειαζε το σπίτι και έτσι τελικά έμεινα άδειο.
Γιάννης Κασίδης, Α7
Μετά από 100 χρόνια που έχω μείνει μόνο και εγκαταλελειμμένο, ήρθε πάλι η στιγμή να σταθώ στο πλάι άλλης μιας οικογένειας που αναγκάστηκε να αφήσει το σπίτι της, να ξεριζωθεί από τη γη της και να βρει καταφύγιο στην Ελλάδα. Η ιστορία, δυστυχώς, επαναλαμβάνεται μόνο που αυτή τη φορά θύματα δεν είναι οι Σμυρναίοι, αλλά οι Ουκρανοί πολίτες. Θυμάμαι ακόμα τη θλίψη και τον πόνο στα μάτια των προσφύγων, το σιγανό κλάμα και τα αμέτρητα «γιατί» που τους βασάνιζαν. Φαντάζομαι πως θα αναγνωρίσω και στους σύγχρονους πρόσφυγες το ίδιο ακριβώς βλέμμα.
Ανεξήγητο είδος αυτοί οι άνθρωποι! Υπολογίζουν το χρήμα και τη δύναμη πολύ περισσότερο από την ανθρώπινη ζωή και αλληλοσκοτώνονται. Ούτε τότε το 1922, μπορούσα να τους καταλάβω… Όπως και να ‘χει, εγώ θα φροντίσω να σταθώ στο πλάι τους και θα τους αγκαλιάσω προσφέροντάς τους ζεστασιά και ασφάλεια, ακριβώς όπως έκανα και τότε. Θα σταματήσω να μιλάω τώρα γιατί μόλις ήρθαν οι μάστορες που θα φροντίσουν να είμαι σε άριστη κατάσταση για την άφιξη της νέας οικογένειας.
Νικολέττα Δημητροπούλου, Α7
Η πίσω πόρτα μου κατέρρευσε χτες το βράδυ. Ήταν αναμενόμενο πως κάποια στιγμή θα χάλαγε. Μπορούσα να νιώσω πολλές από τις βίδες της να χαλαρώνουν κάθε μέρα. Όπως πάντα όμως, οι ιδιοκτήτες μου βρήκαν έναν τρόπο να με επισκευάσουν. Στη μέση της νύχτας μάζεψαν υλικά από ολόκληρο το σπίτι και μου κατασκεύασαν μια καινούργια. Έχουν περάσει δεκάδες χρόνια από τη δημιουργία μου και οι επιπτώσεις του χρόνου είναι ορατές στον κάθε τοίχο και στο κάθε έπιπλο μου. Με τη βοήθεια των πολλών ιδιοκτητών στέκομαι υπερήφανα μέχρι και σήμερα. Πρέπει να ομολογήσω πως τις πρώτες μου μέρες, όταν πρωτάνοιξα τα μάτια μου στη γειτονιά αυτή, δεν μπορούσα να κρύψω τη ζήλια που ένιωθα κάθε φορά που κοιτούσα τα γιγάντια κτήρια που έβλεπα στον ορίζοντα. Πλέον όμως, το αίσθημα αυτό έχει σβήσει, καθώς γνωρίζω καλά πως τα κτήρια αυτά δε θα έχουν ποτέ τους ιδιοκτήτες που να τους αντιμετωπίζουν σαν να είναι οικογένεια και όχι σαν ξένους.
Ζακχαίος Λεονάρδος, Α7
Πριν από 100 χρόνια περίπου δημιουργήθηκα και εγώ. Όταν χιλιάδες οικογένειες αναγκάστηκαν να φύγουν από το σπίτι τους και από την πόλη τους εξαιτίας των Τούρκων. Σε εμένα ήρθε να ζήσει μια δυστυχισμένη και ταλαιπωρημένη πενταμελής οικογένεια. Η αλήθεια είναι πως περάσαμε αρκετά χρόνια μαζί και υπήρξαν πολλές χαρές και λύπες με πάντα παρούσα τη νοσταλγία της οικογένειας για την πατρίδα τους.
Όταν πρωτοήρθαν, δύσκολα τα έβγαζαν πέρα. Οι δυο γονείς δούλευαν συνέχεια για να τρέφουν τα παιδιά τους. Δεν ήξεραν σχεδόν κανένα, ήταν μόνοι. Η δυστυχία και η κούραση φαινόταν στα πρόσωπά τους. Προσπαθούσαν να φτιάξουν κάπως την ατμόσφαιρα με το να περιποιούνται εμένα, αλλά δυστυχώς ούτε αυτό έπιανε. Συνεχώς μίλαγαν για την παλιά και όμορφη ζωή τους.
Όσο πέρναγε ο καιρός εξοικειώνονταν στη νέα ζωή. Η χαρά και το χαμόγελο σιγά σιγά έρχονταν ξανά στη ζωή τους. Τα παιδιά πήγαν σχολείο και γνώρισαν καινούργιους φίλους. Οι γονείς βρήκαν μια σταθερή δουλειά και δε χρειάζονταν να εργάζονται όλη μέρα σε πολλές διαφορετικές δουλειές. Πέρασαν τα χρόνια και με αγάπησαν, με ένιωθαν ως την οικία τους. Έμεινα μαζί τους ως το τέλος.
Γεωργία Κιγκίλου, Α7
Ξημερώνει μια ακόμη μέρα. Σε λίγο, σε κάθε γωνιά μου θα υπάρχει ζωή. Η μητέρα έχει ήδη ξυπνήσει, έχει ανάψει το τζάκι και ζεσταίνει το γάλα για τα παιδιά. Ο πατέρας πλένεται ήδη και ετοιμάζεται για δουλειά. Εργάζεται στο παντοπωλείο της γειτονιάς από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ για να καταφέρει να ζήσει την οικογένειά του. Τα παιδιά όταν δε βρίσκονται στο σχολείο, τρέχουν και παίζουν χαρούμενα στην αυλή με μια μπάλα που τους αγόρασε ο πατέρας για τα Χριστούγεννα. Είχαν χαρεί τόσο πολύ γιατί αυτό ήταν το μοναδικό τους παιχνίδι, αφότου ήρθαν στην Ελλάδα.
Η ζωή τους είναι πολύ δύσκολη γιατί αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν από την πατρίδα τους, αφήνοντας πίσω τα πάντα. Τώρα αναγκάζονται να χτίσουν τη ζωή τους από την αρχή. Οι ντόπιοι δεν τους είδαν αρχικά με καλό μάτι και δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν στο καινούργιο τους σπίτι. Σιγά σιγά όμως, τα καταφέρνουν…
Κωνσταντίνος Δούκας, Α7
Σήμερα ήταν δύσκολη μέρα. Οι άνθρωποι που μένουν σε εμένα, προσπάθησαν σήμερα να κάνουν τους τοίχους μου πιο δυνατούς για να μπορώ να αντέχω περισσότερα χρόνια… Όπως και να το κάνεις είμαι ένα σπίτι που κανένας ποτέ δεν έκλαψε για εμένα, αλλά ούτε και για τους ενοίκους μου. Είμαι πολύ λυπημένο. Θα ήθελα να είμαι ένα πλούσιο σπίτι. Να είμαι ψηλό. Να είμαι όμορφο. Εγώ όμως, είμαι ένα σπίτι προσφυγικό που φιλοξενεί ανθρώπους από χώρες που έφυγαν αναγκαστικά. Κατά βάθος, μου αρέσει αυτό που κάνω, ξέρω ότι για αυτό είμαι φτιαγμένος. Κάνω ό,τι μπορώ για να σώσω αυτούς τους ανθρώπους από το κακό που τους βρήκε. Είμαι ένα σπίτι γεμάτο αναμνήσεις.
Θεόφιλος Κίτσος, Α7
———————————————————————————————————————————————————-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΙΑ ΤΟΥ 1923 ΣΤΗ ΝΙΚΑΙΑ
( 1923 – 1935 )
ΣΥΓΓΡΑΦΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΕΙΡΗΝΗ ΡΗΝΙΩΤΗ
[Πρόκειται για απόσπασμα το οποίο αντλήσαμε από την ιστοσελίδα του Δήμου Νίκαιας-ΑΓ. Ιωάννη Ρέντη]
Οι πρόσφυγες της Κοκκινιάς
Ο διωγμός του 1922 είναι ένα μακρύ μεταναστευτικό οδοιπορικό, ίσως ένα από τα μεγαλύτερα της ιστορίας, καθώς η αναγκαστική μετακίνηση δυο εκατομμυρίων προσφύγων στις ακτές του Αιγαίου δημιούργησε τεράστια ανθρώπινα παλιρροϊκά κύματα, τα οποία με την ωστική δύναμή τους χάραξαν -σε κοινωνικοπολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο- τις αιγαιακές ιστορικές εξελίξεις.[1]
Το Ελληνικό κράτος -για ν’ αντιμετωπίσει την άφιξη 1.500.000 προσφύγων- δημιούργησε σ’ όλη την ελληνική επικράτεια πλήθος συνοικισμών στις παρυφές των δομημένων πόλεων ή και εκτός των συνόρων αυτών.
Οι Σμυρνιοί, οι Πόντιοι κι οι πρόσφυγες της λοιπής Ανατολής είναι οι κάτοικοι της Νέας Κοκκινιάς, του προσφυγικού συνοικισμού που αναπτύχθηκε στην Αττική γη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και -ως πόλη- μετονομάστηκε, κατόπι, σε Νίκαια Αττικής. Η ιδιοτυπία της Νέας Κοκκινιάς συνίσταται στο γεγονός της συγκατοίκησης ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικές περιοχές της Ανατολής, διαθέτουν ξεχωριστή νοοτροπία, ποικίλες ασχολίες κι ως συνδετικό κρίκο έχουν την ελληνική καταγωγή, την ελληνική γλώσσα και την Ορθόδοξη Πίστη.[2]
[1] Bourne J. Bruscino S. κ.ά, 1922. Ο μεγάλος ξεριζωμός. Η μεγαλύτερη μετακίνηση
πληθυσμών στην ιστορία, Νational Geographic 1925, σ. 40.
[2] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια 2003, σ. 9.
Θεμέλιος λίθος
Ο θεμέλιος λίθος του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Κοκκινιάς τέθηκε στις 18 Ιουνίου 1923. Εκεί στεγάστηκαν 6.390 οικογένειες σε 4.484 παραπήγματα, ενώ μέχρι το 1925 είχαν κτισθεί 10.000 δωμάτια για 45.000 οικογένειες. Για την οικοδόμησή τους εργάστηκαν 4.000 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων 900 γυναίκες. Παράλληλα, σχεδιάστηκαν οι δρόμοι, που έλαβαν τις ονομασίες τους απ’ τις πόλεις της Ανατολής με αλφαβητική σειρά, μετά από πρόταση του Σμυρναίου αρχαιολόγου Στίλπωνα Πιττακή (π.χ. οδός Αγκύρας, Αϊδινίου, Αδάνων, Ατταλείας, Βοσπόρου, Γρανικού, Επταλόφου, Εφέσου, Ικονίου, Κορδελιού, Μ. Ασίας, Μουδανιών, Σμύρνης, κ.ά.). [1]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια , ό. π., σ. 7.
Πληθυσμός
Η επίσημη απογραφή στις 15-5-1928 αναφέρει ότι στο συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς διαβιούσαν 33.332 ψυχές. Το 1936 ο πληθυσμός ανερχόταν στους 53.200 κατοίκους, δίνοντας στην πόλη την πέμπτη θέση στην ελληνική επικράτεια. Η εφημερίδα ΧΡΟΝΟΣ έγραφε την Κυριακή 9-10-1938 ότι ο συνοικισμός της Νέας Κοκκινιάς αποτελούσε την τρίτη πόλη της Αττικής μετά την Αθήνα και τον Πειραιά. Η ίδια εφημερίδα στις 25-2-1939 σημειώνει πως ο πληθυσμός της Κοκκινιάς ανέρχεται στους 75.000 κατοίκους, ενώ το 1940 αγγίζει τις 80.000.[1]
Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 το ανθρώπινο δυναμικό της Νίκαιας αριθμεί 93.086 κατοίκους. Η πληθυσμιακή αύξηση που παρατηρείται με το πέρας του χρόνου είναι φυσική κι αναμενόμενη εξαιτίας: α) της εγκατάστασης πλήθους νέων -εσωτερικών κι εξωτερικών- μεταναστών, β) της συνένωσης των Δήμων, οπότε το 2011 ο Δήμος Νίκαιας ενώνεται με το Δήμο Αγ. Ιωάννη Ρέντη υπό την κοινή ονομασία Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ιωάννη Ρέντη.
Ο συνοικισμός των προσφύγων της Κοκκινιάς, η μετέπειτα Νίκαια και ως εκ τούτου ο ενιαίος σήμερα Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ιωάννη Ρέντη, μπορεί να θεωρηθεί ο μεγαλύτερος προσφυγικός Δήμος της Αττικής κι ο δεύτερος μεγάλος προσφυγογενής Δήμος -μετά τη Θεσσαλονίκη- στην Ελλάδα.[2]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια , ό. π., σ. 6-7, 11-12, 57.
[2] Στο ίδιο, σ. 6.
Ονομασία
Υπάρχουν τρεις εκδοχές σχετικά με την ονομασία και την προέλευση του ονόματος Κοκκινιά. Η πρώτη εκδοχή, ότι η πόλη πήρε την ονομασία της από το μηχανικό που έχτισε την Κοκκινιά -τον Δημήτρη Κόκκινο- δεν είναι ευσταθής, γιατί η περιοχή της Παλαιάς Κοκκινιάς προϋπήρχε. Η δεύτερη εκδοχή, ότι η Κοκκινιά πήρε τ’ όνομά της λόγω της ύπαρξης κοκκινοχώματος είναι, επίσης, αβάσιμη, γιατί το κόκκινο χώμα προερχόταν από το εργοστάσιο κεραμοποιίας του Δηλαβέρη, που το προμηθευόταν απ’ τη Χαλκίδα και το Μπογιάτι.
Η επικρατέστερη άποψη είναι πως η Παλαιά Κοκκινιά πήρε τ’ όνομά της απ’ την προγενέστερη ονομασία της περιοχής “Κοκκινάδα”. Η Κοκκινάδα ήταν κατάφυτη από παπαρούνες, γεγονός που το μαρτυρούν όσοι ευτύχησαν να τη δουν κατακόκκινη κι έπαιξαν -ως παιδιά- με το πορφυρό άνθος της παπαρούνας, το οποίο χτυπώντας το με το χέρι έσκαγε κυριολεκτικά στην παλάμη τους.[1]
[1] Μιχαηλίδης Σίμος, Η Γέννηση της Κοκκινιάς, Πειραιάς 1993, σ. 20.
Οικίες
Τα οικήματα του συνοικισμού της Κοκκινιάς ήταν -ως επί το πλείστον- ισόγειες κατασκευές αποτελούμενες από ένα δωμάτιο, μια μικρή κουζίνα, ένα κοινό χώρο υγιεινής. Κάθε οικογένεια, ανεξαρτήτως μελών, διαβίωνε σε 36 τ.μ.. Υπήρχαν κι άλλες αρχιτεκτονικές μορφές όπως: τα διώροφα συγκροτήματα που δημιουργούν τετράγωνα εντός των οποίων υπάρχει ένα ανοικτό αίθριο για κοινόχρηστους χώρους (π.χ. πλυντήρια) ή οι διώροφες κατοικίες -με τις ίδιες αναλογίες- που στέγαζαν δυο οικογένειες. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα “Γερμανικά” στη βόρεια πλευρά του συνοικισμού: οι γερμανικές παράγκες που έστειλαν οι Γερμανοί ως αποζημίωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες στεγάζουν -μέχρι σήμερα- πρόσφυγες που δεν μπόρεσαν ν’ αποκατασταθούν μ’ άλλον τρόπο. Η αυτοστέγαση των προσφύγων ήταν ένας ακόμη τρόπος κατοίκισης. Ευτελείς και πρόχειρες κατασκευές στήνονταν σε προσφυγικά οικόπεδα, τα οποία αγόρασαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες ή τους παραχωρήθηκαν απ’ το κράτος. Κύριο χαρακτηριστικό όλων των τύπων κατοικιών, εκτός των ιδιωτικών, ήταν η ομοιομορφία που έδινε την εικόνα της αναγκαστικής κι επιβεβλημένης εξομοίωσης των κατοίκων.[1]
Το εσωτερικό των σπιτιών εντυπωσίαζε με την καθαριότητα και την τάξη που επικρατούσε σ’ αυτό, αν και τα περιορισμένα δωμάτια ασφυκτιούσαν από τα χρηστικά αντικείμενα, τ’ απαραίτητα για την καθημερινή διαβίωση των ενοίκων. Ο μπουφές με τα γυαλικά, η τραπεζαρία, η γωνιά των ρούχων κι οι συμπληρωματικές ντιβανοκασέλες ήταν τα συνήθη υπάρχοντα είδη των σπιτιών, ενώ αν δεν διέθεταν περισσευούμενο δωμάτιο μπορούσε κανείς στον ίδιο χώρο να συναντήσει τη ντουλάπα, το ψυγείο, ακόμη και το διπλό κρεβάτι του ζευγαριού.[2]
Οι ασβεστωμένοι τοίχοι και τα κατάλευκα ρείθρα των πεζοδρομίων, οι περιποιημένοι φανοστάτες, οι χειροποίητες κουρτίνες στα παράθυρα, οι βασιλικοί και τα γεράνια στα σκαλοπάτια, τις ταράτσες, τις αυλές ομόρφαιναν την προσφυγική συνοικία, έδιναν μια χαρμόσυνη νότα ζωής στη φτωχική γειτονιά που μοσχοβολούσε νοικοκυροσύνη και πάστρα.[3] Τα κεντήματα με τα ζωηρά χρώματα στόλιζαν το εσωτερικό των σπιτιών, ενώ σε μια εταζέρα βρίσκονταν τα εικονίσματα, τα ιερά κειμήλια των προσφύγων κι άλλα αγαπημένα αντικείμενα τα οποία εξέθεταν σε καθημερινή θέα, όπως φωτογραφίες της οικογένειας, στεφανοθήκες, μπακίρια, μεταξωτά χάλια τοίχου, το παραδοσιακό χαλί υποδοχής της εισόδου, διάφορα πολύτιμα μικροπράγματα που έδιναν μιαν αίσθηση ζεστασιάς και οικειότητας στο προσφυγικό καταφύγιο μετά τον κατακλυσμό.[4]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια , ό. π., σ. 8.
[2] Hirschon R., Heirs of the Greek Catastrophe. The Social Life of Asia Minor Refugees
in Piraeus, εκδ.οικ. Berghahn Books, N.Y. & Oxford, 1989/1988, σ. 134.
[3] Στο ίδιο, σ. 67 και Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, ό. π., σ. 21.
[4] Μιχελή Λ., Προσφύγων Βίος και Πολιτισμός, εκδ. Δρώμενα, Αθήνα 1992, σ. 235-236.
Συνθήκες διαβίωσης
Η απουσία έργων υποδομής, η έλλειψη αποχετευτικού δικτύου, η ανυπαρξία ηλεκτρικού ρεύματος, η λειψυδρία, τα κοινόχρηστα αρχικά αποχωρητήρια, η στενότητα των χώρων διαβίωσης, η σκόνη κι η λάσπη των δρόμων, η ανέχεια διαφοροποιούσαν κατά πολύ τη ζωή των προσφύγων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν βιαίως κι ακουσίως τη γενέθλια γη, με όλα τα καλά που τους παρείχε: ασφάλεια, άνεση, κατοικία, κοινωνικό περίγυρο, εργασία. Τον πρώτο καιρό οι πρόσφυγες της Κοκκινιάς βίωσαν τη φτώχεια, την αρρώστια, την πείνα. Οι επιδημίες θέριζαν τις παράγκες, ενώ τα συσσίτια κράταγαν μόλις και μετά βίας τους ανθρώπους στη ζωή.[1]
Η λειψυδρία θεωρείτο το μέγιστο των προβλημάτων. Το δίκτυο του νερού έφτασε στην Κοκκινιά το 1936, ενώ μέχρι τότε ο συνοικισμός βολευόταν μ’ ένα αυτοσχέδιο πηγάδι που είχαν σκάψει οι κάτοικοι και με το νερό που προμηθευόταν από τους νερουλάδες του Πόρου. Η έλλειψη υγειονομικής φροντίδας στα δημόσια ουρητήρια και τα στάσιμα νερά εξόντωναν βιολογικά τους κατοίκους της πόλης, που υπέφεραν από τη φυματίωση, τη μάστιγα του ελληνικού μεσοπολέμου.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες εκτυλίσσεται κι επιτυγχάνεται η ανασύσταση της κοινωνικής ζωής, η οποία στηρίζεται βασικά στην επιχειρηματικότητα των προσφύγων και στον ανυποχώρητα μάχιμο χαρακτήρα τους. Με νύχια και με δόντια πάλεψαν οι πρόσφυγες -σε ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο- για να επιβιώσουν, ενώ με το πέρασμα του χρόνου κατόρθωσαν να εξευγενίσουν τη ζωή της ξενιτιάς, δίνοντας πνοή, χρώμα, γεύση και νόημα στον τόπο που ήταν γραφτό να γίνει η νέα τους πατρίδα.[2]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 9.
[2] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 25.
Η ανασύσταση της ζωής στην προπολεμική Νίκαια
Η αναδιοργάνωση της ζωής στον προσφυγικό συνοικισμό συνδυάζει την απόλυτη φτώχεια του παρόντος με τον πολιτισμικό εξοπλισμό του παρελθόντος, αυτόν που κουβάλησαν οι πρόσφυγες απ΄ τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Έτσι, η ζωή στην Κοκκινιά χαρακτηρίζεται από το ήθος, τους ιδιαίτερους επικοινωνιακούς τρόπους, την κοινωνικότητα, την εξωστρέφεια, την επινοητικότητα, την κουλτούρα, την επιχειρηματικότητα, την εξοικείωση με τη ζωή της σύγχρονης πόλης, τον αναβαθμισμένο ρόλο και τη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική ζωή. Η Κοκκινιά συνιστά ένα παράδειγμα γρήγορης υλοποίησης αυτών των πολιτισμικών αποταμιευμάτων, γιατί από νωρίς η πληθυσμιακή πυκνότητα των κατοίκων δημιούργησε την υλική βάση για την πλοκή των αστικών σχέσεων.
Η επιχειρηματικότητα των προσφύγων εκδηλώνεται με πλήθος επιχειρηματικών δράσεων. Κορυφαία ενασχόλησή τους είναι η ταπητουργία. Η αγορά αποτελεί, επίσης, έναν κόμβο ανταλλαγών όπου αποδεικνύονται εμπράκτως η γνώση, η ευρυμάθεια και το πολύπλευρο ταλέντο των προσφύγων, οι οποίοι εργάζονται συστηματικά την ημέρα και διασκεδάζουν το βράδυ, εκτονώνοντας -μέσω διαφόρων μορφών τέχνης- τον καθημερινό μόχθο και κάματο. [1]
[1] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 24-29.
Πολιτισμική ταυτότητα
Η κυρίαρχη αίσθηση της ξεχωριστής ταυτότητας των προσφύγων είχε μια έντονη πολιτισμική διάσταση και στηριζόταν κυρίως στις μνήμες, τις οποίες διατηρούσαν ζωντανές και προσπαθούσαν να τις ενσωματώσουν οι πρόσφυγες στο νέο τρόπο ζωής τους. Η μνήμη λειτουργεί ως μέσο πολιτισμικής επιβίωσης. Η αναφορά στον τόπο καταγωγής, η αφοσίωση στα τοπικά χαρακτηριστικά, η συνάρτηση της τοπικής και της θρησκευτικής ταυτότητας είναι τα στοιχεία που συγκροτούν τον ιδιαίτερο πολιτισμικό χαρακτήρα της Κοκκινιάς, η οποία με την άφιξη των προσφύγων “μυρίζει” Ανατολή. Είναι γεγονός ότι απ’ όλες τις συνοικίες, η Κοκκινιά παρουσίαζε τη μεγαλύτερη κίνηση σε θεάματα και νυχτερινή ζωή.
Η πολυπληθής προσφυγούπολη -με τους λασπωμένους χωματόδρομους, το συνωστισμό των πλινθόκτιστων σπιτιών, την έλλειψη νερού, την ανυπαρξία αποχετευτικού δικτύου, την καθημερινή μάχη για το μεροκάματο- δεν έπαψε να γελά και να διασκεδάζει, γιατί μόνον έτσι ήξερε να ζει. Όσο περισσότερο υπέφεραν οι πρόσφυγες τόσο περισσότερο επιζητούσαν την εκτόνωση σαν γιατρικό στις αντιξοότητες της ζωής. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα τίποτε δεν έλειπε απ’ τον προσφυγικό συνοικισμό. Οι πρόσφυγες είχαν μάθει να τα έχουν όλα και διεκδικούσαν τα πάντα. Έτσι, έφτιαξαν εκ του μηδενός τα σπίτια τους, έχτισαν εξαρχής τις εκκλησιές τους, δημιούργησαν τους ζωτικούς πυρήνες της πόλης, όπου δέσποζαν τα χαρακτηριστικά της πατρίδας τους: η μουσική, το τραγούδι, το θέατρο, ο κινηματογράφος, ο αθλητισμός.[1]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 8-13.
Μουσική – Τραγούδι
Πρωταρχική θέση στην προσφυγική Κοκκινιά κατείχε η μουσική, αφού η έφεση των Σμυρνιών στο τραγούδι είναι γνωστή. Η Σμυρνιά Αγγέλα Παπάζογλου, η οποία μετά την Καταστροφή έζησε μέχρι το θάνατό της στην Κοκκινιά, λέει πως: «…στη Σμύρνη παίζαμε από ρεμπέτικα μέχρι όλα τα ευρωπαϊκά, όλες τσι οπερέττες. Δημοτικά, κλέφτικα, κρητικά, καλαματιανά, φυσούνια, θρακιώτικα, γιαννιώτικα, κοντσέρτα με καβαλλαρίες, με βαλς, με χορούς του Μπραμς, με σερενάτες… Όλα τα παίζαμε. Κι από όπερες κάτι μέρη… Κι εβραϊκό κι αρμένικο κι αράπικο. Ήμαστε κοσμοπολίτες εμείς… Αγαπούσαμε όλον τον κόσμο και μας αγαπούσανε… Δεν είχε συμφέροντα κανείς στο τραγούδι. Τραγουδούσες, χόρευες, ήσουνα λεύτερος, να κάνεις ό,τι θέλει η καρδιά σου κι η σειρά σου».[1]
Αυτόν τον κοσμοπολιτισμό -στη σκέψη και στο τραγούδι- τον έφεραν εδώ οι πρόσφυγες, τον έσπειραν στην Κοκκινιά, όπου και ρίζωσε μ’ ένα σωρό μουσικά σωματεία που ιδρύθηκαν στην πόλη. Το πρώτο σωματείο ήταν ο μουσικοαθλητικός σύλλογος “Αχιλλέας”, που ιδρύθηκε από μέλη του ομώνυμου σωματείου της Κωνσταντινούπολης, που ήρθαν στην Κοκκινιά μεταφέροντας μαζί τους και κάποια απ’ τα μουσικά όργανα της Πόλης. Προεξάρχοντας των σωματείων ήταν ο “Αρίωνας”, η φιλαρμονική του οποίου αριθμούσε είκοσι οχτώ μέλη, τα οποία τις Κυριακές ψυχαγωγούσαν τους περιπατητές της πλατείας του Αγίου Νικολάου παίζοντας σε μια ξύλινη εξέδρα. Ξακουστή ήταν κι η Μαντολινάτα της Κοκκινιάς, όπου πάνω από τριάντα νέοι και νέες έδιναν με τις κιθάρες και τα μαντολίνα τους συναυλίες -εντός κι εκτός πόλης- ακόμη και στο θέατρο “Ολύμπια” στην Αθήνα.[2]
[1] Γιώργης Παπάζογλου, Αγγέλα Παπάζογλου,
Πρόγραμμα θεατρικής Παράστασης 1999, σ. 12.
[2] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 33.
Θέατρο
Το θέατρο – το τόσο αναπτυγμένο στη Σμύρνη- έγινε στην Κοκκινιά αναπόσπαστο μέρος της προσφυγικής κοινωνίας. Η πρώτη θεατρική δράση εμφανίζεται το 1924, μόλις ένα χρόνο μετά την εγκατάσταση των προσφύγων. Σε μια ξύλινη παράγκα παρουσιάζονται από Τουρκόφωνους κι Αρμένιους θεατρίνους: ανατολίτικοι χοροί, παντομίμα κι άλλα συναφή θεάματα. Στην παράγκα αυτή, ο Μέρτικας, που στη Σμύρνη είχε συνεργαστεί μ’ όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής, συγκρότησε θίασο κι έφτιαξε το δικό του θέατρο, το “Κεντρικόν”, ένα κυκλικό ξύλινο παράπηγμα -περίπου 400 θέσεων- το οποίο διέθετε θεωρείο.
To 1939 ο Μέρτικας άνοιξε το ιστορικό θέατρο “Σμύρνη” στην Κοκκινιά, σε ανάμνηση του ομώνυμου θεάτρου στην πατρίδα του. Εκεί, παρουσιάστηκαν πολλά έργα της εποχής, τα οποία διαφημίζονταν την ημέρα της παράστασης από το γραφικό ντελάλη με την κουδούνα στο χέρι. Το θέατρο “Σμύρνη” της Κοκκινιάς, όντας γνωστό στο Αθηναϊκό θεατρόφιλο κοινό, φιλοξένησε διάφορες θεατρικές προσωπικότητες της εποχής (Κυβέλη, Γ. Γληνό, αδερφές Καλουτά, Ν. Πλατή κ.ά.).
Πλήθος ερασιτεχνικές παραστάσεις απ’ τους νέους της Κοκκινιάς μαρτυρούν το πάθος και το μεράκι τους για το θέατρο. Η Ένωση Ποντίων Κοκκινιάς κι η Χ.Α.Ν.έδωσαν ιδιαίτερα δείγματα αξιόλογων θεατρικών παραστάσεων. Από τη γενιά αυτή ξεπήδησαν και ταλαντούχοι ηθοποιοί που διακρίθηκαν στον επαγγελματικό χώρο (Αθην. Προύσαλης, Αφρ. Γρηγοριάδου κ.ά.). [1]
[1] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 36-37.
Κινηματογράφος
Ο κινηματογράφος ήταν ένας άλλος σημαντικός πόλος έλξης του κοκκινιώτικου κοινού, τόσο που η πόλη γέμισε “σινεμά”, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να επιλέξει ανάμεσα: στην περιπέτεια, την αγωνία ή τον ερωτισμό, που προβάλλονταν στη μεγάλη οθόνη. Η οδός Κονδύλη απαριθμούσε έξι κινηματογράφους: τον Απόλλωνα, τον Έσπερο, το Κεντρικό, τον Ορφέα, το Αλκαζάρ, το Κρυστάλ (αργότερα Παλλάς), ενώ στην οδό Π. Τσαλδάρη συναντούσες τον κινηματογράφο Εκλαίρ και τον Ήλιο(μετέπειτα Απόλλων). Επί της οδού Π. Ράλλη λειτουργούσε η παραδοσιακή θερινή Γρανάδα πνιγμένη στους κισσούς, τα γιασεμιά και τ’ αγιόκλημα. Ο κινηματογράφος ήταν για την Κοκκινιά ένας φανταστικός κόσμος εκτόνωσης και ψυχαγωγίας, που προσέφερε μιαν αίσθηση ελευθερίας από τα καθημερινά επιβεβλημένα δεσμά. [1]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 31-32.
Αθλητισμός
Οι πόλεις της Μικράς Ασίας είχαν οργανωμένο αθλητισμό (στίβο, ποδόσφαιρο, αθλητικούς ομίλους, λέσχες, γήπεδα, γυμναστήρια), τον οποίο αναδημιούργησαν στον προσφυγικό συνοικισμό της Κοκκινιάς ανασυγκροτώντας τις αθλητικές τους δυνάμεις.
Ο αθλητισμός -ιδιαιτέρως το ποδόσφαιρο- παίρνει μαζικές διαστάσεις στην Κοκκινιά. Από νωρίς εμφανίζονται πολλοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι. Σημαντικότεροι είναι: η ΑΜΥΝΑ, που ιδρύθηκε το 1924 στην Παλιά Κοκκινιά και στελεχώθηκε από το έμψυχο δυναμικό της Παλιάς και της Νέας Κοκκινιάς, ενώ ακολούθησαν πλήθος άλλοι: η ΙΩΝΙΑ κι η ΒΙΘΥΝΙΑ, οι οποίες το 1927 συγχωνεύτηκαν στην επωνυμία ΧΑΛΚΗΔΩΝ, ο ΕΦΗΒΟΣ, ο ΑΡΗΣ (ο μετέπειτα ΙΩΝΙΚΟΣ μετά τη συγχώνευσή του το 1965 με τον ΑΕΝ), ο ΠΑΜΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΣ που εμφανίστηκε το 1928, ο ΗΡΑΚΛΗΣ το 1929 κ.ά.. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αλάνες ήταν τα πρώτα προσφυγικά γήπεδα, τα οποία μορφοποιήθηκαν κατόπι σε κατάλληλους αγωνιστικούς ποδοσφαιρικούς χώρους.
Η ΑΜΥΝΑ, η ΧΑΛΚΗΔΩΝ, ο ΑΡΗΣ ήταν οι σύλλογοι που διέπρεψαν αρχικά σε τοπικό επίπεδο και στη συνέχεια κατόρθωσαν να γίνουν αναγνωρισμένα σωματεία λαμβάνοντας μέρος στο πρωτάθλημα της Γ΄ Κατηγορίας Πειραιώς και σ’ ανώτερες κατηγορίες κατόπι. Με τους εν λόγω συλλόγους ασχολήθηκαν σε διοικητικό επίπεδο σημαντικοί τοπικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα να γίνουν τ’ αθλητικά αυτά σωματεία κόμβοι της κοινωνικής ζωής της πόλης. Μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους διοργάνωναν χορούς και πραγματοποιούσαν εκδρομές ανά την Ελλάδα. Έτσι, ο αθλητισμός κι η φυσιολατρία συμπορεύτηκαν κι εντάχθηκαν στο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων της Κοκκινιάς, ανασυγκροτώντας κι αναβαθμίζοντας τη ζωή των κατοίκων της.[1]
Από το 1935 η Δημοτική Αρχή σχεδίασε τη δημιουργία δημοτικών γηπέδων, ενώ το 1938 θεμελιώθηκε -μετά από μελέτη του Υπουργείου Παιδείας- οργανωμένο γυμναστήριο στην πόλη: το Αθλητικό Στάδιο Νέας Κοκκινιάς.[2]
Το 1936 ιδρύθηκε ο Ορειβατικός, Φυσιολατρικός Όμιλος Κοκκινιάς (ΟΦΟΚ), ο οποίος συγκέντρωσε πλήθος μελών, αποτελώντας έναν από τους ιστορικούς συλλόγους της πόλης, με πλούσια δράση στον κοινωνικό κι εθνικό τομέα, αφού λέγεται πως εκεί ξεκίνησε το ΕΑΜικό κίνημα της Κοκκινιάς την περίοδο 1941-1944. Με την αλλαγή του ονόματος της πόλης από Κοκκινιά σε Νίκαια γίνεται και η μετονομασία του ΟΦΟΚ σε ΟΦΟΝ. Με τον φυσιολατρικό αυτό σύλλογο οι Κοκκινιώτες ταξίδεψαν -σαν μια συντροφιά- σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.[3]
[1] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 28-29.
[2] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 39-40.
[3] Μιχαηλίδης Σίμος, Η Γέννηση της Κοκκινιάς, ό. π., σ. 121.
Το Χαμάμ
Τα περίφημα χαμάμ της Ανατολής είναι γνωστά για τις περιποιητικές υπηρεσίες που προσέφεραν στους ανθρώπους που τα επισκέπτονταν. Τα δημόσια λουτρά φρόντιζαν όχι μόνον την καθαριότητα των λουομένων, αλλά μεριμνούσαν για την περιποίηση των σωμάτων και την αναζωογόνηση των ψυχών. Προσέφεραν την ανάπαυλα από τον καθημερινό μόχθο, ενώ ταυτοχρόνως δρούσαν ως τόποι συνάντησης, υγιεινής, καλαισθησίας κι επικοινωνίας των επισκεπτών.
Η αναβίωση της αστικής κουλτούρας των προσφύγων της Μικράς Ασίας υπαγόρευε την περιποίηση και τη φροντίδα του σώματος, την επιμέλεια της εμφάνισης, την αναζήτηση της ομορφιάς. Έτσι, με την ίδρυση της πόλης της Κοκκινιάς δημιουργήθηκε το λουτρό-χαμάμ για την καθαριότητα των προσφύγων, από τον Αρμένιο αρχιτέκτονα Αρτίν Παλατζιάν. Το χαμάμ λεγόταν “Μικρά Ασία”, ξεκίνησε να χτίζεται το 1923, ολοκληρώθηκε το 1925 κι άρχισε να λειτουργεί το 1926. Την οικοδόμησή του ανέλαβαν επιχειρηματίες, μιας και το οικονομικό μέγεθος του έργου ήταν αρκετά υψηλό. Η λειτουργία του χαμάμ ήταν ημερήσια. Από τις 8 π.μ. μέχρι τις 5 μ.μ. δεχόταν τις γυναίκες, ενώ οι άντρες το επισκέπτονταν από τις 5 μ.μ. μέχρι τις 9-10 μ.μ.. Τα παιδιά μέχρι 5 χρόνων έμπαιναν με τις γυναίκες, ενώ τ’ αγόρια από 5 ετών και πάνω θεωρούνταν άντρες.
Το χαμάμ είχε δυο θέσεις. Η πρώτη περιλάμβανε δωμάτιο με δυο κρεβάτια και αποδυτήριο, όπου αφού γδύνονταν τυλίγονταν με το σεντόνι ή την πετσέτα οι λουόμενοι και φορούσαν ειδικά τσόκαρα για να μη γλιστρούν. Αφού ετοιμάζονταν έμπαιναν στον κοινό χώρο του λουτρού. Το εισιτήριο αυτής της θέσης ήταν 15 δραχμές, ενώ η δεύτερη -που δεν είχε την πολυτέλεια του ιδιωτικού χώρου- χρεωνόταν 10 δραχμές.
Στο κέντρο του χαμάμ υπήρχε ένας πάγκος, πάνω στον οποίο ο λουτράρης για τους άντρες ή αντιστοίχως η λουτράρισσα για τις γυναίκες έτριβε το γυμνό σώμα μ’ ένα γάντι τρίφτη, που ξεβγαζόταν μετά από κάθε τρίψιμο. Ακολουθούσε το λούσιμο με σαπούνι στις γούρνες. Το χαμάμ προμηθευόταν το νερό από νερουλάδες, ενώ αργότερα σκάφτηκε ένα πηγάδι κι αγοράστηκε αντλία προκειμένου να έχει δικό του νερό. Στο χαμάμ υπήρχε, επίσης, ένας ειδικός χώρος για την αποτρίχωση. Τότε ήταν διαδεδομένο φαινόμενο η ύπαρξη της ψείρας κι η αποτρίχωση σ’ ολόκληρο το σώμα ήταν η πιο ενδεδειγμένη θεραπευτική λύση.
Η εφημερίδα Ελληνική γράφει το1926: «Οι κάτοικοι της Κοκκινιάς είναι υπερήφανοι δια το χαμάμ των. Και δεν έχουν άδικον, αφού ο Πειραιεύς, πόλις με 350.000 κατοίκους, δεν κατόρθωσε να αποκτήσει χρόνια τώρα έναν τέλειον τύπον παρομοίων λουτρών». Βεβαίως, το χαμάμ ήταν ένα από τα “επιτεύγματα” για τα οποία μπορούσαν -δικαίως- να είναι υπερήφανοι οι κάτοικοι της Κοκκινιάς. Πλήθος ήσαν οι κατακτήσεις τους -σε πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο- σε διάφορους τομείς που αφορούσαν την πόλη και συνδέονταν άρρηκτα με την ιστορική πολιτισμική μνήμη της πατρίδας τους.[1]
[1] Αφήγηση Παναγιώτη Μεταξά, επιχειρηματία του Χαμάμ Κοκκινιάς
στο Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 27, 31-32.
Η Εκκλησία και οι ναοί της Κοκκινιάς
Παράλληλα με την εξοικονόμηση τροφής, εργασίας, κατοικίας φρόντισαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες να στεγάσουν και τους ξενιτεμένους Αγίους, τους οποίους κουβαλούσαν ολοζώντανους στην ψυχή τους. Αρχικά έστησαν αντίσκηνα κι αργότερα ξύλινα παραπήγματα για να εναποθέσουν τα εικονίσματα, τα ιερά σκεύη, τα Δεσποτικά, τα τέμπλα και τους Άμβωνες που μετέφεραν από τις Αλησμόνητες Πατρίδες της Ελληνικής Ανατολής. Αν κι οι ίδιοι έφτασαν ξυπόλητοι και γυμνοί στον τόπο της προσφυγιάς, τα εικονίσματα ήταν τα μόνα αγαθά που κουβάλησαν μαζί τους ως αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής τους.[1]
Η εκκλησία ενσωμάτωνε τόσο τη δημόσια, όσο και την πνευματική ζωή της κοινότητας. Οι ειδικοί δεσμοί των προσφύγων με το παρελθόν τους μπορούσαν να εκδηλωθούν μες στα πλαίσια της εκκλησίας, η οποία αποτελούσε μια σαφή αναφορική πηγή και λειτουργούσε ως σταθερό σημείο προσανατολισμού και κατευθυντήρια δύναμη.[2]
Ψυχή των θρησκευτικών συναισθημάτων των προσφύγων ήταν ο από Σεβαστείας Γερβάσιος, ο οποίος συγκέντρωσε όλα τα εκκλησιαστικά κειμήλια της Καισαρείας και μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στη Μερσίνη, τα τοποθέτησε σε 38 κιβώτια κι επιβιβάστηκε μαζί μ’ αυτά και τα Ιερά Τέμπλα στο πλοίο και τα έφερε στον Πειραιά το 1924. Τα περισσότερα τα πρόσφερε στους ναούς της Νίκαιας, στην ανέγερση των οποίων έπαιξε κύριο και καθοριστικό ρόλο.[3]
Ο Άγιος Νικόλαος είναι ο πρώτος ναός που ιδρύθηκε στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς. Οι πρόσφυγες συγχρόνως με την τακτοποίησή τους στα παραπήγματα φρόντισαν να λειτουργήσουν σε αντίσκηνο και το ναό τους. Έτσι, έστησαν στην ανατολική πλευρά της πλατείας του Αγ. Νικολάου το αντίσκηνο που τους πρόσφερε ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας. Πριν ακόμη από την επίσημη ίδρυση του συνοικισμού, μέχρι τα τέλη του 1922, χάρη στην προσωπική εργασία και τις συνδρομές από το υστέρημα των προσφύγων, κατασκευάσθηκε το ξύλινο παράπηγμα, το οποίο τοποθετήθηκε στη θέση του σημερινού ναού. Αυτήν την παράγκα αντικατέστησε το 1923 ο πρώτος ναός, που θεμελιώθηκε από τον Αρχιερατικό Επίτροπο Ν. Κοκκινιάς, τον Σεβαστείας, Γερβάσιο.
Στη βορειοδυτική πλευρά του Αγίου Νικολάου ιδρύθηκε ο Ιερός Ναός της Οσίας Ξένης, ο οποίος λειτούργησε σ’ ένα κοινό πλυσταριό από το 1922. Σε ξύλινο παράπηγμα λειτούργησε το 1923 κι ο ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου, στα βορειοδυτικά της πόλης. Πλήθος άλλων εκκλησιών ακολούθησαν, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, οι Άγιοι Απόστολοι, η Αγία Τριάδα, η Ευαγγελίστρια, κ.λ.π..
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι ίδιοι οι πρόσφυγες, καθώς κι οι απόγονοί τους, εξακολουθούν να μετέχουν των ακολουθιών διατηρώντας την ιστορική μνήμη των Πατέρων τους, τιμώντας τους Αγίους τους κι εφαρμόζοντας τα έθιμα που συνοδεύουν τις εορτές τους. [4]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια , ό. π., σ. 90.
[2] Renee Hirshon, Heirs of the Greek Catastrophe.
The Social Life of Asia Minor Refugees in Piraeus, ό. π., σ. 195.
[3] Γιαμαλή-Χατζηιωάννου Ε., Μικρασιατικός Ελληνισμός: Οδοιπορικό Θανάτου
και Ανάστασης, εκδ. Δήμου Νίκαιας 2001, σ. 38.
[4] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 89-93.
Εκπαίδευση
Η έμπρακτη δυναμική των προσφύγων αποδεικνύεται σ’ όλα τα επίπεδα, αφού διεκδικούν και κερδίζουν εκτός από τα βιοποριστικά και τα πνευματικά και τα πολιτισμικά αγαθά. Προτού αρχίσουν να κτίζονται τα πρώτα οικήματα στην Ν. Κοκκινιά, όντας οι κάτοικοι στα αντίσκηνα και τα παραπήγματα, επιχειρούν ν’ ανασυγκροτήσουν την εκπαίδευση των παιδιών τους που είχε διακοπεί εξαιτίας του ξεριζωμού.
Τα πρώτα σχολεία λειτούργησαν μες στα πλυντήρια ή τα αντίσκηνα ναούς που είχαν στηθεί στο συνοικισμό. Εκεί, δίδαξαν τα προσφυγόπουλα οι δάσκαλοι κι οι δασκάλες της Κοκκινιάς. Η Μαριάνθη Σκαλά, η πρώτη δασκάλα του συνοικισμού, αγωνίσθηκε μ’ όλες τις δυνάμεις της για να της παραχωρηθούν τρία πλυντήρια, ώστε το 1923 να τα χρησιμοποιήσει ως διδακτήρια και μόχθησε πραγματικά προκειμένου να κατασκευαστούν οι πάγκοι θρανία των μικρών μαθητών. Μ’ ένα κουδούνι στο χέρι το 1924 έβγαινε στο άνοιγμα της σκηνής του Αγίου Νικολάου και καλούσε τους γονείς να φέρουν τα παιδιά στο -αυτοσχέδιο- σχολείο. Οι προσπάθειές της για τη δημιουργία σχολείων κράτησαν τρία χρόνια κι εστιάστηκαν -κυρίως- στην εύρεση χρηματοδοτών. Απευθύνθηκε σε βιοτεχνίες, βιομηχανίες, ταπητουργίες, προκειμένου να εξασφαλίσει τους οικονομικούς πόρους που θα προωθούσαν το σκοπό της να στεγαστούν οι μαθητές και να μορφωθούν στα σχολεία της πόλης.
To 1924 ιδρύθηκε το πρώτο Δημοτικό σχολείο μεταξύ των οδών Βοσπόρου-Καισαρείας-Ιωνίας, το οποίο το 1925 ονομάσθηκε Πρώτο Δημοτικό Σχολείο Αρρένων. Το κτίριο υπέστη ζημιές στη διάρκεια της Κατοχής, όπως και διάφορα άλλα σχολεία της Κοκκινιάς, τα οποία κατασκευάσθηκαν με ιδιαίτερο κόπο κι εντατικές προσπάθειες το καθένα.[1]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 41-42.
Τοπικές εφημερίδες
Από πολύ νωρίς εμφανίστηκαν οι τοπικές εφημερίδες, αφού το πνευματικό δυναμικό των προσφύγων της Κοκκινιάς ζητούσε απεγνωσμένα βήμα έκφρασης. Το περιεχόμενό τους κάλυπτε ένα ευρύ πεδίο θεμάτων, μιας και στις στήλες των εφημερίδων -εκτός από τα τοπικά νέα και τις διεκδικήσεις των προσφύγων έναντι της πολιτείας- μπορούσε κάποιος να διαβάσει άρθρα που αφορούσαν τις τέχνες, την πολιτική, αναγγελίες εκδηλώσεων (διαλέξεων, χοροεσπερίδων, ποιητικών συναντήσεων κ.ά.). Αναφέρουμε ενδεικτικά -με χρονολογική σειρά εμφάνισης- κάποιες απ’ τις εφημερίδες αυτές: Νέα Κοκκινιά (1925), Κοκκινιά (1926),Προσφυγικό Βήμα (1931), Αναγέννησις (1932), Ταχυδρόμος (1933), Εμπρός, Ελεύθερος Κόσμος, Νέος Αγών (1934), Νέον Βήμα (1935), Αναμόρφωσις, Θάρρος(1937), Θεία Πρόνοια, Παρατηρητής (1938), Νέα Ιδέα (1939).[1]
Μέσα στα πλαίσια αυτής της δημοσιογραφικής παραγωγής ιδρύθηκε το 1932 η Ένωση Προσφύγων Δημοσιογράφων Κοκκινιάς κι αργότερα η Ένωση Συντακτών Νίκαιας, οι οποίες ανέπτυξαν έντονη δημοσιογραφική δράση προπολεμικά και μεταπολεμικά.
Στην μεταπολεμική Κοκκινιά συναντάμε τις εφημερίδες: Τοπικά Νέα, Κοκκινιά μας, Ελληνική Πατρίδα, Νέα Ιδέα, Φίλαθλος Νίκαιας, Λαϊκό Βήμα, Παρατηρητής, Ταχυδρόμος, Αναγέννηση, Μαχητής, Φωνή Νίκαιας, Νίκη, Φωνή Μαγνησίας, Νίκαια, Ελεύθερη Γνώμη, Αθλητικά Νέα και τη σατυρική φυλλάδα Εξ Αμάξης.[2]
[1] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 34
και Παπαδοπούλου Α., Η ΑττικήΝίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 28-29.
[2] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, ό. π., σ. 28.
Οι πρώτοι σύλλογοι
Η ανάγκη επικοινωνίας των πνευματικών ανθρώπων της κοινότητας (καλλιτεχνών, διανοουμένων, επιστημόνων, φοιτητών) οδήγησε στη δημιουργία σωματείων και συλλόγων, που έδωσαν στις πιο ανήσυχες καλλιτεχνικές μορφές της πόλης τη δυνατότητα της πνευματικής συνάντησης, της ανταλλαγής απόψεων, της έκφρασης κοινών ενδιαφερόντων και προβληματισμών. Οι φοιτητές της εποχής ίδρυσαν το 1933 το πρώτο σωματείο, τη Φοιτητική Ένωση Κοκκινιάς (ΦΕΚ). Ακολούθησε ο Φοιτητικός Όμιλος το 1935. Από τη συγχώνευση των δυο σωματείων προέκυψε ο δυναμικός Φοιτητικός Σύνδεσμος Κοκκινιάς, ο οποίος ήταν πρωτεργάτης σε κάθε πολιτιστική κίνηση της πόλης, εξέφραζε μαχητικά τους κοινωνικούς προβληματισμούς της εποχής και διακρινόταν για την κοινωνική μέριμνα και την ενεργό δράση του.
Παράλληλα εμφανίστηκε κι η Ένωση Επιστημόνων, η οποία αποτελείτο από δικηγόρους, γιατρούς, μηχανικούς παιδαγωγούς, κάλυπτε κυρίως το επιστημονικό φάσμα και το ερευνητικό πεδίο κι αποτελούσε ένα σωματείο κοινωνικής αρωγής και πρόνοιας, που ενδιαφερόταν για τα ζητήματα επιστημονικής φύσεως. Φρόντιζε, επίσης, για την ανέγερση σχολείων, την ίδρυση βιβλιοθηκών, την επίλυση ζωτικών κοινωνικών θεμάτων.
Στον τομέα των γραμμάτων και των τεχνών συγκροτείται τη διετία 1932- 1933 ένας κύκλος πνευματικών ανθρώπων, που συναντιούνται σε φιλικά σπίτια ή σε κάποιο καφενείο του Αγίου Νικολάου, προκειμένου να βρουν τρόπους για συντονισμένη δράση στα θέματα του πολιτισμού. Έτσι, δημιουργήθηκε ο Φιλολογικός Σύλλογος, ο οποίος ήταν το πνευματικό λίκνο των σημαντικότερων προσωπικοτήτων της Κοκκινιάς, στους κόλπους του οποίου γαλουχήθηκε, ανατράφηκε κι άνθησε η πνευματική γενιά της πόλης. Πλήθος διακεκριμένων προσωπικοτήτων -στο χώρο της τέχνης- προήλθαν απ’ το πνευματικό καλλιτεχνικό ορμητήριο του Φιλολογικού Συλλόγου, όπως οι συγγραφείς: Σ. Ευστρατιάδης, Α. Γιαλούρης, Ι. Μελάς, Δ. Λιάτσος, οι ποιητές: Σ. Σκούταρης, Δ. Παπαδίτσας, Γ. Μετσόλης, Ε. Κακναβάτος, οι ζωγράφοι: Δ. Τηνιακός, Γ. Τουφεξιάν, Μ. Νικολινάκος κ.ά..[1]
[1] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 34-35.
Εργασία – Επαγγέλματα
Η έλλειψη καλλιεργήσιμης γης οδήγησε τους κατοίκους της Κοκκινιάς στην αναζήτηση εργασίας στα εργοστάσια, τις βιοτεχνίες και τις ιδιωτικές εργασίες. Η πλειονότητα των κατοίκων ήσαν εργάτες, τεχνίτες, υπάλληλοι, ξυλουργοί, οικοδόμοι, ενώ μεγάλος αριθμός εργάζονταν εκτός πόλεως και για το λόγο αυτό διεκδικούσαν τακτικότερη συγκοινωνία κι επέκταση των μεταφορικών γραμμών. Μόλις το 12% των ανδρών ασχολούνταν μ’ επιδέξια επαγγέλματα, ήσαν, δηλαδή, ραφτάδες, μάγειροι, τυπογράφοι, παπουτσήδες, ξυλουργοί, κουρείς, ενώ μόνο το 7% δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο κι οι περισσότεροι εξ αυτών ήσαν πλανόδιοι πωλητές, παντοπώλες, καφετζήδες. Η μειοψηφία των Κοκκινιωτών στρέφονταν στη θάλασσα, γίνονταν ναυτικοί και μερικοί μόνον εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι, μια όντως περιζήτητη θέση εξαιτίας της μισθολογικής ασφάλειας που προσέφερε. Πολλοί πρόσφυγες εργάζονταν, επίσης, στην καπνοβιομηχανία, στα εργοστάσια τσιγάρων Παπαστράτος και Κεράνης, τα οποία απασχολούσαν μεγάλο αριθμό προσφύγων που κατοικούσαν στα περίχωρα του Πειραιά.[1]
Η οικονομική δυσπραγία των προσφύγων, καθώς κι η έλλειψη αντρών μες στα σπίτια -λόγω θανάτου ή αιχμαλωσίας- οδήγησε τις γυναίκες στην ανάγκη εύρεσης εργασίας προκειμένου να θρέψουν τ’ αδύναμα μέλη της οικογένειας, τους γέροντες και τα παιδιά. Η γυναίκα της Κοκκινιάς δούλεψε ως εργάτρια, παραδουλεύτρα, υπάλληλος, δακτυλογράφος, μαγείρισσα. Η χειραφέτησή της ήταν γεγονός χάρη της πρωτοβουλίας, του δυναμισμού, της ικανότητας που τη διέκριναν, αλλά και λόγω της βιοτικής ανάγκης που της επιβαλλόταν. Ουσιαστικά οι γυναίκες καλέστηκαν να φυτέψουν μια χώρα μέσα σε μιαν άλλη χώρα, ν’ αναβιώσουν τις συνήθειες, τα ήθη, τα έθιμα και τον πολιτισμό της πατρίδας τους στον τόπο που βρέθηκαν, ένα αίτημα ζωής που το κατέκτησαν κι έναν άθλο κοινωνικό που τον κατόρθωσαν με πραγματικά αξιοθαύμαστο τρόπο.[2]
Στην Κοκκινιά λειτουργούσαν δώδεκα ταπητουργεία με 500 εργάτες, τα πλινθοποιεία ΔΗΛΑΒΕΡΗ, τα χρωματουργεία ΒΙΒΕΧΡΩΜ, ασβεστουργεία, βαμβακουργεία, υποδηματοποιεία, υφαντουργεία, πλεκτήρια, κουφετοποιεία, κ.ά.. Η πόλη διέθετε καταστήματα όλων των ειδών: εμποροραφεία, κουρεία, κομμωτήρια, πιλοποιεία, οινοζυθοπωλεία, χαλβατζίδικα, μαγειρεία, παντοπωλεία, κρεοπωλεία, εστιατόρια, ταβέρνες, καταστήματα λευκών ειδών, κ.λ.π.. Λειτουργούσαν, επίσης, λαϊκές αγορές, ψαραγορά, πλανόδιοι πωλητές κ.ά..
Ενδιαφέρον είναι ότι πολλά επαγγέλματα που σήμερα έχουν εκλείψει, ανθούσαν στην προσφυγούπολη Κοκκινιά και προσέδιδαν ένα ιδιαίτερο χρώμα στον εργασιακό χαρακτήρα της πόλης. Συναντούσες, δηλαδή, τον εφαπλωματοποιό (παπλωματά), το λούστρο, τον τσαγκάρη, τον στιλβωτή, τον παγοπώλη, το σανοπώλη, τον καρβουνιάρη, τον παλιατζή, τον εφημεριδοπώλη, τον καρεκλά, τον σκουπά, τον γανωτζή, τον ποδηλατά, τον ομπρελά, την καπελού, τη μανταρίστρα, το νερουλά, το γαλατά, τον παγωτατζή, τον μπουγατσά, τον πραγματευτή κ.ά.. [3]
[1] Renee Hirshon, Heirs of the Greek Catastrophe, ό. π., σ. 69.
[2] Μιχελή Λίζα, Πειραιάς. Από το Πόρτο Λεόνε στη Μαγχεστρία της Ανατολής,
Αθήνα 1988, σ. 183.
[3] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 34-38.
Μετονομασία
Ο συνοικισμός της Νέας Κοκκινιάς υπαγόταν διοικητικά -μέχρι το Δεκέμβρη του 1933- στο Δήμο Πειραιώς. Τον Ιανουάριο του 1934 αναγνωρίσθηκε ως Δήμος Νέας Κοκκινιάς (Φ.Ε.Κ. 22) και πρώτος Δήμαρχος εκλέχτηκε ο Στυλιανός Κοραής. Τα όρια του Δήμου, με βάση τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου 315/1-6-1939, ήταν: Κοκκινιά, Άσπρα Χώματα, Κοινότητα Αιγάλεω, Καραβάς Α΄-Β΄-Γ΄-Δ΄. Το 1935, με Διάταγμα του Υπουργείου Συγκοινωνιών (Φ.Ε.Κ. 208) αναγνωρίσθηκε η οδός Π. Ράλλη σ’ εθνική οδό. Η οδός άρχισε να κατασκευάζεται το 1937 και διέσχιζε τις περιοχές Ρουφ-Νέα Κοκκινιά-Πέραμα.
Το 1939 ο Δήμος προκήρυξε διαγωνισμό για τη μετονομασία της πόλης, η οποία από Νέα Κοκκινιά ονομάστηκε Νίκαια (Φ.Ε.Κ. 271/1940 τεύχος Β), μετά την επικράτηση της σχετικής πρότασης του Ιωάννη Μελά, δικηγόρου, βουλευτή κι αργότερα Υπουργού, καταγόμενου από τη Βιθυνία. Την πρόταση Μελά προσυπέγραψαν ο Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νικόλαος Βέης, πολλοί Ακαδημαϊκοί, άνθρωποι της Επιστήμης και των Γραμμάτων, καθώς κι εβδομήντα Κοκκινιώτες που ζούσαν ανά την Ελλάδα. Η Διοικούσα Επιτροπή του Δήμου με παμψηφία υποστήριξε την ονομασία αυτή, μεταξύ των ονομάτων πολλών άλλων μικρασιατικών πόλεων. Το 1935 μετονομάστηκε η περιοχή των Γερμανικών σε Κρήνη και του Καραβά σε Νεάπολη.[1]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 56-58.
Ελληνική & ξένη Βιβλιογραφία
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βαμβακάς Μ., Ζέρβας Θ., κ.ά, Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, Δήμος Νίκαιας 2004.
- Γιαμαλή-Χατζηιωάννου Ε., Μικρασιατικός Ελληνισμός: Οδοιπορικό Θανάτου και Ανάστασης, εκδ. Δήμου Νίκαιας 2001
- ΕΡΤ, Ψηφιακό Ηλεκτρονικό Αρχείο.
- Μιχαηλίδης Σίμος, Η Γέννηση της Κοκκινιάς, Πειραιάς 1993.
- Μιχελή Λ., Προσφύγων Βίος και Πολιτισμός, εκδ. Δρώμενα, Αθήνα 1992.
- Μιχελή Λ., Πειραιάς. Από το Πόρτο Λεόνε στη Μαγχεστρία της Ανατολής,
- Αθήνα 1988
- Νικολήνταγια Κ. (μαρτυρία), Έξοδος, τομ. Α’,
- εκδ. Εταιρείας Μικρασιατικών Σπουδών,
- Αθήνα 1980.
- Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια 2003.
- Γιώργης Παπάζογλου, Αγγέλα Παπάζογλου,
- Πρόγραμμα Θεατρικής Παράστασης 1999 με την Άννα Βαγενά.
- Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, Δήμος Νίκαιας, Αθήνα 2002.
ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Bourne J. Bruscino S. κ.ά, 1922. Ο μεγάλος ξεριζωμός. Η μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ιστορία, Νational Geographic 1925.
- Hirschon R., Heirs of the Greek Catastrophe. The Social Life of Asia Minor Refugees in Piraeus, εκδ. οικ. Berghahn Books, N.Y. & Oxford 1988/1989.
- Hirschon R., Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής, Μ.Ι.Ε.Τ. 2004.
————————————————————————————————————————
«Ένα εικονικό ταξίδι στην Ιωνία και τη Νίκαια
Μαθητές και καθηγητές του σχολείου μας, συναντηθήκαμε στις 2/5/2023 στην Ένωση Σμυρναίων Νίκαιας-Πειραιώς με την ιστορικό και φιλόλογο κα Αρχοντία Παπαδοπούλου.
Είχαμε την ευκαιρία να μάθουμε πληροφορίες για τη Σμύρνη και την Ένωση από τον Πρόεδρό της Ένωσης κ. Κυριάκο Νισκόπουλο και να περιηγηθούμε στο πανέμορφο και ιδιαίτερα φιλοτεχνημένο με πίνακες ζωγραφικής Μέγαρο της Ένωσης Σμυρναίων.
Στη συνέχεια, συνοδεύσαμε την κα Αρχοντία Παπαδοπούλου, εκ μέρους της Ένωσης Μαγνησίας Μ.Ασίας, σε ένα εικονικό ταξίδι στις Μικρασιατικές Πολιτείες και την ίδρυση του προσφυγικού συνοικισμού στην Κοκκινιά.
Παράλληλα επισκεφθήκαμε το ιστορικό εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής που βρίσκεται στον ίδιο χώρο και μας φέρνει μοιραία αναμνήσεις από την Αγία Φωτεινή που δέσποζε στη Σμύρνη.
Η παρουσίαση είχε τον τίτλο «Ένα εικονικό ταξίδι στην Ιωνία και τη Νίκαια και η συγκίνηση ήταν ιδιαίτερη για όλους.
Μυζίθρας Θοδωρής – Α3