ΘΕΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Τουρκοκρατία


Τουρκοκρατία

Μετά την άλωση της Κωσταντινούπολης συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε η κατάκτηση και των υπόλοιπων ελληνικών χωρών. Το 1456 καταλύθηκε το δουκάτο των Αθηνών, το 1460 το δεσποτάτο του Μιστρά, το 1461 η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Στη θέση ενός λαού με μεγάλη εκπολιτιστική δύναμη έρχεται τώρα ένας άλλος λαός, βάρβαρος και απολίτιστος, που δεν ήταν σε θέση να αφομοιώσει και να συνεχίσει τον πολιτισμό που βρήκε. Έτσι, ολόκληρη η περιοχή της Εγγύς Ανατολής μαζί και η Ελλάδα βυθίστηκαν σε μεσαιωνική βαρβαρότητα. Το πλήγμα ήταν βαρύ, όμως ο Ελληνισμός δεν έσβησε. Εξακολούθησε να ζει κάτω από την ισχυρή επίδραση του Βυζαντίου και να ελπίζει σε ανάσταση και αναγέννηση του Έθνους.

α) Η ζωή των υπόδουλων Ελλήνων.
Ο σουλτάνος αναγνώρισε την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία ως επίσημο θεσμό μέσα στο κράτος του και παραχώρησε ορισμένα προνόμια στον οικουμενικό πατριάρχη, που τον καθιστούσαν εθνάρχη, δηλ. θρησκευτικό και πολιτικό αρχηγό των υπόδουλων Ελλήνων. Πρώτος πατριάρχης μετά την Άλωση αναδείχτηκε ο λόγιος Γεννάδιος Σχολάριος. Ο σουλτάνος παραχώρησε ακόμα και μερικά προνόμια κοινοτικής αυτοδιοίκησης, για να μπορούν οι Τούρκοι να ασχολούνται απερίσπαστοι με τον πόλεμο και να εισπράττουν χωρίς κόπο τους φόρους. Τα θρησκευτικά και κοινοτικά όμως αυτά προνόμια ήταν υποτυπώδη και ανεπαρκή για να ισοσκελίσουν τα δεινά των υπόδουλων Ελλήνων. Συχνές ήταν οι καθαιρέσεις, φυλακίσεις ή σφαγές κληρικών. Η εκπαίδευση υπολειτουργούσε, ενώ η ζωή, η τιμή και η περιουσία των ραγιάδων βρισκόταν στη διάθεση των Τούρκων. Με τον κεφαλικό φόρο (χαράτσι) και τους ποκίλους άλλους φόρους πλούτιζαν οι Τούρκοι άρχοντες, ενώ από την άλλη μεριά οι Ελληνες φυτοζωούσαν και εξαθλιώνονταν οικονομικά.

Αλλά ο φοβερότερος φόρος ήταν ο «φόρος του αίματος», το γνωστό παιδομάζωμα. Στους δύο πρώτους αιώνες της δουλείας οι Τούρκοι είχαν αρπάξει ένα εκατομμύριο Ελληνόπουλα, για να επανδρώσουν τα τάγματα των γενίτσαρων. Συχνοί επίσης ήταν και οι βίαιοι εξισλαμισμοί. Τίποτε όμως δεν μπόρεσε να κλονίσει το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων και να αμβλύνει τη συνείδηση της φυλετικής τους οντότητας. Σ” αυτό τους βοηθούσαν οι αγεφύρωτες διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στους ίδιους και τους Ασιάτες κατακτητές, όπως ήταν ο θρησκευτικός φανατισμός, τα ήθη και τα έθιμα, ο τρόπος ζωής, η γενική νοοτροπία. Το ελληνικό μάλιστα δαιμόνιο βρήκε πολλές φορές τρόπους να εκδηλωθεί και να πετύχει θαυμαστά αποτελέσματα, όπως έγινε με την εξαιρετική εξέλιξη που γνώρισαν οι κοινότητες: Χίος, Ρόδος, Τήνος, Νάξος, Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά και ιδιαίτερα τα 24 χωριά του Πηλίου, τα Αμπελάκια και τα Μαντεμοχώρια. Επίσης μια δυναμική τάξη Ελλήνων,οι Φαναριώτες, εκμεταλλευόμενοι την ανικανότητα των Τούρκων, κατόρθωσαν να προωθηθούν σε ανώτατες εμπιστευτικές θέσεις της κρατικής μηχανής.

Έγιναν διερμηνείς, διαχειριστές της εξωτερικής πολιτικής, ηγεμόνες των παραδουνάβιων ηγεμονιών (Μαυροκορδάτοι, Υψηλάντες, Καρατζάδες, Σούτσοι κ.ά.) και ωφέλησαν με πολλούς τρόπους το υπόδουλο γένος.Με τον καιρό το υπόδουλο έθνος απέκτησε και τη στρατιωτική του δύναμη, τους κλέφτες και τους αρματολούς. Πολλοί Έλληνες πήραν τα βουνά και αγωνίζονταν να επιβιώσουν με επιθέσεις εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι τους αποκαλούσαν με περιφρόνηση «κλέφτες». Οι κλέφτες ωστόσο εκπροσωπούσαν για τον Ελληνισμό την αντιστασιακή δύναμη του έθνους και ενσάρκωναν την υψηλότερη έννοια της ελληνικής λεβεντιάς. Οι Τούρκοι, για να αντιδράσουν κατά των κλεφτών, υιοθέτησαν το θεσμό των αρματολών, μια αναβίωση των «ακριτών» του Βυζαντίου. Διαίρεσαν τη χώρα σε «αρματολίκια» και τοποθέτησαν στο καθένα επικεφαλής τον «καπετάνιο».

Στις αρχές του 19ου αι. υπήρχαν 3 αρματολίκια στη Μακεδονία, 10 στη Θεσσαλία και στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και 4 στη Ήπειρο, Ακαρνανία και Αιτωλία. Στην Πελοπόννησο δε γνώρισε ανάπτυξη ο κλεφταρματολισμός. Ανάμεσα στους αρματολούς και στους κλέφτες δεν υπήρχε εχθρότητα. Αυτό φαίνεται και από το ότι με μεγάλη ευκολία άλλαζαν στρατόπεδα, με τον καιρό μάλιστα οι δύο έννοιες ταυτίστηκαν. Κλέφτες και αρματολοί πρωτοστάτησαν σε όλες τις εξεγέρσεις του έθνους και αποτέλεσαν την κυριότερη δύναμη κατά την έκρηξη και τη διεξαγωγή της Επανάστασης του 1821.

β) Εξεγέρσεις κατά την Τουρκοκρατία.
Κατά τα 400 περίπου χρόνια σκλαβιάς οι Έλληνες ζούσαν με την ελπίδα ότι θα αποκτήσουν και πάλι την ελευθερία τους και θα ξαναστήσουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Γι” αυτό δεν άφηναν να χαθεί καμιά ευκαιρία χωρίς να πάρουν τα όπλα κατά του κατακτητή. Υπολογίζεται ότι από το 1453 μέχρι το 1821 έγιναν 30 περίπου επαναστατικά κινήματα.

γ) Φιλική Εταιρεία.
Την ανάγκη για οργάνωση και συστηματική προετοιμασία του αγώνα για την απελευθέρωση ήρθε να αναπληρώσει η Φιλική Εταιρεία κατά το 1814. Τρεις νέοι φλογεροί πατριώτες, ο Νικόλαος Σκουφάς από την Άρτα, ο Αθανάσιος Τσακάλοφ από τα Ιωάννινα και ο Εμμανουήλ Ξάνθος από την Πάτμο, αποφάσισαν να συγκροτήσουν οργάνωση με σκοπό την απελευθέρωση του Έθνους. Τα ιδρυτικά αυτά μέλη αργότερα πλαισιώθηκαν και από άλλα στελέχη, όπως τον Παναγιώτη Σέκερη, τον Αντώνιο Κομιζόπουλο, τον Άνθιμο Γαζή, τον Γεώργιο Λεβέντη, τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο κ.ά., ενώ απόστολοι της Εταιρείας σκορπίστηκαν σε όλα τα κέντρα του μητροπολιτικού και απόδημου ελληνισμού για να μυήσουν τους σημαντικότερους Έλληνες, λόγιους, ιερωμένους, εμπόρους, καραβοκύρηδες, αρματολούς και κλέφτες. Υπολογίζεται ότι κατά την κήρυξη της επανάστασης η Εταιρεία αριθμούσε 600.000 μέλη.

Από την ίδρυσή της η Εταιρεία πήρε συνωμοτικό χαρακτήρα. Τα μέλη της ορκίζονταν ανάλογα με το βαθμό που είχαν και χρησιμοποιούσαν κρυπτογραφικό κώδικα. Η αρχηγία στην αρχή προσφέρθηκε στον Κερκυραίο υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσίας Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος, επειδή γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλον τις διαθέσεις της ευρωπαϊκής διπλωματίας εκείνη τη στιγμή, αρνήθηκε να την αναλάβει. Γενικός Επίτροπος της αρχής έγινε τελικά ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ευνοούμενος υπασπιστής του τσάρου Αλέξανδρου Α΄ (12-4-1820). Οι Φιλικοί οργάνωσαν και κατεύθυναν την προπαρασκευή της επανάστασης, όπλισαν μεγάλα στρατιωτικά τμήματα και στο συνέδριο, που έγινε τον Οκτώβριο του 1820, αποφάσισαν ο αγώνας να αρχίσει από τη Μολδοβλαχία.

Σχολιάστε

Top