Σύμφωνα με το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Δεκέμβριος 1998, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης),
βότανο είναι:
1. φυτό με ιδιότητες:
α. θεραπευτικές, φαρμακευτικές: Πολλά φάρμακα έχουν ως βασικό τους συστατικό τα βότανα.
β. μαγικές, υπερφυσικές: Το βότανο της αγάπης, το βότανο της νιότης.
Ακόμα φάρμακο ή φίλτρο που παρασκευάζεται από βότανα και έχει τις αντίστοιχες ιδιότητες: Tου ΄δωσε βότανο και τον ξελόγιασε.
2. κάθε ποώδες, αυτοφυές φυτό. || (ειδικότερα) ζιζάνιο.