Δύο ακόμη συμμετοχές στον διαγωνισμό

 

 

Δημοσιεύουμε εδώ δύο ακόμη κείμενα από μαθητές του σχολείου μας, που συμμετείχαν στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Πειραματικού Γυμνασίου του Πανεπιστημίου Πατρών. Μπορεί να μη βραβεύτηκαν, αλλά για μας είναι σημαντικά, αφού μας αρέσει που οι συμμαθητές μας δημιουργούν. Κάθε προσωπική δημιουργία  είναι σημαντική!

 

Ο Ζωγράφος

Ηλίας Μπατιρίδης (B1)

Μόλις πιάσω το πινέλο, αρχίζει το ταξίδι

παίζω με τα όνειρά μου, σαν να ’ναι  παιχνίδι.

Η φαντασία τρέχει και δεν σταματάει,

αλλά όταν τη συναντάω μου χαμογελάει.

Προσπαθώ να προλάβω, αλλά δεν μπορώ

τα λεφτά κρύβονται κι εγώ τ’ αναζητώ.

Όλοι μου ζητάνε κι ο χρόνος εξαντλείται,

αφήστε με να ξεκουραστώ, αν μπορείτε.

Ύστερα με κοιτάνε μ’ ενθουσιασμό και πάλι,

προσπαθώ να με αποδείξω, όπως και οι άλλοι.

Τα πόδια μου τρέμουν και  αγωνία με γεμίζει

τη δουλειά  την έχω, κι αυτό με ανακουφίζει.

Ο πίνακας γυαλίζει και η ψυχή λαχταρά

πόσο θα ‘θελα να ήμουν σαν τ’ άλλα παιδιά.

Δίνω δώρα και πάλι θέλουν κι άλλα

νομίζουν πως είναι σαν να παίζεις μπάλα!

Δουλεύοντας με κούραση, με κόπο, με αγωνία

τα μάτια κουρασμένα, στον κόσμο με τα θηρία.

Ο χρόνος έξω παίζει και γελάει

αλλά εγώ δεν τον νιώθω, ενώ με κοιτάει.

Η καρδιά μου χαρούμενη για την τελική ζωγραφιά

και όλοι έχουν μείνει δίχως μιλιά.

Ο ζωγράφος ευτυχισμένος για τη ζωή του

χαρά, χρώμα, αγάπη, όλα τα ‘χει η ψυχή του.

Ειπώθηκαν πολλά σ’ αυτόν το κόσμο,

αλλά ένα θα σας πω, και ένα μόνο:

«Αν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω από τη Γη,

μόνο τότε θα μπορέσεις να σταθείς πάνω σ’ αυτή!»

Ένα όνειρο, το χάπι για τη ζωή

Ζωή Κεσίδου  (B1)

Κάποτε, δυο λουλούδια ξεφύτρωσαν στη γη, δύο πανομοιότυπα τριαντάφυλλα, δυο δίδυμες αδελφές, δυο αχώριστες καρδιές. Η Ευθυμία και η Ελπίδα. Αυτά τα δυο άνθη, σχεδόν σε όλα είχαν κοινές απόψεις, κοινά συναισθήματα και η μια διαισθανόταν τους πόνους και τους προβληματισμούς  της άλλης. Επιπλέον, εάν η μια βρισκόταν σε κίνδυνο, η άλλη απευθείας το αντιλαμβανόταν χάρις στο ένστικτό της. Το μόνο που τις ξεχώριζε ήταν η ενδυμασία τους. Και οι δυο είχαν κάτασπρη επιδερμίδα σαν το χιόνι. Μάτια γαλαζοπράσινα σαν να είχαν ενώσει τη θάλασσα με τα φυτά. Μαλλιά μακριά, καστανά και τόσο αστραφτερά, που έλαμπαν σαν το ήλιο.

Τα δυο κορίτσια κατοικούσαν σε ένα χωριό της Χαλκιδικής. Στη Χανιώτη. Είχαν νέους γονείς, οι οποίοι πάντα είχαν αμφιβολίες για ό,τι έκαναν, διότι φοβόντουσαν να μην κάνουν κάποιο λάθος και καταστρέψουν τις ζωές των παιδιών τους. Τις αγαπούσαν ολόψυχα, έκαναν τα πάντα γι’ αυτές, δούλευαν σκληρά για να τις γαλουχήσουν και  αποταμίευαν χρήματα για τις σπουδές τους.

Στις αρχές η οικογένεια ζούσε αρμονικά, χωρίς την έλλειψη κάποιου προσώπου. Όταν όμως τα κορίτσια έκλεισαν τα οχτώ, η μοίρα τους γύρισε την πλάτη. Μια φορά που οι γονείς τους ταξίδευαν στη Γερμανία για επαγγελματικούς λόγους, το αεροπλάνο τους ξαφνικά εξαφανίστηκε και οι ίδιοι δεν επέστρεψαν ποτέ. Εκείνο το πρωί οι διδυμούλες, όπως το φυτικό κύτταρο, έχασαν το κυτταρικό τους τοίχωμα, το οποίο το στηρίζει. Έτσι και αυτές έχασαν τους ήρωές τους, τους «φίλους» τους, το στήριγμά τους.

Την επόμενη μέρα, με τη βοήθεια της γειτόνισσάς τους μεταφέρθηκαν σε ένα ορφανοτροφείο της Δράμας. Δυστυχώς, οι αδελφές πάλι δεν στάθηκαν τυχερές. Επειδή ήταν νέες άρχισαν να τις εκμεταλλεύονται για να μαζέψουν χρήματα. Τις έστελναν να ζητιανεύουν, και αν έφερναν αντίρρηση τις πήγαιναν με το ζόρι, ειδάλλως έλεγαν πως θα έβγαζαν τα κρεβάτια τους έξω, για να κοιμηθούν στο κρύο και να «βάλουν μυαλό»… Πόσο μοχθηρός πρέπει να είναι ένας άνθρωπος, ώστε να παίζει με τις αθώες ψυχές των παιδιών;

Ύστερα από λίγα χρόνια, εξαιτίας αυτής της κακομεταχείρισης, η Ελπίδα σιγά σιγά άρχισε να αποκτά μια σοβαρή αρρώστια στον εγκέφαλο. Όταν το έμαθαν αυτό οι δίδυμες, έκλαιγαν ώρες ατελείωτες πάνω στα μικροσκοπικά κρεβατάκια τους. Πιο πολύ έκλαιγαν για το γεγονός ότι η Ελπίδα έπρεπε να παραμείνει στο νοσοκομείο χωριστά από την Ευθυμία, μέχρι να βρεθεί το συγκεκριμένο ποσό χρημάτων για να γίνει η εγχείρισή της και να επιστρέψει στην αδελφή της.

Το πρωί που έφυγε η Ελπίδα, η Ευθυμία κάθισε στο πάτωμα και άρχισε να παρακολουθεί το ολοκαίνουριο δωμάτιό της, στο νέο και ειρηνικό ορφανοτροφείο που στάλθηκαν τα κορίτσια, έπειτα από δεκάδες παρακλήσεις. Όταν γύριζε και κοίταξε το κρεβάτι της αδελφής της, τα μάτια της βούρκωναν και τα μάγουλα της πλημμύριζαν με δάκρυα. Αμέσως βγήκε από μέσα της μια γαλήνια φωνή γεμάτη με ελπίδες. «Μακάρι να ήταν εδώ θεέ μου»…Τα λόγια, της πετούσαν σαν αέρας από το στόμα της και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, είχαν καλύψει όλη την κρεβατοκάμαρά της. Παρόλα αυτά ύστερα από ώρες απόλυτης ησυχίας ,αποφάσισε να εξερευνήσει το δωμάτιό της, ώστε να απομακρύνει τις κακές της σκέψεις.

Το δωμάτιο είχε μια μεγάλη γαλάζια ντουλάπα στη μέση των κρεβατιών, δυο μικρά γραφεία με τιρκουάζ καρέκλες και μια πελώρια βιβλιοθήκη. Παράλληλα είχε και μια εικόνα της Παναγίας πάνω από την έδρα της και εκεί προσευχόταν καθημερινά ώστε να θεραπευτεί η αδελφή της. Όλα ήταν έτσι όπως τα ονειρευόταν από μικρή, όμως την απουσία της αδελφής της δεν την είχε φανταστεί ποτέ.
Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, καθώς ξεφύλλιζε τα βιβλία που ήταν τοποθετημένα πάνω στο γραφείο της Ελπίδας, αντίκρισε ένα βιβλίο που είχε ζωγραφισμένη μια καρδούλα στον τίτλο του. Αυτή η καρδούλα έμοιαζε με τις καρδούλες που ζωγράφιζε η αδελφή της. Ο τίτλος έλεγε «Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω από την γη, ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της». Τότε η Ευθυμία, χωρίς να διαβάσει το βιβλίο, άρχισε να ζωγραφίζει ό,τι της κατέβαινε στο μυαλό και έτσι χωρίς να το πάρει χαμπάρι αποκοιμήθηκε.

Είχαν περάσει πέντε λεπτά από την ώρα που αποκοιμήθηκε και ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι της ψηλά και άρχισε να ζαλίζεται. Το πάτωμα έτρεμε και ήταν έτοιμο να εκραγεί λες και ήταν ηφαίστειο. Στη συνέχεια, έτρεξε στο παράθυρο. Και τι παρατήρησε; Όλος ο κόσμος είχε ξεκινήσει να μικραίνει, ενώ αυτή μεγάλωνε! Τα πόδια της είχαν γίνει γιγάντια! Κάποια στιγμή, κατά λάθος, σήκωσε το ένα της πόδι και κλότσησε τη σελήνη. Και η γη μπροστά στα μάτια της είχε γίνει μια ποδοσφαιρική μπάλα. Το ένα πόδι της πατούσε σ’ αυτήν και το άλλο στο διάστημα. Κοίταξε τον εαυτό της σε έναν καθρέφτη και είδε: δυο πόδια μακριά και αδύνατα σαν μακαρόνια, δυο χέρια στραβά σαν μπανάνα και ένα μικροσκοπικό κεφάλι με διάμετρο επτά εκατοστά! Η δυστυχισμένη Ευθυμία ξετρελάθηκε, όμως κατάλαβε πως όλα αυτά που βίωνε τα είχε φανταστεί και τα είχε ζωγραφίσει η ίδια. Στην αρχή χάρηκε που πραγματοποιήθηκαν τα όνειρά της, αλλά ύστερα ένιωσε προβληματισμένη, γιατί η φαντασία της εκπληρώθηκε μέσα στο όνειρό της.

Το επόμενο σαββατοκύριακο, η Ευθυμία αποφάσισε να επικοινωνήσει με τον Κυπριανό, τον κολλητό της στο σχολείο, και να του εξιστορήσει όλα όσα πέρασε. Καθώς πλησίαζε στο σχολείο, ο Κυπριανός, ένα πανέξυπνο και ευγενικό αγόρι που ήταν στην ίδια τάξη με αυτήν, στην Α΄ Λυκείου, αντίκρισε τα νωχελικά της βήματα και αμέσως κατάλαβε πως υπήρχε κάποιο πρόβλημα με την αδελφή της. Ο Κυπριανός ήταν ο μόνος που είχε καταδεχτεί με μεγάλη αγάπη τις δύο απελπισμένες αδελφές την πρώτη μέρα που είχαν πάει σχολείο, ενώ οι υπόλοιποι τις περιγελούσαν και τις έβγαζαν παρατσούκλια, επειδή ήταν ορφανές.

Στο τρίτο διάλειμμα λοιπόν οι δυο τους κάθισαν στη σκιά ενός πεύκου και άρχισαν να συζητάνε. Αυτή του τα διηγήθηκε όλα. Αν και αρχικά του φάνηκε λίγο παράξενο ότι μια κοπέλα της Α΄ λυκείου είχε τόση μεγάλη φαντασία, στη συνέχεια κατάλαβε πως το αποτέλεσμα ήταν λογικό, διότι ο τίτλος του βιβλίου ήταν αυτός που την προκάλεσε. Μετά από πολλές ώρες σκέψης, ο Κυπριανός βρήκε μια απίθανη λύση επεξεργαζόμενος τα στοιχεία που του έδωσε η φιλενάδα του. Της πρότεινε να γράψει όλα όσα ονειρεύτηκε, αλλά να προσθέσει και άλλα γεγονότα, όπως για παράδειγμα αυτά που έχει ζήσει ως τώρα, ώστε να δημιουργηθεί ένα λογοτεχνικό και διασκεδαστικό βιβλίο για εφήβους. Επίσης της επισήμανε ότι ο θείος του ήταν εκδότης και έτσι θα τους βοηθούσε να εκδώσουν κάποια αντίτυπα, να τα πουλήσουν και να βγάλουν τα χρήματα για την εγχείριση της Ελπίδας. Παράλληλα όμως, με την έκδοση του βιβλίου, θα μπορούσε να υλοποιήσει και ένα άλλο όνειρό της, το οποίο είχε από μικρή (με την επίδραση της μητέρας της): να γίνει συγγραφέας!

Ο θείος του Κυπριανού, ο κύριος Λάμπρος, ένας μικροσκοπικός άνδρας γεμάτος καλοσύνη, δέχτηκε να τους βοηθήσει με μεγάλη ευχαρίστηση, επειδή είχε τεράστια αδυναμία στα παιδιά και δεν τους χαλούσε ποτέ τα χατίρια. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: επειδή η Ευθυμία ήταν ανήλικη, έπρεπε να μπουν κρυφά την νύχτα για να ξεκινήσουν να δημιουργούν τα αντίτυπα. Έτσι και έγινε. Το βράδυ, η Ευθυμία έφυγε κρυφά από το ορφανοτροφείο και συναντήθηκε με τον φιλαράκο της και τον θείο του. Μετά πήγαν στο εργοστάσιο, απενεργοποίησαν τις κάμερες και κατευθύνθηκαν προς τον δεύτερο όροφο, εκεί όπου τύπωναν τα βιβλία. Το περιβάλλον ήταν αρκετά τρομακτικό. Η τελευταία διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να φτάσουν στον προορισμό τους, ήταν ένας στενός διάδρομος, ο οποίος εκεί όπου κατέληγε είχε τρείς γιγάντιες πύλες.

Πέρασαν ώρες ατελείωτες στο σκοτάδι, εργάστηκαν σκληρά και τελικά με την βοήθεια των μηχανημάτων κατάφεραν να βγάλουν πενηνταέξι αντίτυπα. Στο τέλος αυτής της μεγάλης και κουραστικής νύχτας η καρδιά της Ευθυμίας άρχισε να φτερουγίζει και όσο περνούσαν οι ώρες, τόσο πιο πολύ κόντευαν οι ώρες που θα ξαναϊδωθεί με τη δίδυμή της. Λίγο πριν φύγει ευχαρίστησε θερμά τον κύριο Λάμπρο και δίνοντας ένα φιλί στον φίλο της επέστρεψε στο ορφανοτροφείο.

Οι δύο φίλοι πουλώντας για μήνες τα βιβλία και δουλεύοντας σε πολλά μαγαζιά της περιοχής κατάφεραν και αποκόμισαν πολλά λεφτά, μάλιστα περισσότερα από αυτά που χρειάζονταν για την θεραπεία της  Ελπίδας. Αυτά τα χρήματα τα οποία ήταν για την θεραπεία τα μετέφερε στο νοσοκομείο και τα υπόλοιπα τα παρέδωσαν σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Εκτός από τη ζωή της αδελφής της έσωσε και την ζωή χιλιάδων παιδιών. Ποιος θα το φανταζόταν πως ένα όνειρο θα ωφελούσε τόσο πολύ κάποιους;

Από τότε και στο εξής οι δύο αδελφές δεν ξαναχωρίστηκαν ποτέ. Η μια είχε γίνει το στήριγμα για την άλλη και είχαν καλύψει το κενό που υπήρχε μέσα τους από την απουσία των γονιών τους. Έγιναν άξιες κοπέλες, δίκαιες, δυνατές και ήταν πάντοτε πρόθυμες να βοηθήσουν τον κόσμο. Η Ευθυμία συνέχισε τη συγγραφή βιβλίων και η Ελπίδα έγινε γιατρός. Εκπαίδευαν τα παιδιά να επιβιώνουν σε δύσκολες συνθήκες, να μη χάνουν ποτέ τις ελπίδες τους και να μη φοβούνται ποτέ να ονειρεύονται, διότι άνθρωπος που δεν έχει όνειρα δεν μπορεί ποτέ του να προοδεύσει!

 

ΜΠΑΤΙΡΙΔΗΣ

Σκίτσο του μαθητή Ηλία Μπατιρίδη (Β1)

 

ΖΩΗ

Σκίτσο της μαθήτριας Ζωής Κεσίδου  (B1)

 

 

Σχολιάστε

Top