Διαβάζοντας το βιβλίο της Διδώ Σωτηρίου, «Ματωμένα Χώματα»

ΑΠΟ: ΘΩΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ - Μαρ• 18•14

του Κυριάκου Τσαούση (Γ3, Γυμνάσιο)

MATVMENA XVMATA

Η ζωή του  Μανώλη Αξιώτη από την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα ως το 1922, αποτελεί τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο διαδραματίζεται η υπόθεση του γνωστού μυθιστορήματος της Διδώς Σωτηρίου. Καθώς το διαβάζουμε, παρακολουθούμε τη συμμετοχή του στα δραματικά ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα: την αναγκαστική επιστράτευση, τη φρίκη των Ταγμάτων Εργασίας, τις προσπάθειες να δραπετεύσει, τη στράτευση στον ελληνικό στρατό, τη φρίκη του πολέμου, την αγωνία  να σώσει την οικογένειά του στην καταστροφή της Σμύρνης και την τελική σωτηρία του.

Ο Μανώλης Αξιώτης, νεαρός αγρότης από τον Κιρκιντζέ μας διηγείται την προσωπική και την οικογενειακή του ιστορία, και, μέσα από αυτές, καταγράφεται η περιπέτεια του μικρασιατικού ελληνισμού. Αρχικά ζούσε ειρηνικά  στο χωριό του, μαζί με τους γονείς και τα τέσσερα αδέρφια του. Ο πατέρας δούλευε στο χωράφι και έτσι συντηρούσε την οικογένειά του. Όταν έγινε 16 χρονών  πήγε στη Σμύρνη για να βρει δουλειά. Εκεί ενθουσιάστηκε με τις ομορφιές της πόλης, άλλαξε αρκετές δουλειές και περνούσε μια όμορφη και ήρεμη ζωή ως το 1912, που άρχισε ο βαλκανικός πόλεμος. Με  την εμφάνιση του κινήματος των Νεότουρκων άρχισαν οι διωγμοί και οι φόνοι των Χριστιανών. Το φθινόπωρο του 1914 βγήκε διάταγμα ότι όλοι οι οθωμανοί υπήκοοι, δηλαδή και οι Έλληνες χριστιανοί, από 22-40 ετών, έπρεπε να πάνε στο μέτωπο. Οι Χριστιανοί, μαζί τους και ο Μανώλης βρέθηκαν στα Αμελέ Ταμπουρού (Τάγματα Εργασίας), όπου τους χρησιμοποιούσαν για τις σκληρές δουλειές, με σκοπό να τους εξοντώσουν. Ο Μανώλης όμως κατάφερε και λιποτάκτησε, έφτασε σε ένα κοντινό χωριό, τον εντόπισαν όμως και τον έβαλαν να δουλέψει σε έναν τούρκο μεγαλοκτηματία. Κέρδισε την εκτίμησή του, όμως αρνήθηκε να βολευτεί εκεί μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος και δραπέτευσε. Τον Αύγουστο του 1922, ο Μανώλης έχει ενταχθεί στον ελληνικό στρατό και πολεμούσε εναντίον των Τούρκων στο Αφιόν Καραχισάρ. Μετά από άγριες μάχες, που κράτησαν ως τις 15 Αυγούστου 1922, το ελληνικό πολεμικό μέτωπο  έσπασε και ο στρατός υποχώρησε ηττημένος. Ο Μανώλης έφτασε στη Σμύρνη και είδε όλους τους φαντάρους και τον μικρασιατικό ελληνισμό από όλα τα μέρη της Ανατολής, να είναι συγκεντρωμένοι στην προκυμαία και να βρίσκονται σε απόγνωση. Κατάφερε να βρει τους δικούς του μέσα στον μεγάλο πανικό της καταστροφής και τις σφαγές των αμάχων, αλλά και πάλι τον συνέλαβαν οι Τούρκοι.  Θα δραπετεύσει όμως, για άλλη μια φορά και θα φτάσει, στο τέλος, με πολύ κόπο, ελεύθερος, στη Σάμο.

Ο  Μανώλης Αξιώτης ήταν ένα ψηλόλιγνο, σγουρομάλλικο παλικάρι με βαθιά γαλάζια μάτια. Όπως τα αδέρφια του, έτσι και ο Μανώλης, ήταν υπάκουος στον πατέρα του. Από μικρός ήθελε να προχωρήσει στα γράμματα, συγκεκριμένα ήθελε να φοιτήσει στην Ευαγγελική Σχολή, όμως υπάκουσε στο θέλημα του πατέρα του να αφήσει το σχολείο και να δουλέψει στη Σμύρνη. Ο Μανώλης ήταν τίμιος σαν τον πατέρα του, δεν του άρεσε η αδικία γι’ αυτό και αντέδρασε στον έμπορο Χατζησταυρή, ο οποίος δεν δίσταζε να κλέψει, στο βωμό του κέρδους. Όταν πέθανε ο πατέρας και τα αδέλφια του έφυγαν στον πόλεμο με τον τουρκικό στρατό, ο Μανώλης ανέλαβε τις δουλειές του πατέρα του στο χωριό. Στήριξε την οικογένειά του με υπευθυνότητα, εργατικότητα και ωριμότητα. Στη συνέχεια έδειξε μεγάλη αποφασιστικότητα και παλικαριά προσπαθώντας να επιβιώσει μέσα στις αντίξοες συνθήκες και τα βασανιστήρια. Ο χαρακτήρας του είναι ρομαντικός και τρυφερός, γεγονός που φαίνεται και από τον τρόπο που συμπεριφέρεται στην Κατίνα που είναι η μεγάλη του αγάπη. Δε διστάζει όμως να θυσιάσει την καλοπέρασή του και να εγκαταλείψει την αγαπημένη του, όταν τον κάλεσε η πατρίδα του. Είναι δυναμικός και εφευρετικός, καθώς καταφέρνει και ξεφεύγει από τους διάφορους κινδύνους με έξυπνο τρόπο. Σέβεται και είναι δεμένος με τους φίλους του (Έλληνες και Τούρκους) τους οποίους δεν εγκαταλείπει στις δύσκολες στιγμές. Με αυτοθυσία σώζει το φίλο του, το Νικήτα, από βέβαιο θάνατο μέσα στο χαλασμό της μάχης.

Η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου χρησιμοποίησε τις αυτοβιογραφικές σημειώσεις του μικρασιάτη πρόσφυγα  Μανώλη Αξιώτη, τον οποίο και έκανε κεντρικό αφηγητή στο μυθιστόρημά της. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να μη χαθεί η ζωντανή μαρτυρία εκείνων που έζησαν τη θύελλα του πολέμου και της καταστροφής. Η γλώσσα του βιβλίου είναι απλή, καθημερινή, με πολλές τουρκικές λέξεις, καθώς αναπαριστά τον τρόπο επικοινωνίας των ντόπιων πληθυσμών. Η συγγραφέας παρουσιάζει με εντελώς ωμό τρόπο τις φρικαλεότητες, τον πόνο, το φόβο και τα βασανιστήρια που βίωσαν οι Έλληνες από τους Τούρκους αλλά και οι Τούρκοι από τους Έλληνες. Δεν ωραιοποιεί καταστάσεις, απλά καταγράφει γεγονότα και από τις δύο πλευρές. Προσπαθεί μάλιστα να ερμηνεύσει το ιστορικό γεγονός και κατονομάζει θαρραλέα τους αίτιους. Αποδίδει την ευθύνη της μικρασιατικής καταστροφής όχι στην αντιπαλότητα των δύο λαών, αλλά σε παράγοντες όπως η διείσδυση των Μεγάλων Δυνάμεων, που επιδίωκαν σχέσεις (κυρίως οικονομικές και εμπορικές) με την Τουρκία, ο αυξανόμενος τουρκικός εθνικισμός, η κακή εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, η απληστία ορισμένων Ελλήνων για περισσότερα κέρδη, που τους οδηγούσε σε κακή συμπεριφορά απέναντι στους Τούρκους και τους ομοεθνείς τους. Για τη Διδώ Σωτηρίου δεν υπάρχουν Έλληνες και Τούρκοι. Υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν το ίδιο, που αντιδρούν στα γεγονότα κατά τον ίδιο, πανομοιότυπο σχεδόν τρόπο, γίνονται θύματα των ίδιων ψυχώσεων και ζουν με το ιδανικό της απλής, ήρεμης και ειρηνικής ζωής. Και όμως, οι άνθρωποι αυτοί, μέσα στις άγριες συνθήκες του πολέμου, χάνουν τον ανθρωπισμό τους, και μεταβάλλονται, χωρίς να το αντιληφθούν οι ίδιοι, σε πραγματικά κτήνη.

Πέρα από το έντονο ιστορικό ενδιαφέρον που έχει το βιβλίο, επέλεξα να διαβάσω τα «Ματωμένα Χώματα», γιατί είναι ένα λογοτεχνικό έργο καταξιωμένο από την κριτική, από το κοινό και, κυρίως, από το χρόνο, που είναι ο δικαιότερος κριτής. Πρόκειται για ένα σκληρό βιβλίο, που αγγίζει όμως τις καρδιές όλων των αναγνωστών. Μέσα από τις σελίδες  αυτού του μυθιστορήματος ξεπηδούν όλα τα βασανιστήρια και οι φρικαλεότητες, αλλά και η ελπίδα που δεν εγκατέλειψε ποτέ όλους εκείνους τους ανθρώπους. Διαβάζοντάς το, μαθαίνουμε την ιστορία μας με έντιμο, ζωντανό και παραστατικό τρόπο, μέσα από τις ζωές των  πρωταγωνιστών. Πρόκειται για ένα υπέροχο βιβλίο, το οποίο καλό θα ήταν  να το διαβάσουμε όλοι, ώστε να έχουμε μια πλήρη εικόνα για τη γενναιότητα εκείνων των ανθρώπων. Έτσι μαθαίνουν οι νεώτεροι και δεν λησμονούν οι μεγαλύτεροι, όλα εκείνα τα στοιχεία που οδήγησαν στην προσφυγιά και στον ξεριζωμό του μικρασιατικού ελληνισμού.

Σχολιάστε

Top