Εις μάτην

ΙΘ

Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα, ανέβηκα

της ευτυχίας το πρώτο σκαλί

κι έτσι έκλεισα τα παράθυρα του μυαλού μου

κι έλεγα μονότονα:

« Όσο μπορείς, ζήσε την ζωή σου

σαν ένας γέρος, όπου ξέρει πως δεν του απομένει

χρόνος πολύς, για νάρθουν τα βήματά του

τα τελευταία».

 

Τα γκρίζα της μάτια ζωγραφισμένα

όχι μακρυά, αλλά παντού μπροστά μου,

σαν από υαλί χρωματιστό.

Μια νύχτα, γύρω μου φωνές, εν απογνώσει.

Τα άλογα του Αχιλλέα βαρυπερπατούσαν

μεσ’ τα επικίνδυνα τα μονοπάτια,

μα εγώ μονάχα τα δυο της μάτια δε λησμονούσα…

 

Επήγα εις την γειτονιά της,

τα μεγάλα τείχη να διαβώ.

Έξω απ’ το σπίτι της ψυχής μου,

σταις σκάλαις της αυλής, την είδα

κι όλα γύρω μου φάνταζαν τελειωμένα.

 

Κι ύστερα στο μυαλό μου

έρχονταν επιθυμίες κι ενθυμήσεις…

Με το πέρασμα του χρόνου,

εις το φως της ημέρας,

τα δάκρυά μου χάνονταν,

όπως ο ήλιος του απογεύματος.

 

 

[1] Με έναυσμα τίτλους ποιημάτων του Κωνσταντίνου Καβάφη, η μαθήτρια της Γ΄ Γυμνασίου Μπρόσκα Χαβά έγραψε το ποίημα «Εις μάτην»

Σχολιάστε

Top