Η πηγή της συγκίνησης στην ποίηση του Καβάφη δε θα ήταν λάθος, αν την αναζητούσαμε στην καβαφική χρήση της ειρωνείας.
Είναι η ειρωνεία, χάρη στην οποία η γλώσσα του Καβάφη μεταδίδει συγκίνηση. Ο Σεφέρης όταν παρατηρεί πως τα ποιήματα του Καβάφη τραβούν τη συγκίνηση διά του κενού, προσανατολίζεται προς την κύρια πηγή της, μολονότι δεν κατορθώνει να την εντοπίσει. Το κενό αυτό δεν είναι άλλο από το αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η ειρωνεία. Αν σκεφτεί κανείς πως το βασικό χαρακτηριστικό κάθε ειρωνείας είναι μια αντίθεση ανάμεσα σ’ ένα φαινόμενο και σε μια πραγματικότητα και πως το μεγαλύτερο και ωριμότερο μέρος του έργου του Καβάφη οικοδομείται πάνω σε τέτοιες αντιθέσεις, τότε το πρόβλημα της ποίησής του δεν είναι δύσκολο να λυθεί. Η ειρωνεία τραβάει τη συγκίνηση διά του κενού, γιατί λειτουργεί με τη φαινομενική απουσία, δηλαδή με τη δραστικότητα σκέψεων και συναισθημάτων που υπονοούνται ή αποσιωπούνται. Η ειρωνεία είναι βέβαια ένας διανοητικός τρόπος αντίληψης, που όμως συνοδεύεται από τα δικά του χαρακτηριστικά συναισθήματα και από τις δικές του συγκινήσεις. Σ’ ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό υπάρχει σε όλους τους μεγάλους ποιητές. Ωστόσο στον Καβάφη λειτουργεί με τέτοιον τρόπο, που θα μπορούσαμε να πούμε πως η ποίησή του είναι γραμμένη με γλώσσα ειρωνική.
Με τον όρο «ειρωνεία» και «ειρωνική γλώσσα» εννοώ το είδος της έκφρασης που δημιουργεί το χώνεμα της λεκτικής ειρωνείας του Καβάφη με τη δραματική του ειρωνεία. Με την πρώτη ο Καβάφης υποβάλλει νοήματα και αισθήματα που δε βρίσκονται στις λέξεις του, και που είναι διαφορετικά ή αντίθετα από το νόημα που αυτές εκφράζουν. Με τη δεύτερη δημιουργεί αντιθέσεις καταστάσεων που, υποβάλλοντας ή αποκαλύπτοντας την αληθινή όψη των πραγμάτων, αποδεικνύουν την ιδέα των ηρώων του για την πραγματικότητα μια τραγική αυταπάτη. Ακόμα και η παρουσία των φανταστικών προσώπων και των ιστορικών χαρακτήρων στα ποιήματά του, που χρησιμεύουν για να αναπαραστήσουν σύγχρονα συναισθήματα, είναι μια μορφή ειρωνείας, λεκτικής και, ταυτόχρονα, δραματικής. Ο Σεφέρης θα πρέπει να έχει στο μυαλό του το αποτέλεσμα της δραματικής ειρωνείας, όταν μιλάει για το δραματικό στοιχείο σαν πηγή συγκίνησης στην έκφραση του Καβάφη. Η σχέση της δραματικής ειρωνείας με το δράμα είναι πρωταρχική: η σύγκρουση ανάμεσα σε αντίθετες καταστάσεις, οι ξαφνικές μεταβολές της τύχης, η απροσδόκητη διάψευση των ελπίδων, αποτελούν τον πυρήνα της δραματικής αναπαράστασης. Όσο πιο πυκνή είναι η ανθρώπινη δράση στα ποιήματα του Καβάφη, τόσο πιο ειρωνική γίνεται η ατμόσφαιρά τους. Αλλά αυτό που κάνει την ειρωνεία του Καβάφη να διαφέρει από την ειρωνεία των άλλων ποιητών, δεν είναι τόσο η συχνότητα της δραματικής ειρωνείας του, όσο ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο συνδυάζει τη λεκτική με τη δραματική ειρωνεία του. Το χώνεμα των δύο αυτών στοιχείων είναι τόσο βαθύ και τόσο αδιάλυτο, και τα υποβαλλόμενα νοήματα τόσο πολλαπλά, ώστε η καβαφική γλώσσα να λειτουργεί με τον τρόπο ενός απορροφητήρα, αποσπώντας τη συγκίνηση του αναγνώστη με μια δύναμη ανάλογη με τη δύναμη της συγκίνησης που δημιουργεί η αισθησιακή γλώσσα.
Η βασική πηγή της ειρωνείας είναι η διάσταση που αναπτύσσεται σε μιαν ευαισθησία ανάμεσα στη διάνοια και το αίσθημά της. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος, για τον οποίο η σύγκριση του Καβάφη με τους άγγλους μεταφυσικούς είναι ατυχής. Η ευαισθησία των ποιητών αυτών είναι ένα κράμα τόσο αδιάλυτο, που, για να χαρακτηρίσει ολόκληρη την έπειτα από αυτούς αγγλική ποιητική ευαισθησία, ο Έλιοτ δημιουργεί τον όρο «διάσπαση της ευαισθησίας» (disassociation of sensibility). Ο συγγραφέας που πάσχει από μια τέτοια διάσταση προσπαθεί πολλές φορές να την ξεπεράσει με την ειρωνεία. Είναι φυσικό ο βαθμός αυτού του διχασμού ν’ αντανακλάται στην έκφραση. Όσο μεγαλύτερη είναι η διάσπαση της ευαισθησίας του, τόσο με πιο ειρωνικό μάτι κοιτάζει τον κόσμο ένας δημιουργός και τόσο πιο ειρωνική γίνεται η γλώσσα του. Ο Καβάφης είναι, απ’ όσο ξέρω, το μοναδικό παράδειγμα σύγχρονου ποιητή, που η κύρια πηγή της συγκίνησής του είναι η ειρωνεία. Από πού προέρχεται ο διχασμός του, είναι κάτι που δε χρειάζεται να μας απασχολήσει εδώ. Θα αρκούσε μόνο ν’ αναφερθεί ότι η ειρωνεία του είναι μια αντανάκλαση του τρόπου ζωής του και ότι τα χαρακτηριστικά της ―ιδίως η αυτοειρωνεία― προδίδουν τη ρομαντική της φύση.
Nάσος Bαγενάς, [ H ειρωνική γλώσσα του Kαβάφη ] (1979)