Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

p20413

Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (το όνομά της παραδίδεται επίσης ως Μουτσάν ή ΜουτσάΜουτζάν,Ζάκυνθος 1801 1832) ήταν μία από τις πρώτες Ελληνίδες συγγραφείς.

Το γνωστότερο έργο της είναι η Αυτοβιογραφία της, ενώ από τα   υπόλοιπα έργα της (θεατρικά έργα και ποιήματα) έχουν σωθεί ελάχιστα.

Οι γονείς της,Φραγκίσκος Μουτζάν και Αγγελική Σιγούρου, προέρχονταν από δύο από τις παλιότερες αριστοκρατικές οικογένειες της Ζακύνθου. Η Μουτζάν από μικρή είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την μάθηση και τα γράμματα και παρόλο που η εκπαίδευσή της ήταν περιορισμένη (είχε κατ’ οίκον δασκάλους τρεις κληρικούς), η ίδια με προσωπική μελέτη απέκτησε γνώσεις της αρχαιας ελληνικης , της ιταλικης και της γαλλικης γλώσσας. Παράλληλα επιδιδόταν στο γράψιμο ποιημάτων, θεατρικών έργων στα ελληνικά και τα ιταλικά και μεταφράσεων από την αρχαία ελληνική γραμματεία και επιθυμία της ήταν να μην παντρευτεί, αλλά να αφοσιωθεί στην μελέτη και την συγγραφή. Εξαιτίας των αντιρρήσεων της οικογένειάς της αντιπρότεινε να κλειστεί σε μοναστήρι ή να αποσυρθεί σε μία κατοικία της οικογένειας στην ύπαιθρο, όμως και αυτές οι επιθυμίες της δεν γίνονταν δεκτές από τους δικούς της. Μπροστά στην προοπτική να παραμείνει ανύπαντρη και να κατοικεί με τους γονείς της χωρίς να έχει το δικαίωμα να βγαίνει από το σπίτι, αποφάσισε να φύγει κρυφά από το νησί, αλλά μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα επέστρεψε χωρίς να την αντιληφθεί κάποιο μέλος της οικογένειάς της και τελικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει και δεχτεί την επιθυμία των δικών της να παντρευτεί. Η ανεύρεση γαμπρού στην Ζάκυνθο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και γι’ αυτόν τον λόγο ο θείος της πρότεινε να ταξιδέψουν στην Ιταλία όπου θα ήταν πιο εύκολο να βρεθεί σύζυγος για την Ελισάβετ και την αδερφή της, που ήταν και αυτή σε ηλικία γάμου, όμως το ταξίδι δεν έγινε εξαιτίας μιας ασθένειας του πατέρα της. Εν τω μεταξύ βρέθηκε υποψήφιος σύζυγος, ο Νικόλαος Μαρτινέγκος, ο οποίος όμως καθυστερούσε την επισημοποίηση της γαμήλιας συμφωνίας με συνεχείς διαπραγματεύσεις για το ύψος της προίκας, αλλά τελικά ο γάμος τελέστηκε μετά από 16 μήνες, το καλοκαίρι του 1831. Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου πέθανε στις 9 Νοεμβριου του 1832, δύο εβδομάδες μετά την γέννηση του γιου της λόγω επιπλοκών στον τοκετό.
Η Ελισάβετ Μουτζάν, εκτός από την αυτοβιογραφία που είναι το πιο γνωστό και αξιόλογο κείμενό της, έγραψε πάνω από 15 θεατρικά έργα, στην αλληνικη και την ιταλικη , μετέφρασε αρχαία κείμενα και συνέθεσε κάποια ποιήματα. Η Αυτοβιογραφία της εκδόθηκε από τον γιο της Ελισαβετιο το 1881, με κάποιες περικοπές, σε έναν τόμο μαζί με δικά του ποιήματα. Η αξία του έργου έγκειται κυρίως στην απλή γλώσσα που χρησιμοποιείται. Από τα άλλα έργα της έχουν σωθεί ελάχιστα, μία κωμωδία με τίτλο Φιλάργυρος, κάποια ιταλικά κείμενα, 20 επιστολές, ο πρόλογος μιας πραγματείας «Περί Οικονομίας», τα ποιήματα Ωδή εις το πάθος του Ιησού Χριστού και Εις την Θεοτόκον και αποσπάσματα μεταφράσεων από τον Προμηθέα Δεσμώτη, την Οδύσσεια και τις Ικέτιδες.

Στα κατάλοιπά της διασώθηκαν 22 θεατρικά έργα, καθώς και άλλα πεζά και ποιητικά κείμενα, γραμμένα σε ελληνική ή ιταλική γλώσσα. Από την αξιοσημείωτη αυτή παραγωγή η ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας συγκράτησε μόνο τις αυτοβιογραφικές της σελίδες, που τις τύπωσε ο γιος της στην οψίτυπη και αποσπασματική έκδοση: Η μήτηρ μου. Αυτοβιογραφία της κυρίας Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου μετά διαφόρων αυτmartinegouim1ού ποιήσεων(1881).
Παρ’ ότι η αυτοβιογραφική της αφήγηση υπέστη περικοπές και αλλοιώσεις, συνιστά ένα σημαντικό λογοτεχνικό κείμενο, η σπουδαιότητα του οποίου δεν εξαντλείται στα όρια της γλώσσας και της ποιητικής του, αλλά φτάνει μέχρι τη βαθύτερη προβληματική της σύγκρουσης με τη συντηρητική επτανησιακή κοινωνία των αρχών του 19ου αιώνα. Γραμμένη με διαπεραστική ευθύτητα, χάρη, ζωντάνια αλλά και ρομαντική διάθεση, η Αυτοβιογραφίααποδίδεται με την καθομιλουμένη της επτανησιακής άρχουσας τάξης, με παραφθαρμένες ιταλογενείς λέξεις και με λέξεις αντλημένες από τα εκκλησιαστικά κείμενα. Το κράμα αυτό απηχεί όχι μόνο τις γλωσσικές επιδράσεις που διαμόρφωσαν τη γραφή της Μουτζάν-Μαρτινέγκου, αλλά και το κυρίαρχο ύφος των λογίων της εποχής. Οι συνεχείς αναφορές στη δύναμη της λογικής, στην αξία της ενάρετης αγωγής, της παιδείας και της ατομικής ελευθερίας συγκροτούν μια φιλελεύθερη συνείδηση, μέσα στα συμφραζόμενα του γαλλικού Διαφωτισμού.
Η εξομολογητική πρωτοπρόσωπη αυτή αφήγηση τοποθετείται από την κριτική στις απαρχές του ρομαντισμού και της γυναικείας γραφής. Το ενδιαφέρον για το κείμενο ανανεώθηκε κατά τη μεταπολεμική περίοδο, μέσα στο πλαίσιο του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα (1970-1980), καθώς και των γυναικείων σπουδών.

 

 

Σχολιάστε

Top