Οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της γλωσσικής γνώσης στα νήπια

ΑΠΟ: ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ - Φεβ• 10•19

Αυτές οι προϋποθέσεις είναι ψυχολογικές, κοινωνικές και γλωσσικές. Όταν μιλάμε για ψυχολογικές προϋποθέσεις αναφερόμαστε στις νοητικές ικανότητες των νηπίων. Γνωρίζουμε από τα ψυχολογικά δεδομένα της ηλικίας αυτής πως τα νήπια διανύουν το προσυλλογιστικό στάδιο. Σε αυτό αναπτύσσεται η συμβολική ικανότητα, δηλαδή η ικανότητα του μικρού παιδιού να αναπαριστά ένα αντικείμενο ή γεγονός με ένα άλλο αντικείμενο ή γεγονός. Η συμβολική λειτουργία επιτρέπει στο παιδί να ανάγει τα στοιχεία του περιβάλλοντος σε γλωσσικά σημεία. Σύμφωνα με τον Piaget το μικρό παιδί χρησιμοποιεί τον λόγο για να εκφράσει επιθυμίες, ανάγκες και εμπειρίες αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις που θα προκαλέσει στους άλλους.

Ο εγωκεντρισμός και η αδυναμία του παιδιού να αντιληφθεί πως δεν είναι το κέντρο του κόσμου, είναι εμφανή και συνοδεύονται από το είδος γλωσσικής παραγωγής που ονομάζεται εγωκεντρικός λόγος. Υπάρχουν τρεις μορφές εγωκεντρικού λόγου: η επανάληψη συλλαβών και ήχων με παιγνιώδη τρόπο, ο μονόλογος όπου το νήπιο μιλάει χωρίς να υπάρχουν γύρω του ακροατές (αρκετές φορές το παρατηρούμε να μιλάει μόνο του και αυτό ερμηνεύεται ως μια προσπάθεια να εκτονώσει το άγχος του) και τέλος ο συλλογικός μονόλογος κατά τον οποίο το νήπιο συνομιλεί με άλλους αλλά δεν καταβάλλει και ιδιαίτερη προσπάθεια για να γίνει κατανοητό.

Ο Piaget αναφέρει πως με το πέρασμα του χρόνου ο εγωκεντρικός λόγος παρακμάζει και δίνει την θέση του στον κοινωνικοποιημένο λόγο. Μέσα από τον κοινωνικοποιημένο λόγο τα παιδιά ανταλλάσσουν πληροφορίες, σχολιάζουν ένα συγκεκριμένο θέμα, θέτουν ερωτήσεις αλλά και απαντούν στις ερωτήσεις των άλλων. Για τον Piaget η γλώσσα αποτελεί προϊόν της νοητικής ανάπτυξης που σχετίζεται με την ωρίμανση και προκύπτει μέσα από την εξερεύνηση του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος.

Αντίθετα με τον Piaget, o Ρώσος ψυχολόγος Vygotsky δίνει έμφαση στον πολιτισμό και στην συναναστροφή του παιδιού με τους άλλους. Θεωρεί πως η γλώσσα παίζει σημαντικό ρόλο στην νοητική ανάπτυξη. Είναι ένα πολύτιμο νοητικό εργαλείο για να σκεφτόμαστε αλλά και να κατακτούμε άλλες νοητικές λειτουργίες όπως είναι της μνήμης, της προσοχής, των συναισθημάτων και της επίλυσης προβλημάτων. Μέχρι τα δύο χρόνια η σκέψη και η γλώσσα ακολουθούν ανεξάρτητη πορεία. Από τα δύο με εφτά χρόνια συγχωνεύονται και αναπτύσσονται μαζί. Τότε είναι που εμφανίζεται ο ατομικός λόγος που μαζί με τον κοινωνικό/ δημόσιο αποτελούν τα δύο είδη λόγου κατά τον Vygotsky. Ο Ατομικός λόγος σχετίζεται με την ευκολία ή την δυσκολία των δραστηριοτήτων. Όσο πιο εύκολη παρουσιάζεται μια δραστηριότητα, τόσο μειώνεται η συχνότητα του ατομικού λόγου. Μέσα από αυτό το είδος του λόγου το παιδί επιδιώκει να μεταφέρει τις γνώσεις που έχει αποκτήσει κατά την συνεργασία και συναναστροφή με τους συνομηλίκους ή τους ενηλίκους, σε ένα προσωπικό επίπεδο. Ο ατομικός λόγος δεν χρησιμοποιείται από το παιδί για να επικοινωνήσει με τους άλλους. Καθώς περνούν τα χρόνια μετατρέπεται σε εσωτερικό λόγο και σκέψη. Του Ατομικού λόγου προηγείται ο Δημόσιος/Κοινωνικός λόγος που βοηθάει το παιδί να επικοινωνεί αλλά και να αποκτά αυτοέλεγχο στην συμπεριφορά του. Σε αυτό το στάδιο όπου συνυπάρχουν ο ατομικός με τον κοινωνικό λόγο το παιδί αποκτά ενδιαφέρον για το όνομα του κάθε αντικειμένου και διευρύνεται εντυπωσιακά το λεξιλόγιο του. Χρησιμοποιεί τον λόγο για να απευθυνθεί στον εαυτό του (εσωτερική γλώσσα) αλλά και για να απευθυνθεί στους άλλους (εξωτερική γλώσσα).Μέχρι τα εφτά χρόνια δυσκολεύεται να κάνει την διάκριση. Χρησιμοποιεί τα γλωσσικά σημεία που χρησιμοποιούν τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας αλλά δε διακρίνει απόλυτα τους αποδέκτες του λόγου του. Για τον Vygotsky ο γραπτός λόγος αποτελεί μια ανώτερη μορφή σκέψης που βοηθάει πολύ περισσότερο από τον προφορικό λόγο. Τα παιδιά μεταχειρίζονται τις λέξεις όπως και τα αντικείμενα. Μαθαίνουν να κατονομάζουν αρχικά τα αντικείμενα και αργότερα τα γράμματα. Γράφουν και διαβάζουν με την βοήθεια αντικειμένων και στη συνέχεια κάνουν το ίδιο χωρίς τη χρήση αντικειμένων. Από τα προαναφερόμενα διαπιστώνουμε πως τα νήπια πληρούν τις ψυχολογικές προϋποθέσεις για να ανάγουν τον αντικειμενικό κόσμο σε γλωσσικά σημεία.
Όσον αφορά τις κοινωνικές προϋποθέσεις έχουμε να πούμε πως η επίδραση του βαθμού κατοχής της μητρικής γλώσσας στην σχολική επιτυχία είναι καθοριστική. Ο κοινωνιολόγος BERNSTEIN μελέτησε επί δεκαετίες την σχέση της γλώσσας του οικογενειακού περιβάλλοντος με αυτήν του σχολείου. Το συμπέρασμα ήταν πως τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες με χαμηλό κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο χρησιμοποιούν μια γλώσσα διαφορετική από αυτήν που χρησιμοποιούν τα παιδιά που προέρχονται από ανώτερο κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο. Την πρώτη γλωσσική μορφή την ονομάζει περιορισμένο κώδικα και την δεύτερη επεξεργασμένο κώδικα. Τα παιδιά με περιορισμένο κώδικα χρησιμοποιούν μια γλώσσα με περιορισμένο λεξιλόγιο και με ελάχιστες αναφορές σε προσωπικά βιώματα. Ο λόγος τους υπάρχει μόνο για την ικανοποίηση των άμεσων πρακτικών αναγκών, πράγμα που δεν τα βοηθάει να τα καταφέρουν στο σχολείο. Το Νηπιαγωγείο καλείται να εξομαλύνει τις διαφορές. Η εξισορρόπηση της γλώσσας που μιλιέται στο σχολείο και της γλώσσας του κοινωνικού περιβάλλοντος είναι απαραίτητη κοινωνική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της γλωσσικής γνώσης.
images
Τέλος για τις γλωσσικές προϋποθέσεις τo νήπιο έχει κατακτήσει μεγάλο μέρος της φωνολογικής, μορφολογικής και συντακτικής μορφής της γλώσσας. Κατανοεί όλο και πιο πολύ αυτά που ακούει και παράγει περισσότερο λόγο. Τα περισσότερα νήπια έχουν κατακτήσει πλήρως το φωνολογικό σύστημα της νέας ελληνικής. Αποφεύγουν την χρήση της παθητικής φωνής, χρησιμοποιούν πολύ σπάνια ονόματα σε γενική πτώση και δεν χρησιμοποιούν ιδιόκλιτα ουσιαστικά και επίθετα. Κυρίαρχη είναι η εμφάνιση του συμπλεκτικού συνδέσμου ΚΑΙ ενώ περιορισμένη είναι η χρήση αφηρημένων εννοιών και μεταφορών. Γενικά ο προφορικός λόγος ενός εξάχρονου παιδιού, από την άποψη της κατάκτησης των γλωσσικών δομών, δεν διαφέρει και πολύ από των ενηλίκων.

Σχολιάστε

Top