Η εσπερινή εκπαιδευση στην Ελλάδα (Μέρος Β’)

ΑΠΟ: ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΓΕΛ ΒΟΛΟΥ - Ιουλ• 17•14

Α.4 ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΕΓΓΡΑΦΟΝΤΑΙ  ΣΤΑ  ΕΣΠΕΡΙΝΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

 Από εμπειρική κοινωνιολογική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα Εσπερινά Γυμνάσια της Αττικής από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Πειραιά επισημαίνεται ότι δύο βασικοί λόγοι ενθαρρύνουν τους μαθητές να επιστρέψουν στο Εσπερινό σχολείο: Ο πρώτος, σε ποσοστό 53,1% των μαθητών, είναι η αναγκαιότητα του απολυτηρίου γυμνασίου που κατανόησαν στην πορεία της ζωής τους και ο δεύτερος η δυνατότητα επαγγελματικής απασχόλησης με ταυτόχρονη φοίτηση σε νυχτερινό σχολείο, με μεγαλύτερη ελαστικότητα στα μαθήματα[5].

H απουσία ή η έλλειψη της εσπερινής  εκπαίδευσης εμποδίζει τους εργαζόμενους από τη δυνατότητα να συνεχίσουν τις σπουδές τους χωρίς να εγκαταλείψουν την εργασία τους.

Η επαγγελματική επιλογή και ανάπτυξη του ατόμου προσδιορίζεται ως μια συνεχώς μεταβαλλόμενη διαδικασία, της οποίας κίνητρο είναι η καλυτέρευση των εργασιακών συνθηκών και η μεγιστοποίηση του βαθμού ικανοποίησης – κυρίως οικονομικής – που η εργασία προσφέρει στο άτομο[8].

Η διερεύνηση της συσχέτισης μεταξύ του εκπαιδευτικού επιπέδου και της θέσης του ατόμου στην αγορά εργασίας καθώς και των προοπτικών βελτίωσης της επαγγελματικής και κατ’ επέκταση, της κοινωνικοοικονομικής του κατάστασης, αναδεικνύει τη δυσμενή θέση στην οποία περιέρχονται όσοι από το εργατικό δυναμικό δεν έτυχαν της συνδρομής της εκπαίδευσης τουλάχιστον σε δευτεροβάθμιο μεταϋποχρεωτικό επίπεδο. Το επίπεδο εκπαίδευσης φαίνεται να αποτελεί σημαντικό παράγοντα καθορισμού της ποιότητας επαγγελματικής ένταξης αλλά και διασφάλισης της επαγγελματικής αποκατάστασης. Επιπλέον, έχει επισημανθεί ο θετικός συσχετισμός αισθήματος εργασιακής ασφάλειας και επιπέδου εκπαίδευσης. [2]

Η ζήτηση για εκπαίδευση, ιδίως από τη δεκαετία του ’60 και μετά, είναι εντυπωσιακή, αντικατοπτρίζοντας  τις παγιωμένες αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας τόσο για επαγγελματική και κοινωνική ανέλιξη μέσω της εκπαίδευσης, όσο και για επαγγελματική εξασφάλιση μέσω της κατάληψης μιας μόνιμης θέσης στο Δημόσιο τομέα.. Ο Δημόσιος τομέας κατατάσσει το ανθρώπινο εργατικό του δυναμικό με βάση κατά κύριο λόγο τα τυπικά προσόντα, τα οποία προσδιορίζονται από το επίπεδο εκπαίδευσης.

Όσον αφορά στον ιδιωτικό τομέα, οι απαιτήσεις της αγοράς εργασίας προς τους εργαζόμενους έχουν ως σημείο αναφοράς τη δια βίου εκπαίδευση (lifelong learning), η οποία περιλαμβάνει τόσο την κατάρτιση όσο και την επανακατάρτιση σε νέες τεχνολογίες και τρόπους παραγωγής.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η επιθυμία απόκτησης περισσότερων γνώσεων αλλά και αυτή της ολοκλήρωσης των σπουδών στη δευτεροβάθμια υποχρεωτική και μεταγυμνασιακή  εκπαίδευση, μαζί με τη θέληση για βελτίωση της υπάρχουσας εργασιακής κατάστασης, καθώς και με την εύρεση καλύτερης εργασίας, είναι οι σημαντικότεροι λόγοι απόφασης της συνέχισης των σπουδών στο νυχτερινό σχολείο.

Ειδικότερα, η επιθυμία συνέχισης των σπουδών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αλλά και, μέσω αυτής, σε σχολές των ΑΕΙ – ΤΕΙ καθώς και σε σχολές εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (μεταλυκειακή μη διαβαθμισμένη εκπαίδευση πχ, Ι.Ε.Κ.)   με κίνητρο τόσο την απόκτηση περισσότερων γνώσεων για προσωπική ολοκλήρωση και ικανοποίηση, όσο και την απόκτηση τυπικών αλλά και ουσιαστικών  προσόντων με σκοπό τη βελτίωση της θέσης στην αγορά εργασίας καθώς και την ικανοποίηση επαγγελματικών προσδοκιών αλλά και φιλοδοξιών, προβάλλεται ως ουσιαστικός λόγος συνέχισης των σπουδών στην εσπερινή εκπαίδευση.

Θα πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι  η επιθυμία συνέχισης των σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν εκφράζεται από την πλειοψηφία των μαθητών των εσπερινών σχολείων.

Η εργασία την ημέρα εμφανίζεται ως σημαντικότερος λόγος συνέχισης των σπουδών στη νυχτερινή  και όχι στην ημερήσια εκπαίδευση, ενώ ουσιαστικοί λόγοι είναι ακόμη η ηλικία, οι οικογενειακές υποχρεώσεις και η ευκολία φοίτησης[1].

Επιπλέον ένα ακόμη κίνητρο μπορεί να θεωρηθεί ο περιορισμένος αριθμός των διδακτικών ωρών είτε ημερησίως είτε εβδομαδιαίως, καθώς οι μαθητές διαθέτουν πολύ λίγο χρόνο για προσωπική κατ’ οίκον μελέτη. Βέβαια η παραπάνω μείωση διδακτικών ωρών οδηγεί στη προσαύξηση της φοίτησης στα εσπερινά λύκεια κατά ένα χρόνο ( τετραετής φοίτηση).

Στόν παρακάτω πίνακα[3] απεικονίζεται η αυξητική τάση μαθητών στα εσπερινά Λύκεια τη δεκαετία 1994-2004 γεγονός που υποδηλώνει ότι όλο και περισσότεροι νέοι και εργαζόμενοι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους επιστρέφουν στα νυχτερινά σχολεία για την ολοκλήρωσή τους. Θα πρέπει να επισημανθεί επιπλέον ότι ο ολοένα και αυξανόμενος αριθμός των μαθητών της εσπερινής εκπαίδευσης οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στα δημόσια νυχτερινά σχολεία, αφού τα αντίστοιχα ιδιωτικά παρουσιάζουν σταθερά χαμηλά νούμερα αποφοίτων.

ΠΙΝΑΚΑΣ  Α.4.1:    ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΝΥΧΤΕΡΙΝΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ

 

 

     
Σχολικό έτος
Απόφοιτοι δημόσιων 
εσπερινών ΓΕΛ
 – Ενιαίων Λυκείων
Απόφοιτοι ιδιωτικών
 εσπερινών ΓΕΛ –
 Ενιαίων Λυκείων
Σύνολο αποφοίτων  
εσπερινών ΓΕΛ – 
Ενιαίων Λυκείων
1994 – 1995
772
188
960
1995 – 1996
813
167
980
1996 – 1997 
813
177
990
1997 – 1998
1457
189
1646
1998 – 1999 
978
186
1164
1999 – 2000 
930
206
1136
2000 – 2001 
1360
127
1487
2001 – 2002 
1986
222
2208
2002 – 2003 
2044
220
2264
2003 – 2004
2310
218
2528

(Πηγή: Στατιστική Υπηρεσία ΥΠ. Ε. Π. Θ.)

 Α.5 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΝΥΧΤΕΡΙΝΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΣΤΗ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

  Τα τελευταία χρόνια, η έντονη ζήτηση για τριτοβάθμια εκπαίδευση οδήγησε την πολιτεία σε αύξηση των εισακτέων στα τριτοβάθμια ιδρύματα, με αποτέλεσμα ένα ιδιαίτερα σημαντικό ποσοστό νέων να συνεχίζουν σ’ αυτά. Βέβαια ένα επίσης σημαντικό ποσοστό υποψηφίων μένει εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

         Με μια προσεκτική μελέτη  της νομολογίας που αφορά στους τρόπους πρόσβασης των αποφοίτων της νυχτερινής  δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην τριτοβάθμια για την χρονική περίοδο 1983 – 2005, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι, όσον αφορά στους αποφοίτους των νυχτερινών Εσπερινών Λυκείων, οι συνθήκες δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές. Αν, δηλαδή, λάβουμε υπόψη ότι για να εισαχθούν αυτοί οι μαθητές στα ΑΕΙ θα έπρεπε να συναγωνισθούν κάτω από τους ίδιους όρους (συμμετοχή στις ίδιες εξετάσεις χωρίς να προβλέπεται γι” αυτούς ιδιαίτερο ποσοστό πρόσβασης στα ΑΕΙ) τους αντίστοιχους των ημερήσιων Γενικών Λυκείων θα καταλήγαμε πως οι δεύτεροι θα είχαν αναμφισβήτητο προβάδισμα εφόσον απαλλαγμένοι από τον φόρτο της ημερήσιας εργασίας στον επαγγελματικό τομέα, θα είχαν πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια και άνεση στην αρτιότερη οργάνωση της μάθησης και γενικότερα της μαθησιακής και μαθητικής τους ζωής.

Όσον αφορά στους απόφοιτους των Γενικών Εσπερινών Λυκείων, οι όροι πρόσβασής τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εμφανίζονται ευνοϊκοί, κυρίως λόγω του επιπλέον ποσοστού που δίνεται σ” αυτούς τόσο για τα ΑΕΙ όσο και για τις υπόλοιπες σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δεδομένου και του ότι οι απόφοιτοι αυτοί διαγωνίζονται πλέον σε εξετάσεις εθνικού μεν επιπέδου αλλά ξεχωριστά από τους αντίστοιχους των ημερήσιων Ενιαίων Λυκείων. Βέβαια, οι πιθανότητες εισαγωγής τους στις Στρατιωτικές και Αστυνομικές Σχολές  δεν είναι οι καλύτερες δυνατές, εφόσον προϋποτίθεται ο απευθείας συναγωνισμός τους με τους απόφοιτους των ημερήσιων Ενιαίων Λυκείων στις εθνικές εξετάσεις. Δεν θα πρέπει επίσης να αγνοηθεί το γεγονός της δυνατότητας που τους παρείχε ο νόμος προκειμένου να αποκτήσουν το απολυτήριο του Ενιαίου Λυκείου χωρίς να συμμετάσχουν σε εξετάσεις εθνικού επιπέδου.( Ενδοσχολικό Απολυτήριο Ημερησίου Λυκείου καθιερώθηκε από το σχολικό έτος 2010-2011)

Αξιοσημείωτο όμως είναι το γεγονός ότι τα ποσοστά των υποψηφίων από τα Γενικά Εσπερινά Λύκεια για την τριτοβάθμια εκπαίδευση ως προς τους απόφοιτους απ’ αυτά παραμένουν σχετικά χαμηλά σε σχέση με τα αντίστοιχα των ημερησίων Γενικών Λυκείων, όπως εικονίζεται στον παρακάτω πίνακα[3] Α.5.1.

ΠΙΝΑΚΑΣ Α.5.1: ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ – ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΑΠΟ ΤΑ ΕΣΠΕΡΙΝΑ ΛΥΚΕΙΑ ΣΤΗΝ

                           ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΕΣΠΕΡΙΝΑ ΕΝΙΑΙΑ ΛΥΚΕΙΑ
Σχολικό έτος
Απόφοιτοι
Υποψήφιοι
Ποσοστό % υποψηφίων 
ως προς τους αποφοίτους
2000-2001
1487
552
35,10
2001-2002
2208
612
27,72
2002-2003
2264
687
30,34
2003-2004
2528
756
29,91

(Πηγή:α)ΥΠΕΠΘ-Διεύθυνση Οργάνωσης και Διεξαγωγής Εξετάσεων, Τμήματα Α΄και Β΄

β) Τμήμα Επιχειρησιακών Ερευνών και Στατιστικής του ΥΠΕΠΘ)

Παρόλα αυτά είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι υποψήφιοι των εσπερινών Γ.Ε.Λ. – Ενιαίων Λυκείων, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, εμφανίζουν ανάλογα ποσοστά επιτυχίας στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα με τους αντίστοιχους μαθητές-υποψήφιους των ημερήσιων Γενικών Λυκείων.

Στον παρακάτω πίνακα Α.5.2 απεικονίζονται το σύνολο των υποψηφίων των εσπερινών ΓΕΛ στην τριτοβάθμια Εκπαίδευση και οι επιτυχόντες σε ΑΕΙ-ΤΕΙ για τα σχολικά έτη από 2000-2001 έως 2008-2009[3].

 ΠΙΝΑΚΑΣ Α.5.2: ΠΟΣΟΣΤΑ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ ΣΤΗ

                            ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Έτος
Άτομα που συμπλήρωσαν
μηχανογραφικό

 

Επιτυχόντες σε ΑΕΙ και ΤΕΙ
2001
522
431   (82,56 %)
2002
612
447   (73,04 %)
2003
687
463   (67,40 %)
2004
756
468   (61,90 %)
2005
725
661   (91,17 %)
2006
702
328   (46,72 %)
2007
422
315   (74,64 %)
2008
445
361   (81,12 %)
2009
435
398   (91,49 %)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(Πηγή:α)ΥΠΕΠΘ-Διεύθυνση Οργάνωσης και Διεξαγωγής Εξετάσεων, Τμήματα Α΄και Β΄)

Συμπερασματικά, οι απόφοιτοι της νυχτερινής  δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εμφανίζονται, σε σχέση με τους αντίστοιχους της ημερήσιας, να διεκδικούν την είσοδό τους στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα με μειωμένη ένταση, ακολουθώντας πάντως την τάση που υπαγορεύει εντονότερη επιθυμία πρόσβασης στα ΑΕΙ απ’ ότι στα ΤΕΙ. Αυτή η επιθυμία για εισαγωγή στα ΑΕΙ συμβαδίζει με την γενική τάση της ελληνικής κοινωνίας για την απόκτηση ενός πανεπιστημιακού τίτλου, ο οποίος θα συμβάλει στη βελτίωση τόσο της επαγγελματικής κατάστασης, όσο και του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου[1].

Η πορεία των αποφοίτων των Νυκτερινών Λυκείων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αξίζει να σχολιαστεί:

       Η εσπερινή   εκπαίδευση φαίνεται να συντηρεί και αρκετές φορές να ενισχύει και να πραγματοποιεί τα όνειρα για συνέχιση των σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εφόσον θεωρείται ότι διευκολύνει  την πρόσβαση στα ΑΕΙ – ΤΕΙ. Ακόμη, δίνει τη δυνατότητα συνέχισης στη μεταδευτεροβάθμια  εκπαίδευση (π.χ. δυνατότητα πρόσβασης σε δημόσια και ιδιωτικά Ι.Ε.Κ.)

Από την άλλη, η επιτυχής παρακολούθηση των σπουδών στη τριτοβάθμια εκπαίδευση προσκρούει σε αντικειμενικές δυσκολίες που έχουν να κάνουν τόσο με την άσκηση εργασίας και τις οικογενειακές υποχρεώσεις – σε συνδυασμό και με την μεγάλη απόσταση από την έδρα της σχολής φοίτησης – όσο και με τη μακρόχρονη απομάκρυνση από την εκπαιδευτική διαδικασία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μαθησιακών κενών, τα οποία, σε συνδυασμό και με την προχωρημένη πλέον ηλικία για κάποια άτομα, λειτουργούν αρνητικά στην πρόσκτηση της προσφερόμενης στα τριτοβάθμια ιδρύματα γνώσης. Έτσι, δεν είναι καθόλου σπάνιο το φαινόμενο, την επιτυχία πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση να ακολουθεί η αναγκαστική εγκατάλειψή της ή ακόμη και η μη αποδοχή της, όταν η προσμέτρηση των αντικειμενικών δυσκολιών συνηγορήσει σε κάτι τέτοιο.

Πάντως, οι παρεχόμενες από το νυχτερινό σχολείο γνώσεις δεν φαίνεται να δημιουργούν ουσιαστικές μαθησιακές δυσκολίες στη συνέχιση των σπουδών.

Συμπερασματικά, η εσπερινή εκπαίδευση προσφέρει την – αποκλειστική για αρκετούς – ευκαιρία για προσπάθεια της συνέχισης των σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, για όσους επιθυμούν κάτι τέτοιο, όμως οι πρακτικές δυσκολίες απρόσκοπτης συνέχισης των σπουδών για όσους καταφέρουν να εγγραφούν σ’ αυτήν εμφανίζονται πλέον ως δεδομένο και, σε αρκετές περιπτώσεις, απαγορευτικό της φιλοδοξίας επιτυχούς ολοκλήρωσής τους[1].

  Α.6 ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ [1]

Σύμφωνα με όσα έχουν αναφερθεί, η εσπερινή  εκπαίδευση συνεχίζει να υπηρετεί ένα μοναχικό – αλλά ιδιαίτερα σημαντικό – ρόλο: αυτόν της προσφοράς εκπαιδευτικών ευκαιριών σ’ εκείνα τα εργαζόμενα άτομα, τα οποία δεν κατάφεραν να ενταχθούν «έγκαιρα» και ομαλά στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ανάγκες που σχετίζονται είτε με την επιθυμία απόκτησης γνώσεων, είτε μ’ αυτήν της ολοκλήρωσης των υποχρεωτικών σπουδών, είτε της συνέχισης των σπουδών σε ανώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες, είτε ακόμη της απόκτησης τυπικών – κατά κύριο λόγο – ή ουσιαστικών εκπαιδευτικών προσόντων, απαραίτητων για τη βελτίωση ή την εξασφάλιση της ήδη υφιστάμενης εργασιακής κατάστασης. Σε αρκετές από τις παραπάνω επιδιώξεις λανθάνει, λιγότερο ή περισσότερο έντονα, η επιθυμία της κοινωνικοοικονομικής βελτίωσης. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η προσφορά της εσπερινής εκπαίδευσης προβάλλει ως ιδιαίτερα σημαντική.

Η διασφάλιση και η προσφορά ευκαιριών στους μαθητές των νυχτερινών σχολείων ίσων με αυτές των μαθητών των ημερησίων, ενώ φαντάζει ως αυτονόητο, στην πραγματικότητα αποτελεί ακόμη αρνητικό σημείο αναφοράς. Η έλλειψη δυνατότητας των μαθητών της νυχτερινής  εκπαίδευσης να εισαχθούν σε στρατιωτικές και αστυνομικές σχολές – παρά μόνο αν οι εσπερινοί μαθητές διαγωνισθούν με ίσους όρους  με τους αντίστοιχους των ημερησίων – προβάλλει έντονα το θέμα της πραγματικά ειλικρινούς και ολόπλευρης ισότητας ευκαιριών στον τύπο αυτό εκπαίδευσης.

Επιτακτική εμφανίζεται η ανάγκη της διασφάλισης της εισόδου στο εσπερινό σχολείο όσων πραγματικά διαθέτουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις και συγκεκριμένα όσων πραγματικά εργάζονται. Στο χαλαρό νομοθετικό πλαίσιο με το οποίο η πολιτεία αντιμετωπίζει την εσπερινή   εκπαίδευση εδώ και πολλά χρόνια οφείλονται αρνητικές καταστάσεις όπως οι παραπάνω, οι οποίες με τη σειρά τους από τη μια συμβάλλουν στο κλίμα καχύποπτης αντιμετώπισης και, γιατί όχι, αμφισβήτησης, για την προσφορά του εσπερινού σχολείου στα εργαζόμενα άτομα και στο ρόλο που αυτό διαδραματίζει, ενώ από την άλλη δυσχεραίνουν ή ακόμη και ακυρώνουν τις προσπάθειες των «νομίμως» συμμετεχόντων στο εσπερινό σχολείο.

 Α.7 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 Με την ολοκλήρωση της ανασκόπισης αυτής σχετικά με το θεσμό της Εσπερινής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης αξίζει να επισημάνουμε τα παρακάτω:

Πίσω από την απόφαση ενός μαθητή να εγκαταλείψει το σχολείο, βρίσκονται ένας ή περισσότεροι πρωτογενείς παράγοντες όπως:

Χαμηλό κοινωνικοοικονομικό και εκπαιδευτικό επίπεδο της οικογένειας.

  1. Αρνητική ή αδιάφορη στάση των γονέων απέναντι στην αξία των σχολικών σπουδών.
  2. Εμπλοκή του μαθητή με την εργασία κατά τη διάρκεια της σχολικής του φοίτησης.
  3. Ύπαρξη ιδιαίτερων οικογενειακών προβλημάτων ή προβλημάτων υγείας του μαθητή.
  4. Διαμονή του μαθητή σε υποβαθμισμένες περιοχές αστικών κέντρων ή σε αγροτικές περιοχές, από τις οποίες απέχει πολύ το πλησιέστερο λύκειο.

Η ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων από τους παραπάνω πρωτογενείς παράγοντες συνδέεται με την εμφάνιση των εξής δευτερευόντων παραγόντων:

Χαμηλή επίδοση στα μαθήματα

  • Ανεπαρκής φοίτηση
  • Αρνητική στάση απέναντι στο σχολείο

Έτσι είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η απόφαση του μαθητή να διακόψει το σχολείο δεν είναι απόφαση της στιγμής, αλλά μια μακρά διαδικασία.

Ανεξαρτήτως αιτιών η εγκατάλειψη του σχολείου έχει αρνητικές συνέπειες, τόσο άμεσα για το ίδιο το άτομο, όσο και έμμεσα για την κοινωνία.

Οι νέοι που για οποιοδήποτε λόγο εγκαταλείπουν πρόωρα το εκπαιδευτικό σύστημα, δεν διαθέτουν τα απαραίτητα εφόδια για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής. Κινδυνεύουν να μη βρούν δουλειά, αλλα και αν βρουν να μην εργάζονται σε καλές συνθήκες και να μην κερδίζουν τόσα, όσα οι συνομήλικοί τους που ολοκλήρωσαν την εκπαίδευσή τους[7].

Η εσπερινή εκπαίδευση ήρθε να καλύψει τις εκπαιδευτικές ανάγκες των ατόμων αυτών (νέων και μεγαλύτερων σε ηλικία), παρέχοντας τους την ευκαιρία συμμετοχής στην εκπαιδευτική διαδικασία και, θεωρητικά τουλάχιστον, προσφέροντάς τους τις ίδιες ευκαιρίες στην εκπαίδευση και στην περαιτέρω επαγγελματική τους αποκατάσταση μ’ αυτές των μαθητών της ημερήσιας εκπαίδευσης, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα το ρόλο του διαμεσολαβητή στην άμβλυνση του κοινωνικού αποκλεισμού ατόμων εκτεθειμένων – ή που κινδυνεύουν να εκτεθούν – σ’ αυτόν.

Είναι αυτή που της ανατέθηκε να προσφέρει εκπαιδευτικές διεξόδους και όραμα στα εργαζόμενα άτομα, τα οποία την ημέρα αδυνατούν  να παρακολουθήσουν την εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά και στα άτομα εκείνα που εκ φύσεως οι δυσκολίες και αρνητικοί κοινωνικοί παράγοντες αποτελούν ανυπέρβλητα εμπόδια έγκαιρης και συνεπούς παρακολούθησης  σε ημερήσια σχολεία. Και στον βαθμό που της δόθηκε η δυνατότητα να συνδράμει στην άμβλυνση του κοινωνικού αποκλεισμού, η συμβολή της ήταν και συνεχίζει να είναι πλέον ουσιαστική[2].

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

  1. Γιώργος Βακάλης , Ιωάννα Βακάλη  : « Μετάβαση και συνέχεια στην εκπαίδευση: Αναζητώντας το πλαίσιο για τη  συνεργασία παιδιών, νέων, οικογένειας, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και κοινωνικών υπηρεσιών »ΡΕΘΥΜΝΟ   15-18 0ΚΤΩΒΡΙΟΥ 2009
  2. Γαλίτης, Π., (2005), Η εκπαίδευση στα εσπερινά σχολεία ως παράγοντας άμβλυνσης του κοινωνικού αποκλεισμού, Θεσσαλονίκη. Διδακτορική Διατριβή.
  3. Γαλίτης, Π., (2006), «Σχολεία εσπερινής φοίτησης και τριτοβάθμια εκπαίδευση», στα Πρακτικά του 4ου Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας της Εκπαίδευσης, Πανεπιστημίου Πάτρας, 06–08/10/2006 (αναρτημένο στην ιστοσελίδα: http://www.elemedu.upatras.gr/eriande/index.htm).
  4. Δορμπαράκης, Π., Χ., (1990), Εταιρεία Φίλων του Λαού, στο: «Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια – Λεξικό», τομ. 4, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
  5. Κάτσικας,Χ. 28.000 εργαζόμενοι στα εσπερινά σχολεία της χώρας μας.(Εκπαιδευτική Ηλεκτρονική Πύλη www.alfavita.gr )
  6. Λαίνας Αθανάσιος,«Οργάνωση και λειτουργία των Εσπερινών Σχολείων:Επισημάνσεις και Προτάσεις»
  7. Μπουρούνης Αθανάσιος, Η Εκπαίδευση στο Εσπερινό Λύκειο (άρθρο)
  8. Ginzberg, E., (1984), Career development, in: Brown, D., – Brooks, L., et. al., (Eds.), (1984), Career choice and development, San Francisco, Jossey – Bass.

Σχολιάστε

Top