του Φώτη Κόντογλου

kontoglou

kontoglou

επιλογή-επιμέλεια: Δέδε Βίκη, Δήμου Γεωργία, Καπρινιώτη Ιωάννα, Μούσα Μίνα.

Ο Φώτης Κόντογλου (πραγματικό όνομα Φώτιος Αποστολέλης: Αϊβαλί Μικράς Ασίας8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα13 Ιουλίου 1965) ήταν έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμα σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του Τριάντα». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά.

Το παρακάτω κείμενο του Φώτη Κόντογλου  δημοσιεύθηκε το 1961 στο 3ο τεύχος του περιοδικού Ευθύνη και  είναι χαρακτηριστικό  των πνευματικών του αναζητήσεων:

 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η  ψυχή της Ελλάδας

          Όπως κάθε άνθρωπος έχει το δικό του χαρακτήρα, έτσι και κάθε έθνος έχει κι αυτό το δικό του χαρακτήρα. Τον πιο ζωηρό χαρακτήρα και τον πιο ιδιόρρυθμο τον έχει η πατρίδα μας, η Ελλάδα. Αυτή η Ελλάδα έχει μέσα της κάποια δύναμη δραστική, που δεν την έχει κανένα έθνος. Κι αυτή η δύναμή της είναι δ ύ ν α μ η   π ν ε υ μ α τ ι κ ή. Δεν είναι μονάχα η εξυπνάδα, αλλά είναι προπάντων η φλόγα της καρδιάς και κάποια ιδιαίτερη σεμνή καρτερία της ψυχής, που δε βρίσκεται σε κανένα λαό.

          Πολλά έθνη έχουνε μεγάλη ιστορία. Μα όποιος διαβάζει την ιστορία της Ελλάδας νομίζει πως τον τραβά μια ανεξήγητη δύναμη, γλυκιά και ποιητική, σαν ένας μαγνήτης που δεν ξέρει που είναι κρυμμένος. Απορεί, διαβάζοντας πολέμους και σκληρά βάσανα, πού βρίσκεται αυτή η μυστηριώδης πηγή απ’ όπου αναβρύζει τόση ποίηση που τον μαγεύει και τον κάνει να την αγαπήσει. Αυτό το μυστήριο μάγεψε τον κόσμο όλο και τον έκανε να παραμιλά για την Ελλάδα. Και το πιο μικρό επεισόδιο της ιστορίας μας, το πιο τιποτένιο περιστατικό, ένας απλός λόγος που είπε ο Μιλτιάδης, ή ο Επαμεινώνδας, ένα ρητό που είπε ο χρηστός Φωκίωνας, μια χειρονομία που έκανε ο Αγησίλαος, μια απλή προσευχή που είπε ο Παλαιολόγος, παίρνουν τέτοια σημασία στις ψυχές όλων των ανθρώπων, που ζούνε σ’ όλη τη ζωή τους μ’ αυτά, σαν τα παιδιά που θυμούνται έως τα γηρατειά τους κάποια παραμύθια που γλυκάνανε τη φαντασία τους.

          Τι είναι λοιπόν τούτη η μαγική ουσία που έχει μέσα της αυτή η Ελλάδα και κάνει τον κόσμο να νιώθει σαν δική του ιστορία την ιστορία της;

          Είναι αυτό το άπιαστο πνεύμα που έχουμε μέσα μας όλοι οι Έλληνες, αυτό που έχετε κι εσείς, και που μπαίνει σε κάθε πράξη σας, σε κάθε σκέψη σας, σε κάθε αίσθημά σας, φυσικά κι αβίαστα, απροσπάθητα, χωρίς καν να το καταλάβετε. Αυτό το ήθος, αυτή η φυσική ουσία που μας δώρησε ο Θεός, είναι στολισμένη με κάποιες μυστηριώδεις χάρες, που αγιάζουνε τον πόνο, ημερεύουνε το θάνατο, νοστιμεύουνε το καθετί που δημιουργούμε, μ’ ένα λόγο « κάνουμε την έρημο ν’ ανθίσει» κατά το λόγο του προφήτη Ησαΐα. Κι’ αυτά όλα μεταδίδονται από γενιά σε γενιά μέσ’ από το αίμα, μα πιο πολύ με κάποια ιερή καταπληκτική λειτουργία που λέγεται Ε λ λ η ν ι κ ή   π α ρ ά δ ο σ η.

          Αυτή η παράδοση είναι το θησαυροφυλάκιο που κλείνει μέσα του και φυλάγει στον αιώνα την αθάνατη ψυχή μας, την αθάνατη καρδιά μας. Μ’ αυτή ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε. Αυτή έκανε τον τυφλό τον Όμηρο να δείξει στους ανθρώπους που είχανε μάτια τη μυστική ομορφιά του κόσμου, αυτή έκανε τον Αισχύλο να πετά απάνω από τη γη σαν αετός χρυσοφτέρουγος, αυτή έκανε τον Μεγ’ Αλέξανδρο να έχει τον Όμηρο κατ’ από το προσκέφαλό του και να ζήσει μια ζωή τριάντα μονάχα χρόνων σαν ένα εξαίσιο παραμύθι που βάσταξε αιώνες, αυτή έκανε τον Πολύκλειτο και το Φειδία και το Λύσιππο να μεταμορφώσουν σε ανθρώπους τα λιθάρια της Ελλάδας, αυτή έκανε το Θουκυδίδη να κλαίγει από χαρά ακούγοντας τον Ηρόδοτο να διαβάζει την ιστορία του, αυτή έκανε τον Κολοκοτρώνη να φορά την περικεφαλαία σαν αρχαίος Έλληνας και να πολεμά χαμογελώντας, αυτή έκανε το Ρήγα να βγάζει φωτιά από το στήθος σαν τον αρχαίο Πίνδαρο, αυτή έκανε το Νικηταρά, το Διάκο, το Ανδρούτσο, τον Τζαβέλλα, τον Ησαΐα Σαλώνων να κλαίνε απάνω στα αρχαία λιθάρια, και να ποθούνε να πεθάνουνε αντρειωμένα πολεμώντας για το βασανισμένο και το ατίμητο χώμα που κληρονομήσανε.

          Αυτή έκανε τους τσοπαναραίους να  ταιριάζουνε πάλι κάποια τραγούδια αθάνατα, τρεις χιλιάδες χρόνια ύστερ’ από τον Όμηρο, και να θαμπώνεται ο κόσμος και ν’ απορεί πώς τάχα εκείνοι οι βουνίσιοι είχανε τέτοια αισθήματα και τέτοια τέχνη. Γιατί τούτοι οι απλοί ποιητές ήταν οι κλειδοκράτορες αυτού του θησαυρού, που βρισκόταν χωμένος στα έγκατά τους και που κρατά φυλαγμένα προγονικά κειμήλια άφθαρτα. Και δεν έφτασε πως η Ελλάδα τιμήθηκε με την ανθρώπινη δόξα και στάθηκε η χαρά και η ελπίδα της οικουμένης, αλλά σαν ήρθε ο Χριστός στον κόσμο τιμήθηκε με θεϊκή, γιατί αυτή την αγαπημένη θυγατέρα Του διάλεξεν ο Θεός για να της παραδώσει το Ευαγγέλιό του και να της παραγγείλει να το κηρύξει σ’ όλο τον κόσμο με τη δική της τη γλυκύτατη γλώσσα, που την άπλωσε ο Μεγ’ Αλέξανδρος κατά θεϊκή οικονομία. μέχρι την Ινδία και τη Βακτριανή.

          Το Βυζάντιο στάθηκε το χρυσό παλάτι απ’ όπου βγήκε η νέα λάμψη του Ελληνισμού. Ο σκοτεινιασμένος και ξεραμένος κόσμος, πάλι ξανάνθισε σαν περιβόλι μοσχοβολημένο, κι ο σπόρος ήταν ο ένας κι ακατάλυτος σπόρος της ζωής ο Ελληνικός. Αυτό έκανε το μεγάλο ποιητή της Ιταλίας Λεοπάρδη να πει κατάπληκτος, γράφοντας για το βυζαντινό φιλόσοφο Πλήθωνα: « Ακατάλυτη και τρομερή δύναμη Ελλάδα! Χωρίς το δικό σου πνεύμα, τίποτα δε γίνεται στον κόσμο. Όλα τα γονιμοποιείς εσύ. Για μια στιγμή φαίνεται πως πεθαίνεις, κι άξαφνα παρουσιάζεσαι πάλι ολοζώντανη και δροσερή εκεί που δε σε περίμενε κανείς!».

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Σχολιάστε

Top