Cheers to the teenage years!

 

«Μόλις είχα γυρίσει από το μάθημα, καθόντουσαν στην τραπεζαρία. Τους χαιρέτησα στα γρήγορα- δεν είχα χρόνο για να τους πω κάτι παραπάνω και ανέβηκα πάνω. Πέταξα την τσάντα στο πάτωμα, άλλαξα ρούχα και μόλις πήγα να ετοιμάσω τα βιβλία τους άκουσα κάτι να ψiθυρίζουν.
-’Φοβάμαι. Από το πρωί είναι με δύο μπισκότα, χθες το βράδυ κοιμήθηκε στις τρεις. Ούτε τρώει καλά, ούτε κοιμάται. Προσπαθώ να θυμηθώ πότε ήταν το τελευταίο Σάββατο που βγήκε έξω. Φοβάμαι σου λέω- το παιδί δεν είναι καλά.’
-’Να φοβάσαι αν δεν περάσει πουθενά.’
Έκλεισα την πόρτα και έβαλα τα κλάματα μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Τη επόμενη μέρα έφαγα μόνο δύο μπισκότα και κοιμήθηκα στις τρεις.  Δεν με πειράζει. Μόνο φοβάμαι μην δεν περάσω πουθενά.»

 

«Ήταν μια Δευτέρα, αρχές Οκτώβρη. Άνοιξα το βοήθημα της Φυσικής στις σελίδες με τους πορτοκαλί σελιδοδείκτες. Τις κοίταζα και τις ξανακοίταζα μέχρι που έτσουξαν τα μάτια μου. «Τέλος» είπα. «Φτάνει για σήμερα». Το έκλεισα, άνοιξα το αρμόνιο και έγραψα 2 εισαγωγές. Πόσο καιρό είχα να γράψω; Κοιμήθηκα όπως δεν είχα κοιμηθεί μέρες!
Το επόμενο απόγευμα ο κύριος της Φυσικής με ρώτησε γιατί δεν έκανα τις ασκήσεις. Μετά ψιλοφώναξε. Δεν μίλησα. Σοβαρά τώρα- έτσι και αλλιώς τι ξέρει από μουσική για να του πω για τις δύο εισαγωγές;»

 

«Τα παιδιά στο μάθημα τα είχαν πάει άψογα. Τους κοίταγα με ζήλια. Ναι, ήθελα και εγώ να μην έχω κενά και να έχω τόσο σωστές απαντήσεις και ζήλευα- ε και; Το τετράδιο είχε γεμίσει κόκκινες ακατανόητες διορθώσεις, ήθελα να το πετάξω από το παράθυρο και ας έπεφτα και εγώ μαζί του. Έμπηξα τα νύχια στο χέρι μου, ήθελα μόνο να γυρίσω σπίτι και να μπω κάτω από το κρεβάτι μου- όπως έκανα όταν ήμουνα παιδάκι και ήθελα να κρυφτώ από το κακό τέρας. Τα μαθηματικά ας παίξουν το κακό τέρας. Εγώ γιατί να μην είμαι ακόμα παιδάκι;»

 

«Τσακώθηκα με τον μπαμπά. «Νομική» λέει «που έχω και άκρες και τουλάχιστον δεν θα πεινάσεις». Με το άκουσμα της λέξης “τουλάχιστον” ένιωσα να λες και με διαπερνούσε ρεύμα! Μου τσάκισε τα κόκαλα, δεν σου κάνω καθόλου πλάκα! Καταλαβαίνεις τι γίνεται; Συμβιβαζόμαστε! Παλεύουμε για αυτά τα “έστω’. Τι με νοιάζουν εμένα τα “τουλάχιστον’; Αρνούμαι Λαμπρινή, αρνούμαι! Παλεύω για μια αξιοπρεπή ζωή κάνοντας πράγματα που αγαπώ γύρω από τους ανθρώπους που αγαπώ. Αρνούμαι!

Τσακώθηκα με τον μπαμπά. Τουλάχιστον μπορώ ακόμα να λέω πως αρνούμαι…»

 

«Έλα μαμά, ακούς; Ναι, ναι όλα καλά… Όχι δεν με ακούς περίεργα, κουρασμένος είμαι απλώς. Βασικά ναι μόλις γύρισα σπίτι και τώρα θα κάτσω να διαβάσω γνωστό. Μαμά, είναι δύσκολα τα αρχαία. Πολύ δύσκολα. Η ιστορία παλεύεται, στα λατινικά πάω καλύτερα… Ε μαμά, μερικές φορές νιώθω πολύ ανασφαλής και μόνος. Τα βάζω και εύκολα με τον εαυτό μου, του πατάω κάτι σφαλιάρες αλλά βρίσκει κάθε φορά τρόπο και σηκώνεται. [...] Ναι, ναι έχει δίκιο και εγώ σ’αγαπώ μαμά, μου λείπεις πολύ. Ναι, θα προσέχω, τα είπαμε αυτά. Έλα καληνύχτα. Θα σε κάνω περήφανη, σ’αγαπώ.»

 

«Προχθές βγήκα με κάτι φίλους. Καιρό είχαμε να τα πούμε και ξεκλέψαμε χρόνο για να βγούμε. Περπατούσαμε και μιλούσαμε.. Προς το τέλος όταν καληνυχτιστήκαμε, αντιλήφθηκα κάτι τραγικό: ήταν η πρώτη φορά που δεν είχα ακούσει λέξη από ο,τι είπαν! Πότε είχα στο μυαλό μου την στοίβα άλυτων φυλλαδίων που περίμεναν πάνω στο γραφείο μου, πότε στα προβλήματά μου και  πότε στο τι ήθελα να τους πω εγώ. Σοβαρά τώρα ρε σύ, γύρισα σπίτι και ένιωσα ο πιο απαίσιος άνθρωπος στον κόσμο. Πως καταντήσαμε έτσι ρε γαμώτο; Ακόμα και μεταξύ μας κοροΐδευόμαστε!»

 

«Είχα γαλλικά σε 1,5 ώρα και δεν είχα τίποτα να κάνω. Ετοιμάστηκα και έκατσα στον καναπέ. Άνοιξα την τηλεόραση. Μερικές δηλώσεις, κάποια εγκλήματα, κάτι γελοίες συνεντεύξεις. Ποιός θα βρίσκεται στην κάθε εκπομπή, πικρόχολες συζητήσεις μεταξύ του πάνελ- η Μενεγάκη κάνει αλλαγές στην εκπομπή της το ήξερες; Οι παρουσιάστριες είναι όμορφες, σε μια εκπομπή πουλούσαν κρέμες για 20 λεπτά! Κάποιος πέθανε και συγγενείς κλαίνε στην κάμερα. Και ξανά: Γάμοι, σχέσεις, ρούχα, εταιρίες που διαφημίζουν μπότοξ, συνεντεύξεις, μαγειρική. Τουλάχιστον έφυγα για το μάθημα γελώντας- μα τι γίνεται στον κόσμο!»

 

«Την περασμένη Κυριακή μου πρότειναν οι γονείς μου να πάμε για φαγητό στο βουνό. Στην αρχή δίσταζα- θα βαριόμουν μαζί τους και είχα και “διάβασμα’. Με παρακάλεσαν αρκετά και δεν το κάνουν συχνά οπότε υπέθεσα πως όντως ήθελαν πολύ να πάω μαζί τους. Φτάσαμε στο βουνό και καθήσαμε στο μαγαζί. Κλασικά, αρχικά μιλούσαν για θέματα περί δουλειάς και γνωστών και μετά πιάσαμε τα δικά μου. Συζητούσαμε και τρώγαμε και σε μια στιγμή απλά τους παρατηρούσα: δύο απλοί άνθρωποι που ενώθηκαν και δημιούργησαν εμένα και τώρα όλη την εβδομάδα δουλεύουν ασταμάτητα για να μου εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή ζωή. Ούτε μάγοι είναι, ούτε ήρωες, ούτε μυθικά πλάσματα. Είναι δύο άνθρωποι με την ιδιότητα του γονέα την οποία πολλές φορές δεν ξέρουν πως να την διαχειριστούν. Οι γονείς μου βρίσκουν την χαρά σε αυτά τα κυριακάτικα τραπέζια. Έκανα καλά που πήγα μαζί τους εκείνη την Κυριακή. Μεγαλώνω.»

 

 «Την Παρασκευή περπατούσα στο προαύλιο του σχολείου και κοιτούσα γύρω μου. Πότε έφτασα τρίτη λυκείου; Σε μερικούς μήνες δεν θα ανήκω εδώ! Δεν θα είμαι ξανά με τους συμμαθητές μου, δεν θα κάνουμε ξανά βλακείες, δεν θα πάμε ξανά στον διευθυντή. Δεν θα ξανά ζωγραφίσω με διορθωτικό το θρανίο, δεν θα ξανά πετάξω χαρτάκια, δεν θα μιλάω μόλις γυρίσει ο καθηγητής να γράψει στον πίνακα. Δεν θα ξανά κάνω πρόβες για την συναυλία, δεν θα ακούω καθηγητές να φωνάζουν, δεν θα ακούω τα παιδιά του γυμνασίου να γελάνε. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πως το σχολείο είναι μια σανίδα στον ωκεανό που μου φαντάζει τώρα ο κόσμος- σε λίγους μήνες θα πρέπει να μάθω να κολυμπάω μόνη μου. Δεν θέλω να πάω πουθενα! Θέλω την σανίδα μου!»

 

«Θυμάσαι εκείνη την φορά που ήρθατε σπίτι μου και καθήσαμε στην ταράτσα μέχρι τα ξημερώματα και μιλούσαμε; Ή εκείνη την φορά που άναψα εκείνα τα κεριά βανίλια που σ’αρέσουν και πίναμε όλες μαζί κρασί και εσύ δεν ήπιες τελικά ούτε μισό ποτήρι και εμείς ανοίγαμε το δεύτερο μπουκάλι; Ή εκείνη την φορά που το πρωί δεν είχαμε σχολείο και έβρεχε και ήρθατε σπίτι μου να πιούμε καφέ στο δίπλα στο τζάκι; Εκείνες τις μέρες στην θάλασσα, τις άλλες στο σαλονάκι του κήπου, στο αγαπημένο μας μαγαζί με μακαρόνια, στο μπαλκόνι του 7ου ορόφου, τις βόλτες στα πιο άκυρα μαγαζιά της πόλης. Όλες εκείνες τις μέρες ανακαλώ και αποκαλώ ευτυχία και κάνω κουράγιο μέχρι να ξαναέρθουν γιατί κανένας δεν μπορεί να μου στερήσει την ζωή και τους ανθρώπους μου. Σε εκείνες τις μέρες λοιπόν!»

 

 

 Επιμέλεια: Λαμπρινή Σούλα

Σχολιάστε

Top