ένα διήγημα

15873032_10211108096119576_4136769566561526569_n

Η μπούκα του λιμανιού

Καθόμουν  στο φαρδύ πεζούλι  του  παράθυρου,  στο πέτρινο δίπατο σπίτι της γιαγιάς και αγνάντευα την μπούκα του λιμανιού. Πόσο μου άρεσε να κάθομαι εκεί. Μικρό κοριτσάκι ήμουν, όταν οι δικοί μου με  έπαιρναν μαζί τους  το καλοκαίρι στο νησί.  Μου  άρεσε να αγναντεύω την θάλασσα,  τα θαλασσοπούλια και τα καράβια που μπαινόβγαιναν στο λιμάνι.  Όλα τα σπίτια του νησιού, κατάλευκα, παστρικά, με  γαλάζια  στο χρώμα του ουρανού   παραθύρια,  άλλα με αυλές που κοσμούσαν τα πολύχρωμα λουλούδια και άλλα χωρίς, έμοιαζαν  νυφούλες  του Σαρωνικού.

Τα πρωινά έφταναν οι  τράτες στο λιμάνι και οι ψαράδες  έφερναν τα ολόφρεσκα ψάρια που είχαν πιάσει αποβραδίς.  Οι  νησιώτες ήξεραν πως θα πήγαιναν νωρίς το πρωί για να αγοράσουν για τις φαμίλιες τους. Κάποιοι από αυτούς  μάλιστα ήταν συχνοί πελάτες και  έδιναν τις παραγγελίες τους από το προηγούμενο βράδυ. «Ε !! Παντέλω!!  Μην ξεχάσεις να μου φυλάξεις  δυο μεγάλα» ακουγόταν συχνά.

Μετά άρχιζε η κίνηση στο νησί. Καράβια επιβατικά που έμπαιναν από την μπούκα του νησιού, αφήναν τους επιβάτες  στο λιμάνι μα ξεφόρτωναν κι εμπορεύματα προμήθειες για τα μαγαζιά του νησιού, φόρτωναν και πάλι, έφευγαν με τον ίδιο τρόπο για να φτάσουν στο επόμενο  νησί.

Σιγά σιγά άνοιγαν οι καταστηματάρχες και τα μαγαζιά τους. Από τους πρώτους τα καφενεία για τους επισκέπτες και τους θαμώνες τους. Μανάβικα, κρεοπωλεία, μαγαζιά με τουριστικά είδη. Ο κόσμος άρχιζε να κυκλοφορεί στους δρόμους. Άλλοι κατέβαιναν για ψώνια, άλλοι για να πιουν το καφεδάκι τους στον καφενέ  και άλλοι  να πάρουν την βάρκα που θα τους πήγαινε στην  απέναντι πλευρά  για να επισκεφτούν τα κτήματά τους. Πολύ εύφορος τόπος.  Λεμονιές , πορτοκαλιές, ελιές…

Με πόση λιτότητα τότε ήταν ευχαριστημένοι οι άνθρωποι. Ζούσαν με ό,τι έβγαζε η γη. Μάζευαν ελιές τον χειμώνα, έβγαζαν το λάδι της χρονιάς, ψάρευαν και όργωναν την γη για να φυτέψουν και  εκείνη για να τους ευχαριστήσει  απέδιδε  τους καρπούς της. Κέρδιζαν την ζωή τους και επιβίωναν  με πολύ μόχθο και κόπο, μα σάμπως τώρα μετά από τόσα χρόνια  είναι καλύτερα; Και πάλι οι άνθρωποι δεν βιοπαλεύουν;  Νομίζω ποτέ δεν θα σταματήσει αυτό. Ο αγώνας για την επιβίωση είναι συνεχής.

Το  ρολόι  στην κορυφή του νησιού μεγαλοπρεπές , ψηλό και αγέρωχο  που είχε αντέξει τόσα χρόνια σε βοριάδες και κακοκαιρίες, χτυπούσε ήδη 9 φορές σχεδόν αμέσως μετά από την καμπάνα του Αη Γιώργη, της εκκλησιάς απέναντι από  το σπίτι της γιαγιάς. Με ξυπνούσε, κι εγώ άλλο που δεν ήθελα να αδράξω την μέρα από νωρίς να μην χαθεί.  Για πότε σηκωνόμουν, ντυνόμουν και έτρεχα στην γιαγιά που άνοιγε τα χέρια της για να με αγκαλιάσει να πω την καλημέρα μου. «Καλώς το παιδί μου», μου έλεγε! «Καλημέρα γιαγιά», της έλεγα, «ξύπνησα νωρίς  για να πάω να παίξω με τους φίλους  μου». Τις περισσότερες φορές η γιαγιά προσπαθούσε να με κρατήσει λίγο πιο πολύ κοντά της για να με δει περισσότερο, αλλά σαν παιδί εμένα … ουου… το μυαλό μου στο έξω!!! «Κάτσε παιδάκι μου, σου έχω φτιάξει  μελοτήγανα , φάε κάτι πρώτα και μετά βγαίνεις». Από την λαχτάρα μου μην χάσω την βόλτα με τα άλλα πιτσιρίκια της γειτονιάς, έτρωγα στα γρήγορα και μετά εξαφανιζόμουν στην πλατεία του Αη Γιώργη με τα άλλα παιδιά.

Ανεβαίναμε στο ρολόι να δούμε από ψηλά το λιμάνι ή κατεβαίναμε τρέχοντας  τις σκάλες του νησιού, για να πάμε να βουτήξουμε στην θάλασσα. Το λιμανάκι της αγάπης δεν ήταν και πολύ κοντά από εκεί, αλλά συντομεύαμε το βήμα μας για να φτάσουμε γρήγορα κόβοντας  δρόμο μέσα από τα στενά. Μόλις φτάναμε στην θάλασσα  σχεδόν με τα ρούχα μας μπαίναμε μέσα στο νερό και αρχίζαμε τα παιχνίδια, εγώ , η Ελένη, ο Νικόλας, ο Γιάννης, το Μαριώ…  Ανεβαίναμε στις βάρκες και κάναμε  μακροβούτια  από κει  στοιχηματίζοντας ποιος θα φτάσει πιο μακριά. Και αφού κουραζόμασταν από το παιχνίδι στην θάλασσα, βγαίναμε και ξαπλώναμε κάτω από τα δέντρα. Έπειτα, όταν μεσημέριαζε πλέον,  σιγά σιγά παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής. Και που να ανέβεις μετά τέτοια ανηφόρα και τόσες σκάλες! Κι όμως τα καταφέρναμε, παιδιά ήμασταν! Κάποιες άλλες φορές πηγαίναμε και πιο μακρινή βόλτα από την άλλη μεριά του νησιού στο μοναστήρι χωρίς να μας πάρει κανείς  χαμπάρι. Παίρναμε και το λεωφορείο εκείνα τα μπλε τα παλιά, αν θυμάστε, με τον εισπράκτορα. Μπαίναμε δυο τρεις  με το ίδιο εισιτήριο, γιατί ο οδηγός μας ήξερε και πολλές φορές μας έπαιρνε και τσάμπα.

Όταν οι  υπόλοιποι τα μεσημέρια κοιμόντουσαν, εμένα δεν με  έπιανε ύπνος. Καθόμουν με ένα βιβλίο στο  φαρδύ πεζούλι στο παράθυρο και αγνάντευα την θάλασσα. Μα όχι μόνο αυτήν, αλλά και τα θαλασσοπούλια που έκοβαν βόλτες από  πάνω της, καθώς  και τις βάρκες που λικνίζονταν  επάνω στα καθάρια γαλαζοπράσινα νερά. Το μεσημεριανό αεράκι  ανέμιζε τις λευκές λινές κουρτίνες και  μου δρόσιζε το πρόσωπο. Και τότε άνοιγα το βιβλίο.  Ένα βιβλίο που έγραφε για ταξίδια σε χώρες μακρινές, για περιπέτειες σε θάλασσες αγριεμένες και για θαλάσσια τέρατα. Νομίζω  ήταν το είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από την θάλασσα του Ιούλιου Βερν. Πόσο με ενθουσίαζε να ταξιδεύω με το νου, βυθισμένη στην φαντασία μου που εκείνη την ώρα κάλπαζε!

Το σπίτι της γιαγιάς  κλασικά νησιώτικο είχε μια μεγάλη κεντρική ξύλινη πόρτα με δύο παράθυρα. Αντί για κουδούνι είχε ένα μικρό κεφάλι λιονταριού  για να χτυπάνε οι επισκέπτες.  Η αυλή ήταν εσωτερική με ασπρόμαυρο πλακάκι και μια γούρνα στα αριστερά γέμιζε με το νερό της βρύσης. Απέναντι έβλεπες το παράθυρο της κουζίνας. Εκεί κρεμόταν ένα μεγάλο φανάρι με διχτυωτό σύρμα τριγύρω και  μέσα έβαζαν κάποτε το φαγητό για να μην πηγαίνουν τα έντομα. Ένα  παλιό ψυγείο, μια γκαζιέρα, το τραπέζι με τις καρέκλες και αυτά ήταν αρκετά. Δίπλα ακριβώς υπήρχε  μια αποθήκη που έβαζαν το λάδι, τις ελιές , τις πατάτες και ό,τι άλλο μπορούσαν να αποθηκεύσουν εκεί στην δροσιά.  Η επόμενη πόρτα ήταν το καθιστικό.  Σκαλιστά έπιπλα και κομοί κοσμούσαν τον χώρο, μα είχε και ένα μικρό μπαλκονάκι . Επάνω ήταν οι κρεβατοκάμαρες με τα παλιά σιδερένια κρεβάτια με τους σουμιέδες. Και όταν έπεφτε βροχή, ακουγόταν ο χαρακτηριστικός της ήχος στα κεραμίδια και σε νανούριζε. Φάνταζε θεόρατο τότε στα μάτια μου και το αγαπούσα πολύ.

Τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα εκεί  απολαμβάνοντας  τις ευωδιές από τα λουλούδια, τον καθαρό αέρα, τα γέλια και την χαρά που μου πρόσφερε η ανεμελιά των νεανικών μου χρόνων.

Ελπίδα Θεοφάνους, εκπαιδευόμενη α” κύκλου

* η φωτογραφία του εξώφυλλου του άρθρου είναι του Γ. Τσιχλή

Σχολιάστε

Top