Οι φύλακες των αστεριών…ένα διαφορετικό τέλος

ΑΠΟ: ΜΑΝΤΖΟΥΦΑΣ ΗΛΙΑΣ - Μάι• 08•16

Γράφει η Φαίη Τσεντεμείδου

Η υπόλοιπη ώρα πέρασε πολύ ευχάριστα. Όλοι έδειχναν να περνάνε υπέροχα. Καθόντουσαν στο μεγάλο τραπέζι. Οι μεγάλοι στην μία άκρη και οι μικροί στην άλλη. Κανένας δεν ένιωθε υποτιμητικά για κανέναν. Ήταν ένα τραπέζι διαφορετικούς ανθρώπους αλλά ταυτόχρονα, ένα τραπέζι γεμάτο αγάπη.

Η Ανδρομάχη αισθανόταν πολύ όμορφα με τους νέους της φίλους. Δεν της έλειπε πια τόσο η Αθήνα. Ένιωθε αυτό το μέρος σαν το νέο της σπίτι. Δεν αισθανόταν μοναξιά πια.

Κατά τις δέκα ο κόσμος άρχισε να φεύγει, μαζί και η οικογένεια της Ανδρομάχης. Ευχαρίστησαν εγκάρδια τον κύριο Μουράτ για την φιλοξενία και αποχώρησαν από το σπίτι.

«Πώς σου φάνηκε Ανδρομάχη;» ρώτησε η Αλόη ελπίζοντας μια θετική αντίδραση από την κόρη της.

«Ήταν υπέροχα.» απάντησε και ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Η Αλόη αντάλλαξε μια ματιά με τον Ίων , και οι δύο περίεργοι, αλλά περισσότερο ευτυχισμένοι από την διάθεση της κόρης τους. Φτάνοντας στο σπίτι τους, η Ανδρομάχη, αφού καληνύχτισε τους γονείς της και τον Έκτορα, πήγε στο δωμάτιό της Σκέφτηκε να στείλει μήνυμα στην φίλη της την Τόνια, αλλά αποφάσισε να το αφήσει για άλλη στιγμή. Φόρεσε τις πυτζάμες της και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Έστρεψε το κεφάλι της προς το παράθυρο. Θαύμαζε τα άστρα που έλαμπαν στον καθαρό ουρανό, τα οποία είχε την ευκαιρία να μελετήσει καλύτερα και να εκτιμήσει την ομορφιά τους ακόμη πιο πολύ. Στο νου της ήρθαν όλα όσα πέρασε τις τελευταίες μέρες. Η μελέτη των αστεριών, ο θάνατος του Ερμή, όλη η προσπάθεια των παιδιών να αποδοθεί δίκαιο τόσο στο αδικοχαμένο άλογο, όσο και στον κύριο Ιμπραχήμ που κατηγορούταν δίχως αιτία, το περιστατικό με την Λευκοθέα, το χθεσινό τραπέζι. Όλα γύριζαν σαν σβούρα μέσα στο μυαλό της, μην αφήνοντάς την να κλείσει τα μάτια γρήγορα. Τελικά, μετά από αρκετή ώρα, κατάφερε να την πάρει ο ύπνος, φέρνοντας μαζί του όμορφα και γλυκά όνειρα, για να ανταμείψει την Ανδρομάχη.

Το πρωί έφτασε, συνοδευόμενο από τις ξεθωριασμένες ακτίνες του ήλιου και τα γλυκά κελαηδήματα των πουλιών. Είχε μόλις ξημερώσει, ωστόσο η Ανδρομάχη ένιωθε γεμάτη ενέργεια, μη μπορώντας να την συγκρατήσει άλλο το κρεβάτι της. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της, ντύθηκε γρήγορα και άνοιξε προσεκτικά την πόρτα της για να μην κάνει θόρυβο και ξυπνήσει κάποιον. Ήταν πολύ νωρίς. Κατέβηκε ήσυχα τις σκάλες και προτού βγει από το σπίτι, έγραψε ένα σημείωμα και το άφησε στον πάγκο της κουζίνας.

Μαμά, μπαμπά, πάω μια βόλτα.
Σήμερα θα πάμε εκδρομή και μας είπαν
να είμαστε εκεί στις 11. Θα είμαι στην
ώρα μου. Παρακαλώ, μην ανησυχήσετε και
μη θυμώσετε. Σας αγαπώ.

Πήγε στον κήπο, πήρε το ποδήλατό της και ξεκίνησε τον δρόμο της προς το ποτάμι. Ο χριστιανικός μαχαλάς ήταν εξίσου ήσυχος με τον μουσουλμανικό. Κανείς δεν πρέπει να είχε ξυπνήσει ακόμα. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν, ήταν αυτοί των φύλλων που θρόιζαν με μανία, από το απαλό αεράκι. Η Ανδρομάχη απολάμβανε αυτό το σκηνικό, όσο τίποτα άλλο. Το θεωρούσε κάτι ανεκτίμητο. Σύντομα έφτασε στο ποτάμι. Προχώρησε προς εκείνο το δέντρο όπου από κάτω του είχαν θάψει τον Ερμή. Πάρκαρε το ποδήλατό της και κάθισε στο χώμα, ακουμπώντας απαλά την πλάτη της στον κορμό του. Χάιδευε απαλά το έδαφος από κάτω της, νιώθοντας ένα αίσθημα λύπης. Στεναχωριόταν όχι μόνο για τον Ερμή, αλλά και για την Λευκοθέα. Έχασε αυτόν που αγαπούσε, το άλλο της μισό. Τις σκέψεις της διέκοψε, ο ήχος καλπασμών. Η Ανδρομάχη πετάχτηκε όρθια και στάθηκε πίσω από το μεγάλο δέντρο. Είδε τα άλογα να πλησιάζουν τρέχοντας. Μαγεύτηκε από αυτή τη θέα. Όμως κάτι την δυσαρέστησε. Η Λευκοθέα, αντί να ακολουθήσει την υπόλοιπη αγέλη και να πάει στο ποτάμι για να πιεί νερό, άλλαξε διαδρομή και κατευθύνθηκε προς τον τάφο του Ερμή. Ακούμπησε την μουσούδα της στο έδαφος. Θλιμμένα χλιμιντρίσματα ακούγονταν συνεχώς. Η Ανδρομάχη αποφάσισε να την πλησιάσει. Άρχισε να της ψιθυρίζει παρηγορητικά λόγια χαϊδεύοντας απαλά την χέτη της. Η Λευκοθέα πάλι δεν απομακρύνθηκε. Αντιθέτως, κάθισε εκεί και άκουγε αυτά που της έλεγε. Η Ανδρομάχη, έκανε μια δεύτερη απόπειρα να ανέβει στο άγριο άλογο, όμως εκείνο την αντιλήφθηκε και έτρεξε μακριά της. Παρόλο που έπαψε να την φοβάται, δεν μπορούσε να την εμπιστευτεί ακόμη.

Η Ανδρομάχη απογοητευμένη ξεκίνησε να φύγει, μαζεύοντας το ποδήλατο της.

«Τόσο γρήγορα τα παρατάς Αθηναία;» η φωνή του Νέσσου ήχησε στα αυτιά της. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν η ιδέα της, όμως μόλις γύρισε, τον είδε να στέκεται πίσω της. Δεν ήταν όμως μόνος του. Δίπλα του στεκόταν η Λευκοθέα, με μια σέλα στη ράχη της. Ένα αίσθημα ήττας διαπέρασε την Ανδρομάχη. Ήταν σίγουρη ότι τώρα θα την κορόιδευε.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;» απόρησε κοιτώντας τον απογοητευμένη.

«Για σένα ήρθα.» δήλωσε. «Ορίστε.» είπε και της προσέφερε το ηνίο του αλόγου. Η Ανδρομάχη χαμογέλασε και έτρεξε προς το άλογο.

«Πιο σιγά!» την σταμάτησε ο Νέσσος. «Θα την τρομάξεις.»

«Συγγνώμη.» μουρμούρισε η Ανδρομάχη και πλησίασε προς το μέρος του. Χάιδεψε ξανά την ράχη της Λευκοθέας. «Την ίππευσες;» ρώτησε τον Νέσσο.

«Όχι.» της απάντησε χαμογελώντας.

«Γιατί;» σχεδόν φώναξε. Η συμπεριφορά του τον μπέρδεψε.

«Ήθελα να το κάνεις εσύ πρώτη. Φαίνεται ότι το αγαπάς αυτό το άλογο. Έλα λοιπόν. Τι περιμένεις;» είπε και της έδειξε την σέλα. Η Ανδρομάχη προχώρησε διστακτικά. Δεν ήθελε να ξαναδιώξει το άλογο. «Έλα.» την ενθάρρυνε ο Νέσσος. Την βοήθησε να ανέβει στην ράχη του. Δεν μπορούσε να κρύψει την χαρά της. Επιτέλους τα κατάφερε. Θα ίππευε την Λευκοθέα.

«Μπορώ να κάνω μια βόλτα;» ρώτησε τον Νέσσο. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του χαμογελώντας, δίνοντας της το ελεύθερο. Την εμπιστευόταν. Ήξερε ότι θα τα κατάφερνε. Σαν να το κατάλαβε η Λευκοθέα, ξεκίνησε αμέσως να τρέχει. Η Ανδρομάχη την αγκάλιασε σφιχτά. Τα μαλλιά την ανέμιζαν, καθώς πήγαινε όλο και πιο γρήγορα. Ο άνεμος χτυπούσε το πρόσωπό της, δίνοντάς της μια αίσθηση αδρεναλίνης. Κάτι πρωτότυπο για εκείνη. Δεν έμοιαζε με τίποτα που είχε ξανακάνει.

Ανέβηκαν μέχρι τους πρόποδες του βουνού και έπειτα επέστρεψαν πάλι στο δέντρο όπου στεκόταν ο Νέσσος και τις περίμενε. Το άλογο σταμάτησε και με τη βοήθειά του, η Ανδρομάχη πάτησε απαλά στο έδαφος. Πήρε τη σέλα από την ράχη του και την έδωσε στον Νέσσο. Η Λευκοθέα έκανε μια υπόκλιση, σαν να τους αποχαιρετούσε και έφυγε τρέχοντας αναζητώντας την υπόλοιπη αγέλη.

«Σ’ ευχαριστώ.» είπε η Ανδρομάχη ενθουσιασμένη και αγκάλιασε τον Νέσσο. Εκείνος αιφνιδιάστηκε από την κίνησή της, αλλά τελικά την αγκάλιασε κι εκείνος.

«Εγώ σ’ ευχαριστώ.» ψιθύρισε και την έσφιξε ακόμη περισσότερο.

Έμειναν έτσι για αρκετή ώρα. Δεν ήθελαν να αφήσουν ο ένας τον άλλο. Δέθηκαν χαρη στην Λευκοθέα. Και θα έμεναν για πάντα έτσι.

Σχολιάστε

Top