ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣimage

Οι μαθητές της Β Τριθεσίου  ζήτησαν από τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους να τους αφηγηθούν περιστατικά από τότε που ήταν εκείνοι παιδιά! Έτσι, μπορούμε και εμείς με τη σειρά μας να απολαύσουμε 10 ιστορίες από τα παλιά εκείνα χρόνια!

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ

Ο παππούς μου, όταν ήταν μικρός, ήταν ξανθός και είχε έναν θείο που ήταν φαλακρός. Συχνά οι δυο τους μεταφέρανε μυστικά μηνύματα των Ελλήνων! Μια μέρα τους σταμάτησαν οι Γερμανοί! «Τραγούδα», του είπε ο θείος του. Ο παππούς τότε άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι και να χτυπάει τη φαλάκρα του θείου του, μιας και καθόταν στους ώμους του! Επειδή το τραγούδι ήταν γερμανικό και η φαλάκρα κατακόκκινη … οι Γερμανοί γέλασαν πολύ και τους άφησαν να φύγουν!

Αλέξανδρος Αναπλιώτης (Β 3/θ)

 

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΜΟΥ

Όταν η γιαγιά μου ήταν μικρή, ξεκίνησε με την οικογένεια της να πάνε διακοπές στο νησί τους την Κρήτη.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, έπιασε πολύ φουρτούνα και μεγάλα κύματα χτύπαγαν το καράβι.

Η γιαγιά μου τρομαγμένη καθόταν σε ένα σκαλοπάτι, χωρίς να κουνιέται. Τελικά, όλα πήγαν καλά, αλλά η γιαγιά μου δεν ξαναμπαίνει σε καράβι!

Αθηνά Αναστασάκου (Β 3/θ)

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΜΟΥ

Μια μέρα, όταν ήταν ακόμη άνοιξη, είχε στείλει η μαμά της γιαγιάς μου τη γιαγιά μου και την αδελφής της στο βουνό για να φέρουν μαλλί από ένα πρόβατο. Μετά από λίγο, βρήκαν ένα κοπάδι προβάτων και όπως πλησίαζαν, άκουσαν ένα μουγκρητό.  Τότε, γύρισαν το κεφάλι τους αργά-αργά και τι να δουν. Ένας λύκος καθόταν ακριβώς δίπλα τους!

Τότε άρχισαν να φωνάζουν «Βοήθεια! Βοήθεια!». Οι κάτοικοι του χωριού πήραν ο τι είχαν και άρχισαν να βάρανε τον λύκο!

Μετά από ένα χρόνο ξαναεμφανίστηκε ο λύκος και αυτή τη φορά τα κορίτσια ήταν μόνα τους.

Τελικά, η γιαγιά μου βρήκε μια ιδέα, να φτιάξουν μια παγίδα για να τον πιάσουνε.

-Λες να πιάσει; ,λέει η θεία Νίκη.

-Ναι ,αρκεί να την κάνουμε γερή, λέει η γιαγιά.

Τότε, όταν έφτιαξαν την παγίδα, πιάσανε τον λύκο! Ύστερα, όταν γύρισαν οι γονείς τους, γιορτάσανε και έτσι ο λύκος δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ.

Αλεξάνδρα Βασιλοπούλου (Β 3/θ)

  

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΜΟΥ

Η γιαγιά μου όταν ήταν μικρή, ήταν ένα κοριτσάκι όμορφο, με μαύρα μαλλάκια πλεγμένα σε κοτσιδάκια και γκριζοπράσινα μάτια. Ήταν η πιο μικρή στην οικογένεια. Ήταν χαριτωμένη και ζωηρή.

Ένα βράδυ ο μπαμπάς της, με όλη την οικογένεια, πήγαν σε μία ταβέρνα για φάνε. Η ταβέρνα αυτή είχε ένα μεγάλο μηχάνημα που το λέγανε “τζουκ-μποξ”.

Σε αυτό το μηχάνημα βάζανε χρήματα και διάλεγαν τραγούδια. Κάποια στιγμή ακούστηκε ένα τραγούδι που είχε τον τίτλο «Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω». Τότε η γιαγιά μου σηκώθηκε από την καρέκλα της και άρχισε να χορεύει ζεϊμπέκικο. Όλος ο κόσμος που ήταν στα τραπέζια είχε σηκωθεί, ήταν όρθιοι και χτυπούσαν παλαμάκια. Είχε μεγάλη πλάκα να βλέπεις ένα κοριτσάκι μικρό να χτυπάει το χεράκι του κάτω στο πάτωμα, να φέρνει σβούρες και να ανεμίζουν τα κοτσιδάκια της στον αέρα.

Είχε γεμίσει το τραπέζι της γιαγιάς μου με μπύρες και κρασί που έστελναν οι πελάτες της ταβέρνας. Η γιαγιά μου εκείνη τη βραδιά, ήταν πολύ χαρούμενη.

Τη γιαγιά μου τη λένε Σοφία και την αγαπώ πολύ!

Γιώργος Δελλόπουλος (Β 3/θ)

 

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

Η γιαγιά μου η Μυρσίνη γεννήθηκε σε ένα χωριό της Λέσβου. Το καλοκαίρι στο πανηγύρι του χωριού τον Δεκαπενταύγουστο, χόρευε με όλους τους συγχωριανούς της, στην πλατεία του χωριού, παραδοσιακούς χορούς. Στα παλιά χρόνια ήταν φτωχοί, αλλά πολύ ευτυχισμένοι! Πήγαιναν και μάζευαν ελιές στο βουνό και βγάζανε παρθένο λάδι.

Μυρσίνη Δημητριάδη (Β 3/θ)

 

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ

Τα παλιά χρόνια, όταν ο παππούς μου, ο Παναγιώτης ήταν μικρός και πήγαινε σχολείο, οι καιρικές συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες στο χωριό. Περπατούσαν πολλά χιλιόμετρα μέσα στο χιόνι. Τότε χιόνιζε πάρα πολύ και είχε πολύ κρύο. Όλα τα παιδιά πηγαίνανε από το σπίτι τους, από δύο κούτσουρα ξύλα στο σχολείο. Είχαν μια ξυλόσομπα στην αίθουσα και έτσι ζεσταινόντουσαν τις κρύες μέρες του Χειμώνα.

Λευτέρης Θεοφανάκης (Β 3/θ)

 

  

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

Ο παππούς και η γιαγιά αποχωρίστηκαν κάποτε στον πόλεμο του σαράντα. Η γιαγιά ανέβηκε στη βάρκα με τρία παιδιά. Πέρασαν από τη Σμύρνη στην Κύπρο. Μετά στο τέλος του πολέμου, ο παππούς πήγε και τους βρήκε εκεί. Τους τύφλωσαν τα δάκρυα, μόλις έσμιξαν πάλι. Ο πόλεμος δεν χωρίζει μόνο τις χώρες, αλλά και τις ανθρώπινες καρδιές.

Αθηνά Θωμαΐδη (Β 3/θ)

 

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΜΟΥ

Ο παππούς μου κάθε φορά που τον επισκέπτομαι, μου λέει ιστορίες από τα παιδικά του χρονιά. Θυμάται τις ωραίες στιγμές που περνούσε στο σχολείο, παίζοντας με τους φίλους τους. Θυμάται επίσης, την αγάπη που έδιναν οι δάσκαλοι σε όλα τα παιδιά αλλά και το διασκεδαστικό τους μάθημα. Αναπολεί πάντα με νοσταλγία εκείνα τα ωραία χρόνια!

Αριστείδης Κούκουρας (Β 3/θ)

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΜΟΥ

Όταν ήταν 10 χρονών ο παππούς μου, τον χειμώνα, τον πόναγαν τα χέρια του, γιατί είχε χιονίστρα και του είπαν πως για να μην τον πονάνε, έπρεπε να πάρει γάντια.

Και μάζεψε λεφτά από τα κάλαντα, μέχρι που ήρθε το πανηγύρι και είχε καταφέρει να μαζέψει 12 δραχμές και η αδελφή του, η Μίνα 15 δραχμές.

Η αδελφή του είδε ένα φόρεμα με λουλούδια, που έκανε 25 δραχμές. Ο παππούς ήθελε να πάρει γάντια, αλλά η αδερφή του τον παρακαλούσε να της δώσει 10 δραχμές, για το φόρεμα. Ο παππούς έλεγε : «Όχι». Η αδερφή του όμως ήταν 18χρονών και πιο μεγάλη από εκείνον και του είπε: «Κοίτα μια καραμούζα» και του έδειξε μία. Ο παππούς της έδωσε λίγα λεφτά, για να την αγοράσει. Του την αγόρασε και αυτός σκέφτηκε να τη πάρει στο σχολείο και να τη δείξει στα άλλα παιδιά και χάρηκε πολύ. Έτσι, της έδωσε τα λεφτά για το φόρεμα που ήθελε να αγοράσει η αδελφή του και δεν πήρε τα γάντια.

Επίσης, στον δρόμο για το χωριό, του χάλασε η καραμούζα και δεν είχε κάτι να δείξει στα παιδιά στο σχολείο του.

Τότε θυμήθηκε πως τον χειμώνα, θα τον πονάνε πάλι τα χέρια του.

Οδυσσέας Κωνσταντινίδης (Β 3/θ)

 

 

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Κάθε χρόνο τις γιορτές, πλάι στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, στήνανε παράγκες με παιχνίδια οι μικροπωλητές. Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, μας πήρε η μαμά και ο μπαμπάς να πάμε να μας αγοράσουν δώρα.

Εγώ πήρα μια ντουλάπα, για τα ρούχα της κούκλας μου. Από τη χαρά μου, δεν πρόσεξα και με τρύπησε μια πινέζα και έκλαιγα συνέχεια.

Το βράδυ, την ώρα που κόβαμε τη βασιλόπιτα, ήρθε ο θείος και μας έφερε φουσκωμένα μπαλόνια, να τα σκάσουμε για το καλό του χρόνου. Η χαρά μου ήταν μεγάλη, που ξέχασα το τρύπημα της πινέζας και γέλαγα από τα μπαμ μπουμ των μπαλονιών.

Μελίνα Σταύρου (Β 3/θ)

Τα σχόλια είναι κλειστά.

Top