Τρεις Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες από τη Λέσχη Ανάγνωσης

xms

 

Ιστορία  1η    » Ο Κάβουρας »

Ναι, ναι ξέρω τι θα πείτε. » Γιατί ρε Γιώργο πήγες την οικογένεια σου ένα τόσο ακριβό ταξίδι για τα Χριστούγεννα?». Αυτή είναι μια μεγάλη ιστορία που πρέπει να σας διηγηθώ.

   Όλα άρχισαν την Παραμονή των Χριστουγέννων με έναν μεγάλο καυγά. «Όχι δεν θα πάμε ταξίδι» . «Μα γιατί όχι. Είμαστε μια χαρά με τα οικονομικά .Γιατί όχι λοιπόν?» . Τέλος πάντων για να μην τα πολυλογώ κατέληξα στον καναπέ. Με πήρε γρήγορα ο ύπνος και τότε συνέβη το περίεργο. Ξύπνησα. Ήταν ακόμα βράδυ αλλά όλα τα ρολόγια ήταν σταματημένα στις 23:55 μμ. Δεν έδωσα σημασία. Έψαχνα την Έλλη και τα παιδιά αλλά τίποτα. Μάλιστα έλειπαν όλα τους τα πράγματα. Άκουσα ένα πνιχτό γέλιο απ” έξω. Βγήκα και πήρα το αυτοκίνητο για να πάω στον αδελφό μου τον Μάνο για να με βοηθήσει να τους βρω. Ο δρόμος έρημος, τα μαγαζιά, που παρεμπιπτόντως μένουν ανοιχτά μέχρι τις 00:30 μμ, ήταν έρημα. Όλα.

      Όταν έφτασα είδα κάτι περίεργο. Τα φώτα ήταν ανοιχτά. Όλα τα παράθυρα εκτός από ένα ήταν καλυμμένα. Κοίταξα απ” το ακάλυπτο παράθυρο. Είδα την Έλλη αγκαλιά με τον Μάνο και τα παιδιά στο τζάκι. Όλοι περνούσαν τέλεια. Ξαφνικά το περιβάλλον γύρω μου άρχισε να ραγίζει και τότε έσπασε σαν “ταν από γυαλί. Έμεινα να αιωρούμαι στο κενό, στο σκοτάδι, στο τίποτα. Τότε δύο τεράστια κόκκινα μάτια εμφανίστηκαν και το πνιχτό γέλιο που είχα ακούσει πιο πριν δυνάμωνε. Βρέθηκα στον καναπέ. Αμέσως ντύθηκα και κοίταξα το ρολόι μου. Ίσα που προλάβαινα. Το πρωί είχα ετοιμάσει τα πάντα. Ένα τέλειο πρωινό, πολλά δώρα κάτω απ” το δέντρο και άλλη μία έκπληξη. Τα παιδιά όταν ήρθαν κάτω, όπως και η Έλλη, έλαμπαν. Η Έλλη με φίλησε και μου ζήτησε συγγνώμη. » Όχι, εγώ πρέπει να σας ζητήσω συγγνώμη για το πόσο τσιγκούνης ήμουν» της είπα και της έδειξα τα εισιτήρια για Ν. Υόρκη. Με αγκάλιασαν και οι τρεις σφιχτά.

   Έτσι λοιπόν κατέληξα εδώ, γιατί κατάλαβα πως δεν πρέπει να κερδίσεις χρήματα, αλλά την ίδια την ζωή ζώντας κάθε μέρα και κάθε στιγμή με το σημαντικότερο πράγμα στην ζωή μου, που αξίζει περισσότερο ακόμα και απ” το ακριβότερο αντικείμενο. Αυτό που με κάνει πλούσιο. Η οικογένειά μου.

Δημήτρης Χατζημακρής

xmas1

Ιστορία 2η    Η λάμψη των Χριστουγέννων 

 Ήταν μια παγωμένη και σκοτεινή μέρα των Χριστουγέννων. Κάθε άνθρωπος φτωχός ή πλούσιος, παιδί ή ενήλικας, άρρωστος ή υγιείς είχε μια γιορτινή διάθεση μέσα του, τουλάχιστον εκείνη  την εποχή. Αντίθετα εμένα με ενδιέφερε μονάχα το χρήμα και ο εαυτός μου, ξεχνώντας όλα τα υπόλοιπα που σε κάνουν άνθρωπο, κάτι που συνειδητοποίησα σχεδόν αργά. Έξω η χιονόπτωση δυνάμωνε από λεπτό σε λεπτό. Πολλοί κάτοικοι της πόλης ήταν εγκλωβισμένοι στα σπίτια τους δίχως βοήθεια. Εκείνη την στιγμή ενώ ήμουν κουκουλωμένη  στο κρεβάτι μου, παρατηρώντας το μισάνοιχτο παράθυρο του δωματίου μου, με πήρε ένας βαθύς ύπνος. Εκεί σκέψεις και συναισθήματα πλημμύριζαν το μυαλό μου. Η μοναχική μου ζωή περνούσε αδιάκριτα μπροστά από τα μάτια μου, μια ζωή άδεια από ανθρώπινες υπάρξεις και γεμάτη υλικά αγαθά που δεν είχαν πια αξία για εμένα. Μια φωτεινή λάμψη με διέκοψε περνώντας δίπλα από το κρεβάτι μου. Έκθαμβη από αυτό το γεγονός σηκώθηκα και τότε όλα γύρω μου άρχισαν να εξαφανίζονται. Μέσα μου κυριαρχούσε ο φόβος αφού κατάλαβα ότι αυτή η μαγική λάμψη με μετέφερε κάπου μακριά. Μάλλον στην μελλοντική μου κατάσταση αφήνοντάς με να ανακαλύψω το πελώριο λάθος που έκανα και συνέχιζα να κάνω ως τώρα. Στο σκοτεινό αυτό ταξίδι είδα φτωχικές οικογένειες γεμάτες αγάπη να γιορτάζουν τα Χριστούγεννα ξεχνώντας όλα τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν. Ξαφνικά ξύπνησα, ήταν μονάχα ένα όνειρο, ένα όνειρο που ήθελε να μου διδάξει κάτι το οποίο τόσα χρόνια με ταλαιπωρούσε…

Ιστορία 3η    Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία …

Τα περσινά Χριστούγεννα τα πέρασα στο χωριό της μαμάς στην Κεφαλονιά. Ένα μικρό γραφικό χωριουδάκι με όμορφα μικρά σπίτια, τα περισσότερα πληγωμένα από τον πρόσφατο σεισμό και λιγοστούς κατοίκους.

   Ξημέρωσε παραμονή Χριστουγέννων. Με πέντε, έξι παιδιά αποφασίσαμε να πούμε τα κάλαντα και όσα χρήματα μαζεύαμε, να τα δίναμε να αγοράσουμε δώρα για τα δυο παιδιά της κυρά Μαρίκας. Η κυρά Μαρίκα ήταν η πιο άτυχη του χωριού, γιατί το σπίτι της καταστράφηκε ολοσχερώς και έμενε πια σε ένα μικρό λυόμενο που της είχε παραχωρήσει ο δήμος. Πολύ πρωί, εφοδιασμένοι με σκούφους και γάντια γιατί το κρύο ήταν τσουχτερό δύο φυσαρμόνικες στο χέρι, για να στολίσουν τις φωνές μας και ένα χάρτινο κουτί στολισμένο με αστεράκια για τα χρήματα αρχίσαμε να χτυπάμε τις πόρτες των σπιτιών. Οι νοικοκυραίοι άνοιγαν πρόθυμα, γιατί ξέρανε για ποιο σκοπό λέγαμε τα κάλαντα. Πήγαμε και στα διπλανά χωριά και αργά το μεσημέρι επιστρέψαμε και γρήγορα ανοίξαμε το κουτί με το θησαυρό.

   Το απόγευμα κατεβήκαμε στη πόλη και αγοράσαμε δώρα. Δύο ζευγάρια παπούτσια, ένα μάλλινο φόρεμα για το κοριτσάκι, ένα κοστουμάκι για το αγόρι, μία κούκλα, έναν σιδηρόδρομο και πολλά μπαλόνια. Πήραμε τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα που έφτιαξε η μαμά και κατηφορίσαμε για το σπίτι της κυρά Μαρίκας.

   Την πόρτα άνοιξαν ο Θοδωρής και η Αννούλα δύο αγγελούδια με ρόδινα μάγουλα και μάτια που έλαμπαν σαν διαμάντια. Άνοιξαν τα κουτιά και τα δάχτυλά τους άρχισαν να ψάχνουν τα δώρα. Δεν χόρταιναν να τα βλέπουν. Πιο πέρα, η κυρά Μαρίκα σιωπηλή, κοιτούσε ευτυχισμένη μία τα παιδιά της και μία εμάς. Το φτωχικό σπίτι είχε γεμίσει χαρά και αγάπη.

- << Καλά Χριστούγεννα παιδιά και σας ευχαριστούμε! >> είπαν και οι τρεις με μια φωνή.

- << Καλά Χριστούγεννα! >> είπαμε και εμείς και φύγαμε χαρούμενοι και ικανοποιημένοι.

xxxmas

 

Σχολιάστε

Top