Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.

Το σύμβολο της 21 Απριλίου.

Το σύμβολο της 21 Απριλίου.

Στις 21 Απριλίου 1967, αξιωματικοί του στρατού, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, με τη συμμετοχή του ταξίαρχου τεθωρακισμένων Στυλιανού Παττακού και του συνταγματάρχη Νικόλαου Μακαρέζου, όπως και άλλων αξιωματικών του στρατού ξηράς, κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα, το οποίο οι ίδιοι ονόμαζαν «εθνοσωτήριο επανάσταση» ή «Επανάσταση της 21ης Απριλίου». Την πράξη τους, οι πραξικοπηματίες δικαιολόγησαν ως απαραίτητη προκειμένου να αποφευχθεί αναρχία την οποία σχεδίαζαν κεντροαριστερές ομάδες, υποστηρίζοντας ότι έχουν τρανταχτές αποδείξεις, τις οποίες όμως ποτέ δεν παρουσίασαν. Το δημοκρατικό πολίτευμα καταλύθηκε και στην χώρα επιβλήθηκε δικτατορία η οποία κράτησε για επτά χρόνια. Στις 24 Ιουλίου 1974, η ξαφνική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο ανάγκασε το καθεστώς της Χούντας του Ιωαννίδη ο οποίος είχε ανατρέψει τον Παπαδόπουλο, να εγκαταλείψει την εξουσία. Η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, με το Δ΄ ψήφισμα στις 8 Ιανουαρίου 1975 χαρακτήρισε την κίνηση της 21ης Απριλίου 1967 πραξικόπημα. Οι τρεις πρωταίτιοι καταδικάστηκαν σε θάνατο ως στασιαστές, ποινή που μετατράπηκε σε ισόβια με απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή. Ο συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός και ο συνταγματάρχης Νικόλαος Μακαρέζος συναντήθηκαν στο αρχηγείο των τεθωρακισμένων στο Γουδή, στις 11.30΄ της Πέμπτης 20ης Απριλίου. Ο Παπαδόπουλος δεν είχε λάβει ακόμα κάποιες πληροφορίες και πρότεινε να αναβάλουν το πραξικόπημα κατά είκοσι τέσσερις ώρες. Ο Παττακός αρνήθηκε κι η διαφωνία τους κράτησε αρκετή ώρα. Τελικά ο Παττακός ανακοίνωσε στους άλλους συνωμότες ότι εκείνος θα ξεκινούσε το κίνημα είτε τον ακολουθούσαν, είτε όχι και τότε συμφώνησαν κι οι υπόλοιποι. Ωστόσο, το πραξικόπημα είχε ήδη καθυστερήσει κατά μία ώρα και οι πρώτες μετακινήσεις μονάδων άρχισαν μετά τη 1 π.μ. O λόγος που δίσταζε ο Παπαδόπουλος ήταν γιατί το μεσημέρι της ίδιας μέρας κάποιος είχε τηλεφωνήσει ανώνυμα στη γυναίκα του συνταγματάρχη Λάζαρη και της είχε πει ότι η πολιτική ηγεσία ήξερε για τη βραδινή κίνηση. Την ίδια μέρα, ο αρχηγός Στρατού Γρ. Σπαντιδάκης κάλεσε σε σύσκεψη 6 αντιστράτηγους, τους πιο έμπιστους, και τους τόνισε ότι έφτασε η ώρα για επέμβαση του στρατού. Όλοι συμφώνησαν μαζί του και τον εξουσιοδότησαν να συναντηθεί με τον Κωνσταντίνο και να του ζητήσει εκ μέρους όλων να δώσει την εντολή εκτέλεσης του σχεδίου «Ιέραξ ΙΙ» για τη διενέργεια του πραξικοπήματος. Κανόνισαν νέα σύσκεψη έπειτα από ένα τετραήμερο, για τη Δευτέρα 24 Απριλίου, αν μέχρι τότε ο βασιλιάς δεν είχε διατάξει να γίνει το πραξικόπημα. Η CIA ήταν πλήρως ενημερωμένη για το περιεχόμενη της σύσκεψης των στρατηγών. Σύμφωνα με αμφιλεγόμενης αξιοπιστίας μαρτυρίες από τον κύκλο των πραξικοπηματιών και δη του Στυλιανού Παττακού, ο οποίος είχε τη μικρότερη γνώση των πραγματικών παρασκηνίων της συνωμοσίας, ο αντιστράτηγος Ζωιτάκης ενημέρωσε τον Νικόλαο Μακαρέζο για την απόφαση των στρατηγών να στείλουν τον Σπαντιδάκη στον Κωνσταντίνο κι έτσι οι συνταγματάρχες αποφάσισαν να κάνουν το δικό τους πραξικόπημα την ίδια κιόλας νύχτα, για να προλάβουν το πραξικόπημα των στρατηγών.Πρώτα κινήθηκαν τα τμήματα των καταδρομέων. Αποτελούσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της επιτυχίας του κινήματος, που θα είχε πιθανότητες επικράτησης μόνο αν οι μονάδες αυτές κατόρθωναν να καταλάβουν όλα τα τηλεπικοινωνιακά κέντρα χωρίς να δοθεί το σήμα συναγερμού. Δεν έπρεπε να ειδοποιηθούν και να κινητοποιηθούν ο βασιλιάς, οι στρατηγοί και η κυβέρνηση πριν ολοκληρωθούν οι βασικοί στόχοι του κινήματος. Οι τηλεπικοινωνίες –κτίριο της ΕΡΤ, τηλεόραση, ραδιοφωνικοί σταθμοί, τηλεφωνικό κέντρο και στρατιωτικές εγκαταστάσεις ασυρμάτου- κατελήφθησαν μεταξύ 1 και 1.30΄ π.μ. χωρίς να δοθεί το σήμα του συναγερμού. Στους δρόμους επικρατούσε ησυχία, αφού δεν είχαν ακόμα κινηθεί τα τανκς και δεν κυκλοφορούσαν ομαδικά διάφορα στρατιωτικά καμιόνια. Οι στρατιώτες μετακινούνταν γρήγορα και αθόρυβα, κατά μικρές ομάδες, στους προκαθορισμένους στόχους δίχως να κινούν την προσοχή ή την περιέργεια. Ένα τζιπ γεμάτο στρατιώτες δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο στους αθηναϊκούς δρόμους. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά οι στρατιώτες της χούντας είχαν θέσει υπό το λειτουργικό έλεγχό τους όλα τα τηλεπικοινωνιακά κέντρα.Αργά το μεσημέρι οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία. Ο βασιλιάς δέχτηκε να αναλάβουν υπουργεία στρατιωτικοί και οι πραξικοπηματίες δέχτηκαν να γίνει πρωθυπουργός μη στρατιωτικός. Ο Κωνσταντίνος πρότεινε τον Κωνσταντίνο Κόλλια, εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η επιλογή προκάλεσε γενική έκπληξη, ο δε Παπαδόπουλος αναγκάστηκε να ρωτήσει ποιος ήταν αυτός ο Κόλλιας. Ο Γρηγόριος Σπαντιδάκης ανέλαβε υπουργός Άμυνας με υφυπουργό τον στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη και οι συνωμότες Γ. Παπαδόπουλος υπουργός Προεδρίας, Στυλ. Παττακός υπουργός Εσωτερικών και Νικ. Μακαρέζος υπουργός Συντονισμού.Το καθεστώς που επιβλήθηκε στην Ελλάδα από τον Απρίλιο του 1967 έως τον Ιούλιο του 1974 έμεινε γνωστό ως «Δικτατορία των Συνταγματαρχών» ή «Χούντα των Συνταγματαρχών» ή «επταετία». Οι υποστηρικτές του το αποκαλούν «Επανάσταση της 21ης Απριλίου». Το νέο καθεστώς προχώρησε από τις πρώτες ώρες σε κήρυξη στρατιωτικού νόμου για αόριστο χρονικό διάστημα, απαγόρευση κάθε πολιτικής δραστηριότητας και καθιέρωση αυστηρής λογοκρισίας. Όσοι εξέφραζαν την αντίθεσή τους παραπέμπονταν σε έκτακτα στρατοδικεία. Πολλοί συλλαμβάνονταν χωρίς δικαστικό ένταλμα, κρατούνταν χωρίς την απαγγελία κατηγοριών και αντιμετώπιζαν βασανιστήρια. Παρά τις εξαγγελίες τους, οι δικτάτορες προετοίμαζαν το έδαφος για μακρόχρονη παραμονή τους στην εξουσία, προβαίνοντας σε μαζικές εκκαθαρίσεις αντιφρονούντων ή υπόπτων σε πολλούς τομείς, στη δημόσια διοίκηση, στην παιδεία, σε οργανισμούς και κυρίως στις ένοπλες δυνάμεις.Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το καλοκαίρι του 1974, ξεκίνησε δικαστική διερεύνηση που αφορούσε τα γεγονότα του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Οι ποινικές διώξεις κατά των πρωταιτίων της δικτατορίας δεν έγιναν αυτεπάγγελτα από κάποια δικαστική αρχή ή κυβερνητική πρωτοβουλία αλλά ύστερα από μηνύσεις ιδιωτών. Ωστόσο, για να φτάσουν οι υποθέσεις αυτές στην αίθουσα του δικαστηρίου χρειάστηκε να εκδοθούν από την κυβέρνηση μία σειρά από διατάγματα και συντακτικές πράξεις. Αυτοί οι νόμοι ακύρωναν την αμνηστία που είχαν χορηγήσει στον εαυτό τους οι δικτάτορες κατά τη διάρκεια της επταετίας ενώ ταυτόχρονα εξαιρούσαν τις πράξεις τους από την αμνήστευση των υπόλοιπων πολιτικών εγκλημάτων του παρελθόντος. Η κυριότερη δίκη ήταν αυτή των επικεφαλής πραξικοπηματιών η οποία έλαβε χώρα στο πενταμελές εφετείο Αθηνών το καλοκαίρι του 1975. Άλλες δίκες αφορούσαν τους φόνους της Μαρίας Καλαβρού, του Βασίλη Πεσλή και του Παναγιώτη Ελή.Στις 9 Σεπτεμβρίου 1974 υποβλήθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα η πρώτη μήνυση για το πραξικόπημα από τον δικηγόρο Αλέξανδρο Λυκουρέζο κατά 15 ατόμων. Οι κατηγορία εναντίον τους ήταν εσχάτη προδοσία, κατά παράβαση των άρθρων 134, 8α και 8β του Ποινικού Κώδικα. Η μήνυση αυτή, δυο μέρες αργότερα, διαβιβάστηκε από την Εισαγγελία Αθήνας στην Στρατιωτική Δικαιοσύνη, επειδή οι μηνυθέντες όταν τέλεσαν τα αδικήματα ήταν στρατιωτικοί.

Παναγιώτης Ψυχογυιός, Γιώργος Περίδρομος, Χρήστος Σίνος.

Σχολιάστε

Top