O μονόλογος ενός μετανάστη: «Μια απλή ρουτίνα»

μετανάστες

του Μιχάλη Ραφτόπουλου (Β3)

            Ξύπνησα από το φως του ήλιου. Δεν έχω ξυπνητήρι. Σηκώθηκα από το κρεβατάκι μου, ντύθηκα, πλύθηκα και έφαγα μια φέτα ψωμί για πρωινό. Κοίταξα το ρολόι στον άδειο τοίχο. Έξι και μισή το πρωί. Είχα αρκετό χρόνο μπροστά μου. Είχα αρκετή ώρα μέχρι ο κόσμος ν΄αρχίσει να πηγαίνει στις δουλειές του, άρα και στο φανάρι μου. Δεν είναι στ” αλήθεια δικό μου, αλλά αφού περνάω τις περισσότερες ώρες της ζωής μου δίπλα του…

            Βγήκα απ” το διαμέρισμα και κατέβηκα τις σκάλες της πολυκατοικίας. Μισή ώρα ακόμα… Περπάτησα για λίγο. Πήγα μέσα απ” το πάρκο. Πέρασα τη διάβαση… Είδα μια μητέρα να πηγαίνει το παιδί της σχολείο. Με κοίταξε για μια στιγμή, αλλά αμέσως έκανε την αδιάφορη. Όμως, εγώ παρατήρησα ότι έσφιξε ασυνείδητα το χέρι της κόρης της. Φαντάσου! “Χασάν: ο τρόμος των πολιτών.  Μια μέρα θα κατακτήσει τον κόσμο.” ΟΚ, ΟΚ ηρέμισε. Πολλά θα γίνουν μια μέρα…

            Έφτασα στο πόστο μου. Ένα φανάρι σε μια διασταύρωση κοντά στο σχολείο. Ετοίμασα τον εξοπλισμό μου, που τον είχα κρυμμένο σ΄ έναν θάμνο πιο δίπλα. Βασικά, τι εξοπλισμός; Ένας κουβάς με σαπουνόνερο κι αυτό το κοντάρι για να καθαρίζεις τζάμια, που παρεμπιπτόντως ακόμα δεν έχω μάθει πώς λέγεται, παρόλο που το χρησιμοποιώ δύο χρόνια τώρα. Αυτά τα ελληνικά…

            Το φανάρι έλαμψε κόκκινο. Η σήμανση της έναρξης της ρουτίνας μου. Οι οδηγοί νευριασμένοι, εγώ ευχαριστημένος, όπως πάντα. Δοκιμάζω τον πρώτο μου “πελάτη”. Περιέργως, μου χαμογέλασε και είπε “Άντε έλα, είναι βρόμικο έτσι κι αλλιώς”. Καλή αρχή! Η ημέρα συνέχισε φυσιολογικά: Κάποιοι δέχονταν και με άφηναν να τους καθαρίσω τα τζάμια, δυο-τρεις καλόκαρδοι με λυπήθηκαν και μου έδωσαν και ένα ευρώ φιλοδώρημα, αλλά οι περισσότεροι απλά γύριζαν το κεφάλι και έκαναν πως δεν με βλέπανε. Ακόμα κι εκείνος με τις, τουλάχιστον, πέντε κουτσουλιές στο μπροστινό τζάμι του μου είπε: “’Ντάξει, καθαρό είναι”

            Δεν καταλαβαίνω τι κάνω λάθος. Μήπως βρομάω; Αποκλείεται, πριν από μια βδομάδα έκανα μπάνιο. Μήπως μυρίζει η ανάσα μου; Αλλά μπας και τρώω και τίποτα για να μυρίζει; Μήπως φταίει που είμαι μαύρος; Μπα, τον τελευταίο καιρό όλοι οι διάσημοι ράπερς μαύροι είναι. Ένας νεαρός, στην ηλικία μου, περνώντας με κόκκινο, μου πέταξε ένα πλαστικό μπουκάλι και φώναξε “ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΣΟΥ!” Μα καλά, αυτό δεν προσπαθώ κι εγώ να κάνω;

 

Το κείμενο του Μιχάλη δημιουργήθηκε στο πλαίσιο άσκηση δημιουργικής γραφής στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.

Σχολιάστε

Top