«Μονόλογοι Προσφύγων»

petres_siria

«Δεν ανήκω πουθενά», του Δημήτρη Δρογκάρη (Β3)

Είναι θλιβερό… Κάθομαι σε ένα παγκάκι, στο κέντρο μιας μεγάλης πόλης. Μόνος. Κοιτάζοντας τους περαστικούς. Όλοι φαίνεται έχουν κάπου να πάνε. Εκτός από μένα. Εγώ δεν πρέπει να είμαι κάπου, δεν με θέλουν κάπου, δεν με περιμένουν κάπου. Εγώ δεν ανήκω εδώ, δεν ανήκω πουθενά…
Είμαι τώρα μόνος και κάθε πρόσωπο για το οποίο νοιαζόμουν βρίσκεται περίπου διακόσια μέτρα κάτω από την επιφάνεια του Αιγαίου. Είναι πραγματικά διαφορετικός ο θάνατος από πνιγμό από το θάνατο από βόμβες ή σφαίρες; Γιατί τόσοι άνθρωποι πληρώσαμε εκατοντάδες ακόμα και χιλιάδες ευρώ για μια θέση σε μια βάρκα θανάτου; Αλλά όλοι αυτοί οι άνθρωποι που περνάνε μπροστά μου φαντάζουν ανέγγιχτοι από τις τραγωδίες αυτές και από την παρουσία μου. Ζουν στη δική τους γυάλα, με τα δικά τους προβλήματα και εγώ δεν αποτελώ μέρος τους.
Η χώρα στην οποία θέλω να πάω είναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, αλλά εγώ είμαι κολλημένος εδώ, εδώ. Όμως γιατί; Κανείς δεν ξέρει γιατί. Μπορεί να φταίει ο πόλεμος, μπορεί η μοίρα, δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω πως δεν ανήκω εδώ, δεν ανήκω ΠΟΥΘΕΝΑ…

 

«Σκέψεις ενός πρόσφυγα», του Νίκου Ξύδη (Β3)

Περιπλανιέμαι στην Αθήνα. Αναρωτιέμαι ποιος είμαι και πού πάω….
Είμαι ένας Σύριος πρόσφυγας που έχω καταφύγει στην Αθήνα με σκοπό να ταξιδέψω στην Γερμανία. Το όνομά μου είναι Σιχάν.
Καθώς περπατάω στην πόλη, σκέφτομαι, περιεργάζομαι και ερευνώ τρόπους για να καταφέρω να φύγω. Να μπορέσω επιτέλους να φτάσω στην Κεντρική Ευρώπη που ήταν και ο αρχικός προορισμός και στόχος μου.
Σε τούτη την πόλη, πολλοί άνθρωποι είναι φιλόξενοι και αλληλέγγυοι, αλλά κάποιοι άλλοι είναι αγενείς, υβριστικοί και κάποιες φορές βίαιοι. Τα πράγματα είναι δύσκολα!
Καθώς περνάω από την Ακρόπολη, βλέπω ανθρώπους να γελάνε, να συζητάνε χωρίς έγνοιες, αμέριμνοι. «Πόσο καιρό έχω να νιώσω έτσι;» Θυμάμαι τότε που ήμουν στην πατρίδα μου την Συρία πριν τον πόλεμο. Τι ωραίες που ήταν οι μέρες εκείνες!
Οι συνθήκες που ζω τώρα είναι πολύ διαφορετικές και πολύ πιο σκληρές και μου φέρνουν μελαγχολία. Όμως δεν σταματώ να ελπίζω πως τελικά θα καταφέρω να ζήσω ειρηνικά ένα καλύτερο αύριο μαζί με την οικογένειά μου.

 

«Ακίμ: από τη Συρία στην Αθήνα με προορισμό μία καλύτερη ζωή» της Άννας Μπούτου (Β3)

Κοντεύει να νυχτώσει. Βρίσκομαι στην Ομόνοια, μια πλατεία στο κέντρο της Αθήνας, πρωτεύουσας της χώρας που μας φιλοξενεί, της Ελλάδας. Διανυκτερεύουμε σε σκηνές και προσπαθούμε να ζεσταθούμε με ό,τι βρει ο καθένας. Τη νύχτα κάνει πολύ κρύο και πολλές φορές δεν μπορώ να κοιμηθώ. Το μόνο που έχω είναι η χρωματιστή κουβερτούλα που μου είχε ράψει κάποτε η μαμά μου στη Συρία. Έχω ακούσει από άλλους πως θα μεταφερθούμε σε κέντρα φιλοξενίας, μα ως τώρα δεν έχει γίνει τίποτα ακόμα.
Περπατώ στα στενά να ξεμουδιάσουν τα πόδια μου. Όλη μέρα κάθομαι. Δεν έχω τίποτα να κάνω, κανέναν να μιλήσω. Προχωρώντας κοιτώ τις βιτρίνες των μαγαζιών που έκλεισαν πριν από λίγο. Κοντοστέκομαι σε ένα χρυσοχοείο και βλέπω το είδωλό μου στη βιτρίνα. Το κοιτώ για αρκετή ώρα. Έπειτα αρχίζω να σκέφτομαι ποιος είμαι, ποιος ήμουν… Με λένε Ακίμ και είμαι 12 ετών. Από τη ζωή μου στη Συρία δε θυμάμαι πολλές καλές στιγμές γιατί ξέσπασε πόλεμος. Θυμάμαι όμως, όταν ήμουν μικρός τη μανούλα να μου τραγουδάει ένα γλυκό τραγούδι για να με νανουρίσει. Η βαθιά και μελωδική φωνή της έρχεται στα αυτιά μου. Δακρύζω. Αχ, μανούλα! Συνεχίζω να περπατώ και η ζωή μας περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Η μητέρα μου, τόσο όμορφη, να είναι στο σπίτι και να ετοιμάζει το φαγητό μας, ενώ εγώ και τα αδέλφια μου να παίζουμε ανέμελοι στην αυλή. Έπειτα, όταν γύριζε ο πατέρας καθόμασταν όλοι στο τραπέζι και συζητούσαμε. Ήμασταν πολύ αγαπημένη οικογένεια. Σχολείο πήγα λίγα χρόνια, μα δεν πρόλαβα να το τελειώσω. Ξέσπασε πόλεμος και τα γκρέμισε όλα. Κρυβόμασταν ολημερίς για να μη χτυπηθούμε από τους βομβαρδισμούς. Έβγαινε μόνο ο πατέρας για να φέρνει φαγητό. Και μια μοιραία μέρα, καθώς γύρναγε, μπλέχτηκε σε μια συμπλοκή και σκοτώθηκε από σφαίρα… Τότε η μητέρα πήρε την απόφαση να φύγουμε για να προστατευτούμε. Δυστυχώς μάς έπιασε μεγάλη θαλασσοταραχή στη διαδρομή και η μητέρα, καθώς και άλλοι Σύριοι, πνίγηκε… Εγώ και τα αδέλφια μου χωριστήκαμε. Δεν ξέρω πού είναι τώρα, αν ζουν, αν είναι καλά. Αρχίζω να κλαίω. Κάθομαι σε ένα παγκάκι και συνεχίζω τις σκέψεις μου. Ήμουν ορφανός πια. Έπρεπε να πάρω τη ζωή στα χέρια μου. Φτάνοντας στον Πειραιά ανέπνευσα με ανακούφιση. Μεταφέρθηκα μαζί με πολλούς άλλους στην Ομόνοια όπου και είμαι τώρα. Έπειτα άρχισε η ζωή μου όπως την ξέρω εδώ.
Σηκώνομαι, συνεχίζω να περπατώ και φτάνω στην πλατεία Συντάγματος. Βλέπω τα φώτα των αυτοκινήτων στη λεωφόρο Αμαλίας. Αχ, ξαναθυμάμαι την όμορφη Συρία. Είχε κι αυτή μεγάλους και φωτεινούς δρόμους με αυτοκίνητα. Γιατί να μην μπορώ να γυρίσω πίσω στην παλιά μου ζωή μαζί με όλους όσους αγαπώ; Νοσταλγώ τόσο πολύ την πατρίδα. Λυπάμαι όταν σκέφτομαι τον πόλεμο. Θέλω πίσω τα αδέλφια μου, τη μητέρα μου τον πατέρα μου! Γιατί να μην μπορώ να ζήσω μια ζωή σαν ένα φυσιολογικό παιδί όπως τόσα άλλα στον κόσμο;
Έχει νυχτώσει όμως και πρέπει να γυρίσω πίσω. Στο δρόμο δε σταματώ να σκέφτομαι πόσο κακός είναι ο πόλεμος και πόσο απερίσκεπτοι είναι οι άνθρωποι για να πολεμούν. Πρέπει όμως να σταματήσω να σκέφτομαι το παρελθόν, να προσπαθήσω να φτιάξω εγώ μια καλύτερη ζωή. Να κάνω τους γονείς μου περήφανους ακόμα κι εκεί που βρίσκονται τώρα. Μα πάντα θα τους έχω κοντά μου, στο πλευρό μου, βοηθούς σε ό,τι κάνω στη ζωή μου. Στο λαιμό μου κρέμεται το χρυσό μενταγιόν της μητέρας μου, το μόνο που κατάφερα να σώσω από τα πράγματά της. Το ανοίγω και βλέπω την οικογενειακή μας φωτογραφία. Θα είστε πάντα δίπλα μου. Θα φοράω το μενταγιόν και δε θα σας ξεχάσω. Ούτε θα σας απογοητεύσω. Είπα και κράτησα σφιχτά στο χέρι μου το μενταγιόν και έκλεισα για λίγο τα μάτια. Και ξαναξεκίνησα να περπατώ για να γυρίσω στη σκηνή.

Σχολιάστε

Top