Πόσο επίκαιρη είναι η τραγωδία «Ελένη» του Ευριπίδη;

250px-Euripides_Pio-Clementino_Inv302

Η Ειριάνννα, ο Αδάμ και η Μαριλένα,  μαθητές της Γ, αρθρογραφούν με φόντο την τραγωδία του Ευριπίδη ΕΛΕΝΗ.

1) «Eυριπίδης: 5ος αι.π.Χ. με άπειρο….Ένα σχόλιο για τη δουλεία» της Ειριάννας Σοκόλη (Γ4)

Μελετώντας την τραγωδία «Ελένη» του Ευριπίδη, διαπιστώνουμε πόσο μπροστά ήταν ο αρχαίος αυτός ποιητής από την εποχή του. Τόλμησε να θίξει θέματα ταμπού για την εποχή του όπως ο πόλεμος, τα δεινά της ομορφιάς, η ύπαρξη των θεών, η αξία της μαντικής τέχνης, η δουλεία. Η σκέψη του, επαναστατική και ορθολογική,  καταφέρνει να μας καθηλώνει. Ποιος θα μας το έλεγε ότι ένας τόσο «παλιός» ποιητής, θα μπορούσε να μας αγγίξει με τα έργα του ακόμα και σήμερα?

Ιδιαίτερα σημαντικό θεωρώ το απόσπασμα από την τραγωδία «Ελένη» που αναφέρεται στο θέμα της δουλείας. Ο Ευριπίδης θεωρεί αποδεκτή τη σωματική δουλεία, όχι όμως την ψυχική. Λέει πως το σώμα μπορεί να υπακούει στο αφεντικό του, όμως η ψυχή και το μυαλό μπορούν ελεύθερα, να βρίσκονται, όπου θέλουν. Η φράση του αγγελιαφόρου «Λεύτερος δεν είμαι, λεύτερη όμως έχω την ψυχή», πιστεύω ότι αγγίζει κάθε άνθρωπο σε κάθε εποχή, σε κάθε κοινωνική τάξη και ηλικία.

Άλλωστε, όταν το σώμα μας είναι παγιδευμένο, πού καταφεύγουμε; Στην ελευθερία του νου μας!! Και αυτό, το κάνει ο καθένας από εμάς: Από τους δούλους της αρχαιότητας ως τους αιχμαλώτους ενός πολέμου. Από τον παππού με το ανήμπορο πια σώμα, με το παιδικό όμως μυαλό ως τον απλό μαθητή, καρφιτσωμένο σε μια καρέκλα με το μυαλό του μίλια μακριά. Από τον λαό που έχει καταδικαστεί σ” ένα καθεστώς ή μια παράλογη κοινωνία, ως τον καταπιεσμένο έφηβο, εκείνον τον εγκλωβισμένο πίσω από τα σίδερα της ρουτίνας του σχολείου και της πίεσης, που όμως το μυαλό του είναι ελεύθερο, τρέχει μακριά και παίρνει και την ψυχή μαζί του και  ζει μόνο του, μακριά από τα δεσμά και τις υποχρεώσεις του σώματος. Δεν υπακούει, δεν υπακούει ούτε το μυαλό στο σώμα, ούτε η ψυχή, γιατί είναι ελεύθερα, και αυτή η ελευθερία δεν έχει όρια.

Το ήξερε αυτό ο Ευριπίδης, γιατί η ελευθερία αυτή υπήρχε τότε, υπάρχει και τώρα, θα υπάρχει για πάντα. Την ένιωσε ο Ευριπίδης, όπως την ένιωσαν τόσοι άνθρωποι και παλιά και τώρα. Άνθρωποι πλούσιοι, φτωχοί, νέοι, γέροι, απλοί, καθημερινοί. Άνθρωποι που απλά προσπαθούν να ξεφύγουν από τα δεσμά που τους κρατάνε, προσπαθούν να ξεφύγουν από το σώμα που τους καθηλώνει.. Και ο μόνος τρόπος να το κάνουν αυτό, είναι η ελευθερία που τους δίνει η ψυχή. «Γιατί λεύτεροι μπορεί να μην είμαστε, λεύτερη έχουμε όμως την ψυχή…»

ΕΛΕΝΗ_untitled

2) «Ευριπίδης, ένας σύγχρονος φιλόσοφος», του Α. Φώτου (Γ4)

Διαβάζοντας την ευριπίδεια τραγωδία Ελένη δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει με την άποψη που θέλει τον Ευριπίδη φιλόσοφο από σκηνής, και μάλιστα απρόσμενα σύγχρονο. Από το στόμα των ηρώων του ακούγονται φιλοσοφικοί στοχασμοί πάνω σε θέματα που απασχολούσαν και απασχολούν τους ανθρώπους και η Ελένη είναι ένα θαυμάσιο τέτοιο δείγμα θεατρικού έργου, με στόχο ολοφάνερα παιδευτικό.

Κυρίαρχο θέμα, που διαπερνά όλη την τραγωδία, είναι η αντίθεση ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και το «είναι». Κάποιοι από τους ήρωες αγνοούν την αλήθεια, βρίσκονται σε άγνοια, ενώ άλλοι γνωρίζουν. Αυτοί που βρίσκονται στην άγνοια πιστεύουν ό,τι βλέπουν- το φαίνεσθαι- ενώ αυτοί που γνωρίζουν, ξέρουν τι κρύβεται πίσω από το φαίνεσθαι και αναζητούν το είναι. Το ζήτημα είναι αναμφίβολα διαχρονικό: συχνά η ωραία εικόνα οδηγεί σε λανθασμένες κρίσεις και αποφάσεις, όμως η ευβουλία, η ορθή κρίση και απόφαση, δεν μπορεί να στηρίζεται στα φαινόμενα, γιατί αυτά απατούν. Απαιτεί βαθύ συλλογισμό που θα στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα.

Από τον απλοϊκό, επίσης, αγγελιαφόρο, στο δεύτερο επεισόδιο της τραγωδίας, ακούγονται διαχρονικές αλήθειες. Η ευτυχία και η δυστυχία είναι μοιρασμένες στη ζωή· άλλοτε συντροφεύουν τον ένα και άλλοτε βασανίζουν τον άλλο, μα ποτέ η τύχη του ανθρώπου δεν παραμένει η ίδια. Ο άνθρωπος πορεύεται ανάμεσα στην καλή και την κακή τύχη και δοκιμάζεται, συχνά άδικα, από τους θεούς. Καμία κατάσταση δεν είναι μόνιμη στη ζωή του ανθρώπου· όλα μεταβάλλονται. Η ζωή του ανθρώπου χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα και αστάθεια, δηλαδή τη συνεχή εναλλαγή θετικών και αρνητικών καταστάσεων. Πώς να μην θυμηθεί κανείς τον νεότερο Ερωτόκριτο; ”Του κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν/και του τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν/με του καιρού τα αλλάματα, που αναπαημό δεν έχουν/μα στο καλό κι εις το κακό περιπατούν και τρέχουν…»

Κι αν κάποιος p;ali επιθυμεί να μάθει τι του επιφυλάσσει η ζωή και βρίσκει καταφύγιο στους κάθε είδους προφήτες και μάντεις, αυτό, τονίζει ο αγγελιαφόρος, είναι ανόητο και συχνά επικίνδυνο. Οι άνθρωποι θα πρέπει, απαλλαγμένοι από προλήψεις και δεισιδαιμονίες, να βασίζονται σε όσα υπαγορεύουν η λογική και η ευθυκρισία, η σύνεση, ο ορθός λόγος και η εργατικότητα. Αυτά είναι οι μόνοι προφήτες που μπορούν να εμπιστεύονται.

Από τους στίχους του Ευριπίδη δεν λείπει και ένα σχόλιο για τη φυσική ισότητα των ανθρώπων. Από το στόμα του δούλου αγγελιαφόρου ακούμε:«το γεγονός ότι είμαι δούλος, δεν σημαίνει ότι είμαι κατώτερος άνθρωπος, ηθικά και πνευματικά». Η σωματική ανελευθερία δεν συνεπάγεται και την ανικανότητα για πνευματική ελευθερία. Ελεύθερος είναι εκείνος που έχει ελεύθερη ψυχή και επιλέγει με φρόνημα αδούλωτο τις πράξεις του. Και μόνο με αυτές ως κριτήριο μπορεί κανείς να χαρακτηριστεί καλός ή κακός, και όχι με βάση την κοινωνική του θέση.

Τέλος, δεν πρέπει να μας διαφύγει το γεγονός ότι η Ελένη στο σύνολό της θίγει τη ματαιότητα του πολέμου. Ο πόλεμος έγινε για ένα είδωλο, για ένα πουκάμισο αδειανό. Και ο Ευριπίδης είναι κατηγορηματικός: οι άνθρωποι είναι ασυγχώρητοι και αφελείς που πιστεύουν σε ίσκιους, εξαπατώνται από κούφιες ιδέες και κηρύσσουν πολέμους.

Όταν δίδαξε ο Ευριπίδης την Ελένη, απευθυνόταν στους Αθηναίους πολίτες που βίωναν τις οδυνηρές συνέπειες της μεγάλης ήττας τους στην υπεροπτική σικελική εκστρατεία. Τα λόγια που έβαλε στο στόμα των ηρώων του είχαν αποδέκτες ανθρώπους που ξεγελάστηκαν από την ωραία εικόνα και τα ωραία λόγια των πολιτικών, που δεν διέθεταν ως κοινότητα αυτογνωσία αλλά ζούσαν στην άγνοια, που εμπιστεύτηκαν μάντεις και θυσίες, που ένιωθαν ανώτεροι από τους αντιπάλους τους και που είχαν την αφελή εντύπωση ότι ο πόλεμος θα τους χαρίσει μόνον νίκη! Αξίζει κανείς να κάνει τη σύγκριση με τη σύγχρονη εποχή και να αναζητήσει τις αναλογίες. Τότε θα συνειδητοποιήσει, νομίζω, για ποιο λόγο ο Ευριπίδης είναι ένας φιλόσοφος αναμφίβολα σύγχρονος.

imagesN9U3OP3A

3) «Το Είναι και το Φαίνεσθαι», της Μαριλένας Μπαρλαμπά (Γ3)

            Το είναι και το φαίνεσθαι του ατόμου είναι ένα θέμα που από πολύ παλιά απασχολεί την ανθρωπότητα. Στη μυθολογία ήδη έχουμε το Νάρκισσο, ο οποίος αρεσκόταν τόσο στην εικόνα του, που, προκειμένου να την αγγίξει, οδηγήθηκε στον πνιγμό. Ο Ευριπίδης αφιερώνει ολόκληρο το έργο του Ελένη πάνω σε αυτό. Παρουσιάζει, δηλαδή, μια «καινή» Ελένη, που δεν πήγε ποτέ της στην Τροία ούτε πρόδωσε τον άντρα της, αλλά περίμενε στην Αίγυπτο, στο παλάτι του Πρωτέα, όπου οι Θεοί την είχαν οδηγήσει. Έτσι, το είναι της Ελένης, η πραγματική Ελένη παρέμεινε αθώα και πιστή στον άντρα της και την πατρίδα της. Από την άλλη, το φαίνεσθαι της Ελένης, ένα είδωλο που οι Θεοί είχαν πλάσει πήγε στην Τροία και ήταν μάλιστα η πραγματική αιτία του πολέμου μεταξύ Αχαιών και Τρώων. Παρόλα αυτά, η εποχή μας είναι μια εποχή, όπου ο κόσμος της εικόνας και του φαίνεσθαι κυριαρχεί, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να αγνοούν πολλές φορές το είναι του άλλου, πράγμα που επιβραδύνει την πνευματική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή …

            Τι εννοούμε λέγοντας είναι και φαίνεσθαι και ποια η διαφορά μεταξύ τους; Το είναι αντιπροσωπεύει το πραγματικό και το αληθινό. Δηλώνει την πραγματική και βαθύτερη αξία των πραγμάτων, δηλώνει τι πραγματικά είναι κάποιος ανεξάρτητα από αυτό που αυτός θέλει να παρουσιάσει ή να δείξει. Αντίθετα, το φαίνεσθαι αντιπροσωπεύει το ψεύτικο, το εικονικό, το αληθοφανές και επιφανειακό, αυτό που βγάζει κάποιος στην επιφάνεια και όχι αυτό που κάποιος είναι στ’ αλήθεια.

            Όπως  προαναφέρθηκε η εποχή του σήμερα επιτρέπει περισσότερο από κάθε άλλη στο φαινόμενο είναι-φαίνεσθαι να εισχωρήσει στις ζωές των ανθρώπων. Οι άνθρωποι στη σημερινή εποχή παρουσιάζουν μια προσκόλληση στο φαινομενικό, κοιτούν, δηλαδή, μονάχα στην επιφάνεια και αγνοούν το αληθινό. Το γεγονός αυτό οφείλεται, αφενός στην εικόνα που έχει κυριαρχήσει, μέσω κυρίως των ΜΜΕ, της προπαγάνδας και της διαφήμισης και αφετέρου, στο ότι το φαίνεσθαι είναι πάντοτε πιο λαμπερό, πιο όμορφο, με αποτέλεσμα να προτιμάται και να αποτελεί το μοναδικό στόχο κάθε ατόμου. Η κατάσταση αυτή αποτελεί πολλές φορές πηγή δημιουργίας στερεοτύπων που έχουν να κάνουν με την εξωτερική και μόνο εμφάνιση κάποιων ανθρώπων, πράγμα που οδηγεί και στην περιθωριοποίησή τους, αλλά και κρίσεων και ασθενειών που εμφανίζονται –κατά κύριο λόγο- σε νέα παιδιά.

            Τα νέα αυτά παιδιά ζουν σε έναν κόσμο που το όμορφο μπορεί να τους χαρίσει τα πάντα. Τα πρότυπα που έχουν, τα ακούσματά τους, οι καταστάσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι έχουν όλα να κάνουν με το εξωτερικά ωραίο. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει ότι έφηβες κοπέλες πάσχουν από νευρική ανορεξία ή ότι έφηβα αγόρια παίρνουν αναβολικά και άλλες τέτοιων ειδών ουσίες; Καθημερινά τέτοια φαινόμενα παρουσιάζονται σε χιλιάδες παιδιά, σε κάθε γωνιά της Γης και είναι όλα αποτέλεσμα της νοοτροπίας των παιδιών ότι αν δεν πληρούν τις «προϋποθέσεις» που πρέπει κάποιος να έχει για να θεωρηθεί «όμορφος και ωραίος», τότε δεν θα γίνουν αποδεκτοί, θα γίνουν ανεπιθύμητοι. Οι «προϋποθέσεις» αυτές βέβαια είναι τελείως υποκειμενικές, αλλά και λανθασμένες αφού οδηγούν σε μια ομοιομορφία μεταξύ των ανθρώπων στις διάφορες κοινωνίες και απορρίπτουν τις μικρές διαφορές που κάνουν τον καθένα ξεχωριστό. Φτιάχνουν, δηλαδή, έναν κόσμο επίπεδο, ένα κόσμο, στον οποίο είναι όλοι ίδιοι και η διαφορετικότητα, η ατομικότητα και η μοναδικότητα του καθενός απουσιάζουν.

            Κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε, ωστόσο, να συμβαίνει. Μπορεί η αλήθεια και η πραγματικότητα να απαιτούν κριτική σκέψη και ικανότητα, λογική και αναζήτηση σε βάθος, για να γίνουν αντιληπτές, όμως το φαινομενικό, η τάση αυτή να προσεγγίζουμε μονάχα το φαίνεσθαι μπορεί να οδηγήσει πολλές φορές σε λάθος συμπεράσματα, όπως ακόμα και σε μια επιβράδυνση της πνευματικής προόδου της κάθε κοινωνίας ξεχωριστά, αλλά και ολόκληρης της παγκόσμιας κοινωνίας στην οποία ζούμε. Εξάλλου, μια κοινωνία, που τείνει να είναι συνεχώς η ίδια και ομοιόμορφη ως προς αυτούς που την αποτελούν είναι ανίκανη να ανανεωθεί, καταλήγει να είναι μια κοινωνία στασιμότητας και παρακμής. Γι’ αυτό πρέπει να μάθουμε να κοιτάμε βαθύτερα τόσο στα πράγματα όσο και στους ανθρώπους, να κοιτάμε στο είναι τους και να δίνουμε βάση σε αυτό και όχι σε ό,τι φαίνεται. Επιπλέον,  πρέπει ο καθένας ξεχωριστά να ανακαλύψει ποιος ακριβώς είναι και να μην προσπαθεί να παρουσιαστεί σαν αυτό που θα ήθελε οι άλλοι να βλέπανε σε αυτόν, ούτε σαν αυτό που θα θέλανε οι άλλοι να είναι. Αυτές είναι λεπτές ισορροπίες, για τις οποίες χρειάζεται να αναπτυχθεί ένας μηχανισμός αυτοελέγχου και αυτοκριτικής στον καθένα μας και που έχουν σαν αποτέλεσμα το να γνωρίσει κάποιος καλύτερα τον εαυτό του και να τον εξελίξει.

 Ας θυμόμαστε: Αυτό που φαίνεται, δεν είναι πάντα και το αληθινό…
imagesXPBHWE1M

 

4)» Το δίκαιο και το άδικο», της Μαριλένας Μπαρλαμπά (Γ3)

Το δίκαιο και το άδικο είναι δύο έννοιες πολυσυζητημένες, μα τελείως υποκειμενικές και σχετικές. Αλλάζουν ανάλογα με τα «πιστεύω» της κάθε κοινωνίας και τα πρότυπα των ανθρώπων που ζουν σε αυτή. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι δικαστικοί νόμοι και Συντάγματα διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία, από πολιτισμό σε πολιτισμό ή ότι άνθρωποι σε διαφορετικές γωνιές της Γης έχουν εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις για το τι είναι «δίκαιο» και τι «άδικο». Στην τραγωδία Ελένη του Ευριπίδη, οι έννοιες αυτές κυριαρχούν και εμφανίζονται με το δίλημμα της Θεονόης, μάντισσα και αδερφή του Θεοκλύμενου, βασιλιά της Τροίας, ο οποίος διεκδικεί την Ελένη. Η Θεονόη, λοιπόν, είναι η μόνη μετά την Ελένη που ξέρει για την παρουσία του Μενέλαου στην Αίγυπτο, ενώ από αυτήν εξαρτάται αν ο Θεοκλύμενος θα μάθει για το γεγονός αυτό. Σε αυτό το σημείο του έργου, η Ελένη και ο Μενέλαος, προσπαθώντας να την πείσουν να μην μαρτυρήσει τον δεύτερο, την φέρνουν αντιμέτωπη με το δίκαιο και το άδικο, θέτοντάς της το εξής ερώτημα: δίκαιος Πρωτέας ή άδικος Θεοκλύμενος; (Πρωτέας à πατέρας της Θεονόης και του Θεοκλύμενου, βασιλιάς της Αιγύπτου, που έχει πλέον πεθάνει- σε αυτόν στέλνουν η θεοί την Ελένη, για να την φυλάει).

            Σαν δίκαιο και δικαιοσύνη ορίζουμε συχνά, την τήρηση και εφαρμογή των νόμων και των κανόνων, ενώ σαν άδικο το αντίθετό του. Όμως οι νόμοι γράφονται από τις εκάστοτε εξουσίες και αντιστοιχούν στον κάθε πολιτισμό. Αν σήμερα η σκλαβιά, για παράδειγμα, ως απόλυτο δικαίωμα του αφέντη στη ζωή και την ύπαρξη ενός ανθρώπου, θεωρείται αδίκημα και παραβίαση θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, για εκατοντάδες χρόνια, αποτελούσε νόμιμη πράξη και οι σκλάβοι ήταν παραγωγικό μέσο και περιουσιακό στοιχείο των ισχυρών, σε πολλές κοινωνίες, όπως η ελληνική, η ρωμαϊκή και αργότερα η βορειοαμερικανική. Αντίστοιχα, νόμιμες και θεμιτές υπήρξαν, κάθε είδους διακρίσεις, που σήμερα αποτελούν την εξαίρεση στις (λεγόμενες) αναπτυγμένες ή πολιτισμένες κοινωνίες, όπως οι διακρίσεις λόγω φύλου, θρησκείας, καταγωγής ή αναπηρίας. Δεν υπάρχει ταύτιση, επομένως  μεταξύ του νόμιμου και του δίκαιου ή του άδικου και του παράνομου. Οι έννοιες έχουν εντρυφήσει με τρόπο τέτοιο στην καθημερινότητα όλων μας, που οι έννοιες «δίκαιο» και «άδικο» δίνουν και παίρνουν κάθε ώρα και λεπτό σε κάθε γωνιά του πλανήτη, σε κάθε μεγαλούπολη ή φτωχογειτονιά. Θέλω να πω, ότι αδικημένος δεν είναι μονάχα κάποιος, ο οποίος δεν δικάστηκε όπως το Σύνταγμα και οι νόμοι ορίζουν, αλλά και κάποιος φτωχός που ζει σε μια κοινωνία εύπορων, κάποιος αμόρφωτος που ζει ανάμεσα σε διανοούμενους, ένα παιδί που δεν έχει πρόσβαση στη γνώση, γιατί δεν έχει την οικονομική δυνατότητα, ή γιατί στον τόπο του δεν υπάρχουν σχολεία σε κοντινή απόσταση ή γίνεται πόλεμος. Ο κάθε άνθρωπος αισθάνεται την αδικία, είτε σε μεγάλο είτε σε μικρό βαθμό, σαν κάτι που του λείπει συγκριτικά με τους υπολοίπους της ίδιας κοινωνίας, κάτι που ίσως μαρτυρά και την υποκειμενικότητά της. Από την άλλη, το δίκαιο είναι κάτι που δύσκολα κάποιος πετυχαίνει, γιατί στην εννοιολογική του σημασία, εντάσσεται όχι μόνο το κατά συνθήκη νόμιμο και ηθικό, αλλά η υποστήριξη της πραγματικής αξίας κάθε ανθρώπινης ζωής και ιδιότητας.  Ακόμα και οι δικαστές, που έχουν σαν «καθοδηγητή» τους νόμους της Πολιτείας, πολλές φορές κρίνουν έτσι, που πολλοί άνθρωποι απογοητεύονται, θεωρούν δηλαδή ότι λανθασμένα το δικαστήριο έπραξε υπέρ ή κατά κάποιου. Δίκαιο μπορεί να θεωρηθεί ακόμα από κάποιον κάτι το οποίο γίνεται προς συμφέρον του. Κάτι ανάλογο έχουμε και με το Θεοκλύμενο στην Ελένη, ο οποίος δεν έχει καμία διαίσθηση ότι αυτό που θέλει να κάνει, να παντρευτεί, δηλαδή, την Ελένη, είναι κάτι που ίσως βρίσκεται και στο πλαίσιο της αδικίας…

            Με λίγα λόγια, το δίκαιο και το άδικο είναι ένας λαβύρινθος που κάθε κοινωνία, αλλά και άνθρωπος ξεχωριστά πρέπει να περπατήσει και να προσπαθήσει να βγει σώα από αυτό. Είναι ακόμα ένας κώδικας της κάθε κοινωνίας, ορίζεται, αλλάζει, πάλλεται, ανάλογα με τα «θέλω», τα ήθη, τα έθιμα, τις αντιλήψεις κάθε λαού αλλά και τον τρόπο που ερμηνεύει και απαντά σε υπαρξιακά ζητήματα. Η αναγνώριση του άδικου στη δομή της κοινωνίας, υπήρξε διαχρονικά η αιτία για τις προοδευτικές επαναστάσεις και τον αγώνα για την ανόρθωση και εξύψωση του ανθρώπου. Όσον αφορά το άτομο, αυτό είναι που πρέπει να μάθει να βλέπει το δίκαιο αντικειμενικά, χωρίς να επηρεάζεται από συμφέροντα και συναισθήματα, να ακολουθεί, κατά κάποιο τρόπο, το παράδειγμα της Θεονόης. Ας δούμε όλοι το δίκαιο σαν ένα πρόσωπο, που όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά και οι θεοί εμπιστεύονται για να λάβει μέρος στις υποθέσεις τους και που όλοι οφείλουμε να υπερασπιστούμε, ενώ το άδικο σαν την εχθρική προς αυτό δύναμη. Ίσως, μπορεί και σίγουρα, όταν όλοι οι άνθρωποι που πατούν στη Γη κατανοήσουν την ουσία και την αξία του να είναι κάποιος πραγματικά αμερόληπτος και ανιδιοτελής, ο κόσμος γίνει καλύτερος…

YE1962_06_PH011_sc

Σχολιάστε

Top