Το Βασίλειο της Σουηδίας (σουηδικά: Konungariket Sverige) είναι σκανδιναβική χώρα στη Βόρεια Ευρώπη. Συνορεύει δυτικά με τη Νορβηγία και βορειοανατολικά με τη Φινλανδία. Βρέχεται ανατολικά από το Βοθνιακό κόλπο και τη Βαλτική θάλασσα. Οι πορθμοί Σκάγερακ νοτιοδυτικά και Κάτεγατ, χωρίζουν τη σκανδιναβική χερσόνησο από τη Δανία, με την οποία ενώνεται με τη γέφυρα του Όρεσουντ.
Η Σουηδία έχει χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, εκτός από τις μητροπολιτικές περιοχές της στο νότο, και μεγάλες εκτάσεις στην ενδοχώρα καλύπτονται από δάση κωνοφόρων. Η χώρα διαθέτει πλούσιους φυσικούς πόρους σε νερό, ξυλεία και σιδηρομεταλλεύματα. Οι πολίτες της απολαμβάνουν υψηλό βιοτικό επίπεδο και η χώρα γενικά θεωρείται σύγχρονη, πολιτικά φιλελεύθερη και με ισχυρό κοινωνικό κράτος.
Η πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας είναι Σουηδοί. Υπάρχουν επίσης μειονότητες Φινλανδών και Σαάμι. Επίσης στη χώρα ζουν πολλές μεταναστευτικές κοινότητες. Η Σουηδία έχει πληθυσμό 10.358.000 κατοίκων, εκ των οποίων οι 2.6 εκατομμύρια κατάγονται από χώρες του εξωτερικού.[4] Ως άτομα με ξένη καταγωγή θεωρούνται αυτά που γεννήθηκαν εκτός Σουηδίας ή γεννήθηκαν στην Σουηδία αλλά οι γονείς τους γεννήθηκαν εκτός Σουηδίας.[5] Έχει χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα 25 κατοίκων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, με 1.437 κατοίκους ανά τ.χλμ. στις κοινότητες. Το 87% των Σουηδών ζουν σε αστικές περιοχές που καλύπτουν το 1.5% της έκτασης της Σουηδίας. Οι περισσότεροι Σουηδοί ζουν στα κεντρικά και νότια της χώρας.
Πρωτεύουσα της Σουηδίας είναι η Στοκχόλμη. Άλλες μεγάλες πόλεις είναι το Γκέτεμποργκ, το Μάλμε, η Ουψάλα και το Γιένσεπινγκ.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Σουηδία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) την 1η Ιανουαρίου 1995, αλλά αρνήθηκε συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και τη Ευρωζώνη (ΕΖ) μετά από δημοψήφισμα. Είναι μέλος των Ηνωμένων Εθνών, του Συμβουλίου των Σκανδιναβικών χωρών, του Συμβουλίου της Ευρώπης, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ). Η Σουηδία διατηρεί Σκανδιναβικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας που παρέχει καθολική υγειονομική περίθαλψη και τριτοβάθμια εκπαίδευση για τους πολίτες της. Έχει το ενδέκατο υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα και κατατάσσεται υψηλά σε πολλές μετρήσεις εθνικών επιδόσεων, συμπεριλαμβανομένης της ποιότητας ζωής, της υγείας, της εκπαίδευσης, την προστασία των πολιτικών ελευθεριών, την οικονομική ανταγωνιστικότητα, την ισότητα, την ευημερία και την ανθρώπινη ανάπτυξη.[6][7][8]
Ιστορία
Αφού τελείωσε η εποχή των Βίκινγκς, η Σουηδία έγινε μέλος της Ένωσης του Κάλμαρ το 1397 μαζί με τη Δανία και τη Νορβηγία (η Φινλανδία εκείνη την εποχή ήταν τμήμα του σουηδικού βασιλείου). Η Σουηδία αποχώρησε από την Ένωση το 1523 και για πολλά χρόνια βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους γείτονές της, ιδιαίτερα τη Ρωσία και την Ένωση Δανίας-Νορβηγίας, οι οποίες ποτέ δεν αποδέχτηκαν τελείως την αποχώρηση της Σουηδίας. Η Σουηδία συμμετείχε στους μεγάλους πολέμους του 17ου αιώνα και αναδείχτηκε σε μεγάλη ευρωπαϊκή αυτοκρατορία, έχοντας έκταση διπλάσια από τη σημερινή της. Αμέσως μετά, όμως, άρχισε η συρρίκνωση: Μεταξύ 1700-1723 έχασε τις κτήσεις της στη νότια και την ανατολική Βαλτική με τον Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο, ενώ το 1809 έχασε και τη Φινλανδία που προσαρτήθηκε στη Ρωσία. Το 1814 ο βασιλιάς της Σουηδίας απέκτησε (για λίγο) και το θρόνο της Νορβηγίας. Από το 1814, η Σουηδία βρίσκεται σε ειρήνη, αποφεύγοντας να συμμετέχει σε συμμαχίες σε καιρό ειρήνης και παραμένοντας ουδέτερη σε περιόδους πολέμου, πράγμα που κατάφερε και κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά το γεγονός ότι ο Χίτλερ την εποφθαλμιούσε λόγω του άφθονου και πρώτης ποιότητας σιδηρομεταλλεύματος που διαθέτει.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι σοσιαλδημοκράτες άσκησαν σχεδόν αδιάκοπα την εξουσία, εισήγαγαν σημαντικές καινοτομίες στον οικονομικό τομέα και ενίσχυσαν αξιοσημείωτα τις ένοπλες δυνάμεις, διατηρώντας παράλληλα την ουδετερότητα της Σουηδίας. Στην εσωτερική πολιτική η Σουηδία πήρε μεταρρυθμιστικά μέτρα και το 1983, επί της διακυβέρνησης του σοσιαλδημοκράτη Ούλοφ Πάλμε, δημοσιεύτηκε ο νόμος που επέτρεψε στα συνδικάτα να αναλαμβάνουν, με τα λεγόμενα χρεόγραφα των υπαλλήλων, τον μερικό έλεγχο των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ο Πάλμε δολοφονήθηκε το 1986.
Οι σοσιαλδημοκράτες έχασαν στις εκλογές του 1991 και η διακυβέρνηση πέρασε σε ένα συντηρητικό συνασπισμό, αλλά με την επιτυχία τους στην εκλογές του 1994 επέστρεψαν στην εξουσία. Ωστόσο, στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2006, την πλειοψηφία των ψήφων πήρε το Κόμμα των Συντηρητικών, σχηματίζοντας συνασπισμό ενιαίας πολιτικής γραμμής με το Κόμμα του Κέντρου, το Λαϊκό Κόμμα των Φιλελεύθερων και το Κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών. Τα τέσσερα αυτά κόμματα σχημάτισαν πλειοψηφική κυβέρνηση υπό την πρωθυπουργία του αρχηγού του Κόμματος των Συντηρητικών, του Φρέντρικ Ράινφελντ.
Η Σουηδία είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την 1η Ιανουαρίου 1995 και ιδρυτικό μέλος του Σκανδιναβικού Συμβουλίου (1952).
Γλώσσα
-
Κύριο λήμμα: Γλώσσες της Σουηδίας
Η επίσημη γλώσσα της Σουηδίας είναι τα σουηδικά,[18][19] μια βόρεια Γερμανική γλώσσα. Σχετίζεται με την δανική και τη νορβηγική. Αυτές οι τρεις γλώσσες έχουν πολύ μεγάλες ομοιότητες, αλλά διαφέρουν στην ορθογραφία και τη προφορά. Οι Νορβηγοί μπορούν να καταλάβουν τα σουηδικά με σχετική ευκολία, όπως και οι Δανοί. Ωστόσο, στην κατανόηση της σουηδικής, οι Δανοί μπορούν να την καταλάβουν με λίγο περισσότερη δυσκολία σε σχέση με τους Νορβηγούς. Το ίδιο ισχύει και για τους Σουηδούς καθώς και τους ομιλητές της σουηδικής, καθώς μπορούν να καταλάβουν τα νορβηγικά πολύ ευκολότερα από τα δανικά. Ωστόσο, οι διάλεκτοι της Σκάνιας, στη νότια Σουηδία, έχει περισσότερες δανικές επιρροές επειδή παραδοσιακά αποτελούσε μέρος της Δανίας και τώρα γειτνιάζει γεωγραφικά με αυτή. Οι Φινλανδοί της Σουηδίας είναι η μεγαλύτερη γλωσσική μειονότητα της Σουηδίας, αποτελώντας περίπου το 5% του πληθυσμού της Σουηδίας,[20] ενώ η φινλανδική είναι επίσημα αναγνωρισμένη μειονοτική γλώσσα.[19] Ως αποτέλεσμα της εισόδου εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών στη χώρα στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, οι ομιλητές της αραβικής έχουν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που πιθανώς η δεύτερη πιο ομιλούμενη γλώσσα της χώρας είναι τα αραβικά. Ωστόσο, δεν υπάρχουν επίσημα στατιστικά στη χρήση γλωσσών.[21]
Μαζί με τα φινλανδικά, η Σουηδία αναγνωρίζει άλλες τέσσερις γλώσσες: τις Μεένκιελι, Σάμι, Ρομάνι και Γίντις. Η Σουηδική έγινε επίσημη γλώσσα στις 1 Ιουλίου 2009, όταν τέθηκε σε ισχύ νέος γλωσσικός νόμος.[19] Στο παρελθόν, η ανάδειξη της σουηδικής σε επίσημη γλώσσα είχε συζητηθεί και προηγήθηκε ψηφοφορία στη Ρίκσνταγκ το 2005, αλλά η πρόταση απέτυχε με μικρή διαφορά.[22]
Ανάλογα με τη συχνότητα της αλληλεπίδρασης με την αγγλική γλώσσα, η πλειοψηφία των Σουηδών, ειδικά αυτοί που γεννήθηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορούν να καταλάβουν και να μιλήσουν την αγγλική γλώσσα, λόγω των εμπορικών συνδέσμων, την δημοφιλία των ταξιδιών στο εξωτερικό, τη μεγάλη αγγλοαμερικανική επιρροή και την προτίμηση των υπότιτλων έναντι της μεταγλώττισης σε ξένες σειρές και ταινίες. Επίσης, η σχετική ομοιότητα σουηδικής και αγγλικής διευκολύνει την εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας. Σε μια έρευνα του 2005 από το Ευρωβαρόμετρο, το 89% των Σουηδών ανέφερε ότι μπορούσε να μιλήσει την αγγλική.[23]
Τα αγγλικά έγιναν υποχρεωτικό μάθημα για μαθητές λυκείου που μελετούσαν φυσικές επιστήμες ήδη από το 1849, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, αποτελεί υποχρεωτικό μάθημα.[24] Ανάλογα με τις τοπικές σχολικές αρχές, τα αγγλικά είναι υποχρεωτικό μάθημα από την πρώτη μέχρι την ένατη τάξη (Α΄ Δημοτικού έως Γ΄ Γυμνασίου), ενώ όλοι οι μαθητές του λυκείου συνεχίζουν τα μαθήματα αγγλικής γλώσσας για άλλο ένα χρόνο. Οι περισσότεροι μαθητές μαθαίνουν ακόμη μία ή και δύο ξένες γλώσσες, όπως (αλλά όχι μόνο αυτές) τα γερμανικά, τα γαλλικά ή τα ισπανικά. Μερικές φορές, τα νορβηγικά και τα δανικά διδάσκονται ως μέρος μαθημάτων σουηδικής γλώσσας για μητρικούς ομιλητές. Λόγω της μεγάλης αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ των τριών ηπειρωτικών σκανδιναβικών γλωσσών (δανικά, νορβηγικά, σουηδικά), οι ομιλητές της σουηδικής μιλούν συχνά τη μητρική τους γλώσσα όταν επισκέπτονται ή ζουν στην Δανία ή τη Νορβηγία.