https://www.youtube.com/watch?v=FYRdhGP7OlU
Όταν είδα και παρακολούθησα για πρώτη φορά, την ταινία «Midnight in Paris» (Μεσάνυχτα στο Παρίσι) έμεινα άναυδος. Βλέποντας την συγκεκριμένη ταινία έμαθα και άντλησα αρκετές πληροφορίες για καλλιτέχνες που έχουν μείνει στην ιστορία, καθώς, με τα εξαιρετικά τους έργα, συνέβαλαν αρκετά στην ανάπτυξη του παγκόσμιου πολιτισμού. Ορισμένοι από αυτούς είναι ο Πάμπλο Πικάσο, ο Κλόντ Μονέ, ο Έντουαρτ Φιτζέραλντ. Ήταν σπουδαίες και σημαντικές προσωπικότητες. Ο Πάμπλο Πικάσο ήταν ζωγράφος, όπως και ο Κλόντ Μονέ. Ο Έντουαρτ Φιτζέραλντ ήταν συγγραφέας. Ωστόσο, βλέποντας την συγκεκριμένη ταινία μου ήρθαν στο μυαλό τα τρία καλλιτεχνικά κινήματα, ο Εξπρεσιονισμός, ο Ιμπρεσιονισμός και ο Υπερρεαλισμός ή Σουρρεαλισμός.
Ο αυτόχειρας φαντάζει συνήθως ως ο βασιλιάς της μικρής του επικράτειας, κοιτάζοντας ωστόσο με προσοχή μέσα στην καρδιά του συμβάντος νιώθουμε ότι όλοι οι αυτόχειρες γίνονται εντέλει ένας αυτόχειρας. Πάντως, κάθε άνθρωπος που φέρει το στίγμα του αυτόχειρα δεν είναι αναγκαστικά αυτόχειρας και στην καρδιά του, μια και όπως λέει μια παροιμία των φυλών του Αμαζονίου ‘’η καρδιά του ανθρώπου είναι ένα σκοτεινό απάτητο δάσος’’. Άραγε, η αυτοχειρία συνιστά μια ιδιότυπη μαρτυρία, μια λαχτάρα για φυγή από κάποια αβάσταχτη αλήθεια ; Ή μήπως δείχνει απερίφραστα πως έρχεται μια στιγμή που οφείλεις να τακτοποιήσεις τους λογαριασμούς σου με τον κόσμο, και έπειτα απόλυτα ελεύθερος να αρκεστείς στη σιωπή ; Οι πιο πολλοί βαθιά μέσα μας νιώθουμε την ανάγκη να είμαστε ελεύθεροι ˙ κι όμως, πόσοι από μας μπορούν να πουν τί είναι πραγματικά η ελευθερία ; Μία ακόμη λέξη, ως εκ τούτου, άστεγη, πλάνητας σαν τους πλανήτες, η ελευθερία του αυτόχειρα κινείται ανάμεσα σε δυο πόλους: μεταξύ της αφοπλιστικής απλότητας και της εκκωφαντικής αυθεντικότητας. Εισπνέοντας αφειδώς τη σκόνη ενός εγκλωβισμένου κόσμου, ο αυτόχειρας αποφασίζει να παραδώσει στο ικρίωμα το μυστικό του αφού πλέον όλες οι συνεννοημένες συνειδήσεις (εμείς) δεν μπορούν να τον αντέξουν σε συνθήκες μιζέριας και ασφυξίας. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια κτηνώδη μαζική συνείδηση, η οποία κλείνει πεισματικά τα αυτιά της στην προφητεία του Αντονέν Αρτό (στο δοκίμιο του για τον Βαν Γκογκ) : ‘’Μια μέρα η κοινωνία θα καταγράψει τον πρώιμο θάνατό της’’.
1. Πετράρχης: Η ανάβαση στο όρος Βεντού
Έχοντας πια απωλέσει εκείνη τη βούληση των διαφωτιστών που ήταν ικανή να ανιχνεύει ερμηνευτικά τα πράγματα, μέσα μας αρχίζει να αυξάνεται μια αμηχανία που στη συνέχεια θα γίνει ένα είδος νεύρωσης, μιας νεύρωσης που δεν αφορά πλέον τον εαυτό μας αλλά τη χώρα της Ελλάδας˙ η τελευταία, ιδωμένη ως θηλυκό, φαντάζει σαν μια κοπέλα που αγαπιέται από δύο νεαρούς, όπου ο ένας πρόκειται να γίνει δικαστής και ο άλλος τρομοκράτης.
Έτσι, η κρίση καλά κρατεί, τόσο στα πορτοφόλια όσο και στα μυαλά μας. Απ” την άλλη, ενώ όταν κάθεσαι στην καρέκλα νιώθεις πως εσύ αποκλείεται να έχεις ποτέ άδικο, όταν ωστόσο κοιτάς απ ̉ το παράθυρο σκέφτεσαι πόσο τα δίκαια έχουν υπερπολλαπλασιασθεί. Χμ! Μήπως τελικά όποιος δεν αμφιβάλλει, να σημαίνει ταυτόχρονα ότι γίνεται και επικίνδυνος;
Η επικινδυνότητα ενός ανθρώπινου ζώου συνίσταται στη δυνατότητά του να ατενίζει την πραγματικότητα ως ένα συμπαγή τοίχο από ατσάλι, δίχως την παραμικρή ρωγμή. Δεν χωρά αμφιβολία ότι στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε μ” ένα εσωτερικής φύσεως αδιέξοδο που καλείται υπαρξιακό˙ τότε, λοιπόν, η ευφυΐα του εν λόγω ζώου παύει να ασκείται, κι αυτό επειδή δεν προκαλείται, καθώς, όπως βρίσκεται αντιμέτωπο με μια ατσάλινη πραγματικότητα που δεν παρουσιάζει ούτε ίχνος ρωγμής, αρχίζει να μεταμορφώνεται με ρυθμό αργόσυρτο σε ένα ον ανάπηρο να υποψιαστεί αν υπάρχει κάποιο μυστήριο απ ̉ την άλλη πλευρά του τοίχου.
Για κάθε ενδεχόμενο, πάντως, το 2020 μ.Χ. στο κέντρο της Βαρκελώνης και σε απόσταση λίγα μέτρα από το ναό της Sagrada Familia, ο άνθρωπός μας δεν λησμονεί να πάρει τα απαραίτητα μέτρα υγιεινής: αλητεύει συχνά-πυκνά γελώντας μέσα σε σκοτεινά μονάχα σοκάκια, και, χωρίς να νοσταλγεί κάποια πατρίδα, δηλαδή κάποιο υπαρκτό τόπο με αγαπημένα πρόσωπα. Μοναδική του έγνοια είναι να ξετρυπώσει μία έστω ελάχιστη ρωγμή τοίχου ώστε να μπορέσει ελεύθερα μέσα απ ̉ αυτήν να φωνάξει ένα ναι ή ένα όχι, που να είναι όμως εντελώς δικό του. Πάνω του κρατά συνεχώς ένα βιβλιαράκι, τους «Παρ ̉ ολίγον διαλόγους», του Antonio Tabucchi: πρόκειται για διαλόγους με κάποιον που δεν μπορεί να απαντήσει.
Η βλακεία – κι όλα τα παράγωγα της όπως ανοησία, αμαρτία, αποτυχία, κ.τ.λ. – προβάλλει σαν μία μικρή και ασήμαντη μπαλίτσα χιονιού που κατεβαίνει από το βουνό και που σιγά σιγά γίνεται τεράστια και σε πλακώνει. Μέχρι να συμβεί όμως αυτό, το βλέμμα σου, φίλε αναγνώστη, έχει σταματήσει πάνω στην αρνητική πλευρά της ζωής, αυτήν που ονομάζουμε mal du monde. Οπότε, με χαρακτηριστική ευκολία ξεχνάς ότι πολιτική , ίσως, σημαίνει να ζω στηρίζοντας τη ζωή˙ ποια ζωή όμως; Εκείνη που αφορά τη συνήθεια να αλλάζεις απλά κρεβάτι σε έναν αποστειρωμένο θάλαμο νοσοκομείου, ή, μήπως εκείνη που αφορά την τόλμη να εμπλακείς σε περιπετειώδεις διαδικασίες αλχημείας; Δική σου η απόφαση. Πάραυτα, και δίχως να θέλει να αναλάβει κάποιο ρίσκο, κάποια ψυχή παραμένει ερμητικά στενό-χωρη και μονολογεί: – Θέλω να γνωρίζω αλλά όχι να μετέχω˙ με αποτέλεσμα, τα περισσότερα πράγματα (γι” αυτήν) να μην αξίζουν τον κόπο.
Επομένως, αν για την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, η κόλαση αντιστοιχεί (οντολογικά) σε τρόπο και όχι τόπο υπάρξεως – υπό την έννοια ότι μη σχέση με τον συνάνθρωπο σημαίνει μη σχέση και με το θεό – μήπως έφθασε η ώρα για να διερωτηθούμε επιτέλους τι λογής θεό εμπιστευόμαστε; Ειδάλλως, ας το πάρουμε απόφαση ότι το δυσκολοχώνευτο εν Χριστω άθλημα της αγάπης θα συνεχίσει να μεταβάλλεται εσαεί σε εύθραυστο theatrum mundi, ωθώντας έτσι αφενός, τους θεολόγους να επικαλούνται μπρος στον Χάρο τη φράση του Λουκιανού «δεν θα πάρεις τίποτα από αυτόν που δεν έχει«, και αφετέρου, τους βιολόγους να ευελπιστούν πως ο άνθρωπος θα αποδειχθεί λίγο πιο έξυπνος και πιο ενεργός από τον βάτραχο, δεδομένου ότι τον τελευταίο μπορούμε να τον σιγοβράσουμε αγόγγυστα (δηλ. χωρίς να αποδράσει ο βάτραχος) σε μια κατσαρόλα.
Εύγε! Ως εκ τούτου, η στενόχωρη κυρία που καλείται ψυχή, επειδή αναπνέει διαρκώς σε θερμοκρασία καύσωνα, αποζητά ένα ποτήρι νερό για να ξεδιψά αντί να ψάχνει να βρει τρόπο να γίνει η ίδια μια δροσερή ύπαρξη˙ συνακόλουθα, ενώ φθάνει στο σημείο να απορρίπτει άλλες δροσερές υπάρξεις ούτως ώστε να νιώθει καλύτερα ο εαυτός της, ξεχνά πως το πρόσωπό της – για να υφίσταται – έχει ανάγκη από τη σχέση με το προς-όψιν (πρόσωπο) μιας άλλης ψυχής-ύπαρξης. Πιθανόν, όσον αφορά την εν λόγω κυρία, να έχουμε να κάνουμε με μια εν δυνάμει αυτόχειρα παρθένα, η οποία αν και αποκαθαρμένη από όλη την κόπρο που έθρεψε το ρόδο της ζωής, αδυνατεί να συνειδητοποιήσει πως η κόπρος καθαίρεται αλλά το ρόδο διαφυλάσσεται˙ γι” αυτό και προτιμά, αστόχαστα υποθέτουμε, την αναιμική κόπρο της μοναξιάς (κόλαση) από το αγκαθωτό ρόδο της ζωής (παράδεισος). Όντας αποξηραμένα φυτά εσωτερικού χώρου, αδυνατούμε (οντολογικά) να προβούμε σε κάποια πράξη επιλογής. Άρα, αποδεικνύεται αναληθής εκείνη η φιλοσοφική θέση που λέει ότι, δυσαρέσκεια με κάτι σημαίνει αξιολογική προτίμηση του αντιθέτου του. Πάντως, τα προς διάθεση στόμια του ανθρώπινου corpus αρκούν για τις όποιες αντιλειτουργικές φλυαρίες του˙ κι αυτό προς επίρρωση του γεγονότος πως το εσωτερικό μας περιβάλλον, το οποίο φαίνεται να παράγει μία σιωπή απορριμματοφόρα, έχει καταστεί οιονεί conservation religionis.
Βγαίνοντας ο άνθρωπός μας από τον εσπερινό της αγάπης κι ενώ βαδίζει προς το hostel του (ένα φθηνιάρικο χώρο διανυκτέρευσης), αναπολεί τα λόγια του αποστόλου Παύλου: Δεν στοχεύουμε σ ̉ αυτά που φαίνονται, αλλά σ ̉ αυτά που δεν φαίνονται. Μη γίνεστε δούλοι ανθρώπων. Κι όμως, του είναι δύσκολο να χαμογελάσει συγκαταβατικά, διότι γνωρίζει πολύ καλά ότι οι γύρω του άνθρωποι, ακόμα και οι δίκαιοι, δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν σήμερα μόνο μέσω της πίστεως τους, καθότι το απόρθητο φρούριο της λογικής που διαθέτουν δεν αφήνει να εισχωρήσει μέσα στην καρδιά τους παρά απειροελάχιστες στάλες αγάπης με τη μορφή σκουληκιού, κι ας εξισώνεται – σύμφωνα με ένα χειρόγραφο της κοινότητας του Κουμράν – το προαναφερθέν πλασματάκι με τον άνθρωπο εξαιτίας της αμαρτωλότητας του τελευταίου.
Στο δωμάτιο του hostel ο άνθρωπός μας ξεφυλλίζει ένα βιβλίο που ̉ χει βρει κάτω από το μαξιλάρι του, ξεχασμένο μάλλον από προηγούμενο ταξιδιώτη, με τον τίτλο Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας, όταν κάποια στιγμή τραβά τη ματιά του η παρακάτω υπογραμμισμένη φράση: « Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις, την αναγνωρίζεις ˙ κι αυτό γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα, όταν είσαι κοντά της ή μαζί της ». Αίφνης, μελαγχολεί, κι ύστερα σιγοψιθυρίζει: Πριν από όλα υπήρχε ο Λόγος, μετά εμείς στη μέση, το τέλος άραγε πού να είναι; Ούφ! Σε λίγα λεπτά αφήνει το hostel για να κατευθυνθεί προς ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο με σκοπό να πάρει ένα ελληνικό παραμύθι, όχι με βάτραχο ή με Χάρο, αλλά κάποιο σχετικό με σπίρτα και όνειρα, κάτι δηλαδή ανατρεπτικά αισιόδοξο, με τίτλο Μην κλαίς, κοριτσάκι. Το όνομα του hostel είναι Cool και ο άνθρωπός μας ονομάζεται Ιησούς.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΖΙΩΓΑΣ
Βιολόγος-φοιτητής Θεολογίας ΑΠΘ
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι στο επίκεντρο της παπαδιαμαντικής δημιουργίας εξέχουσα σημασία καταλαμβάνουν οι γυναίκες, οι Ρωμιές ,κατά τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, οι οποίες έχουν κατακτήσει το δικό τους κοινωνικό ρόλο και θέση στην τότε κοινωνία που ζουν, δημιουργώντας έτσι έναν κατάλογο με μορφές και χαρακτήρες, ίσως αρκετά διαχρονικό και συνυφασμένο με τούς σημερινούς τύπους γυναικών. Πώς άραγε θα ήταν η πνευματική του δημιουργία χωρίς την παρουσία αυτών των ηρωίδων; Ποια ήταν η σχέση του μαζί τους;
Γράφει ο Κώστας Βάρναλης στο «Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά»: «Όταν τις νύχτες του χειμώνα στην τρώγλη του και τα πρωινά του καλοκαιριού κάτου από τα πεύκα της Δεξαμενής έδενε τα χέρια του απάνου στην κοιλιά του κ’ έγερνε ….το κεφάλι του στον αριστερό του τον ώμο ο “κοσμοκαλόγερος” Παπαδιαμάντης κι αναπολούσε τα περασμένα της “αμαρτωλής” ζωής του, τι μεγάλες τύψεις και τι πόθοι εξιλασμού ταράζανε τον εσωτερικό του κόσμο! Και ποια ήταν τα “κρίματά του”! Κάποια Παρασκευή θα έφαγε ψάρι (“επτωμοφάγησεν”, όπως θα έλεγε ο ίδιος), κάποιο πρωί του Αυγούστου θα μπήκε μ’ άλλα παιδιά σε ξένο αμπέλι κι έκλεψε σταφύλια, ή όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών, ο οφθαλμός του εσκανδαλίσθη κ’ η καρδιά του φτεροκόπησε βλέποντας άξαφνα τη γειτονοπούλα μ’ ανασκουμπωμένα μανίκια και γυμνό λαιμό να κάνει μπουγάδα στην αυλή .
Οι μορφές γυναικών που σκιαγραφεί ο Παπαδιαμάντης, μη φανταστείτε ότι διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τις σημερινές. Πρόκειται για χήρες, γραίες, καλλίκομες, ευσταλείς και νεοδρεπείς νεάνιδες, νεαρά κορίτσια γεμάτα όρεξη για ζωή, πτωχές κόρες απλοϊκές, παντρεμένες με οικογενειακά άχθη, ορφανές όπως η Σοφία και η Λουκρητία, η Νταντώ κ.α Στο διήγημα «Θέρος-έρος», προβαίνει σε μια από τις γλαφυρότερες περιγραφές του, απαριθμώντας τις χάρες της έφηβης Ματούλας: «Υπό την λεπτήν φανέλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγε τις ότι είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου. Η κόμη επέστρεφε το μέτωπόν της ως ερυθραινόμενον νέφος μη επαρκούν να συστείλη την αίγλην του φωτός και οι οφρύες της ως λευκή ομίχλη επιπολάζουσα την πρωίαν επί του ανταυγάζοντος αιγιαλού».
Τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις που οι γυναίκες προκαλούν στον Παπαδιαμάντη παραμένουν συνήθως κρυμμένα πίσω από μία μοναχική και προσηλωμένη θρησκευτικότητα, η οποία δεν πρόσφερε πολλά περιθώρια σ” αυτούς που θα επιθυμούσαν, ίσως, να διερευνήσουν αυτό το κομμάτι του εαυτού του, ενόσω ακόμα ζούσε. Αρκετοί το επιχείρησαν αργότερα, αρκέστηκαν, όμως, στην προσπάθεια αποκάλυψης μιας μόνο πτυχής της στάσης του Παπαδιαμάντη απέναντι στις γυναίκες, της ερωτικής, μη υποψιαζόμενοι, προφανώς, την ευρύτητα και το βάθος αυτής της στάσης, μας αναφέρει πολύ πετυχημένα η κ. Γκασούκα που εξειδικεύεται στο φυλετικό ζήτημα. Δεν αρκεί όμως να αναλύσουμε μόνο τη στάση του πεζογράφου στο ερωτικό θέμα, παραβλέποντας τη συμβολή αλλά και το δεσπόζοντα ρόλο του γυναικείου χαρακτήρα στην υπόλοιπη δημιουργία του.
Επιστρέφοντας στον κοινωνικό ρόλο των γυναικών, μια, πιστεύω, κατόρθωσε να πάρει τον κύριο αλλά και καίριο πρωταγωνιστικό ρόλο, η Φόνισσα. Η κοινωνική διάσταση της φόνισσας, ως μιας γυναίκας που λειτούργησε για πρώτη φορά αυτοβούλως παίρνοντας το νόμο στα χέρια της, ίσως θα έπρεπε να παραλληλιστεί με μια άλλη ηρωίδα , τη Χαρμολίνα, μια παραλλαγή της φόνισσας απαλλαγμένης από το φονικό αλλά συνοδευόμενης πάντα από την απόγνωση και την βασανισμένη αυτοσυνειδησία.
Η Χαρμολίνα είναι η παθητική πλευρά, η ηθογραφική διάσταση της Φόνισσας. Η γυναίκα των «συνήθων αμαρτημάτων», της ανάγκης και της υπηρεσίας που λίγο θα ξεχώριζε από το κοινό βόσκημα, αν δεν υπήρχε ο άλλος κόσμος, η δικαίωση της υπηρεσίας, επίγεια προτύπωση του οποίου είναι το μοναστήρι. Ώστε δεν είναι τυχαίο, αν ο Παπαδιαμάντης δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να τονίσει τη ριζική αντίθεση μεταξύ κοινότητας και συμβατικής κοινωνίας, της «μεγάλης κεντρικής γαστέρας» της «ώτα ουκ έχουσας». Ούτε είναι τυχαίο ότι οι εκπρόσωποι του ανεξάρτητου Ελληνικού βασιλείου απεικονίζονται ως καρικατούρες ανθρώπων, ως ανέκφραστοι πλην αλύγιστοι φορείς διαταγών. Η δήθεν ατομική ελευθερία τους δεν γνωρίζει την εσωτερική σύγκρουση. Αντίθετα, οι άνθρωποι της αποπνικτικής κοινότητας μπορούν να αντέξουν τα θανάσιμα αμαρτήματα της Φραγκογιαννούς, επειδή διέπονται από την ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι αυτό που είναι και όχι αυτό που γίνεται με τις πράξεις του. Αλλά το να είσαι, έστω και ασυνειδήτως, δεν απαιτεί λιγότερη ελευθερία από το να γίνεις.
Όσο αφορά το πρώτο του μυθιστόρημα «Η μετανάστις» (1879-1880), και το διήγημα «Γυνή πλέουσα» (1905) μαζί με την προαναφερθείσα φόνισσα (1903) παρατηρούμε τα εξής. Σε αυτά πρωταγωνιστούν τρεις τύποι γυναικών που ενώ σε μια πρώτη εκτίμηση φαίνονται σαν εντελώς διαφορετικές, με μια προσεκτικότερη εξέταση αποδεικνύεται πως είναι δυνατό να αποτελούν ένα και μόνο γυναικείο πρόσωπο, το οποίο αλλάζει όχι ως προς τη γυναικεία φύση του, αλλά ως προς τη στάση του απέναντι στο κοινωνικό, δηλαδή το ανδρικό, περιβάλλον. Στο πρώτο έργο παρουσιάζεται μια ξεκάθαρη εικόνα της γυναίκας-θύματος, δηλαδή της τυπικής εικόνας της ιδανικής γυναίκας, η οποία κυριαρχούσε στα μέσα του 19ου αιώνα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Πρόκειται για τη γυναίκα που ζει σαν μια οικιακή μοναχή, με σκοπό της ζωής της να υπηρετεί έναν άνδρα -συνήθως πατέρα ή σύζυγο-, με μοναδική μοίρα της το γάμο ή το θάνατο. Αυτή ακριβώς είναι η μοίρα της πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος, η οποία πεθαίνει από μαρασμό, όταν την εγκαταλείπει ο αρραβωνιαστικός της, που πίστεψε στη συκοφαντία πως η Μαρίνα πριν από αυτόν είχε αγαπήσει κάποιον άλλον.
Η Φραγκογιαννού στη Φόνισσα ανατρέπει δυναμικά την παραπάνω ανδροκρατούμενη στερεότυπη εικόνα της γυναίκας: αφού κατορθώνει να επιβιώσει αναπτύσσοντας μια οικονομία της συμπεριφοράς, η οποία αποτελεί καρπό της επιτυχημένης προσαρμογής της στις απαιτήσεις της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, ξαφνικά «ψηλώνει ο νους της» και επαναστατεί με έναν τρόπο που δεν αμφισβητεί απευθείας και προκλητικά τους ισχύοντες κανόνες, αλλά τους υπονομεύει καταλυτικά μέσα από μια κλιμάκωση εκείνης της αποτελεσματικής οικονομίας της συμπεριφοράς και της δράσης της: η Φραγκογιαννού δεν προσπαθεί να ανατρέψει τους κανόνες, αλλά να προσαρμοστεί σε αυτούς -με τη διαφορά πως δεν το κάνει υπάκουα, πειθήνια ή δουλικά.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την Καραβοκυρού στο διήγημα «Γυνή πλέουσα», η οποία αποτελεί μια τελική σύνοψη των πιθανών στάσεων της γυναίκας απέναντι στην κοινωνία των ανδρών. Η στάση της συνδυάζει την υπακοή τής Μαρίνας με τη βίαιη αντίδραση της Φραγκογιαννούς. Ο συνδυασμός, ωστόσο, αυτός παρουσιάζεται από τον Παπαδιαμάντη να πραγματοποιείται με έναν τρόπο θεατρικό, με μια επίφαση δραματικής συμπεριφοράς: η Καραβοκυρού απαλύνει τη λανθάνουσα δυσαρέσκεια από τη ζωή της πίνοντας κρασί και μεθώντας, ενώ παράλληλα κρύβει επιμελώς από τον άντρα της αυτή τη συνήθειά της. Και όταν ο τελευταίος το μαθαίνει και απειλεί πως θα την εγκαταλείψει, αυτή επιχειρεί μια αυτοκτονία που ουσιαστικά είναι εικονική. Με τον τρόπο αυτόν ο Παπαδιαμάντης, ύστερα από είκοσι έξι χρόνια, ανακαλεί τη λανθάνουσα, αλλά ουσιαστική αυτοκτονία της Μαρίνας μέσα από μια θεατρική συμπεριφορά που ειρωνεύεται καταλυτικά τα ανδρικά στερεότυπα.
Συνυφασμένο άμεσα με το θέμα των γυναικών είναι το θέμα της προίκας των κοριτσιών, ένα πραγματικά μεγάλο βάσανο για τους γονείς. Από μια απλή γονική προσφορά μεταβάλλεται και παρουσιάζεται στο έργο σαν κοινωνικός θεσμός .Ο εύκολος αυτός τρόπος πλουτισμού των αντρών, λειτουργούσε ψυχαναγκαστικά έως και εκβιαστικά στις οικογένειες των κοριτσιών και είχε άμεση εξάρτηση στο κατά πόσο είναι πιθανό να παντρευτεί ή όχι μια γυναίκα(Ώφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, αδιάφορον. Άλλως, ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τα έκλειε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον.). Από την στιγμή της γεννήσεως ενός κοριτσιού, οι γονείς έπρεπε να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τον τρόπο που θα αποκτήσουν την απαραίτητη προίκα για το παιδί τους. Υπό αυτή τη μορφή, η προίκα είχε και μια άλλη κοινωνική επίπτωση: διέλυε και αποσάθρωνε τις μικρές αγροτικές οικογένειες. Ήταν επομένως ανεπιθύμητη η γέννηση θηλυκών από τους φτωχούς γονείς (Τι δούλεψη να κάμη κανείς στη φτώχεια!… Η μεγαλύτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήταν να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση -θε μ’ σχώρεσέ με!-. Ας ήτο και παλληκαροβότανο).(archive.gr)
Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το Αγνάντεμα, του οποίου κυρίαρχο θέμα , πέρα από τους ναυτικούς , είναι και το ήθος των γυναικών. Καπετάνισσα, καλοστεκούμενη η Συρραχίνα και με πολλά χρόνια στη πλάτη της , θεωρεί καθήκον της να αποχαιρετήσει το γιό της, με όποιο τρόπο, κι ας ξεπεράσει τα όρια της, τις αντοχές της, γνωρίζει όμως ότι οι ευχές στην Παναγία θα συνοδεύουν το καράβι και το πλήρωμα του, επομένως ήταν υποχρέωση της να πάει. Είναι η ίδια υποχρέωση που αισθάνεται και η σημερινή μάνα για τις αντιξοότητες των παιδιών της.
Μια τέτοια γυναίκα – ηρωΐδα του διηγήματος – είναι η θειά Μαριώ η Χρήσταινα – η Ντελησυφέρω. Γυναίκα με αγωνιστικό, σχεδόν αντρικό, φρόνημα βλέπει τη ζωή σαν έναν πόλεμο, τον οποίο πρέπει να κερδίση πάση θυσία. Πολεμάει μέσα και έξω από το σπίτι της, άνδρας και γυναίκα μαζί, μάνα και πατέρας, πάππος και μάμμη, αφού οι τραγικές συγκυρίες της ζωής της την άφησαν πρώτα χήρα να μεγαλώνη τα ορφανά παιδιά της και αργότερα χαροκαμένη μάνα να μεγαλώση μέσα σε αντίξοες συνθήκες τα ορφανά εγγόνια της. Πόλεμος να επιβληθή μέσα στο σπίτι της, πόλεμος για να βρη το δίκιο της στη γειτονιά, στην αγορά, στα δημόσια γραφεία. Πόλεμος ακόμα και στην Εκκλησία… για το στασίδι της, τη θέση της, “τήν αράδα της”. Καμιά άλλη δεν επιτρέπεται να το καταλάβη. Είναι σχεδόν ιδιοκτησία της, την οποία με κάθε τρόπο πρέπει να διαφυλάξη. Εξ ου και το παρεγκώμι “Ντελησυφέρω”, που της κόλλησαν οι άλλες γυναίκες. Ποιά τολμούσε να τα βάλη μαζί της, γνωρίζοντας μάλιστα ότι είναι ικανή να δείρη ακόμη και άνδρες. ( 7)
Πρόσφατα στην πόλη μας πραγματοποιήθηκε μια πολύ σημαντική καλλιτεχνική εκδήλωση, η παρουσίαση στο κοινό της πόλης μας, ενός ποιοτικού μουσικού έργου, βασισμένου σε ποίηση του «δικού μας» παλιού συναδέλφου Γ. Τσιτρούλη, μουσική αείμνηστου Γ.Τάντση, ενορχήστρωση Γ. Ιωάννου και ερμηνευμένου με τη μελωδικότατη φωνή της κ. Νένας Βενετσάνου, αοιδού μεγάλης φήμης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Το μουσικό έργο φέρει τον τίτλο: » Ταξιδεύοντας με την Αργώ».
Η «Αργώ» μέσα στους αιώνες έχει γίνει σύμβολο΄ είναι το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος δραπετεύει στο άγνωστο, θαλασσοδέρνεται στα πέλαγα της ζωής και βγαίνει νικητής. Με την «Αργώ» η ταξιδιάρα ψυχή ανοίγεται στα πέρατα του κόσμου να γνωρίσει τόπους και ανθρώπους, να ματώσει, να μάθει και να βρει τη γαλήνη και την αποδοχή.
Η Αργοναυτική εκστρατεία είναι το σύμβολο του αγώνα του ανθρώπου να αναμετρηθεί με τον ίδιο του τον εαυτό, να κατακτήσει την αυτογνωσία παλεύοντας με όλα τα θεριά που του προβάλλει η ζωή έχοντας για όπλα το νου και την καρδιά.
Η ανθρώπινη ψυχή όμως, για να μεγαλουργήσει χρειάζεται και συνταξιδευτές. Απ` αυτούς θα αντλήσει δύναμη για να αναστηθεί μετά από μια βαθιά λαβωματιά΄ με τη βοήθειά τους θα πετύχει τα μεγάλα οράματα και τους υψηλούς στόχους. Χρειάζεται στην πορεία ένας καλός καπετάνιος και πολλοί ναύτες να κωπηλατούν γερά και γρήγορα, όταν συναντήσουν στην πορεία τους «Συμπληγάδες» και «Σκύλα-Χάρυβδη».
Τα 14 ποιήματα του μουσικού αυτού έργου είναι εμπνευσμένα από το ταξίδι των αργοναυτών με επικεφαλής τον Ιάσονα από την Ιωλκό. Ο σχετικός μύθος είναι σ` όλους γνωστός από τα παιδικά και σχολικά χρόνια. Με την πένα όμως του Γ.Τσιτρούλη ο μύθος γίνεται μια αλήθεια ζωής, μια ανάγκη της ψυχής να ταξιδέψει στα πέλαγα του νου, να ονειρευτεί στους διαδρόμους του ουρανού, ν`ανοίξει διάπλατα τις πόρτες της να μπει ο ζωοδότης ήλιος και το λυτρωτικό φως, να εγκύψει σε πληγές και να βρει λύτρωση κατακτώντας την ουσία της ζωής με την απόκτηση πολλών εμπειριών και την επίτευξη στόχων.
Οι αργοναύτες πέτυχαν το δικό τους στόχο, το χρυσόμαλλο δέρας, και επέστρεψαν στην Ιωλκό, όπως κάθε ταξιδευτής επιστρέφει στην εστία του, την ψυχή του, μετά από ένα δύσκολο και επίπονο ταξίδι. Βέβαια το ταξίδι πληγώνει, γιατί δεν είναι πάντα ευχάριστο και ακίνδυνο. Απρόβλεπτοι παράγοντες αλλάζουν την πορεία των πραγμάτων, απειλούν τις ζωές. Με επιμονή και αγώνα η επιστροφή πραγματοποιείται.
Ποίηση της καρδιάς που γελά, που ονειρεύεται, που αγαπά την ομορφιά και υποκλίνεται μπροστά της, που αποτελεί εφαλτήριο για υψηλά «πετάγματα».
Αυτή η ποίηση «βρήκε την καλύτερή της ώρα» καθώς έγινε μουσική με τη δημιουργική ευαισθησία του αείμνηστου συνθέτη Γ. Τάντση και τραγούδι με τη λυρικότατη εκτέλεσή της από μια μεγάλη καλλιτέχνιδα, την κ. Νένα Βενετσάνου. Η φωνή της μελωδική, ολοκάθαρη, υποβλητική, μας ταξιδεύει σε θάλασσες και στεριές, σε ουρανό και αστέρια, μας αφυπνίζει, μας καλεί να ονειρευτούμε μα και να προβληματιστούμε. Η φωνή της δροσερό αεράκι που διεισδύει στα βάθη της ψυχής, τα ανακουφίζει και τα λυτρώνει.
Μια άρτια δουλειά στο σύνολό της και από άποψη ενορχήστρωσης που φανερώνει και το προσωπικό μεράκι και την άψογη εκτέλεση των μουσικών κομματιών από τους μουσικούς.
Η καλλιτεχνική επιμέλεια του CD από τον Χρ. Παπανικολάου του εξασφαλίζει άριστο αισθητικό αποτέλεσμα, καθώς σχεδιάζει και χρωματίζει την Αργώ και το ταξίδι της.
Η κυκλοφορία αυτού του CD τελικά δεν είναι μόνο ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για την ηχηρή παρουσία της πόλης μας στον τομέα του πολιτισμού, αλλά και-σύμφωνα με τις προθέσεις όλων, όσοι εργάστηκαν για τη δημιουργία του – ευχή να γίνει σήμερα το ταξίδι της Αργούς, ταξίδι σύμπλευσης των λαών για την επίτευξη ειρηνικών σκοπών σ`όλους τους τομείς της ανθρώπινης δράσης.
Ανδρεοπούλου Ευανθία
1. Αργώ
2. Ταξίδεψε καρδιά μου
3. Αργοναύτες
4. Νυχτερινή πορεία
5. Ναυπηγείο
6. Στου Αιγαίου το μπαλκόνι
7. Πελαγοφέγγαρο
8. Αργοναύτης Κάλαης
9. Συμπληγάδες
10.Η δοκιμασία του Ιάσονα
11.Κολχίδα
12.Τις αλήθειες μην ψάχνεις στα πέλαγα
13.Άγνωστα πέλαγα
14.Επιστροφή
Ανδρεοπούλου Ευανθία,
φιλόλογος