Τα παιχνίδια της ζωής

παιχνίδια

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Δεν μπορούσα να εκφράσω τα συναισθήματά μου. Όλα γύριζαν στο κεφάλι μου. Οι

σπουδές μου, ο ερχομός του πατέρα μου από το επαγγελματικό του ταξίδι, η

καινούργια δουλειά της μητέρας μου και πολλά άλλα, όμως αυτό που κυριαρχούσε

μέσα στο μυαλό μου ήταν το όνομα «Ναταλία»; που άκουσα να λέει ο πατέρας

μου ένα μεσημέρι πριν φύγει. Εκείνες τις δύο εβδομάδες που έλειπε, όλο γυρνούσε

στο κεφάλι μου και με όλες αυτές τις σβούρες ζάλιζε το μυαλό μου. Ήξερα ότι είναι

απλά ένα όνομα και τίποτα παραπάνω, αλλά δεν ξέρω γιατί, κάθε φορά που το

σκεφτόμουν και το έλεγα, η καρδιά μου χτυπούσε όλο και πιο δυνατά. Σαν να μου

ζητούσε κάτι να βρω, κάτι να μάθω.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, μα μάταια! Όλο το βράδυ σκεφτόμουν ποια να είναι

αυτή η Ναταλία. Το περίεργο ήταν πως, όταν το μυαλό μου ξέφευγε λίγο, πάλι εκεί

κατέληγε. Τελικά κατάφερα να κοιμηθώ!

Την άλλη μέρα το πρωί, άκουσα έναν δυνατό ήχο που με έκανε να ξυπνήσω για τα

καλά. Κοίταξα από το παράθυρό μου και είδα τον πατέρα μου που μόλις είχε γυρίσει

από το επαγγελματικό του ταξίδι να πατάει την κόρνα του αυτοκινήτου. Γεμάτος

χαρά και έκπληξη, φόρεσα μια ζακέτα και κατέβηκα στην αυλή μαζί με την μητέρα

μου. Ενθουσιασμένη, αμέσως έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Εγώ τον φίλησα και τον

βοήθησα με τις βαλίτσες του. Μπήκαμε στο σπίτι και ετοιμάσαμε όλοι μαζί πρωινό.

Παρ’ όλο που το κλίμα ανάμεσά μας ήταν ευχάριστο, εγώ ήμουν ακόμα

προβληματισμένος και οι γονείς μου δεν άργησαν να το καταλάβουν. Αυτό που μου

είχε κάνει εντύπωση ήταν ότι δεν μίλησε κανείς από τους δυο. Έτσι αποφάσισα να

κάνω εγώ το πρώτο βήμα!

-Ξέρεις πατέρα, από την ημέρα που έφυγες με βασανίζει το όνομα «Ναταλία»;

που άκουσα να λες.

Κοιταχτήκανε! Φάνηκε να ξαφνιάστηκαν. Η μητέρα μου πήρε μια βαθιά ανάσα και

μου είπε:

-Φάε το πρωινό σου Πάνο και κοίτα τις σπουδές σου. Τώρα δεν έχεις χρόνο για

τέτοιες συζητήσεις.

Ο πατέρας μου της κράτησε το χέρι και της είπε:

-Άννα, το παιδί έχει φτάσει 19 χρονών. Δεν γίνεται να μεγαλώσει κι’ άλλο και να

μην ξέρει την ιστορία της οικογένειας μας.

Εκείνη τη στιγμή έβγαλα το γάλα από την μύτη. Ποιά ιστορία; Για μια ιστορία

έχανα τον ύπνο μου ; Σκούπισα τα γάλατα από το πρόσωπό μου και είπα:

-Τι πρέπει να ξέρω δηλαδή;

Η μητέρα μου βούρκωσε, οπότε συνέχισε ο πατέρας μου.

-Ναταλία έλεγαν τη γιαγιά σου, την μητέρα της μαμάς σου.

Το μυαλό μου θόλωσε. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι εδώ και 19 χρόνια δεν είχα

αναρωτηθεί το όνομα της γιαγιάς μου. Δεν την είχα δει ποτέ. Η ύπαρξή της ήταν ένα

ασυζήτητο θέμα. Προσπάθησα να συγκρατήσω τον εαυτό μου και με ηρεμία είπα:

-Τι εννοείς έλεγαν;

-Πάνο αγόρι μου, η γιαγιά σου δυστυχώς πέθανε όταν η μαμά σου ήταν περίπου

στην ηλικία σου.

Την συζήτησή μας διέκοψε η μητέρα μου:

-Πέτρο, μην συνεχίζεις, είπε και πήγε στο δωμάτιό της.

Ο πατέρας μου πήγε να σηκωθεί κι’ αυτός, αλλά δεν τον άφησα, τον παρακάλεσα

να συνεχίσει .

-Όταν η γιαγιά σου έμεινε έγκυος στη μαμά σου, ο σύζυγός της την παράτησε. Στην

αρχή πίστευε πως θα τα κατάφερνε, αλλά μετά από τη γέννα τα πράγματα

δυσκόλεψαν. Δεν είχε δουλειά, δεν είχε άντρα, δεν είχε τίποτα, μόνο τα τσιγάρα της.

Κάπνιζε περίπου τρία πακέτα τσιγάρα την ημέρα για πολλά χρόνια, μέχρι που της

δημιουργήθηκε καρκίνος στον δεξί πνεύμονά της. Αναγκάστηκε λοιπόν να πάει στο

Λονδίνο να κάνει το χειρουργείο. Είμαι σίγουρος πως συνέχεια σκεφτόταν την

μητέρα σου και κάθε λεπτό τιμωρούσε τον εαυτό της.

Δεν είχα βγάλει μιλιά. Τα μάτια μου είχαν καρφωθεί στο στόμα του. Όσες πιο

πολλές πληροφορίες μάθαινα, τόσες πιο πολλές απορίες μου γεννιόντουσαν. Δεν

μπόρεσα να κρατηθώ και είπα:

-Γιατί δεν μου τα είπατε νωρίτερα όλα αυτά; Εσύ πώς ξέρεις σε ποιον πνεύμονα

είχε καρκίνο, σε ποια χώρα πήγε για την επέμβαση, πόσα τσιγάρα κάπνιζε την ημέρα

και αν μας αγαπούσε;

Δεν μίλησε και χαμήλωσε το βλέμμα. Εκείνη την στιγμή ήρθε η μητέρα μου στην

κουζίνα. Τα είχε ακούσει όλα, ήμουν σίγουρος. Με πλησίασε, μου έπιασε το χέρι και

με πήγε στο δωμάτιό της. Αφού καθίσαμε στο κρεβάτι, μου είπε:

-Η γιαγιά σου η Ναταλία, ήταν η πιο καλή μαμά του κόσμου. Με άφησε στη γιαγιά

μου όταν ήμουν στην ηλικία σου. Μετά από λίγους μήνες πήγα στην Αγγλία για να

αρχίσω τις σπουδές μου στην Ιατρική. Στη σχολή γνώρισα τον πατέρα σου. Ήταν ότι

καλύτερο μου είχε συμβεί εκείνη την περίοδο.

Έκανε μια μικρή παύση, σαν να είχε νοσταλγήσει εκείνα τα χρόνια. Τα μάτια της

είχαν γεμίσει δάκρυα. Κοίταξα κάτω, έπειτα το παράθυρο, μετά το πρόσωπό της και

είπα:

-Στάσου μια στιγμή. Εσύ σπούδαζες Ιατρική. Ο μπαμπάς τι δουλεία είχε στη σχολή;

Μη μου πεις πως εκείνα τα χρόνια γινόσουν κρεοπώλης με σπουδές στην Ιατρική;

Χαμογέλασε… Σκέφτηκε λίγο, ξαναχαμογέλασε και είπε:

-Εκείνα τα χρόνια επίσης έλεγαν πως τίποτα δεν είναι τυχαίο!

-Δεν καταλαβαίνω… Που κολλάει τώρα αυτό με την γιαγιά;

-Ο παππούς σου ο Σταύρος, ήταν σπουδαίος χειρουργός στο Λονδίνο και όπως

καταλαβαίνεις το ίδιο επιθυμούσε και για τον πατέρα σου. Όταν…

Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο μπαμπάς στο δωμάτιο. Κοιταχτήκαν κάπως περίεργα θα

έλεγα. Σαν να επικοινωνούσαν με τα μάτια… Την πλησίασε, της χαμογέλασε και μου

είπε:

-Όταν η γιαγιά σου ήταν σε νεαρή ηλικία είχε ερωτευτεί τον παππού τον Σταύρο,

που τότε ήταν πολύ γοητευτικός. Είχαν κάνει μια σχέση όταν ήταν περίπου 24

χρονών, αλλά ο παππούς σου προτίμησε να πάει στο Λονδίνο να κάνει το

μεταπτυχιακό του στην Ιατρική. Όπως καταλαβαίνεις προχώρησε τη ζωή του, έκανε

οικογένεια και απέκτησε εμένα. Αντιθέτως η γιαγιά σου δεν μπόρεσε να τον

ακολουθήσει και στεναχωρήθηκε πολύ.. Παρέμεινε στην Ελλάδα και μη έχοντας

τελειώσει τις σπουδές της βρήκε έναν ανόητο για να συνεχίσει τη ζωή της.

Αυτό ήταν το αποκορύφωμα! Είχα μπερδευτεί για τα καλά.

-Που το ξέρεις ότι ήταν ανόητος; Του είπα

Πέτρο, πετάχτηκε η μητέρα μου, θα προτιμούσα να συνεχίσω εγώ…

-Βέβαια και ήταν ανόητος! Όταν η γιαγιά σου έμεινε έγκυος σε εμένα απ’ αυτόν,

χάρηκε πολύ και ήλπιζε και από εκείνον να χαρεί το ίδιο. Η αλήθεια είναι πως και

εκείνος χάρηκε, αυτή η χαρά του όμως κράτησε μόνο εκείνο το απόγευμα. Το

επόμενο πρωί είχε ήδη εξαφανιστεί. Βιώνοντας για δεύτερη φορά την απόρριψη και

ύστερα από τη γέννησή μου, η μόνη της συντροφιά ήταν το τσιγάρο, όπως σου είπε

προηγουμένως και ο πατέρας σου. Τα χρόνια περνούσανε και η μητέρα μου έκανε

μεγάλο αγώνα για να φτάσω 18 χρονών, υγιής και περήφανη γι’ αυτήν. Το τσιγάρο

παρέμενε μόνιμη συνήθειά της, με αποτέλεσμα να της δημιουργηθεί καρκίνος στον

δεξί πνεύμονά της. Όταν μου είπε πως σε δύο μήνες θα έφευγε για να κάνει το

χειρουργείο της στο Λονδίνο, το μόνο που σκέφτηκα ήταν πως εγώ ήμουν υπεύθυνη

γι’ αυτή της την κατάσταση.

Τα μάτια της για άλλη μια φορά, πλημμύρησαν με δάκρυα. Δεν ήξερα πώς να

αντιδράσω, πώς να φερθώ. Δεν καταλάβαινα γιατί αυτή η συζήτηση δεν είχε γίνει πιο

πριν. Κοιτούσα μια τον έναν μια τον άλλον. Ο πατέρας μου ήταν ο πιο ήρεμος, έτσι

συνέχισε:

-Το μόνο θετικό από το αναγκαστικό της ταξίδι στο Λονδίνο ήταν ότι

ξανασυνάντησε τον παλιό της έρωτα, τον Σταύρο. Τον πατέρα μου. Περάσανε μαζί

τις μέρες της στο Λονδίνο, μέχρι που ο ίδιος ανέλαβε το χειρουργείο της, το οποίο

δεν πέτυχε ποτέ.

Δεν ήθελα να τα δεχτώ όλα αυτά. Έτσι έψαχνα δικαιολογίες…

-Εσύ πού τα ξέρεις όλα αυτά, τόσες λεπτομέρειες ;

-Πολύ καλή ερώτηση. Στο πανεπιστήμιο που γνώρισα και ερωτεύτηκα την μητέρα

σου, μου είχε πει την ιστορία της Ναταλίας. Ήμουν σίγουρος πως κάπου την είχα

ξανακούσει. Μετά θυμήθηκα πως την ίδια ακριβώς ιστορία μου είχε πει ο πατέρας

μου λίγες μέρες πριν. Μετά τον θάνατο της Ναταλίας και την αποφοίτησή μας,

παντρεύτηκα την μητέρα σου. Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στην Ελλάδα, στη

χώρα που ερωτεύτηκαν οι γονείς μας.

Σταμάτησε να μιλάει. Η ιστορία μάλλον είχε φτάσει στο τέλος της… Κοίταξε πάλι

ο ένας τον άλλον και ύστερα κάρφωσαν τα βλέμματά τους πάνω μου. Ένιωσα τόσο

αμήχανα και περήφανος ταυτόχρονα. Με όλα αυτά που είχα ακούσει ήταν σαν να μου

πήραν το χαλί κάτω από τα πόδια. Η μητέρα μου με πήρε μια αγκαλιά και μου είπε:

-Όλα για κάποιο λόγο γίνονται!

Πήρα μια βαθιά ανάσα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου. Είχε δίκιο… Όλα για

κάποιο λόγο γίνονται. Αν η γιαγιά μου δεν είχε περάσει όλα αυτά, ίσως οι γονείς μου

να μην γνωρίζονταν ποτέ. Αισθάνθηκα καλύτερα, αν και ήξερα πως θα έχανα για

ακόμα μια νύχτα τον ύπνο μου… Το υπόλοιπο της ημέρας αποφασίσαμε να το

περάσουμε παίζοντας διάφορα επιτραπέζια και διασκεδάζοντας όλοι μαζί. Το

περίεργο ήταν πως εκείνη η φορά ξεχώριζε από τις άλλες. Παρ’ όλο που η γιαγιά μου

δεν ήταν ποτέ κοντά μου, μου δίδαξε να ζω την κάθε στιγμή σαν να είναι η

τελευταία…

 

Τασοπούλου Ελευθερία

Γ’ έπαινος στον 9ο Πανελλήνιο Μαθητικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Μορφωτικού Ομίλου Πετρούπολης στην κατηγορία Κοινωνικό.

 

 

 

Σχολιάστε

Top