Το δύσκολο ταξίδι

BLANK

Είναι βραδάκι , περασμένες εννιά. Δεν μπορώ να κοιμηθώ έκανα διάφορες σκέψεις στο μυαλό

μου . Μ”  όλες αυτές τις σκέψεις , κουράστηκα, έκλεισα απαλά τα μάτια και με πήρε γλυκά ο ύπνος .

Αργά το βράδυ ξαφνικά ξύπνησα .Άκουσα διάφορους ήχους από τον δρόμο , σηκώθηκα και

έτρεξα να δω . Ήταν άνθρωποι που φώναζαν σε μια άλλη γλώσσα , δεν κατάλαβα πολλά . Ύστερα

άκουσα , πυροβολισμούς , κλάματα και κραυγές . Το θέαμα αυτό το είχα ξαναδεί αλλά αυτή την

φορά φαινόταν σοβαρότερο . Έτσι αφού χώθηκα στην κουβέρτα μου και έκλεισα με δύναμη τα

μάτια μου , σκέφτηκα : «Μακάρι να μην έχει συμβεί αυτό , μακάρι». Άνοιξα τα μάτια και έτρεξα

στην κουζίνα εκεί ήταν οι γονείς μου και μιλούσαν. Τους παρακολουθούσα από την σχισμή της

κλειδαρότρυπας . Η μαμά έκλεισε όλες τις κουρτίνες και κάθισε σε μια καρέκλα . Έσπρωξα απαλά

την πόρτα και μπήκα μέσα , σώπασαν τους είπα για αυτά που είδα στο παράθυρο . Μου είπαν ότι

δεν συνέβαινε τίποτα , αλλά εγώ κατάλαβα , μπορεί να είμαι μικρός , αλλά καταλαβαίνω

περισσότερα απ’τους μεγάλους … Άρχισε ο πόλεμος !

Το πρωί ο μπαμπάς είπε να μην πάμε στο σχολείο. Τους ρώτησα γιατί ,αλλά δεν μου απάντησαν

. Όλη η μέρα ήταν βαρετή στο σπίτι . Έφτασε βράδυ – οχτώ η ώρα – αλλά εγώ δεν ήθελα να

κοιμηθώ , ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και έκλεισα τα μάτια μου. Αμέσως όμως τα άνοιξα και είδα

τον αδελφό μου που μου είπε :

- Αδελφέ ,τι έχεις ;

- Τίποτα , δεν μπορείς να καταλάβεις, πήγαινε κοιμήσου, του είπα αυστηρά .

Έφυγε και πήγε να ξαπλώσει στεναχωρημένος μιας και δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχα .

Η ώρα είχε πάει δέκα. Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα , κοντοστάθηκα στην πόρτα και

προσπάθησα να αφουγκραστώ . Οι γονείς μου ήταν ήδη εκεί και μίλαγαν σιωπηλά :

- Τι θα κάνουμε ; είπε η μαμά

- Δεν ξέρω αλλά δεν μπορείτε να μείνετε εδώ πηγαίνετε στον αδελφό μου στην Γερμανία μέχρι

να έρθω κι εγώ .

- Δεν μπορώ να σε αφήσω εδώ , θα μείνω μαζί σου .

- Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό κινδυνεύεις.

- Όχι ,αν είμαστε όλοι μαζί .

- Τα παιδιά πρέπει να φύγουν όμως .

- Μα δεν μπορώ να τα αφήσω να φύγουν είναι τα παιδιά μου, είπε και άρχιζε να κλαίει με

λυγμούς .

- Μην κλαις σε παρακαλώ .Πρόκειται για την ζωή τους αυτά δεν φταίνε σε τίποτα . Την

Ναγιλά και τον Σαρίφ, αφού είναι πιο μικρά, θα τα στείλουμε στην Γερμανία ,το Τζαμίλ όμως δεν

μπορούμε να τν στείλουμε εκεί , δεν έχει χαρτιά , αν πάει στην Ελλάδα σε έναν φίλο μου ναυτικό

θα τον φροντίσει καλά και θα τον βοηθήσει …

Μου κόπηκαν τα πόδια . Μου ήρθε να ουρλιάξω, δεν άντεχα να ακούω , γύρισα γρήγορα και πήγα

να ξαπλώσω. Δεν μπορώ να αφήσω έτσι απλώς την ζωή μας εδώ , δεν μπορώ να φύγω . Ένιωθα

θυμό πώς γίνεται να φύγω μόνος μου , να αφήσω την οικογένεια και τους φίλους μου . Με πήρε με

δυσκολία ο ύπνος , αλλά το βράδυ ξύπναγα πολλές φορές για να σκεφτώ .

Το άλλο πρωί ξύπνησα αργά, όλοι είχαν ήδη σηκωθεί , έτρεξα στην κουζίνα , η ατμόσφαιρα

ήταν βαριά . Μπήκα μέσα με κοίταζαν με ένα περίεργο βλέμμα , ύστερα ο πατέρας μου μού είπε :

- Παιδί μου , θυμάσαι που με ρώτησες γιατί να μην πάτε σχολείο, λοιπόν τώρα σου απαντώ ,

έξω γίνεται πόλεμος κινδυνεύουμε γι’ αυτό και πρέπει να φύγουμε . Σε παρακαλώ μην μου

θυμώσεις πρόκειται για την ζωή σας, Τζαμίλ μου . Πήγαινε φτιάξε τα πραγματά σου πρέπει να

φύγεις , είπε και σκοτείνιασε το πρόσωπό του .

Σηκώθηκα αργά αργά , βρισκόμουν σε απόγνωση .Μάζεψα τα λιγοστά πράγματά μου , οι γονείς

μου ήρθαν με αγκάλιαζαν και έκλαιγαν μαζί μου και μου είπαν :

- Αγάπη μου , μην ανησυχείς θα είναι για λίγο καιρό θα έρθεις πίσω γρήγορα, είπε η μαμά

κλαίγοντας.

- Να είσαι δυνατός παιδί μου , το ξέρω θα τα καταφέρεις θα πας στην Ελλάδα με ασφάλεια ,

είπε ο πατέρας:

- Σας αγαπάω πολύ δεν θέλω να φύγω , άρχισα να κλαίω με λυγμούς .

- Αγάπη μου, το ξέρω είναι δύσκολο, αλλά θα τα καταφέρεις .

Μου είπαν που θα πάω και τι θα κάνω. Προορισμός μου η Χίος. Αποχαιρέτησα τους πάντες ,

φίλησα και αγκάλιασα τους γονείς μου και τα αδέλφια μου .Τους είπα:

- Σας αγαπάω πολύ!

Εκείνοι με κοίταζαν και έκλαιγαν η μαμά δεν με άφηνε να ανεβώ στο λεωφορείο , με κρατούσε

σφιχτά απ’τα χέρια και με παρακαλούσε να μείνω . Δάκρυζα , δεν είχαν την δύναμη να κλάψω . Το

λεωφορείο έφυγε και τα άφησε όλα πίσω του. Γύρισα να κοιτάξω, αλλά δεν φαινόντουσαν πια

πουθενά. Τώρα είχα ένα δύσκολο ταξίδι. Αν και είμαι δώδεκα χρονών θα το παλέψω , θα περάσω

όλες τις δυσκολίες που θα με βρουν .

Θέλησα να κοιμηθώ λίγο κι έτσι έγειρα στο πλάι για να κλείσω τα μάτια μου .Δεν με έπαιρνε ο

ύπνος . Αφού είχαν περάσει πέντε ώρες , ήμασταν σε ένα χωριό κοντά στο Χαλέπι . Σε λίγο θα

περνάγαμε τα σύνορα να πάμε στην Τουρκία . Το λεωφορείο ξαφνικά σταμάτησε. Εμφανίστηκαν

αστυνομικοί που θα έκαναν έλεγχο . Εγώ όμως ήμουνα παράνομος έπρεπε να φύγω πριν με

ανακαλύψουν . Κατεβήκαμε όλοι απ’ το λεωφορείο και κρύφτηκα πίσω από το όχημα . Οι

αστυνομικοί έλεγαν ότι έπρεπε να τους δείξουν τα διαβατήριά μας. Για κακή μου τύχη με είδαν και

άρχισαν να με κυνηγούν . Τότε άρχισα να τρέχω μαζί με τα πράγματά μου όσο πιο γρήγορα

μπορούσα . Οι αστυνομικοί με πήραν από πίσω, έκανα προσευχή στον Θεό να μην με προλάβουν .

Ευτυχώς είδα ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο και κρύφτηκα μέχρι να φύγουν. Οι αστυνομικοί τα

παράτησαν και έφυγαν. Έμεινα μόνος και αβοήθητος . Έπρεπε μέχρι την Χίο να κάνω όλο τον

δρόμο με τα πόδια .

Έχουν περάσει σχεδόν δέκα μέρες και είμαι ακόμη μακριά έχω ακόμη πολύ δρόμο για το νησί

.Το φαγητό τελειώνει και λεφτά δεν έχω . Έτσι σκέφτηκα, όταν πάω στην Σμύρνη να δουλέψω για

λίγες μέρες να πάρω χρήματα να αγοράσω φαΐ και παπούτσια , γιατί αυτά που φοράω έχουν λιώσει

από το πολύ περπάτημα.

Στο δρόμο είδα πολλά παιδιά ,τα περισσότερα όταν περνούσα , ψιθύριζαν το ένα στο αυτί του

άλλου και μετά γέλαγαν ή άλλες φορές με χτυπούσαν . Εγώ δεν έδινα σημασία και συνέχιζα τον

δρόμο μου . Υπήρξαν όμως και παιδιά που με βοηθούσαν δίνοντάς μου φαγητό και ρούχα . Πόσο

ανάγκη τα είχα !Είχα πολλές ώρες να φάω . Εκεί γνώρισα και ένα παιδί τον Ιμάν , ήταν και αυτός

πρόσφυγας και πήγε να ζήσει εκεί με τον πατέρα του .Ήταν ψηλός και κοκαλιάρης – όπως τα

περισσότερα παιδιά-αλλά ευγενικός και καλός μαζί μου . Αυτός δούλευε . Σκέφτομαι μην

καταλήξω και εγώ σαν αυτόν .

Είχαν περάσει αρκετές μέρες περπατώντας σε έρημα χωριά . Έφτασα επιτέλους στη Σμύρνη ,

εκεί έμεινα δύο μέρες . Πήγα στο λιμάνι , εκεί υπήρχε ένα καράβι που σε πήγαινε στη Χίο . Πήρα

το καράβι και έφτασα επιτέλους στον τελικό προορισμό μου . Ήμουν πολύ κουρασμένος , αλλά

τώρα έπρεπε να αναζητήσω τον κ. Νίκο τον ναυτικό . Όμως δεν ήξερα πολλά ελληνικά , μόνο ένα

χαρτί τσαλακωμένο είχα στην τρύπια τσέπη , που έλεγε την διεύθυνσή του και ένα γράμμα για να

του το δώσω. Αφού προσπάθησα για πολλή ώρα ,τελικά βρήκα το σπίτι , και χτύπησα δειλά δειλά

την πόρτα . Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ένας γέροντας ο οποίος μου είπε :

- Έμπα μέσα καλό μου παιδί .

Μπήκα και του έδωσα το γράμμα . Εκείνος θέλησε να μάθει για το ταξίδι μου μέχρι εδώ . Εγώ αν

και δεν ήξερα αρκετά ελληνικά ,όμως προσπάθησα να του πω.

Έχουν περάσει δύο μήνες από τότε που έφτασα στην Ελλάδα . Ο κ. Νίκος με έγραψε στο

σχολείο να μάθω γράμματα .

Ένα πρωί κατέφθασε στα χέρια μου ένα γράμμα, το άνοιξα και άρχισα να διαβάζω. Ήταν στην

γλώσσα μου , έλεγε :

Αγαπητέ Τζαμίλ ,

Είμαι η θεία σου η Ζαχρά . Έχω να σου πω κάτι πολύ σημαντικό .Θα στεναχωρηθείς , αλλά πρέπει

να το μάθεις από έναν δικό σου άνθρωπο . Οι γονείς σου πέθαναν .Μην φοβάσαι για τα αδέρφια

σου .Εγώ μαζί με αυτά θα έρθουμε στην Ελλάδα και θα σε βρούμε.

Σε φιλώ

η θεία σου

Αυτό το γράμμα μου κατέστρεψε όλα τα όνειρα που έκανα για όταν θα γύριζα στην χώρα μου .

Τώρα πια είμαι ορφανός και μόνος . Άραγε πού θα καταλήξω ;

 

Μινάι Ελένη

Γ’ έπαινος στον 9ο Πανελλήνιο Μαθητικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Μορφωτικού Ομίλου Πετρούπολης στην κατηγορία Κοινωνικό.

 

Γ’ έπαινος στον 9ο Πανελλήνιο Μαθητικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Μορφωτικού Ομίλου Πετρούπολης

Σχολιάστε

Top