Η ελληνική μας γλώσσα κατέχει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις 2.700 περίπου γλώσσες του σημερινού κόσμου. Αυτό δε σημαίνει ότι οι άλλες γλώσσες δεν έχουν αξία – κάθε άλλο. Κάθε γλώσσα, ως σύστημα που προάγει την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, είναι ισότιμη με τις άλλες. Η ελληνική μας γλώσσα έχει, ωστόσο, κάποια χαρακτηριστικά που την καθιστούν ιδιαίτερη. Το πρώτο είναι η αδιάσπαστη συνέχεια της. Όπως ανέφερε ο Γεώργιος Σεφέρης στην Ομιλία του στη Στοκχόλμη κατά την παραλαβή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963: «Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα.» Το δεύτερο είναι η καλλιέργειά της. Καθώς έπρεπε να αποδώσει ιδιαίτερα βαθιές έννοιες στην επιστήμη και τη φιλοσοφία, η γλώσσα μας «σμιλεύτηκε», όπως αναφέρει ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης, από πολύ νωρίς και παρουσίασε ένα σπάνιο εκφραστικό πλούτο.
Φέτος, στο σχολείο μας, στο πλαίσιο του ετήσιου αφιερώματος στην Ελληνική Γλώσσα, ασχοληθήκαμε με τις επιβιώσεις της στο πέρασμα των χρόνων. Αφορμή στάθηκε ένα άρθρο της εφημερίδας « Independent» που διαβάσαμε. Αναφερόταν στα «ρωμέικα», μία επιβίωση της αρχαίας ελληνικής μας γλώσσας, που μιλιέται από μία ολιγάριθμη κοινότητα 5.000 ανθρώπων οι οποίοι ζουν στην περιοχή του αρχαίου Πόντου και συγκεκριμένα σε κάποια ορεινά χωριά κοντά στην Τραπεζούντα. Οι ελληνόφωνοι κάτοικοι εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε τη Συνθήκη της Λωζάννης και παρέμειναν στην Τουρκία, επειδή ήταν μουσουλμάνοι (η ανταλλαγή είναι γνωστό ότι έγινε με βάση το θρήσκευμα). Η γεωγραφική και πολιτισμική απομόνωση της περιοχής συνέβαλε καθοριστικά στη διατήρηση μιας γλώσσας που μοιράζεται έναν εντυπωσιακό αριθμό ομοιοτήτων με τη δημώδη ελληνική των ελληνιστικών χρόνων και πολλά στοιχεία από την αρχαία γλώσσα που έχουν εξαφανιστεί από τις σύγχρονες μορφές της ελληνικής, όπως για παράδειγμα τη χρήση του απαρεμφάτου (π.χ. Δεν μπορούσα πηγαίνειν).
Τα «ρωμέικα» της περιοχής δεν είναι το μόνο πολιτισμικό στοιχείο που μαρτυρεί ότι οι χρήστες της είναι απόγονοι των αρχαίων ελλήνων που έζησαν στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας από τις αρχές του 6ου αι. π.Χ.. Σε αυτό συνηγορούν και άλλα πολιτιστικά στοιχεία όπως η παραδοσιακή μουσική τους που στηρίζεται στη λύρα και είναι – και αυτή- μοναδική. Όλος αυτός ο πολιτισμικός πλούτος, ωστόσο, κινδυνεύει να χαθεί . Τα «ρωμέικα» δεν έχουν γραπτή μορφή και η γνώση τους μεταδίδεται προφορικά από γενιά σε γενιά. Αυτό σημαίνει ότι κινδυνεύουν με εξαφάνιση δεδομένης και της ενδογαμίας της κοινότητας.
Ο κίνδυνος της εξαφάνισης απειλεί την ελληνική γλώσσα και σε μια άλλη περίπτωση, πολύ περισσότερο γνωστή : τα «γκρεκάνικα» της Κάτω Ιταλίας. O όρος χρησιμοποιείται από τους μελετητές για να περιγράψει το ελληνικό ιδίωμα που μιλιέται σε δύο περιοχές της Κάτω Ιταλίας, στην Καλαβρία (γκρέκο) και την Απουλία (γκρίκο). Παρά τις επιμέρους διαφορές στις δύο αυτές περιοχές (π.χ. τα ελληνικά της Καλαβρίας διατηρούν περισσότερους αρχαϊσμούς) οι συνθήκες που συνέβαλαν στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας είναι ταυτόσημες : η γεωγραφική και κοινωνική απομόνωση των περιοχών που είναι δυσπρόσιτες και ορεινές με προβληματικό οδικό δίκτυο.
Η μακραίωνη παρουσία των Ελλήνων στη νότια Ιταλία έχει τις ρίζες της στον δεύτερο αποικισμό (8ος – 6ος αι. π.Χ. ) και τη δημιουργία της Μεγάλης Ελλάδας την εποχή αυτή. Όταν η Ρώμη κυριάρχησε στην περιοχή δεν καταπίεσε τον ελληνισμό και αυτός συνέχισε να εκφράζεται στη γλώσσα του όπως αποδεικνύει ο μεγάλος αριθμός των επιγραφών στην ελληνική γλώσσα. Η διδασκαλία του Χριστιανισμού στα ελληνικά έδωσε νέα ώθηση στη γλώσσα. Ο ελληνισμός της περιοχής έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του από τον 9ο μέχρι τον 14ο αι. μ.Χ. . Μαρτυρείται μάλιστα ένα περιστατικό που δείχνει ότι οι Ιταλοί γνώριζαν πως στην Καλαβρία κυρίαρχη γλώσσα ήταν τα ελληνικά. Ένας νεαρός φιλόλογος που είχε προσληφθεί από τον Πετράρχη (1304 – 1374) ως γραμματέας, ζητά από τον ποιητή να απουσιάσει για ένα μεγάλο διάστημα, ώστε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να μάθει τα ελληνικά. Ο Πετράρχης προσπαθώντας με όλους τους τρόπους να τον μεταπείσει, στο τέλος τού προτείνει κάτι πιο απλό: αντί να κάνει το μακρινό αυτό ταξίδι στην Ανατολή, να πάει στην Καλαβρία, όπου θα μπορούσε να μάθει το ίδιο καλά τα ελληνικά. Άλλωστε και ο ίδιος ο ποιητής τα στοιχειώδη ελληνικά που γνώριζε τα είχε μάθει από έναν Καλαβρό μοναχό.
Μετά τον 14ο αι. παρατηρείται συρρίκνωση των ελληνόφωνων πληθυσμών. Τον 20ο αι. οι μετακινήσεις των πληθυσμών από τις ορεινές στις πεδινές και παραθαλάσσιες περιοχές, η υποχρεωτική φοίτηση στα σχολεία, οι γάμοι με ντόπιους Ιταλούς και η γενικότερη υποχώρηση των διαλέκτων έναντι των επίσημων εθνικών γλωσσών συμβάλλουν στην αφομοίωση των ελληνοφώνων και θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωση της ελληνικής γλώσσας στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας. Για να αποτραπεί ο κίνδυνος αυτός λαμβάνονται μέτρα και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το ελληνικό Κράτος. Η γλώσσα κατοχυρώθηκε θεσμικά ως μία από τις προστατευόμενες γλώσσες στην Ε.Ε. και διαφυλάσσεται. Διδάσκεται στα σχολεία από έλληνες δασκάλους, συλλέγεται και καταγράφεται το γλωσσικό της υλικό.
Πηγή : Πετροπούλου Χριστίνα, Μνήμη, Συγγένεια, Ταυτότητα σ” ένα ελληνόφωνο χωριό της Καλαβρίας, Διδακτορική διατριβή. ΑΠΘ 1997