Στην Ελλάδα, η εγκληματικότητα από ανηλίκους έχει γίνει αντικείμενο ανησυχίας τα τελευταία χρόνια. Αρκετές είναι οι αιτίες που μπορεί να οδηγούν σε τέτοιες πράξεις όπως π.χ. οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες δηλαδή όταν παιδιά που προέρχονται από οικογένειες με οικονομικές δυσκολίες μπορεί να νιώθουν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή για να καλύψουν τις ανάγκες τους ή να αποκτήσουν υλικά αγαθά. Επιπλέον υπάρχει και η επιρροή ομότιμων πίεση δηλαδή από φίλους και η επιθυμία να γίνουν αποδεκτοί σε μια ομάδα μπορεί να οδηγήσει ανηλίκους σε παράνομες δραστηριότητες, όπως η ληστεία. Επίσης μπορεί οι ανήλικοι να μην έχουν θετικά πρότυπα στη ζωή τους ή καθοδήγηση από ενήλικες και να στραφούν σε επικίνδυνες επιλογές. Ακόμα ένας ακόμη παράγοντας είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα οποία προβάλουν παραδείγματα που μπορεί να ενθαρρύνουν ανήλικους να μιμηθούν παράνομες συμπεριφορές για να κερδίσουν «δημοτικότητα». Σύμφωνα με τις αναφορές των τελευταίων μηνών, παρατηρούνται περιστατικά ληστειών, κυρίως σε καταστήματα και δημόσιους χώρους, από ομάδες ανηλίκων. Αυτές οι περιπτώσεις συχνά συνοδεύονται από βία ή εκφοβισμό, δημιουργώντας κλίμα φόβου στην κοινότητα. Η αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες από την πολιτεία, εκπαιδευτικούς φορείς και κοινωνικές υπηρεσίες για την πρόληψη και την αποκατάσταση των ανηλίκων που εμπλέκονται σε τέτοιες ενέργειες. Όσο για τη βία μεταξύ ανήλικων όπως και η τάση των εφήβων να πρεσβεύουν σε αυτήν είναι ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα που μπορεί να έχει μακροχρόνιες συνέπειες για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Η αντιμετώπισή της απαιτεί πολυδιάστατες προσεγγίσεις και προληπτικά μέτρα. Ορισμένες ιδέες για την πρόληψη της βίας περιλαμβάνουν:
Εκπαίδευση για την επίλυση συγκρούσεων: Προγράμματα που διδάσκουν στους νέους πώς να διαχειρίζονται τις διαφωνίες χωρίς βία είναι κρίσιμα. Αυτό περιλαμβάνει την ανάπτυξη δεξιοτήτων επικοινωνίας και διαπραγμάτευσης.
Στήριξη της ψυχικής υγείας: Η παροχή πρόσβασης σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας και υποστήριξη για τους νέους που βιώνουν προβλήματα είναι απαραίτητη. Οι σχολικές ψυχολόγοι και οι σύμβουλοι μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο.
Δημιουργία θετικών προτύπων: Οι ενήλικες, όπως γονείς και δάσκαλοι, πρέπει να αποτελούν θετικά πρότυπα συμπεριφοράς. Η προώθηση αξιών όπως η ενσυναίσθηση και η αλληλεγγύη μπορεί να επηρεάσει θετικά τη συμπεριφορά των νέων.
Αυστηρότερη αντιμετώπιση του εκφοβισμού: Τα σχολεία και οι οργανισμοί πρέπει να έχουν σαφείς πολιτικές κατά του εκφοβισμού και να προχωρούν σε άμεσες ενέργειες όταν προκύπτουν τέτοια περιστατικά.
Δημιουργία υποστηρικτικών κοινοτήτων: Η ενίσχυση των κοινοτικών δικτύων και η προώθηση δραστηριοτήτων που φέρνουν κοντά τους νέους μπορεί να μειώσει την απομόνωση και τις εντάσεις.
Ενημέρωση και ευαισθητοποίηση: Εκστρατείες ενημέρωσης για τις συνέπειες της βίας και του εκφοβισμού μπορούν να βοηθήσουν τους νέους να κατανοήσουν τη σοβαρότητα αυτών των ζητημάτων.
Η συνεργασία μεταξύ γονέων, σχολείων, κοινοτήτων και κυβερνητικών οργανισμών είναι κρίσιμη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση και πρόληψη της βίας μεταξύ ανηλίκων.
ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ Γ2