Η ΑΠΟΦΑΣΗ

ΑΠΟ: ΤΣΟΥΚΝΑΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ - Ιουλ• 13•21
Η  ΑΠΟΦΑΣΗ

Η  ΑΠΟΦΑΣΗ

Καλοκαίρι του 1797. Εδώ στον βράχο όπου στέκομαι, στην άκρη του γκρεμού, την πάτησε κάτω με το γόνατο στο λαιμό της, σαν να΄ ταν προβατίνα για σφάξιμο και γύρω το χωριό, όσο είχε απομείνει από αυτό, να κοιτάει. Κι αυτή, γυναίκα όμορφη, ψηλή – πρωτοξαδέλφη την είχα απ΄ την πλευρά του πατέρα μου- σερνόταν τρομαγμένη πια στην κόψη του γκρεμού. Μάταια προσπαθούσε να του ξεφύγει. Ανήμπορη και βουβή κάτω στο χώμα, τον κοίταγε με παρακαλετά, κλαμένα μάτια.

–Δεν κρένεις τώρα, ωρή, κατάπιες τη γλώσσα σου; αντήχησε στα βράχια η βραχνή φωνή του. Την άρπαξε από τα μαύρα της μαλλιά, που γυάλιζαν στον ήλιο.

–Όταν σε πιάσαμε να τροφοδοτείς τους επαναστάτες στα βουνά, δεν σώπαινες και μας έβριζες. Μίλα αλλιώς σε ρίχνω στο ποτάμι.

Ακόμα η αγριοφωνάρα του τρυπώνει στον ύπνο μου και με ξυπνά. Διότι τότε, με χίλιους σαν κι αυτόν Τούρκους δίπλα του, κιότεψα, δεν μίλησα. Έτρεμα σαν αμούστακο προσπαθώντας να βαστήξω τη θεία μου, τη μάνα της να μη σωριαστεί. Λύγισε η έρμη, μαυροφορέθηκε μετά κι έκλαιγε τη μικρή της κόρη. Στέκαμε όλοι άπραγοι και κοιτούσαμε τον χαλασμό της. Φουστανελάδες χωρίς σπάθες, με βλέμμα υγρό από ανήμπορη οργή, γυναίκες με τσεμπέρια στα μαλλιά και μωρά παιδιά που έσκουζαν τρομαγμένα μας περιτριγύριζαν. Κι οι μαυροφορεμένες γριές με τους ρόζους στα χέρια σταυροκοπιούνταν. Όλοι άπραγοι. Αδερφό δεν είχε. Κι εγώ, ο πρωτοξάδερφός της δεν έβγαζα μιλιά. Μου΄ρθε θυμάμαι, η μυρωδιά του ρόδου που έβαζε στα μαλλιά της, κι ύστερα η μύτη της άνοιξε κι έτρεχε, το αίμα της το έπινε το χώμα. Το μύριζα κι ο νους μου θόλωσε. Πήρα μια βαθιά ανάσα, αλλά αντί να πάω μπρος, να του πω «ως εδώ», πισωπάτησα.  Ο άντρας σκούπισε τον ιδρώτα του και με μάτια κόκκινα έχωσε το κεφάλι της στο σακί που έβγαλε από την τσέπη του. Τα χέρια του ήταν σταθερά, δεν είχε τύψεις ούτε συναισθήματα όταν έσπρωξε το σώμα της στον γκρεμό, να το δουν όλοι.

Δεν μίλησα τότε. Κιότεψα και δεν έκανα τίποτα να τη σώσω. Τη νύχτα δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Την άκουγα να ζητάει βοήθεια και ξύπναγα. Μόνο το πρωί ηρέμησα πια. Όταν πήρα την απόφαση. Κι ανέβηκα στο βουνό.

Χρήστος Μπονέλλης, Α2

Σχολιάστε

Top