Το δημοτικό τραγούδι

ΑΠΟ: ΤΣΟΥΚΝΑΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ - Ιουλ• 13•21

Ο αγώνας για την πολυπόθητη ελευθερία είναι ο μόνιμος σύντροφος των Ελλήνων σ΄όλη τη διάρκεια της ιστορικής τους πορείας. Αιώνες τώρα την διεκδικούν, την κερδίζουν κι ύστερα την βλέπουν πάλι να χάνεται και πάλι ξεκινά νέος κύκλος αγώνων. Σύμβολο του μαχόμενου Ελληνισμού είναι ο Διγενής Ακρίτας που περνά τη ζωή του πολεμώντας τους εχθρούς ενώ στο τέλος δίνει την ύστατη άνιση μάχη με τον Χάρο. Νικιέται, όμως δεν υποκύπτει.

Ο Διγενής ψυχομαχεί
κι η γης τόνε τρομάζει
κι η πλάκα τον ανατριχιά
πως θα τόνε σκεπάσει
γιατί από “κειά που κοίτεται
λόγια “ντρειωμένου λέει:

Νάχεν η γης πατήματα
κι ο ουρανός κερκέλια
να πάτουν τα πατήματα
να “πιανα τα κερκέλια
ν” ανέβαινα στον ουρανό,
να διπλωθώ να κάτσω
να δώσω σείσμα τ” ουρανού.

Από την Κρήτη (καθώς τα ακριτικά συνομιλούν με τα ριζίτικα)

 

Κορυφαίο γεγονός αυτής της συνεχούς πάλης για την διεκδίκηση της ελευθερίας είναι η Επανάσταση του 1821, ο μεγάλος ξεσηκωμός, όπως συνήθιζε να την αποκαλεί ο λαός μας που πρωτοστάτησε σ΄αυτήν. Και καθώς το δημοτικό τραγούδι αποτελεί τη γνησιότερη έκφραση της λαϊκής ψυχής, είναι φυσικό ο Αγώνας του ΄21 να κατέχει εξέχουσα θέση στη θεματική του. Ηρωισμοί, θυσίες, νίκες, καταστροφές, όλα καταγράφηκαν αριστοτεχνικά από τη λαϊκή μούσα και παραδόθηκαν στις επόμενες γενιές.

Αλλά και στα χρόνια της σκλαβιάς που προηγήθηκαν οι Έλληνες, περιθωριοποιημένοι και καταπιεσμένοι από τους Οθωμανούς, βρήκαν στήριγμα στην παράδοση και τον λαϊκό πολιτισμό τους για να επιβιώσουν και να κρατηθούν ενωμένοι. Το δημοτικό τραγούδι που πάντα μιλούσε για τις χαρές και τους πόνους τους, τώρα εκφράζει τις συμφορές τους, εξυμνεί όσους αντιστέκονται στην καταπίεση του τυράννου και διαφυλάσσει την ιστορική τους μνήμη. Κάθε φορά που οι υπόδουλοι βρίσκονταν μαζί με αφορμή κάποια γιορτή, το δημοτικό τραγούδι τους έδινε την ευκαιρία να ανανεώσουν τους δεσμούς τους, να τραγουδήσουν, να χορέψουν, να θυμηθούν ιστορικά γεγονότα. Κι επειδή η Άλωση της Πόλης από τους Τούρκους είναι ένα σημαντικότατο ιστορικό γεγονός, αφού σηματοδότησε την έναρξη της σκλαβιάς, πλήθος δημοτικών τραγουδιών αναφέρονται σ΄αυτήν. Ας προσέξουμε την ποιητική γλώσσα, τις όμορφες εικόνες και το παράπονο που εκφράζουν οι στίχοι στο τραγούδι από τη Θεσσαλία που ακολουθεί:

Να ‘μαν δεντρί στη Βενετιά, χρυσή μηλιά στην Πόλη

και κόκκινη τριανταφυλλιά μεσ’ τους επτά ουράνους.

Ν’ ανέβαινα να βίγλιζα την Πόλη πώς τουρκεύει.

“Πόλη μου, για δε χαίρεσαι; για δε βαράς παιγνίδια;

“Το πώς μπορώ να χαίρομαι και να βαρώ παιγνίδια;

Μέσα με δέρνει ο θάνατος, όξω με δέρν’ ο Τούρκος

κι απ’ τη δεξιά μου τη μεριά Φράγκος με πολεμάει”.

 

Παρά  τα  δεινά  των  ραγιάδων  υπήρχαν  περιοχές  που  κατάφεραν  να  διατηρήσουν  υψηλό  βαθμό  αυτονομίας,  όπως  το  περίφημο  Σούλι. Το  ανυπότακτο  πνεύμα  τους,  οδήγησε  τους  Σουλιώτες  σε  μια  σειρά  αγώνων,  στους  οποίους  πρωταγωνίστησαν  όχι  μόνο  οι  άνδρες  αλλά  και  οι  γυναίκες.  Στη  δυσπρόσιτη  περιοχή  του  Σουλίου,  πάνω  από  το  χωριό  Κιάφα  υψώνεται  η  «σκάλα  της  Τζαβέλαινας»,  μια  φυσική  βραχώδης  σκάλα,  όπου  κάθε  βράχος  μοιάζει  με  σκαλοπάτι.  Εκεί,  λέγεται  ότι  το  1792  η  Μόσχω,  σύζυγος  του  Λάμπρου  Τζαβέλα,  έδωσε  μαζί  με  άλλες  Σουλιώτισσες  μάχη  εναντίον  των  εχθρών.  Οι  γυναίκες  κατάφεραν  να  προστατεύσουν  τον  τόπο  τους,  πολεμώντας  «με  τα  βόλια  στην  ποδιά  και  τα  παιδιά  στην  αγκαλιά»,  όπως  λέει  χαρακτηριστικά  το  επόμενο  τραγούδι  από  την  Ήπειρο.

Λένω-Μπότσαρη

Λένω-Μπότσαρη

 

Στη βρύση στα Τσερίτσιανα, στη μέσ’ από τη χώρα
Μπουλουμπασιάδες κάθουνταν κι όλο Μαργαριτιώτες.
Κι αγνάντευαν τον πόλεμο που κάνουν οι Σουλιώτες
(πώς πολεμάν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες),
πώς πολεμά η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλικάρι,
σέρνει τα βόλια στην ποδιά, φυσέκια στο ζουνάρι,
και το παιδί στην αγκαλιά κι όλο μπροστά πηγαίνει.

 

 

Η  τουρκική  καταπίεση    οδηγούσε  όσους  Έλληνες  δεν άντεχαν τον Τουρκικό ζυγό    στα βουνά , όπου  συγκροτούσαν  ένοπλες  ομάδες  αντίστασης. Αυτοί  ήταν  οι  κλέφτες. Οι κατακτητές τους αντιμετώπιζαν σαν κακούργους, ο απλός λαός όμως τους θαύμαζε για το θάρρος και την παλικαριά  τους. Θεωρήθηκαν λαϊκοί ήρωες και οι περιπέτειές τους τραγουδήθηκαν απ’ το λαό μας με τα κλέφτικα τραγούδια.

κλεφτες

κλεφτες

Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης,
για ν” αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια* να δουλεύουν.
- Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να “μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.*
Φέρε μου τ” αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους,*
να βρω λημέρια* των κλεφτών, γιατάκια* καπετάνων•
και να σουρίξω* κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες».

Πουρνό* φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
«Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες!
- Καλώς το τ” άξιο το παιδί και τ” άξιο παλικάρι».

Με  το  ξέσπασμα  της  Επανάστασης  οι κλέφτες  θα  αποτελέσουν  τον πυρήνα των πολεμιστών της  και  θα της  δώσουν  την ορμή  με  την  οποία  κατάφερε  να εδραιωθεί. Στην οικογένεια των Κολοκοτρωναίων αναφέρεται το κλέφτικο από την Πελοπόννησο που ακολουθεί.

Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια
Έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοιαρχείο λήψης (1)π’ αυτοί δεν καταδέχουνται τη γης να την πατήσουν.Καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν’ αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι.
Φλωριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλωριά ρίχνουν στους άγιους
και στον αφέντη το Χριστό ρίχνουνε τ’ άρματά τους.

 

Οι  επιτυχίες  των  επαναστατών  στο  πεδίο  της  μάχης   εξαγρίωσαν  τους  Τούρκους,  οι  οποίοι  αντέδρασαν  με  σφαγές  και  λεηλασίες. Η  Χίος,  η  Σαμοθράκη,  η  Κάσος,  τα  Ψαρά  έγιναν  ολοκαυτώματα.  Το  1822  ήταν  η  σειρά  της  Νάουσας.  Οι  Τούρκοι  λεηλάτησαν  την  πόλη  της  και  120  χωριά  γύρω  από  αυτήν.  Ο  θρύλος  λέει  πως  το  αίμα  που  πότισε  τη  γη  ήταν  τόσο,  ώστε  για  τα  επόμενα  χρόνια  δεν  φύτρωνε  χορτάρι.  Οι  γυναίκες  της  Νάουσας  προτίμησαν  να  πνιγούν  στον  ποταμό  Αράπιτσα  παρά  να  πέσουν  στα  χέρια  των  εχθρών.  Η  συγκίνηση  από  την  ερήμωση  της  Νάουσας  και  τη  θυσία  των  γυναικών  της  καταγράφηκε  στο  δημοτικό  τραγούδι  που  ακολουθεί.  Η  λαϊκή  μούσα  θρηνεί  τις  νεκρές  γυναίκες  παρομοιάζοντάς  τις  με  μήλα  που  πέφτουν  ένα- ένα.  Αναρωτιέται  πού  να  μείνει  το  βράδυ  αφού  ο  τόπος  έχει  ερημωθεί.  Αναπαράσταση  της  θυσίας  των  γυναικών  είναι  και  ο  χορός  που  συνοδεύει  το  τραγούδι,  αφού  σε  κάθε  «δίπλα»  του  φεύγει  μία  γυναίκα.  «Ένα  μήλο  κι  άλλο  μήλο…»

Τρία πουλάκια αμάν αμάν καθόντανε,

╧Δ╬┐╧Ζ╬╗╬╣

στης Νάουσας το κάστρο,

Μακρυνίτσα μου καημό που “χει η Καρδίτσα μου.

Το “να κοιτάει κι αμάν αμάν τα Βοδινά,

και τ” άλλο Σαλονίκη,

Μακρυνίτσα μου καημό που “χει η Καρδίτσα μου.

Το τρίτο το κι αμάν αμάν μικρότερο,

μοιρολογεί και λέγει,

Μακρυνίτσα μου καημό που “χει η Καρδίτσα μου.

Μας πάτησαν κι αμάν αμάν τη Νάουσα,

την πολυξακουσμένη,

Μακρυνίτσα μου καημό που “χει η Καρδίτσα μου.

 

{Επωδός} ένα μήλο κι αμάν κι άλλο μήλο κι αμάν

βράδιασα και που θα γείρω

 

 

Εκτός από τις αδικοχαμένες γυναίκες,  η λαϊκή μας μούσα θρήνησε και τους αντρειωμένους πολεμιστές  της λευτεριάς. Συγκινητικό μέσα στη λιτότητά του είναι το παρακάτω ριζίτικο τραγούδι, βγαλμένο κατευθείαν από τη λεβέντικη και συναισθηματική ψυχή των Κρητικών:

Τ” αντρειωμένου τ΄ άρματα δεν πρέπει να πουλιούνται,
μόν΄ πρέπει τους στην εκκλησιά κι εκεί να λειτουργούνται.
Πρέπει να κρέμονται ψηλά σ΄ αραχνιασμένο πύργο
να τρώει η σκουριά το σίδερο κι η γη τον αντρειωμένο.

Άλλες φορές παίρνει τον λόγο ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος κλέφτης. Ο αποχαιρετισμός  των  συντρόφων  του μετατρέπεται σε ύμνο για τη ζωή  που τόσο αγαπά κι όμως  την βλέπει να χάνεται.

Παιδιά μου, μη μ΄ αφήνετε στον έρημο τον τόπο·   5
για πάρτε με και σύρτε με ψηλά στην κρύα βρύση,
που΄ναι τα δέντρα τα δασιά, τα πυκναραδιασμένα.
Κόψτε κλαδιά και στρώστε μου και βάλτε με να κάτσω,
και φέρτε τον πνευματικό να με ξεμολογήσει,
για να του πω τα κρίματα, όσα ΄χω καμωμένα,   10
δώδεκα χρόνια αρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης.
Και βγάλτε τα χατζάρια σας, φκιάστε μ΄ ωριό κιβούρι,
να ΄ναι πλατύ για τ΄άρματα, μακρύ για το κοντάρι.
-Και στη δεξιά μου τη μεριά ν΄αφήστε παραθύρι,
να μπαίνει ο ήλιος το πρωί και το δροσό το βράδυ,   15
να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ΄ αηδόνια,
και να περνούν οι γέμορφες, να με καλημεράνε.

 

 

Ξεχωριστοί ήταν οι θρήνοι που δημιουργήθηκαν για τον πρόωρα  χαμένο  αγωνιστή  Μάρκο Μπότσαρη. Ο  Σουλιώτης  οπλαρχηγός  ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής  για τη γενναιότητα και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Ο θάνατός του συγκλόνισε  τον λαό μας, που τον έθαψε με πολλές τιμές:

μαρκ

 

Θρήνος μεγάλος έγινε μέσα στο Μεσολόγγι
το Mάρκο παν, παιδιά μ’, στην εκκλησιά.

Tο Mάρκο παν στην εκκλησιά, το Mάρκο παν στον τάφο
’ξήντα παπάδες παν μπροστά.

Αέρας τα φυσάει τα πλατανόφυλλα
Θεός να τα φυλάει τα ελληνόπουλα.

 

 

Άνοιξη  του  1826.  Το  ηρωικό  Μεσολόγγι  αντιστέκεται  ακόμα  στον  ασφυκτικό  κλοιό  των  Τουρκοαιγυπτίων  που  το  πολιορκούν  εδώ  και  ένα  χρόνο.  Η  πείνα  και  οι  αρρώστιες  θερίζουν  τους  αποκλεισμένους  μέσα  στην  πόλη.  Τα  αιγυπτιακά  κανόνια  δουλεύουν  ασταμάτητα  και  προσπαθούν  να  γκρεμίσουν  τα  τείχη  της  πόλης  αλλά  και  το  ηθικό  των  πολιορκημένων,  μάταια  όμως. Εκείνοι  έχουν  πάρει  την  απόφασή  τους:  Ελευθερία  ή  θάνατος.  Τίποτε  άλλο.  Οι  λαοί  της  Ευρώπης  παρακολουθούν  συγκλονισμένοι  το  δράμα  του  Μεσολογγίου  και  υποκλίνονται  στην  ανυποχώρητη  στάση  των  Ελεύθερων  Πολιορκημένων.  Ανάμεσά  τους  αγωνιστές  από  όλη  την  Ελλάδα  και  αρκετοί  ξένοι  φιλέλληνες.  Στον  προμαχώνα  του  στρατηγού  Μακρή  πολέμησαν  ως  τμήμα  της  φρουράς  των  Μακεδόνων  και  120  άντρες  από  τη  Σαμαρίνα  Γρεβενών.  Μόνο  33  απ’ αυτούς  επέζησαν  και  επέστρεψαν  στη  Σαμαρίνα  ταλαιπωρημένοι,  «λερωμένοι».  Η  λαϊκή  μούσα  έκανε  τραγούδι  τα  τελευταία  λόγια  του  νεκρού  αρχηγού  τους:

 Eσείς, μωρέ, παιδιά κλεφτόπουλα,1821-epanastasiπαιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ, παιδιά καημένα,
παιδιά της Σαμαρίνας, κι ας είστε λερωμένα.

Κι αν πάτε απάνω στα βουνά κατά τη Σαμαρίνα,
ντουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μην πείτε,
κι αν σας ρωτήσει η μάνα μου κι η δόλια η αδερφή μου,
μην πείτε πως σκοτώθηκα, πως είμαι σκοτωμένος,
μόν’ πείτε πως παντρεύτηκα, πως είμαι παντρεμένος,
πήρα την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα.

  Λίγους  μήνες  μετά  την  πτώση  του  Μεσολογγίου  η  Επανάσταση  έμοιαζε  να  σβήνει κάτω από την πίεση του Ιμπραήμ αλλά και της εμφύλιας διαμάχης.  Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ κατέστρεψε τις Καρυές ( Αράχοβα) Λακωνίας, στις 12 Μαϊου του 1826. Ο άμαχος πληθυσμός κατέφυγε στα βουνά. Οι κάτοικοι έδωσαν σκληρές μάχες προκειμένου να σώσουν τον τόπο τους, όμως έπεσαν σχεδόν όλοι τους. ‘Οσοι σώθηκαν, σύρθηκαν σκλάβοι στην Πύλο.

Σε όλη τη διάρκεια του 1826 οι  Τουρκοαιγύπτιοι  πίεζαν  με  συνεχείς  επιθέσεις  τους  επαναστάτες  να  παραδώσουν  τα  όπλα.  Τα  σχέδιά  τους  ματαιώθηκαν  από  το  ακατάβλητο  φρόνημα  και  το  πάθος  του  Καραϊσκάκη.  Κατάφερε  να  ενώσει  τους  οπλαρχηγούς  της  Ρούμελης  και  να  εκστρατεύσουν  στην  περιοχή  της  Φωκίδας. Τον  Νοέμβριο  του1826  κατέλαβαν  την  Αράχωβα  και  απάλλαξαν  την  περιοχή  από τα  τουρκικά  στρατεύματα.  Για  τους  κατακτητές  ήταν  η  δεύτερη  μεγάλη  καταστροφή  μετά  τα  Δερβενάκια,  ενώ  οι  απώλειες  των  Ελλήνων  ήταν  ελάχιστες.  Η  μάχη  της  Αράχωβας  θεωρήθηκε  ως  η  δεύτερη  Επανάσταση  της  Ρούμελης,  αφού  έδωσε  νέα  πνοή  στον  Αγώνα.

Αναμνήσεις από αυτά τα γεγονότα εντοπίζονται στο  δημοτικό τραγούδι που ακολουθεί.

Στη μέση στην Αράχωβα και στη Βλαχομπαρμπίτσα

πέντε πολέμοι γίνουνται απ” το πρωί ως το γιόμα

πέφτουν τα τόπια σα βροχή τα βόλια σα χαλάζι

κι αυτά τα λιανοντούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης

Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν τρεις χιλιάδες μετριούνται τα Ελληνόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες.

 

A292_LKS7248Επιχειρήσαμε  μια  μικρή  αναδρομή  στην  Επανάσταση  του  ΄21  μέσα  από  το  δημοτικό  τραγούδι, γιατί  θελήσαμε  να  ζήσουμε  αυτό  το  σημαντικό  ιστορικό  γεγονός  μέσα  από  τα  βιώματα  των  απλών  ανθρώπων  του  λαού  μας.  Ενός  λαού  που  έζησε  για  πολλά  χρόνια  στη  σκλαβιά,  όμως  δεν  την  αποδέχτηκε  ποτέ.  Ο  πόθος  για  λευτεριά  διατηρήθηκε  άσβεστος  στις  ψυχές  και  μετά  από  χρόνια  προετοιμασίας  εκδηλώθηκε μέσα  από  το  γνωστό  σε  όλους  μας  σύνθημα  του  Αγώνα:  Ελευθερία  ή  θάνατος.  Η  Ιστορία  μας  διδάσκει  πως  η  διεκδίκηση  του  πολύτιμου  αγαθού  της  Ελευθερίας  και  ο  αγώνας  για  την  ανεξαρτησία  και  τα  ανθρώπινα  δικαιώματα  δεν  σταματούν  ποτέ,  αφού  η  ωμή  βία  και  η  αυθαιρεσία  καραδοκούν.  Δεν  είναι  τυχαίο  που  ο  μεγάλος  μας  ποιητής  Διονύσιος  Σολωμός  δεν  οραματίστηκε στον  εθνικό  μας  ύμνο την  Ελευθερία  θριαμβεύτρια,  να  επαναπαύεται  στις  δάφνες  της,  αλλά  μαχόμενη,  να  πλήττει  τους  εχθρούς  της  με  «την  κόψη  του  σπαθιού  την  τρομερή».

 

 

Σχολιάστε

Top