Τα Τείχη

ΑΠΟ: ΤΣΟΥΚΝΑΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ - Ιουλ• 13•21
Τα Τείχη

Νύχτα. Ένας άνδρας, βαριά άρρωστος, βρίσκεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Τα παιδιά του έχουν έρθει να τον αποχαιρετήσουν, ξέροντας πολύ καλά πως είναι ώρα… Η γυναίκα τού κρατά σφιχτά το χέρι και μουρμουρά μια προσευχή. Έξω, ο άνεμος σφυρίζει και η φλόγα του κεριού τρεμοπαίζει, έτοιμη να σβήσει. Το φως της όμως φτάνει για να φωτίσει το στενό ετούτο δώμα. Ο πατέρας γυρνά αργά το κεφάλι του. «Θέλω να εξομολογηθώ», ψελλίζει. « Πάω να φωνάξω τον παπά», λέει η κυρά του. «Όχι! Σ’ εσάς θε να τα πω, να μην τα κουβαλώ στον άλλον κόσμο. Τις αμαρτιές μου βάρος να μην τις έχω, μήτε πληγές. Καθάρια η ψυχή μου θα πάγει στον Θεό. Μιλώ για το Μισολόγγι. Εκεί όπου οι καρδιές μας ράγιζαν κάθε μέρα κι αποβραδίς μαζεύαμε από χάμω τα κομμάτια. Τη ξαναφτιάχναμε. Σφίγγαμε τα δόντια, τι είχαμε πάρει μιαν απόφαση· δε θα πουληθούμε στο διάολο, μα θα τον νικήσουμε. Η μάχη θα’ ναι γιουρούσι κι ο σκοτωμός μας γιορτή. Κανείς δεν θα κλάψει εκείνη την ώρα. Κανείς δε θα γελά. Τούτο είχαμε ορκιστεί. Η Έξοδός μας θα’ ναι Επιτάφιος κι εμείς πιστοί. Κινήσαμε στο μέρος του ουρανού, γιατί χαδέψαμε την Κόλαση. Τα κορμιά μας δεν βάσταγαν, πέφτανε από την πείνα. Τα κουβαλούσαμε νεκρά. Κάποιους τους πιάναμε να τρώνε απ’ τα κουφάρια. Δεν πήγαινε άλλο το κακό. Γίναμε ίσκιοι. Οι γυναίκες μοιρολογούσαν δίχως σταματημό. Όσα δάκρυα κι αν χύναμε, τα μάτια δεν κοκκίνιζαν. Τα σκελετωμένα σώματα  δεν χόρταιναν με αέρα. Φάγαμε τα ζώα, ξεριζώσαμε τις φύτρες, ξεγυμνώσαμε τη γη. Στο τέλος τέλος τα τείχη μας απόμειναν. Κείνα κοιτάζαμε. Το κάμανε, είπαμε το χρέος τους. Εμείς; Ανάθεμα τα τρύπια μας τσαρούχια, φώναξα, αν είναι να κρύβομαι. Τότες ήρθε ο Καψάλης και μας είπε τι έβανε στον νου του. Πρώτα ταραχτήκαμε, αλλά ύστερα του φυλάγαμε τα χέρια. Σκεφτήκαμε να κρεμαστούμε. Τι πιότερο θα χάναμε; Όμως, ήταν της μοίρας μας να σταθούμε ζωντανοί. Ν’ αγωνιστούμε. Βάλαμε λοιπόν φωτιά και κάψαμε τις λύπες, τους θρήνους και μέσα απ’ την στάχτη γεννήθηκε η λευτεριά. Αυτή μας έδειξε τον δρόμο κι έτσι το χάραμα τ’ Απρίλη δώσαμε οι άνδρες μια κλωτσιά και ρίξαμε το ξύλινο γιοφύρι. Βαστήξαμε χαντζάρα, σηκώσαμε μπαϊράκι και πέσαμε απάνω στον οχτρό. Σκότωσα κάμποσους, δε λέω, μα ένας μπαμπέσικα, με βόλι με πέτυχε στην πλάτη. Έτρεξα. Με πήρε στο κατόπι. Πέρασα από τους βάλτους, αλλά κείνος δεν μπόραγε. Δεν ήξερε τα μέρη. Κρύφτηκα σε μια σπηλιά. Περίμενα να κοπάσει η καταιγίδα και φρόντισα τις πληγές μου. Έστεκαφ ακόμη ζωντανός.

       Αχ, παιδιά μου… Ίσως δεν ήμουν καλός πατέρας. Μη με ξεσυνερίζεστε. Τα μάτια μου είδαν Ήλιους και φεγγάρια ματωμένα. Το χώμα που πάτησα μύριζε θανατικό κι αίμα. Μα ένα είναι αυτό που με λερώνει· μου λείπουνε τα τείχη»…και η ψυχή του πέταξε.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗΣ Γ3

Σχολιάστε

Top