Οι λέξεις του μήνα

ΑΠΟ: ΠΡΟΣΜΙΤΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ - Μαρ• 23•16

Επιμέλεια άρθρου: Μαρία Καρακικέ

Πρόσφυγας: αυτός που αναγκάζεται ή εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του ή τον τόπο της  μόνιμης  κατοικίας  του και να καταφύγει σε μια ξένη χώρα ή στη χώρα της εθνικής του προέλευσης.

[λόγ. < ελνστ. πρόσφυξ, αιτ. -υγα]

Ορισμός: Πρόσφυγας ονομάζεται, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες, κάθε άνθρωπος που βρίσκεται έξω από το κράτος του οποίου είναι πολίτης εξαιτίας δικαιολογημένου φόβου ότι εκεί θα υποστεί διωγμούς λόγω της φυλής, της θρησκείας ή της εθνικότητάς του, ή ακόμα εξαιτίας της ιδιότητας του μέλους μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή των πολιτικών του απόψεων (πολιτικός πρόσφυγας), και επιπλέον τού είναι αδύνατο να εξασφαλίσει προστασία από τη χώρα του, ή, εξαιτίας του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να τεθεί υπό αυτή την προστασίαΣυνήθως η αδυναμία εξασφαλίσεως προστασίας είναι αποτέλεσμα πολέμου, ωστόσο ο παραπάνω ορισμός αποκλείει τους πρόσφυγες εξαιτίας φυσικών καταστροφών. Μία άλλη κατηγορία ανθρώπων που ονομάζονται πρόσφυγες και δεν περιλαμβάνονται στον παραπάνω ορισμό είναι όσοι μετεγκαθίστανται ομαδικά σε άλλη περιοχή της δικής τους χώρας, είτε εξαιτίας φυσικών καταστροφών, είτε για άλλο λόγο πάνω από τις δυνάμεις τους. Αυτοί ονομάζονται εσωτερικοί πρόσφυγες.

Μετανάστης: αυτός που μεταναστεύει, που αλλάζει τόπο διαμονής.

[μετανάστης < αρχαία ελληνική μετανάστης < μετά + ναίω]

 Ορισμός: εσωτερικός μετανάστης - αυτός που εγκαταλείπει ένα τόπο της χώρας του για να μείνει σε ένα άλλο τόπο στην ίδια χώρα

εξωτερικός μετανάστης - αυτός που εγκαταλείπει τη χώρα του για να εγκατασταθεί σε μια ξένη χώρα

Πηγή: wikipedia

Σχολιάστε

Top