Ο ΚΑΣΠΑΡ ΧΑΟΥΖΕΡ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ
Και να με και γω με το όπιόν μου. Στέκομαι μπροστά σ” αυτές τις γεμάτες, τις ωραίες βιτρίνες, χαζεύω, μαγεύομαι, τις αφήνω να με διαφθείρουν όσο θέλουν. Κοιτάζω τα είδη τους, μελετάω τα σχήματα και τα χρώματα, σκέφτομαι τις ποιότητες, τα υλικά τους, βλέπω τις τιμές τους, τις λογαριάζω με τα μεροκάματα τα δικά μας. Είμαι καταναλωτής. Για τους σοφούς μας του καφενείου σημαίνει πως διαλύομαι, αλλοτριώνομαι, λένε, μέσα στους άλλους. Για μένα τέτοιαν ώρα στη λεωφόρο, που δεν έχω πουθενά να πάω — είμαι καταναλωτής θα πει πώς υπάρχω. Υπάρχω μέσα στους άλλους. Έχω στην τσέπη μου τα λεφτά μου — μοιράζομαι τη ζωή μας, ας λένε πως είναι ψεύτικη, ας είναι και θέατρο μόνο.
Κοιτάζω, λοιπόν, όσο θέλω, κάνω μία και μπαίνω και στο κατάστημα. Μπορώ να διαλέξω — για μένα το” χουν αυτό το κατάστημα. Διαλέγω. Δε με ρωτάει κανένας ποιος είμαι, πού τα βρήκα τα λεφτά μου, με περιμένουνε να διαλέξω — πρέπει να με περιμένουν. Σούζα. Είναι ή δική τους η νόρμα. Και σκέφτομαι εδώ πως ένας μας να παραβιάσει τη νόρμα του, όλος αυτός ό μηχανισμός, το σύστημα της παραγωγής και της κατανάλωσης γκρεμίζεται αμέσως. Και δεν αφήνουν βέβαια κανέναν να μην κρατάει τη νόρμα του. Μα δεν αφήνουμε και μεις οι άλλοι τους άλλους. Αυτή η πωλήτρια εδώ πρέπει να στέκεται σούζα μπροστά μου — βάζω τις φωνές αλλιώς — αύριο την διώχνουν, όπως διώξανε τη Σπανιόλα. Έτσι γίνεται το σύστημα, έτσι γίνεται και το πλέγμα πού το κρατάει — το κρατάμε — κ” είμαστε όλοι μέσα.
Το πρόσεξες; Εδώ στη λεωφόρο η σοφία μου τετραπλασιάζεται κάθε βράδυ.
Μα — στάσου λιγάκι, να τελειώσουμε με το κατάστημα. Μπορώ να φύγω χωρίς ν’ αγοράσω — απλούστατα δεν αποφάσισα. Είναι δικαίωμα μου — δημοκρατικό κι αναφαίρετο. Πρέπει να με καλησπερίσουν, να μου χαμογελάσουν που φεύγω; Είναι καθήκον τους — κοινωνικό κι απαράβατο. Αποφασίζω; Πρέπει να μου δώσουν αυτά πού ζητάω. Και τ’ αγοράζω. Ξυραφάκια, καθρεφτάκια, κρίκους ωραίους για τα κλειδιά — που δεν έχω — σβηστήρια — που δε μου χρειάζονται — ένα σβηστήρι, παρακαλώ, για τα σχέδια μου — μαλακό — κορδόνια για τα παπούτσια, κανένα μαντίλι από κάποτε, κανένα σαπούνι. Μου το τυλίγουν ωραία-ωραία σέ χαρτιά χρωματιστά — σπατάλη, λέω. Μου τα βάζουνε κάποτε σέ μια σακουλίτσα νάιλον — άλλη σπατάλη. Και τότε σκέφτομαι εγώ πώς η σπατάλη γίνεται βέβαια για να μπορούνε να ζούνε μέσα στο σύστημα oι βιομηχανίες αυτές που φκιάχνουν τις άχρηστες σακουλίτσες. Και το σύστημα, τί είναι το σύστημα; Εκεί πια τα μπερδεύω λιγάκι. Τα ίδια με το ΑΟΥΤΕΛ.
Παίρνω τη σακουλίτσα μου και καμαρώνω που φεύγω κρατώντας τα ψώνια μου. Όταν γυρίσω στο σπίτι θα τα πετάξω στο συρτάρι του κομοδίνου — γέμισε από τέτοια. Έχουν δίκιο, σκέφτομαι τότε, οι σοφοί μας του καφενείου. Τι μου χρειάζονται αυτά που αγοράζω; Τίποτα. Kαι μένει μονάχα πως αυτοί δε νιώθουν τη χαρά τη δική μου που τ” αγοράζω — εγώ δεν βρίσκω καμία καλύτερη.
Μα, όπως και να το πεις, εντστασιόν κι από δω. Τέλος γι” απόψε και με το θέατρο, την κοινωνία της κατανάλωσης, το βραδινό μου περίπατο στον παράδεισο της αφθονίας.
Και ξαναβγαίνω στη λεωφόρο. Η μέρα μου πέρασε. Το μεροκάματο το “βγαλα. Τη βιτρίνα μου του ΑΟΥΤΕΛ την κοίταξα πάλι, την αντλία μου την παζάρεψα. Τα ψώνια μου τ” άχρηστα τα “κανα, σκούντησα με τον αγκώνα μου δυο-τρεις και τους είπα εντσιούλντιγκουνγκ, ευγενέστατος. Τις σοφίες μου τις ξανάπα, τις ξανασκέφτηκα. Και μένει ακόμα αυτό το κάτι πού θέλω ακόμα να κάνω. Και δεν το ξέρω. Μοναχό του δεν έρχεται, με το δικό μου το μυαλό δεν το βρίσκω, κανένας δεν είναι να μου το δώσει. Και σκέφτομαι πάλι — έτσι είναι αυτός ο δικός μας, ο σημερινός μας ο κόσμος. Όλα μας τα “χει φκιασμένα, κανονισμένα, δε λείπει τίποτα — τον εαυτό σου μονάχα δεν ξέρεις τι να τον κάνεις.
Kαι κείνο το κάτι μένει ανεκπλήρωτο. Κάθε βράδυ. Δε γίνεται τίποτα με τα ψεματάκια, τα ξεγελάσματα, το θέατρο, τις μικρές πονηριές μου — εκείνο μένει ανεκπλήρωτο. Να “μουν τουλάχιστο λυπημένος, πολύ λυπημένος • μήτε αυτό δεν είμαι, δε μπορώ να σου πω ψέματα. Από καιρό δεν έγινε να “μαι πολύ λυπημένος.
Τα σκέφτομαι, κάνω να πάω πιο πέρα και γίνεται τότε σα μια διάλειψη στο μυαλό μου — δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω. Μου φαίνεται πως άδειασε ο κόσμος. Οι άνθρωποι ρουφήχτηκαν, νεκρά κι ακίνητα μένουν όλα — νεκρή πολιτεία. Μια φωτεινή ρεκλάμα παίζει στο βάθος του δρόμου — δε βγάζω τα γράμματα — δε βγάζω τίποτα — αναβοσβήνουν μονάχα. Και στέκομαι εκεί καρφωμένος στο πεζοδρόμιο, δεν ξέρω που βρίσκομαι.
Μια στιγμή μονάχα κρατάει. Μου πέρασε. Όλα ξανάρθαν στη θέση τους, στη θαυμάσια τάξη τους, τη θαυμάσια τάξη μας. Η μεγάλη πολιτεία είναι πάλι γύρω μου, γυαλί κι αλουμίνιο, η άσφαλτος η δική μου, ο μαύρος καθρέφτης της που γυαλίζει. Η πολιτεία των ξένων.
Αφήστε το σχόλιο σας στο "Χατζής Δημήτρης, Το Διπλό Βιβλίο"