Σαμαράκης Αντώνης, Ο τοίχος (απόσπασμα)

Άνθρωπος-σκυφτός

Ήτανε μια μικρή αυλή, με δωμάτια που μένανε διάφοροι, σε μια γειτονιά μακριά από το κέντρο της πόλης, στη βιομηχανική περιοχή. Η ατμόσφαιρα ήτανε βαριά εκεί, όπως είναι πάντα στις βιομηχανικές περιοχές. Αυτοί που μένανε στην αυλή δουλεύανε, οι περισσότεροι τους, στα γύρω εργοστάσια. Ήτανε μερικές φαμίλιες, κι ένας δημόσιος υπάλληλος, γραφεύς Α” τάξεως, καμιά σαρανταπενταριά χρονώ, εργένης, που έμενε, μόνος, στο δωμάτιο δίπλα στο αποχωρητήριο.
Γύρω στην αυλή ήτανε κι άλλες αυλές κι άλλα σπίτια, ισόγεια κι αυτά και χαμηλά. Οι γυναίκες την ασβεστώνανε ταχτικά την αυλή. Είχανε και γλάστρες με λουλούδια. Η αλήθεια είναι πως μύριζε το αποχωρητήριο, μα δεν μπορούσε να γίνει τίποτα. [...]
Τα πρωινά, οι γυναίκες, όσες δε δουλεύανε σαν τους άντρες στα εργοστάσια, συγυρίζανε τα δωμάτια. Σκουπίζανε την αυλή. Βάζανε μπουγάδα, κι έβλεπες τότε ένα σωρό εσώρουχα, αντρικά, γυναικεία, παιδικά. Γιατί ήτανε και παιδιά στην αυλή.
Μικρά παιδιά που παίζανε όλη μέρα ή άλλα που πηγαίνανε σχολείο ή δουλεύανε τα μεγαλύτερα. Ήτανε κι ένα αγόρι που ήταν άρρωστο.
Αρρωσταίνανε βέβαια, πότε πότε, αυτοί που μένανε στην αυλή. Μα ήτανε μικροαρρώστιες. Το αγόρι όμως την είχε άσχημα.
Έμενε σ’ ένα δωμάτιο με τη μάνα του, μια κοντή γυναίκα, αδύνατη, που είχε διαρκώς ένα φοβισμένο βλέμμα. Ήτανε χήρα, ο άντρας της είχε σκοτωθεί στον τελευταίο πόλεμο. Το αγόρι ήτανε μωρό τότε. Βασανίστηκε πολύ για να το αναστήσει. Δούλευε σ” ένα υφαντουργείο. Ξενόπλενε κιόλας.
Το παιδί, από δώδεκα χρονώ, έπιασε δουλειά σ” ένα μηχανουργείο. Επειδή ο νόμος έλεγε από δεκατεσσάρω και πάνω, κάνανε τ” αδύνατα δυνατά για να πιάσει δουλειά. Ήθελε να βοηθήσει τη μάνα του.
Τώρα ήτανε δεκαπέντε χρονώ, δούλευε πάντα στο μηχανουργείο και το βράδυ πήγαινε σε τεχνική σχολή.
Το κακό πρωτοφανερώθηκε ένα απόγευμα, στο μηχανουργείο, την ώρα που δούλευε. Τόπιασε ένας βήχας πολύ δυνατός — έβηχε τον τελευταίο καιρό, μα δεν είχε δώσει σημασία, — και ξαφνικά έβγαλε αίμα.
Το πήγανε στις κοινωνικές ασφαλίσεις. Το είδανε στις ακτίνες. Του βγάλανε και πλάκα. Ήτανε πειραγμένος ο αριστερός πνεύμονας.
— Ανάπαυση, καλό φαΐ, καθαρός αέρας! είπε ο γιατρός στη μάνα, που το βλέμμα της ήτανε γεμάτο φόβο, ακόμα πιο βαθύ φόβο από άλλοτε.
Και πρόσθεσε:
— Επίσης, προσοχή στον ψυχικό παράγοντα!
Η μάνα πήρε το παιδί και φύγανε.
Η ανάπαυση μπορούσε να γίνει. Το αγόρι σταμάτησε να δουλεύει. Του πήρε η μάνα του μια σαίζ – λόνγκ, μεταχειρισμένη. Έβγαινε στην αυλή και καθότανε. Το καλό φαΐ . . . Δούλευε υπερωρίες, ξελιγωνότανε στη δουλειά, για να του καλυτερέψει το φαί.
Όσο για τον καθαρό αέρα, αυτό ήταν δύσκολο. H ατμόσφαιρα, εκεί, ήτανε βαριά. Δεν μπορούσε η μάνα να κάνει τίποτα για να πάψουν τα εργοστάσια να βρωμίζουνε τον αέρα.
Εκείνο όμως που δεν είχε καταλάβει ήταν η τελευταία κουβέντα του γιατρού:
— Επίσης, προσοχή στον ψυχικό παράγοντα!
Συλλογίστηκε πως αυτό θα ήτανε σίγουρα κάτι πολύ σπουδαίο. Και την έπιασε μεγάλος φόβος. Το είπε στο δημόσιο υπάλληλο, κι αυτός της εξήγησε. Της είπε πως το αγόρι, στην κατάσταση που ήτανε, έπρεπε νάχει γαλήνη.
Κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς θα γινότανε. Το μόνο που ήξεραν ήτανε πως το διπλανό σπίτι, ισόγειο κι αυτό, χαμηλό, πουλήθηκε. Και μάλιστα μοσχοπουλήθηκε. Ο νέος ιδιοκτήτης, ένας πολύ πλούσιος, θα το γκρέμιζε. Τι θάφτιαχνε ύστερα; Κανένας δεν ήξερε.
Οι διπλανοί μετακομίσανε άρον – άρον, κι ένα πρωί ήρθανε οι μαστόροι κι αρχίσανε το ξήλωμα.
Ο τοίχος υψωνότανε ολοένα και πιο πολύ.
Ύστερα από το γκρέμισμα του σπιτιού, οι μαστόροι αρχίσανε να χτίζουνε τον τοίχο. [...]
Ο τοίχος υψωνότανε, βαρύς, τους επίεζε στο στήθος. Γίνηκε ένα μέτρο, δυο μέτρα, δυόμισι μέτρα, τρία μέτρα… Και υψωνότανε ακόμα! Κάθε βράδυ που σκολάγανε οι μαστόροι, ο τοίχος είχε υψωθεί ακόμα περισσότερο.
Ήτανε μια καινούρια παρουσία τούτος ο τοίχος, που είχε μπει ξαφνικά στη ζωή τους. [...]
Οι πιο πολλοί από τους ανθρώπους της αυλής είχανε γίνει αλλιώτικοι.
Όσο για το δημόσιο υπάλληλο, αυτός είχε χάσει τη συνηθισμένη του ηρεμία και δεν μπορούσε να κοιμηθεί τη νύχτα. Ο τοίχος στεκότανε μπροστά του, εφιάλτης.
Μα κείνο που τον βασάνιζε πιο πολύ, ήτανε η σκέψη του αγοριού, που όσο υψωνότανε ο τοίχος τόσο κι έπαιρνε το χειρότερο.
— Επίσης, προσοχή στον ψυχικό παράγοντα!
Συλλογιζότανε την κουβέντα του γιατρού και πόσο ανάποδα ήρθανε τα πράγματα. Το αγόρι έβγαινε στην αυλή, όπως πάντα, και ξάπλωνε στη σαιζ – λόνγκ, μα καθότανε όλη ώρα σιωπηλό και σκεφτικό. Όλο και αδυνάτιζε. Το πρόσωπό του είχε γίνει κίτρινο και στα μάτια του ήτανε σκιές. Ο τοίχος το πλάκωνε στο στήθος, εκεί, στον αριστερό πνεύμονα.
Η νύχτα ήταν ατέλειωτη. Δεν του κόλλαγε ύπνος. [...]
Ο τοίχος είχε αλλάξει τη ζωή τους. [...] Σκέφτηκε τους άλλους, που ο τοίχος τούς είχε επηρεάσει με κάποιον τρόπο. Σκέφτηκε το αγόρι που πήγαινε ολοένα και πιο κοντά στο θάνατο.
— Επίσης, προσοχή στον ψυχικό παράγοντα!
Οι άλλοι, στην αυλή, θα κοιμόντουσαν σίγουρα. Ήταν αργά. Περασμένα μεσάνυχτα.
Οι σκέψεις κυκλοφορούσανε μέσα του, η μια πίσω από την άλλη, με ένταση.
Δεν ήτανε παρά ένας δημόσιος υπάλληλος, ένας γραφεύς Α” τάξεως. Δεν είχε κάνει ποτέ του κάτι που να ξεφεύγει από το κανονικό, από τη μετριότητα.
Μα τώρα έπρεπε να κάνει κάτι. Όχι για τον εαυτό του. Για τους άλλους, για τους ανθρώπους της αυλής. Για τους ανθρώπους.
Κάπνιζε το ένα τσιγάρο πάνω στ” άλλο.
Από το παράθυρο ξεχώριζε, μες στη σκοτεινή νύχτα, τον τοίχο, που υψωνότανε βαρύς και τον επίεζε, τον επίεζε. Είχε ένα φριχτό πρόσωπο ο τοίχος. Άξαφνα ένιωσε πως αυτός ο τοίχος ήταν η ζωή, η ζωή που υψώνεται πάνω στους ανθρώπους και τους πιέζει, τους πιέζει ολοένα.
Πετάχτηκε πάνω, άνοιξε το συρτάρι, πήρε το παλιό πιστόλι που είχε, βγήκε στην αυλή, με τη φανέλα, το μακρύ άσπρο σώβρακο και τα παπούτσια, ο τοίχος ήταν εκεί, έβλεπε το φριχτό πρόσωπό του, ο τοίχος, ο τοίχος ήταν εκεί, «Ναι, εγώ τον σκότωσα!» θάλεγε όταν θα πλάκωνε η αστυνομία, ο τοίχος ήταν εκεί, η ζωή ήταν εκεί, η ζωή, ο τοίχος, ο τοίχος, ο τοίχος, ο τοίχος…
Άδειασε και τις έξι σφαίρες απάνω του.
(Ζητείται Ελπίς, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2008, σσ.26-31, Α΄έκδοση: 1954)

Είσαι δημοσιογράφος και έχεις αναλάβει να εργαστείς σε μια εκπομπή βασισμένη σε αληθινές ιστορίες. Κάνεις μία έρευνα για να παραδώσεις υλικό στους σεναριογράφους και τους σκηνοθέτες της εκπομπής. Να πάρεις συνέντευξη από τον δημόσιο υπάλληλο για να πληροφορηθείς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες προέβη σε αυτό το εγχείρημα.

Εναλλακτική άσκηση

Να περιγράψετε μια αυλή της γειτονιάς σας παρουσιάζοντας  τα πρόσωπα/ ενοίκους της ή και αφηγούμενοι/ες μια σύντομη ιστορία που διαδραματίζεται σε αυτήν.

 

 

 

 

 

 

9 σχόλια στο "Σαμαράκης Αντώνης, Ο τοίχος (απόσπασμα)"

  1. Συναντάω τον δημόσιο υπάλληλο, ο οποίος ξεκινά να εξιστορεί τις τελευταίες συγκλονιστικές στιγμές στην αυλή. «Ένιωσα πως ο τοίχος ήταν η ζωή που υψώνεται πάνω στους ανθρώπους και τους πιέζει, τους πιέζει ολοένα,» λέει ο δημόσιος υπάλληλος, έχοντας ένα σκότεινό βλέμμα.
    Με βαθύ ενδιαφέρον, τον ρωτάω για τις αλλαγές στην καθημερινή ζωή της αυλής. «Οι πιο πολλοί άνθρωποι έγιναν αλλιώτικοι. Σκέφτηκα το αγόρι που κοίταζε από τη σαιζ-λόνγκ, και καθώς ο τοίχος υψωνόταν, έπαιρνε το χειρότερο,» συνεχίζει ο δημόσιος υπάλληλος, αναφέροντας τη συμβουλή του για τον «ψυχικό παράγοντα.»
    Καθώς εξερευνάμε την ιστορία, εξετάζω την αντίδραση του αγοριού και τη σωματική του υγεία. Η κοινότητα ζούσε σε μια κατάσταση αγωνίας και αβεβαιότητας, με τον τοίχο να επιδρά στη συναισθηματική κατάσταση όλων.
    Καθώς η συνέντευξη συνεχίζεται, ο δημόσιος υπάλληλος αποκαλύπτει τον θρίαμβο και την τραγωδία που κατέληξε στην αποφασιστική πράξη. «Ναι, εγώ τον σκότωσα!» λέει εκείνος, ρίχνοντας φως στη σκοτεινή κατάσταση που κατέληξε η ιστορία.

  2. Κριτή Έλενα
    Θα θέλατε να μας δώσετε κάποιες πληροφορίες για τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε, αλλά και για τα συναισθήματα σας;
    - Φυσικά… Ο τοίχος για εμένα συμβολίζει την ζωή, που μπροστά μας μοιάζει τεράστια, απρόσωπη, σκληρή. Μας απομακρύνει από τους ανθρώπους μας, αναγκάζοντας μας να ζούμε μέσα στην αποξένωση και την μιζέρια. Εγώ δεν μπορούσα να το αντέξω…Ακολουθήσαμε τις συμβουλές του γιατρού σχετικά με την ξεκούραση και το φαγητό, αλλά η ψυχική ηρεμία ήταν κάτι το οποίο δεν κατάφερα να αποκτήσω ποτέ. Καταλαβαίνετε εξάλλου … Πώς να είμαι ήρεμος, όταν μας περιορίζουν μέσ’τα σπίτια μας; Δυό κουβέντες να “λεγες με τους απέναντι δεν μπορούσες! Τέτοια πράγματα είναι απάνθρωπα… Θα ήμουν πολύ περήφανος, αν κατάφερνα να γκρεμίσω τον τοίχο και ενώσω πάλι την μικρή μας γειτονιά….

  3. Είχαμε ορίσει σημείο συνάντησης ένα cafe που βόλευε και τους δύο,περίμενα με ανυπομονησία να ξεκινήσουμε την συνέντευξη όμως εκείνος δεν εμφανιζόταν εγώ όμως ήμουν αποφασισμένη να μάθω τις σκέψεις εκείνου του ατόμου. Γνώριζα αυτή την υπόθεση πριν μου ζητηθεί να ασχοληθώ περαιτέρω, δέχτηκα κατευθείαν, επειδή κακά τα ψέματα, χρειάζομαι αυτά τα επιπλέον χρήματα, αλλά πολύ περισσότερο από περιέργια…Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν περασμένες 5 και το ραντεβού ήταν στις 4.30 και κατάλαβα πως μάλλον δεν θα ερχόταν, όμως με διέψευσε. Μπήκε στο μαγαζί ένας μετρίου αναστήματος άνδρας γύρω στα 50. Φαινόταν πως ήταν δημόσιος υπάλληλος, ένας απλός άνθρωπος που φαινόταν πολύ ήρεμος και χαμηλών τόνων…Κάθισε στη καρέκλα συστηθήκαμε και ξεκίνησα τις ερωτήσεις…
    -Καταρχάς θα ήθελα να μου πείτε πως ήταν η κατάσταση την περιοχή, όπου μένατε.
    -Δεν ήταν και η καταλληλότερη σαν περιοχή λόγω του καυσαερίου και της σκόνης από τα εργοστάσια…Βλέπεις, προκαλούνταν συχνά προβλήματα υγείας και αυτό ήταν το πιο λυπηρό..
    -Ναι, φαντάζομαι…Υποθέτω πως και η πίεση της συνύπαρξης μεταξύ τόσων ατόμων είχε και άσχημες επιπτώσεις στην ψυχική σας υγεία.
    -Δεν πολύ έδινα σημασία στους γύρω να σας πω την αλήθεια…Ο καθένας προσπαθούσε να βγάλει ένα κομμάτι ψωμί και έτσι είμασταν πολύ συχνά απασχολημένοι και απομονωμένοι.
    -Δεν θα μου έκανε εντύπωση…Λοιπόν θα ήθελα, αν δεν έχετε αντίρρηση να προχωρήσουμε στο φλέγον ζήτημα που αφορά τον τοίχο… Ποιά ήταν η βαθύτερη αφορμή που σας οδήγησε σε αυτό;
    -Η αγανάκτηση, αγανάκτηση με οδήγησε σε αυτό…Ο τοίχος ήταν απλώς η αφορμή για να ξεσπάσω…Θεωρούσα άδικο κάποιος πλούσιος να έχει τα πάντα και να συνεχίζει να θέλει περισσότερα χωρίς να υπολογίζει κανέναν.
    -Θέλετε να γίνεται πιο συγκεκριμένος;
    -Εννοώ πως αυτό που με πείραξε είναι ο τοίχος που όλο υψωνόταν, κρύβοντάς μας από τον πλόυσιο όποιος και αν ήταν, περιθωριοποιώντας μας. Αυτό δεν μπορούσα να το δεχτώ. Σκεφτόμουν το άρρωστο παιδί του οποίου η μητέρα δούλευε μέρα νύχτα για να του προσφέρει καλό φαγητό και ξεκούραση προκειμένου να θεραπευθεί, όμως δεν μπορούσε να του προσφέρει τα βασικά, καθαρό αέρα και γαλήνη, αφού το τείχος αυτό μόνο πλάκωμα στο στήθος και απαισιοδοξία προκαλούσε. Οχι δεν μπορούσα να δεχτώ αυτή την αδικία, αυτό τον περιορισμό λες και δεν έχουμε εμείς δικαίωμα να αναπνέουμε ,με κάθε ερμηνεία της λέξης.
    Είχα μείνει άναυδη δεν ήξερα τι να πω…ο κόμπος στο λαιμό μου όλο και ανέβαινε προκειμένου να σπάσει και να κάνουν δάκρυα την εμφάνισή τους.
    -Δεν περίμενα κάτι τόσο επώδυνο και βαθύ για να σας είμαι ειλικρινής…
    -Μερικές φορές υπάρχουν πράγματα βαθιά μέσα μας τα οποία δεν βγαίνουν στην επιφάνεια, όμως χτίζουν ένα τείχος που όλο και υψώνεται…χτίζεται από πίεση,μίσος,κούραση και αγανάκτηση. Όταν, όμως, υψωθεί σε υπερβολικό επίπεδο υπάρχουν επιπτώσεις και οι άνθρωποι αντιδρόυν. Όλα αυτά που εσείς θεωρείτε δεδομένα, όπως ο καθαρός αέρας, η τροφή και η υγεία δεν είναι δεδομένα για όλους.
    -Έχετε δίκιο
    Ήταν τα τελευταία μου λόγια πριν λήξω την συνέντευξη. Τον ευχαρίστησα όπως και ο ίδιος και ξεκίνησα να επιστρέψω σπίτι. Τα λόγια του τριγυρνούσαν στο μυαλό μου. Έφτασα έξω από το σπίτι μου, το σπίτι που είχε βάλει ο πατέρας μου να χτίσουν μιας και ημασταν μια αρκετά ευκατάστατη οικογένεια, κοίταξα ψηλά και αντίκρισα το ψηλό τείχος που έκρυβε μία αυλή. Οι ενοχές με είχαν καταβάλει. Το τείχος της αγανάκτησης που περιέγραφε ο υπάλληλος…εγώ είμαι ο λόγος που χτίστηκε.

  4. Κριτή Παρασκευή

    Επικοινώνησα με τον δημόσιο υπάλληλο για να ζητήσω μια συνέντευξη σχετικά με την εμπειρία του και τις συνθήκες που τον οδήγησαν στο συγκεκριμένο περιστατικό. Τον ρώτησα, αν θα μπορούσαμε να συναντηθούμε, για να συζητήσουμε για την ιστορία του και τις λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες για την παραγωγή της εκπομπής. Όταν εκείνος ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημά μου και κλείσαμε το ραντεβού για τη συνέντευξη έμεινα έκπληκτη. Δεν περίμενα να πάρω κάποια απάντηση, πόσο μάλλον θετική!
    Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, τον ρώτησα για τους λόγους που τον οδήγησαν στην απόφασή του, τα συναισθήματά του κατά τη διάρκεια του περιστατικού, καθώς και για το πώς αισθάνεται τώρα σχετικά με αυτά που έκανε.
    Ανέφερε ότι οι πιέσεις από το περιβάλλον του, οι σκέψεις για την αδικία και η ανισότητα που είχε παρατηρήσει στη ζωή των ανθρώπων γύρω του, καθώς και ο φόβος για το μέλλον του αγοριού, ήταν κάποια από τα κύρια κίνητρα που τον οδήγησαν εκεί. Συζητήσαμε επίσης για το πώς αισθάνεται τώρα και πώς αντιλαμβάνεται το παρελθόν του.
    Τέλος, του ζήτησα άδεια να μεταφέρω αυτά που μοιράστηκε μαζί μου στους σεναριογράφους και τους σκηνοθέτες της εκπομπής, προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν για τη δημιουργία του επεισοδίου. Προς έκπληξή μου, όχι μόνο συμφώνησε σε αυτό αλλά και ζήτησε να μεταφέρει και ένα δικό του μήνυμα σε όσους θα δουν την εκπομπή. Μίλησε για την σημασία της ψυχικής υγείας και της κοινωνικής υποστήριξης σε περιπτώσεις που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν παρόμοιες καταστάσεις με σκοπό όχι μόνο να πληροφορήσει το κοινό, αλλά και να βοηθήσει στο να κατανοήσουμε τα αίτια της πράξης του.

  5. Συνέντευξη με τον δημόσιο υπάλληλο:
    Δημοσιογράφος: Καλημέρα, κύριε. Θα ήθελα να συζητήσουμε λίγο για την περιπέτειά σας σχετικά με τον τοίχο.
    Δημόσιος υπάλληλος: Καλημέρα. Βεβαίως, ρωτήστε ό,τι θέλετε.
    Δ: Πρώτα απ” όλα, πώς αποφασίσατε να προβείτε σε αυτήν την ενέργεια;
    ΔΥ: Νομίζω πως η απόφασή μου ήταν μία συνέπεια της ψυχικής μου καταπίεσης από τον τοίχο που υψωνόταν ολοένα και πιο πολύ, κυρίως όμως λόγω της ανησυχίας για την υγεία του αγοριού που ήταν άρρωστο. Η απελπισία μου για την αδυναμία μου να βοηθήσω σε κάτι τόσο σοβαρό με έφερε σε σημείο «κόντρας» με τον εαυτό μου και το περιβάλλον μου.
    Δ: Και πώς νιώθετε τώρα, μετά από όλο αυτό;
    ΔΥ: Αισθάνομαι βαριά ευθύνη και τύψεις για την πράξη μου. Κατανοώ ότι δεν υπάρχει δικαιολογία για την προσφυγή σε τόσο ακραία μέτρα, αλλά τότε η ανησυχία και η απελπισία είχαν κυριαρχήσει στο μυαλό μου.
    Δ: Τι θέλετε να μεταδώσετε στο κοινό μέσω αυτής της εμπειρίας;
    ΔΥ: Θέλω να επισημάνω τη σημασία της ψυχικής υγείας και της υποστήριξης προς τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Οι πιέσεις της ζωής μπορούν να οδηγήσουν σε ακραίες πράξεις και είναι σημαντικό να υπάρχει υποστήριξη και κατανόηση προς τους ανθρώπους που την χρειάζονται.
    Δ: Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας και τις πληροφορίες σας.
    ΔΥ: Ελπίζω να βοηθήσει η εμπειρία μου αυτή και να φέρει κάποιο φως σε αυτά τα θέματα.

  6. Εναλλακτική άσκηση:

    Στην αυλή της γειτονιάς μου, υπάρχει μια ζωηρή κοινότητα ανθρώπων με διάφορα προσωπικά χαρίσματα και ιστορίες. Καθημερινά, βλέπω τους γείτονές μου να κινούνται εδώ κι εκεί, να συζητούν, να γελούν και να μοιράζονται στιγμές μεταξύ τους, ενώ συχνά ακούγεται ο ήχος του παιχνιδιού «Fortnite» από τις οθόνες των υπολογιστών και των κονσολών.
    Ένα από τα πρόσωπα που ξεχωρίζει είναι η κυρία Ευτυχία, μια ηλικιωμένη γυναίκα με ένα ατελείωτο χαμόγελο πάνω στο πρόσωπό της. Είναι πάντα έτοιμη να βοηθήσει τους γύρω της και να μοιραστεί τις ιστορίες της από τα παλιά χρόνια, ενώ μερικές φορές την βλέπω να παρακολουθεί τα εγκαίνια του τελευταίου «Fortnite» update μαζί με τα εγγόνια της.
    Στο άλλο άκρο της αυλής, βλέπω τον κύριο Γιάννη, έναν εργάτη που πάντα φοράει το παραδοσιακό του καπέλο και τις εργατικές του στολές. Είναι ο υποδειγματικός εργάτης που πάντα έχει ένα καλό λόγο και μια ιστορία να μοιραστεί με τους γύρω του, ενώ τις βραδιές μετά τη δουλειά του απολαμβάνει να παίζει «Fortnite» με τα εγγόνια του.
    Καθώς η ημέρα περνά, στην αυλή ακούγεται πάντα η φωνή του μικρού Στέλιου, ένα έξυπνο και ενεργητικό αγόρι που πάντα προσπαθεί να ανακαλύψει καινούρια πράγματα και να γίνει ο καλύτερος στο παιχνίδι. Τον βλέπω να παίζει με τους φίλους του, να τρέχει από τη μία άκρη της αυλής στην άλλη, γεμίζοντας τον χώρο με γέλια και χαρά.
    Μια μέρα, ο μικρός Στέλιος βρίσκει ένα χαμένο κουτάβι στη γειτονιά και αποφασίζει να το φροντίσει. Με τη βοήθεια της κυρίας Ευτυχίας και του κυρίου Γιάννη, το κουτάβι αρχίζει να γίνεται μέλος της κοινότητάς τους και να συμμετέχει στα διάφορα παιχνίδια που παίζουν μαζί, συμπεριλαμβανομένου και του «Fortnite». Όλοι στην αυλή συμμετέχουν στη φροντίδα του και το κουτάβι γίνεται η χαρά και η αποδρομή για όλους, μερικές φορές ακόμα και σε επικά «Fortnite» battles μεταξύ φίλων και γειτόνων.
    Μέσα από αυτήν την ιστορία, η αυλή μας γίνεται ο τόπος όπου η αλληλεγγύη και η συνεργασία δημιουργούν μια θετική κοινότητα, που φροντίζει ο ένας τον άλλον και μοιράζεται τις χαρές και τις δυσκολίες της ζωής, ενώ δεν λείπουν οι ατελείωτες συζητήσεις για τις τελευταίες τάσεις και εξελίξεις στον κόσμο του «Fortnite».

  7. Φτάνοντας στην αυλή, μια αυλή μακριά από το κέντρο της πόλης, παρατηρώ τους ανθρώπους, γυναίκες, άντρες ακόμη και μικρά παιδιά, να με κοιτούν με βλέμμα σκοτεινό, γεμάτο φόβο και αγωνία. Τότε, πέφτω πάνω στο δημόσιο υπάλληλο της αυλής με σκοπό να αντλήσω πληροφορίες, σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες προέβη σε αυτό το εγχείρημα. Ωστόσο, πριν καν αρχίσω να του κάνω ερωτήσεις μου λέει :»Μην τους παρεξηγείς! Είναι άνθρωποι πληγωμένοι, προδομένοι από την ίδια τη ζωή». Εγώ φανερά συγκλονισμένη του ζητώ να μου μιλήσει για τις συνθήκες και τις αλλαγές στην αυλή και τότε ο ίδιος ανταποκρίνεται και μου λέει: »Οι άνθρωποι εδώ είναι φοβισμένοι, αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, γεμάτοι από αισθήματα μοναξιάς και αποξένωσης, αισθήματα που τους κατακλύζουν καθημερινά όλο και περισσότερο. Ωστόσο, η κατάσταση από όταν άρχισε να χτίζεται ο τοίχος χειροτέρευσε, ιδίως όμως για ένα αγόρι, το οποίο ήταν βαριά άρρωστο, με αποτέλεσμα η κατάσταση της υγείας του να χειροτερεύει όλο και περισσότερο». Τότε ,εγώ αφού του ζητώ να μου μιλήσει για αυτό το αγόρι μου λέει :»Έβγαινε στην αυλή και ξάπλωνε στη σαιζ-λονγκ, σιωπηλός και σκεπτικός. Το πρόσωπό του είχε γίνει κίτρινο, στα μάτια του ήτανε σκιές και ο τοίχος του πλάκωνε το στήθος όλο και περισσότερο. Στη συνέχεια και ενώ ένιωθε πιο άνετα ,αρχίζει να μου εξιστορεί τις αλλαγές που έβλεπε στην αυλή .»Ο τοίχος είχε αλλάξει τη ζωή τους. Οι άνθρωποι ήταν διαφορετικοί, αλλιώτικοι». Καθώς λοιπόν η συνέντευξη συνεχίζεται, ο δημόσιος υπάλληλος αποκαλύπτει τους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε σε αυτή τη τρομερή πράξη:» Δεν είχα άλλη επιλογή, ξέρετε ήμουν ένας απλός Γραφεύς Ά Τάξεως. Έβλεπα τους ανθρώπους στην αυλή, τους οποίους ζούσα καθημερινά και ήταν κομμάτι της ζωής μου να επηρεάζονται κάθε μέρα όλο και περισσότερο από τον τοίχο. Όμως, καθοριστικό ρόλο έπαιξε εκείνο το αγόρι, του οποίου η αρρώστια ήταν περισσότερο ψυχολογική από ότι σωματική. Ξαφνικά, ένιωσα πως δεν πρόκειται για έναν απλό τοίχο, αλλά αντιθέτως για την ίδια τη ζωή, η οποία υψώνεται πάνω στους ανθρώπους, πιέζοντάς τους όλο και περισσότερο. Η ζωή που προχωράει χωρίς να σε περιμένει, που σε αιφνιδιάζει, σε πληγώνει, σε προδίδει, σε χειραγωγεί, σε μαθαίνει να μην έχεις τίποτα δεδομένο, ενώ ακόμη οι ελπίδες και η αισιοδοξία των ανθρώπων που χάνεται ολοένα και περισσότερο…»
    Δήμητρα Ελευθεράκη

  8. Όταν έφτασα στην αυλή αντίκρισα τον δημόσιο υπάλληλο να με περιμένει έξω από το μικρό δωμάτιο δίπλα στο αποχωρητήριο στο οποίο διέμενε. Δίχως να χάσει λεπτό άρχισε να μου εξιστορεί την ζωή του στη βιομηχανική περιοχή. Συχνά ανέφερε ότι είχε βρεθεί αντιμέτωπος με μία γειτονιά υπό κατάρρευση.Όταν τον ρώτησα αν αναφερόταν στα κτήρια και στις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, με μια βαθιά λυπημένη έκφραση στα μάτια του μου απάντησε πως δεν εννοούσε τα κτήρια τα οποία γκρεμίστηκαν αλλά τα όνειρα αυτού και των γειτόνων του τα οποία κάθε μέρα σκοτείνιαζαν όλο και περισσότερο.Μάλιστα δεν δίστασε να μιλήσει για το άρρωστο παιδί και την χήρα μητέρα του που ζούσαν στην ίδια γειτονία,αλλά και για τον νέο πλούσιο ιδιοκτήτη ενός διπλανού ισόγειου σπιτιού, ο οποίος γκρέμισε το κτήριο αυτό και στη θέση του οικοδόμησε έναν μεγάλο ψηλό τοίχο.»Ο τοίχος αυτός έκανε την γειτονία και τους κατοίκους της αλλιώτικους.Ο γιατρός του μικρού αγοριού μας είχε συμβουλεύσει να δώσουμε προσοχή στον ψυχικό παράγοντα.»Πώς να το κάναμε αυτό όταν ο τοίχος μας απομόνωνε και μας στερούσε κάθε φως ελπίδας που μας είχε απομείνει;» μου αποκρίθηκε.»Δηλαδή οι παραπάνω συνθήκες σας οδήγησαν σε αυτό το εγχείρημα;»τον ρώτησα. «Ναι και η ανάγκη να απαλλάξω τους συνανθρώπους μου από την πίεση που μας προκαλούσε. Δεν το έκανα για τον εαυτό μου,αλλά για τους άλλους, τους ανθρώπους της αυλής. Και ιδιαίτερα για το μικρό παιδί που όλοι πασχίζαμε να σώσουμε.»

  9. -Καλησπέρα, βρίσκομαι σήμερα εδώ με αφορμή το εγχείρημα αυτό που πράξατε. Έχει κινήσει το ενδιαφέρον πολλών και θα ήθελα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις πάνω σε αυτό.
    -Φυσικά, μπορείτε να με ρωτήσετε ό,τι θέλετε.
    - Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε περιγράφοντας την παιδική σας ηλικία.
    -Ναι, από μικρός ζούσα μέσα στην φτώχεια, η μητέρα μου, βλέπετε, είναι χήρα. Ο πατέρας πέθανε, όταν ήμουν μόλις μηνών. Δεν θυμάμαι τίποτα από εκείνον. Μόνο όσα έχω δει σε φωτογραφίες και τα λίγα που μου έχει πει η μητέρα μου. Αν και πότε δεν της άρεσε να μιλάει γι αυτό το θέμα. Τότε ήταν πάντα φοβισμένη και καταρρακωμένη από την φτώχεια. Εγώ, παρόλο που αρρώσταινα συχνά…Πάντα έπαιζα ανέμελα στην αυλή με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Δυστυχώς αυτό το ανέμελο συναίσθημα δεν κράτησε για πολύ. Η μητέρα μου δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και εγώ ήθελα πολύ να την βοηθήσω βλέποντας της έτσι, συντετριμμένη και αδύναμη από την κούραση.
    -Μα ήσουν ακόμα πολύ μικρός για να δουλέψεις έτσι δεν είναι;
    -Ήμουν δώδεκα, ναι, αλλά δεν γινόταν άλλο. Προσπαθήσαμε με νύχια και με δόντια να με πάρουν κάπου. Ήθελα κι εγώ ο ίδιος, δεν είναι ότι με πίεζε κανείς…
    -Και τελικά πιάνετε δουλειά;
    -Ναι, με δέχονται σε ένα μηχανουργείο.
    -Αφού πιάνετε δουλειά, η εκπαίδευση σας τι γίνεται;
    -Συνεχίζω, φυσικά, να πηγαίνω σχολείο τα απογεύματα σε ένα τεχνικό σχολείο.
    -Πολύ ωραιά. Πείτε μου λίγο για την κατάσταση της υγείας σας μέσα στα χρόνια.
    -Όπως είπα και πριν από πάντα έβηχα συχνά, αλλά ποτέ κάτι το σοβαρό ή το ανησυχητικό. Θεωρούσα πως ήταν ένα απλό κρύωμα όπως όλα τα άλλα παιδιά είχαν. Ειδικά σε μια γειτονιά σαν την δική μου ήταν ένα συχνό φαινόμενο. Ώσπου μια μέρα έβγαλα αίμα. Αγχώθηκα. Ήξερα ότι η κατάσταση στην δουλειά δεν ήταν ιδανική με όλα τα καυσαέρια που εισέπνεα. Ήταν και η πίεση μαζί με την κούραση…Ήταν γενικά μια δύσκολη περίοδος. Η μητέρα μου όταν της το είπε φαινόταν ακόμα πιο τρομοκρατημένη από όσο ήδη ήταν. Δεν θα άντεχε, βλέπετε, κι άλλη απώλεια. Με πήγε κατευθείαν στο γιατρό.
    -Τι σας είπε;
    -Με συμβούλεψε να προσέχω την διατροφή μου, να ξεκουράζομαι και το πιο βασικό να υπάρχει καθαρός αέρας. Α! Επίσης, είπε να προσέχω την ψυχική μου υγεία. Βέβαια εγώ δεν ξέρω πολλά από αυτά, αλλά προσπάθησα να ακολουθήσω όσο γίνεται πιστά τις συμβουλές του.
    -Πώς τα καταφέρατε; Γνωρίζοντας την οικονομική σας κατάσταση θα πρέπει να σας ήταν πολύ δύσκολο να καλυτερεύσετε τον τρόπο ζωής σας.
    -Αν ήταν δύσκολο λέει! Αναγκάστηκα να παρατήσω την δουλειά μου και γι`αυτό η μητέρα μου έπρεπε να δουλεύει υπερωρίες για να έχω και την σωστή διατροφή. Συνήθιζα να βγαίνω έξω για να παίρνω όσο το δυνατόν καθαρό αέρα. Όλα πήγαιναν καλά-όσο καλά δηλαδή μπορούσαν να πάνε στην κατάστασή μου-μέχρι που το διπλανό σπίτι πουλήθηκε σε κάποιους πλούσιους…
    -Πώς αυτός ο παράγοντας επηρέασε τα πράγματα;
    -Ε να…Τότε άρχισαν να το γκρεμίζουν και να χτίζουν ένα τοίχο. Με το καιρό αυτός όλο και μεγάλωνε κι εγώ τόσο πιο πολύ αρρώσταινα. Ένιωθα λες και αυτός ο τοίχος με έπνιγε, εμπόδιζε τον αέρα να μπει στα χαλασμένα μου πνευμόνια, τα βράδια κοιμόμουν ελάχιστα. Δεν μπορούσα να δω τίποτε άλλο παρά τσιμέντο πριν τουλάχιστον είχα μια κάποια θέα που μου έφτιαχνε την διάθεση, ατενίζοντας.
    -Πιστεύετε δηλαδή πως επηρέασε αρνητικά τον ψυχική σας υγεία;
    -Ναι αυτό πρέπει να είναι. Ένιωθα τόσο εγκλωβισμένος μέσα στις δικές μου σκέψεις, ξαφνικά άρχισα να σκέφτομαι πόσο πολλά πράγματα έχω χάσει από την ζωή λόγω όλων αυτών των συγκυριών. Ήμουν ένα τίποτα, ασήμαντος, δεν έκανα τίποτα παρά το συνηθισμένο. Δεν είχα πάει πέρα από εκείνον τον καταραμένο τοίχο. Κόντευα να τρελαθώ ήθελα να καταστραφεί για να μπορέσω να αναπνεύσω πάλι. Γι`αυτό πάνω στην ζάλη μου έκανα ό,τι θεωρούσα εκείνη την ώρα σωστό, πήρα το πιστόλι και σημάδεψα τον τοίχο.
    -Ήταν ένα μέσο εκτόνωσης;
    -Δεν θα το έλεγα ακριβώς. Ήταν κάτι παραπάνω από αυτό. Προφανώς ένιωθα πιεσμένος και εξουθενωμένος…
    -Μετανιώνετε για την πράξη σας αυτή;
    -Όχι, δεν θα το έλεγα. Ήθελα να δώσω το μήνυμά μου και την καταπίεση που όλοι εμείς σε αυτές τις γειτονιές αντιμετωπίζουμε. Αν με ρωτήσατε αν θα το έκανα διαφορετικά θα σας απάνταγα ίσως αλλά με αυτό τον τρόπο ταρακούνησα πιο πολύ κόσμο όπως είπατε κι εσείς.
    -Ευχαριστώ πολύ που μοιραστήκατε μαζί μου την προσωπική σας εμπειρία καθώς μέσα από αυτήν όλοι μας θα μπορούσαμε να πάρουμε κάποια μαθήματα και να μας βάλετε ταυτόχρονα και σε προβληματισμό.

Σχολιάστε

Top