Μια βραβευμένη ιστορία

ΤΙΝ 1Ι

Ο Διαγωνισμός συγγραφής περιβαλλοντικής ιστορίας διοργανώθηκε τη σχολική χρονιά 2017 – 2018 από την Εταιρία Προστασίας της Φύσης και τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Δυτικής Αττικής, στο πλαίσιο του εγκεκριμένου από το Υπουργείο Παιδείας , Έρευνας και Θρησκευμάτων , Εθνικού Θεματικού Δικτύου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης » Φύση Χωρίς Σκουπίδια «. Η βράβευση πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2018 στο Ωδείο Αθηνών όπου βραβεύτηκαν 57 ιστορίες ανάμεσα στις οποίες ήταν και η δική μας. Η ιστορία μας πήρε Βραβείο Σύνδεσης  Ανθρώπινων Αξιών – Περιβάλλοντος και Βραβείο Αισιόδοξης Λύσης – Μηνυμάτων Ελπίδας. Ευχαριστούμε την επιβλέπουσα καθηγήτριά μας κα Βιντζηλαίου Χριστίνα.

 

ΤΙΝ 1Ι

Πηγή: http://www.philenews.com/politismos/kypros/article/567591/i-zoi-stin-ntenekedoypoli

Βγήκε από το αυτοκίνητό του και προχώρησε με πλατιά βήματα προς την είσοδο του κτηρίου. Ήταν ένα συννεφιασμένο πρωινό αλλά αυτό δεν του χαλούσε την καλή διάθεση. Καθώς πλησίαζε , οι μεγάλες γυάλινες πόρτες άνοιξαν διάπλατα. Πέρασε από την ρεσεψιόν και άκουσε την ίδια, γνώριμη φωνή.

«Καλημέρα σας, κύριε Γουίλσον».

«Καλημέρα Μάικ».

Μπήκε μέσα στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί με τον αριθμό 50. Όταν η πόρτα άνοιξε ακούστηκαν πολλά «Καλημέρα σας» και «Καλημέρα σου αφεντικό». Χαιρέτησε τους υπαλλήλους του και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του. Καθώς η πόρτα έκλεισε πίσω του ,αυτός στάθηκε παρατηρώντας το αριστούργημά του , την πρώτη του εφεύρεση ,αυτό που τα άρχισε όλα…


Το τενεκεδάκι μας καθόταν στο κρεβάτι του μικρού παιδιού και παρατηρούσε την σκηνή μπροστά του. Ο εξάχρονος Τσάρλι χοροπηδούσε πάνω-κάτω ενθουσιασμένος. Μετά από λίγο γύρισε στον παππού του, δείχνοντας προς την στοίβα από τενεκεδάκια στο κρεβάτι του, και του είπε:

«Παππού, παππού κοίτα! Μάζεψα αρκετά τενεκεδάκια. Μπορούμε να το φτιάξουμε!»

Ο κ. Γιάννης του απάντησε χαμογελώντας «Ας αρχίσουμε τότε. Τι περιμένουμε;».

Και έτσι έπεσαν και οι δύο στη δουλειά. Άρχισαν να κόβουν, να κολλούν και να βάφουν ώσπου κάποια στιγμή σταμάτησαν και έκατσαν πίσω να θαυμάσουν το δημιούργημά τους.

«Λοιπόν, Τσάρλι, πώς θα τον ονομάσεις;» είπε ο παππούς διακόπτοντας την ησυχία που εξαπλωνόταν συνεχώς στο δωμάτιο.

«Τίνι» απάντησε μονολεκτικά ο μικρός. Αργότερα πρόσθεσε: «Θα δεις παππού. Εγώ και ο Τίνι θα αλλάξουμε μαζί τον κόσμο».


Πέρασαν μερικά χρόνια … Ο παππούς του Τσάρλι βρήκε μια καλύτερη δουλειά και μάζεψε αρκετά χρήματα ώστε να μπορούν οι δυο τους να μετακομίσουν σε ένα καινούριο, καλύτερο σπίτι μακριά από το προηγούμενο. Ο Τίνι όμως, που μέχρι τώρα ήταν φυλαγμένος στο δωμάτιο του Τσάρλι, χάθηκε κατά την μετακόμιση. Ο μικρός Τσάρλι στεναχωρήθηκε πάρα πολύ όταν ανακάλυψε ότι το τενεκεδένιο του ρομποτάκι δεν ήταν μέσα στις κούτες, μαζί με τα αλλά πράγματά του αλλά μετά από λίγους μήνες το είχε ξεπεράσει κι έπαιζε ανέμελα με τα υπόλοιπα παιδιά στο προαύλιο του σχολείο του.


Το έντονο φως του ήλιου τον ξύπνησε. Κοίταξε γύρω και συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σε μια παραλία, ξαπλωμένος στην άμμο μόλις λίγα εκατοστά μακριά από το νερό. Ξαφνικά ένιωσε κάτι να τον τραβάει προς την θάλασσα. Άφησε το κύμα να τον παρασύρει. Δεν αντέδρασε, δεν είχε νόημα, έτσι κι αλλιώς θα τον παρέσερνε το κύμα όσο κι αν προσπαθούσε να ξεφύγει. Πέρασαν ώρες και αυτός συνέχισε να επιπλέει. Η νύχτα έγινε μέρα, το φως αντικαταστάθηκε από το σκοτάδι. Η μόνη πηγή φωτός ήταν ο ουρανός.

«Γεια σου!» ακούστηκε μια λεπτή γλυκιά φωνή. Ο Τίνι κοίταξε προς το μέρος από όπου νόμιζε ότι προήλθε η φωνή. Είδε το φεγγάρι που στεκόταν ψηλά στον ουρανό και φώτιζε την επιφάνεια της θάλασσας.

«Είμαι η Λούνα» ξαναείπε η φωνή.

«Εγώ είμαι ο Τίνι» της απάντησε ο τενεκεδένιος μας ήρωας.

«Φαίνεσαι μόνος… Θες παρέα;» τον ρώτησε το φεγγάρι.

«Ναι παρακαλώ! Είναι βαρετό να κάθεσαι μόνος τόσες ώρες»

Και με αυτά άρχισαν να μιλάνε, και συνέχισαν για όλο το βράδυ. Μίλησαν για τυχαία θέματα και αστεία γεγονότα που τους είχαν συμβεί, απλώς για να κρατάνε παρέα ο ένας στον άλλο. Έτσι ξεκίνησε μια φιλία που θα κρατούσε πολλά χρόνια.


Ο Τίνι ταξίδευε για χρόνια .Πέρασε από θάλασσες και ωκεανούς με μόνη συντροφιά τη Λούνα , το λαμπερό φεγγάρι που του κρατούσε παρέα και του φώτιζε τον μακρινό δρόμο του καθώς το κρυστάλλινο φως της φαινόταν να έψυχε τα βαθιά και σκοτεινά νερά που θα οδηγούσαν τον μικρό μας ήρωα σε μια στεριά πέρα από ότι ήξερε μέχρι τώρα.

Ένα πρωί ξύπνησε σε μια ακρογιαλιά απέραντη και άγνωστη. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν καθαρή και ευχάριστη αλλά ασφυκτική . Γύρω αιωρούταν μια οσμή που φαινόταν αποπνικτική. Σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόλη, η οποία έμοιαζε να βυθίζεται στα σκουπίδια και τα καυσαέρια. Ήταν μια πόλη μουντή και απεριποίητη, με κατοίκους που συνέχιζαν τις καθημερινές τους άχρωμες ζωές, με ένα ανέκφραστο πρόσωπο, λες και ήταν αποκομμένοι από το χάος που επικρατούσε στον τόπο τους. Άρχισε να περπατάει ανάμεσα στους ανθρώπους και, που και που, έμενε ακίνητος για να μην τον προσέξουν. Παρατήρησε τα θεόρατα κτήρια που φαίνονταν να διαπερνούσαν τον ουρανό και τους ανθρώπους που καθώς εισέρχονταν στα κτήρια ,φάνταζαν σαν επιβάτες προς τον παράδεισο. Ξαφνικά ,ένοιωσε ένα χέρι να τον σηκώνει και την επόμενη στιγμή βρέθηκε σε μία σκοτεινή και βρομερή σακούλα που κουνιόταν πέρα δώθε.

Άνοιξε τα μάτια του για να αντικρίσει ένα τεράστιο και ανοικτό χώρο, μια χωματερή. Γύρω του υπήρχαν βουνά ολόκληρα φτιαγμένα από σκουπίδια .Περιτριγυριζόταν από πολλές μεταλλικές συσκευές που όμως δεν  ήταν σαν κι αυτόν. Δεν μιλούσαν και δεν κινούνταν, απλά βρίσκονταν εκεί ακίνητες, άψυχες, ξεχασμένες. Έπειτα το ρομποτάκι αναρωτήθηκε γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο ψυχροί. Ρημάζουν τη γη για να πάρουν το μέταλλο, το χρησιμοποιούν όπως θέλουν, όμως, όταν δεν τους είναι πια χρήσιμο το πετάνε λες και είναι ασήμαντο ενώ θα μπορούσαν να το κάνουν πάλι χρήσιμο, δίνοντάς του μία νέα μορφή… όπως έκανε κάποτε ο Τσάρλι.

Τον διέκοψε από τις σκέψεις του μια φωνή, ανθρώπινη φωνή. Κοίταξε προς την πηγή της φωνής και είδε έναν κοντό άντρα, με μακριά γένια και ένα μολύβι σταθεροποιημένο στο αφτί. Τα χαρούμενα χρώματα των ρούχων του έκαναν αντίθεση με το περιβάλλον γύρω του. Το βλέμμα του άντρα έπεσε επάνω στο ρομποτάκι και τα μάτια του έλαμψαν από ενθουσιασμό. Προχώρησε προς τον Τίνι με λαχτάρα, τον σήκωσε ψηλά και με ένα πλατύ χαμόγελο είπε «Αχα! Αυτό θα είναι τέλειο για την έκθεσή!».Τον πήρε και έφυγε.

Υπήρχε χαμός και βαβούρα ,πολύ άνθρωποι που παρατηρούσαν, σχολίαζαν και θαύμαζαν. Στην άλλη άκρη του δωματίου, ένα πανό με μεγάλα γράμματα έγραφε ‘’ Έκθεση τέχνης   ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ‘’.Δίπλα του βρίσκονταν ένα ξύλινο αλογάκι και μια πορσελάνινη κούκλα .Ώρες πέρασαν και διάφοροι άνθρωποι έρχονταν και έφευγαν. Την προσοχή του Τίνι έπιασε ένας νεαρός άντρας που κρατούσε το χεράκι ενός μικρού κοριτσιού. Παντού θα αναγνώριζε αυτό το ζεστό χαμόγελο και τα δύο καλοσυνάτα μάτια που λαμπύριζαν από προθυμία, παντού θα αναγνώριζε… τον δημιουργό του.

Την επόμενη στιγμή βρισκόταν στα χέρια του Τσάρλι, ο οποίος είχε δακρύσει από ευτυχία.

«Ωωω Τίνι πόσο μου έχεις λείψει!»

«Κι εμένα μου έχεις λείψει. τι κάνει ο παππούς σου;»

«Ξέρεις δέχτηκε μια επίθεση από καρκίνο, πάλεψε σκληρά αλλά …δυστυχώς έχασε την μάχη»

«Λυπάμαι πολύ»

«Το ξέρω… και εγώ»

Ο Τσάρλι είχε μεγαλώσει, είχε βρει μόνιμα δουλειά σε ένα εργαστήριο ρομποτικής και είχε κάνει οικογένεια. Τώρα ήταν παντρεμένος και είχε μία πανέμορφη κόρη.

Εκείνο το βράδυ ο Τίνι περιέγραψε στον Τσάρλι τις περιπέτειές του και το μακρύ του ταξίδι. Εκείνος , συγκινημένος καθώς ήταν θέλησε να κάνει ότι καλύτερο μπορούσε για να εκπληρώσει τα όνειρό του, να αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο. Έτσι, δημιούργησε το δικό του εργοστάσιο αξιοποίησης ανακυκλώσιμων υλικών που μέχρι στιγμής είχε τεράστια επιτυχία. Το ένα τέταρτο των ανακυκλώσιμων σκουπιδιών του κόσμου ήταν στα χέρια τους και είχαν καταφέρει να κάνουν τον κόσμο ένα πιο καθαρό μέρος. Και τώρα βρισκόταν εδώ, στο γραφείο του καθώς ανακαλούσε αναμνήσεις που τον βοήθησαν να τα καταφέρει ως αυτό το σημείο και όλα αυτά… χάρη σε ένα μικρό ρομποτάκι .

 

 

 

Το μέταλλο ποτέ δεν πεθαίνει. Περιμένει να του δώσεις μια καινούρια μορφή.

Μπορεί ο καθένας να κάνει τη διαφορά. Μάθε περισσότερα για τα προβλήματα που αφορούν τον πλανήτη μας ,δράσε, καθάρισε τη γειτονιά σου και άμα δεις κάποιον να είναι ασεβείς προς το περιβάλλον , μίλα του, πείσε τον να κάνει το σωστό.

 

Τελικά ο Τίνι όντως άλλαξε τον κόσμο

Εσύ;

 

Συντάκτες: Κατερίνα Πάλλη και Μαρία Παπαδοπούλου

 

Σχολιάστε

Top