“Η σύγχρονη Ελλάδα μέσα από τα μάτια της παλαιάς»

ΑΠΟ: ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΜΠΙΖΑΝΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ - Μάι• 19•14

Έδεσε το καΐκι του και πήδηξε στην αποβάθρα. Οι ελληνικές θάλασσες πάντοτε τον συνάρπαζαν. Λάτρευε την Ελλάδα. Κοίταξε ψηλά, στον ουρανό. Ο ήλιος ανέτειλε και τα σύννεφα είχαν από βραδίς  κρυφτεί πίσω από το φεγγάρι. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Η μυρωδιά της θάλασσας και η ευωδιά των ανοιξιάτικων ανθέων έσπασαν τη μύτη του. Ήταν τέλη Μαΐου. Σε λίγο οι τουρίστες θα κατέκλυζαν το νησί.  Τι ωραίος που ήταν ο τόπος του!

Δούλευε χρόνια και χρόνια στη θάλασσα με μοναδικό σύντροφό του το ψαροκάικό του. Η μέρα του ξεκινούσε το χάραμα. Έπαιρνε το καΐκι του, το τσιμπούκι του και υπομονετικά περίμενε την ψαριά. Αφού γέμιζε τα δίχτυα του γύριζε πίσω. Έπειτα πήγαινε στο καφενεδάκι του κυρ Παντελή και από κει στην ψαραγορά.

Μπήκε στο καφενείο. Η ξυλόσομπα στην άκρη ζέσταινε τον χώρο. Έκανε κρύο κι ας ήτανε Μάης. Κάθισε στο συνηθισμένο τραπέζι, παρήγγειλε τον καφέ του-έναν βαρύ ελληνικό-και βάλθηκε να κοιτάζει τους υπόλοιπους νησιώτες γύρω του. Άλλοι μιλούσαν, άλλοι έπαιζαν χαρτιά. Στο διπλανό τραπέζι κάποιος είχε αφήσει μια εφημερίδα. Χωρίς να το πολυσκεφτεί πήγε και την πήρε. Δε συνήθιζε να μαθαίνει από κει τα νέα. Εκείνος κουβέντιαζε με τον απλό κόσμο στην ψαραγορά.

Πάνω στην ώρα ήρθε και ο καφές του. Ήπιε μια γερή γουλιά και άρχισε να διαβάζει: « 3000 νεκροί έπαιρναν συντάξεις ύψους 57 εκατομμυρίων ευρώ.» Γι’ αυτό χρεώθηκε η χώρα του… γιατί ο απλός κόσμος αγάπησε το χτήμα. Συνέχισε την ανάγνωση: Πατέρας δυο παιδιών φονεύτηκε από Ρομά διαρρήκτη» .Κάτι τέτοια τον στεναχωρούσαν. Κοίταξε τη θάλασσα. Πόσο αθώος ήταν ο κόσμος παλαιά! Σπάνια άκουγες για κλοπές και δολοφονίες. Δεν ήθελε να διαβάσει άλλο. Τον πλήγωνε εκείνη η εικόνα που δημιουργούνταν για τη χώρα του. Εκείνος την είχε στο γέρικο μυαλό του αγνή, όπως η φύση.

Άφησε δυο κέρματα στο τραπέζι δίπλα στην εφημερίδα. Πήρε το δρόμο για την ψαραγορά….

ΑΝΝΑ ΤΖΙΜΑ

images.4jpg

Σχολιάστε

Top