Τέσσερις συγγραφείς μιλούν για την παιδική τους ηλικία

Της Μένης Κανατσούλη (*)

 

Μολονότι το εμβληματικό βιβλίο της παιδικής ηλικίας (στην ελληνική λογοτεχνία) είναι ένα μυθιστόρημα-σταθμός της λογοτεχνίας για παιδιά –εννοώ τον Τρελαντώνη της Πηνελόπης Δέλτα–, η παιδική ηλικία δίνει –αέναα– τροφή σε λογοτεχνικά έργα συγγραφέων που καταχωρίζονται ως συγγραφείς ενηλίκων. Αν και το ερώτημα «κατά πόσο τέτοια βιβλία είναι βιβλία και για παιδιά» έχει την προφανή απάντηση «όχι, δεν είναι για παιδιά», όμως σίγουρα τροφοδοτούν με σκέψεις και προβληματισμό αυτούς/ές που ασχολούνται με την παιδική ηλικία. Αυτή θα είναι η δική μου οπτική στο συνοπτικό σχολιασμό τεσσάρων τέτοιων λογοτεχνικών έργων που έχουν έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία παιδικής ηλικίας, αν και δοσμένα μέσα από την ενήλικη (αυτο)κριτική ματιά.

Η μελέτη της αυτοβιογραφίας ως είδους έχει να μας πει πολλά για την κατασκευή της παιδικής ηλικίας και της παιδικότητας στη λογοτεχνία, όμως θα σταθώ σε μια σημαντική παρατήρηση του Τάκη Καγιαλή[1]. Κατ’ αυτόν υπάρχουν δύο αντιλήψεις στη λογοτεχνία: η εμπειρία που βιώνει το παιδί σε αυτή τη φάση της ζωής του αντιμετωπίζεται ως ευδαιμονική ή και εκστατική, από την άλλη όμως υπάρχει και μια δεύτερη προσέγγιση που δίνει προτεραιότητα στα τραύματα της παιδικής ψυχής και στα παθήματα του παιδικού βίου. Και στις δύο πάντως παραπάνω προσεγγίσεις, η παιδική ηλικία αναγνωρίζεται ως ο απολεσθείς παράδεισος, μόνο που στην πρώτη περίπτωση η έξοδος από τον παράδεισο συντελείται με την ενηλικίωση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η έξοδος τοποθετείται στην έναρξη ή κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας.

Η παιδική ηλικία του Τρελαντώνη, όπως τροφοδοτείται από τις αναμνήσεις της αδελφής του Πουλουδιάς/Πηνελόπης, είναι ευδαιμονική και, αν και ιδωμένη από την ενήλικη συγγραφέα, έχει μια αυθεντική παιδικότητα, όμως στα βιβλία των συγγραφέων που γράφουν για την παιδική τους ηλικία, αλλά απευθυνόμενοι σε ενηλίκους, η παιδική ψυχή εμφανίζεται συχνά τραυματισμένη και ο παράδεισος είναι –μάλλον εκ των προτέρων– απολεσθείς. Με Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το χίλια εννιακόσια, ο Walter Benjamin[2] μας μεταφέρει στην παιδική του ηλικία όπου καθοριστικό ρόλο παίζει η πόλη, το Βερολίνο. Η συγκεκριμένη έκδοση από τις εκδόσεις Άγρα ενισχύει τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του βιβλίου με φωτογραφικό υλικό και ενώ η παιδική ηλικία έχει ρόλο πρωταγωνιστικό, αναγνωρίζουμε πίσω από αυτήν την ιδιάζουσα ευαισθησία του άνδρα που αναπολεί αλλά και ανακατευθύνει το παρελθόν του. Η πόλη με τις γωνιές της υπάρχει μαζί με τις αναμνήσεις του, όλα όμως δοσμένα θρυμματισμένα, ως εικόνες που παραλύουν τον αναγνώστη από την ομορφιά καθεαυτή και την ποίηση της γλώσσας: «έμαθα εγκαίρως να κρύβομαι στις λέξεις που το νόημά τους ήταν ασαφές και ομιχλώδες», μας λέει ο Benjamin από την πρώτη σελίδα.

Ο γνωστός ως πλάνης συγγραφέας (flâneur)[3] περιπλανιέται στην πόλη αλλά και μέσα στο σπίτι για να θυμηθεί σκόρπια, όμως κατά βάθος δεμένα –με την αχλύ της ηλικίας– περιστατικά. Τα περιστατικά αυτά είναι «ιδιότροπα», όπως το τηλέφωνο του σπιτιού που προκαλεί τους διαπληκτισμούς στην οικογένεια ή η μυρωδιά του ψημένου μήλου στο πρωινό ξύπνημα του αγοριού ή οι νύξεις στην εβραϊκή αστική τάξη όπου ανήκει μέσα από τις καρτ-ποστάλ της συλλογής του ή οι κοιλότητες του μαξιλαριού για τις ώρες που ήταν εμπύρετος ή ο φόβος για το ξένο πόδι που θα διαπεράσει την εξώθυρα αν δεν βάλει το παιδί την αλυσίδα και τόσα άλλα. Η φινέτσα των παρατηρήσεών του και οι υπαινιγμοί στον πολιτισμό μιας ολόκληρης εποχής και μιας ολόκληρης τάξης μπορεί να μην προδίδουν ευδαιμονία αλλά αποδίδουν με τρυφερότητα τα παιδικά βιώματα.

Κάτι που δεν ξέρω αν ισχύει το ίδιο για τον Sartre/Σαρτρ. Ο μικρός Ζαν Πολ δεν περιπλανιέται, αντίθετα μοιάζει εγκλωβισμένος κυριολεκτικά στο χώρο του σπιτιού και ιδιαίτερα της βιβλιοθήκης του παππού, ενώ είναι εγκλωβισμένος και μεταφορικά σε μια οικογενειακή ιστορία απ’ όπου λείπει ο πεθαμένος πατέρας, σχεδόν απουσιάζει η αποδυναμωμένη μητέρα και κυριαρχεί η γιαγιά αλλά κυρίως ο παππούς, Σαρλ Σβάιτσερ. Ο μεγαλεπήβολος αυτός αστός προετοιμάζει τον εγγονό του για να γίνει κάτι εξαιρετικό, μέσα από τα βιβλία που του τα παρέχει σε αφθονία. Άλλωστε η φράση του Ζαν Πολ, στο μνημειώδες αυτό έργο του, Οι λέξεις, έχει παραμείνει ως μότο για όλους εκείνους που ασχολούνται με τα βιβλία: «Άρχισα τη ζωή μου όπως θα την τελειώσω: ανάμεσα στα βιβλία. Στο γραφείο του παππού μου υπήρχαν παντού βιβλία […] Δεν ήξερα ακόμη να διαβάζω και σεβόμουν ήδη αυτές τις όρθιες πέτρες ∙ κάθετες ή κεκλιμένες, στριμωγμένες σαν τούβλα στα ράφια της βιβλιοθήκης […]».

Αυτή η ζωή δεν έδινε την τυπική ελευθερία κινήσεων που έχουν τα αγόρια, όμως κατασκεύαζε έναν μικρό διανοούμενο που ήταν το αντικείμενο λατρείας των ενηλίκων της οικογένειας. Όμως η παιδικότητά του αδιαφιλονίκητα εισχωρούσε και ο μικρομέγαλος Ζαν Πολ ως παιδί έκανε τις δικές του παγαποντιές, τα δικά του παιχνίδια προσποίησης ότι είναι δηλαδή κάτι άλλο από αυτό που έδειχνε: «Επιτρέπω ευγενικά να μου βάζουν τα παπούτσια, σταγόνες στη μύτη, να με βουρτσίζουν και να με πλένουν, να με καλλωπίζουν και να με κανακεύουν ∙ δεν γνωρίζω τίποτα πιο διασκεδαστικό από το να υποδύομαι το φρόνιμο παιδί. Δεν κλαίω ποτέ, δεν γελάω καθόλου, δεν κάνω φασαρία» (σελ. 33).

Αυτή η προσποίηση δεν θα σώσει την παιδική ηλικία του Ζαν Πολ, πρόκειται για μια παιδική ηλικία που υπάρχει μόνο μέσα από τα βιβλία. Είτε με το διάβασμα είτε με το γράψιμο όλη αυτή περίοδος της ζωής του είναι βιβλία, είναι λέξεις. Με απογείωση την απάντηση που δίνει ο μετέπειτα φιλόσοφος στη μητέρα του: «–Αν ο αγαπημένος μου μικρούλης διαβάζει αυτού του είδους τα βιβλία στην ηλικία που βρίσκεται τώρα, τι θα κάνει όταν μεγαλώσει; –Θα τα ζήσω!» (σελ. 129).

Ο μικρός Άντι ζώντας σε αγροτικές περιοχές της Σερβίας και της Ουγγαρίας, με οικονομική ανέχεια αλλά και υπό το καθεστώς φόβου για τον Εβραίο πατέρα του κάθε άλλο παρά έχει την αφθονία των βιβλίων του Ζαν Πολ ή την αστική καθημερινότητα του Βάλτερ. Στα Πρώιμα βάσανα[4], ο Ντανίλο Κις μέσω της λογοτεχνικής του περσόνας ως παιδί, του μικρού Άντι, περιγράφει μια παιδική ηλικία, κάποτε ανέμελη, με την ανεμελιά του φυσικού τρόπου ζωής και με τους πρώτους παιδικούς έρωτες, συνήθως όμως να τον κατατρέχει η υποψία και το βάρος που επέφερε η εβραϊκή του καταγωγή (γεννήθηκε το 1935) ή η υποχρέωσή του να δουλεύει. Κι όμως και γι’ αυτόν η φαντασία του και η ομορφιά της φύσης, αλλά και ο ποιητής και άρρωστος ψυχικά πατέρας ή οι προφορικές αφηγήσεις της Χριστιανής μητέρας του δημιουργούν σιγά-σιγά το δικό του λογοτεχνικό/ποιητικό σύμπαν: «(Εκείνο τον καιρό δεν μπορούσα να φανταστώ ότι κάποτε θα έγραφα διηγήματα, ωστόσο σκέφτηκα: Θεέ μου, πόσο ανίσχυρος είμαι μπροστά σε αυτά τα λουλούδια!)» (σελ. 73)  ή, όταν αποχωρίστηκε με δραματικό τρόπο τον αγαπημένο του σκύλο, τον Ντίγκο, θα πει: «Όταν γίνω ποιητής, θα γράψω για κείνον ένα ποίημα ή ένα διήγημα. Σ’ αυτό το διήγημα ο σκύλος θα μιλάει» (σελ. 139).

Σε μια τέτοια παιδική ηλικία, με την εξαιρετική ευαισθησία και τη διαισθητική προσέγγιση του Άντι/Ντανίλο, υπεισέρχεται ένα είδος παιδικότητας δια της φυγής. Μόνο που η φυγή δεν είναι πάντα ελευθερία αλλά είναι και φορτίο: το φορτίο που κουβαλά η φυλή του από τη μεριά του πατέρα. Ο ανήσυχος Άντι/Ντανίλο θέλει να το σκάει είτε για το Σαν Φρανσίσκο (!) είτε για το Μαυροβούνιο, στον παππού, συνήθως όμως αναγκάζεται σε μια αθέλητη περιπλάνηση και φυγή: «Μπαίνουμε στο τρένο με τον αστείο μπόγο μας, κουβαλάμε μαζί μας το τσαντίρι της περιπλάνησής μας, το θλιβερό αχούρι των παιδικών μου χρόνων. Η ιστορική μας βαλίτσα ξεχαρβαλωμένη […]» (σελ. 118).

Είτε περιπλανώμενο παιδί ως ο Βάλτερ είτε με καταφυγή στο θελημένο ή αθέλητο ταξίδι και στο ταξίδι της φαντασίας όπως ο Ντανίλο είτε εγκλωβισμένο από την αφθονία αλλά και γητειά των βιβλίων όπως ο Ζαν Πολ, αυτό που τους συνδέει είναι η ευρωπαϊκή τους ταυτότητα σε αντιπαράθεση με τον τελευταίο αυτοβιογραφούμενο συγγραφέα, τον Ιάπωνα Γιούκιο Μισίμα. Αν και στην μακρινή Άπω Ανατολή, είναι και αυτός μεγαλωμένος με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, όμως οι παραδόσεις της χώρας του και η οικογενειακή προσήλωση σε έναν παραδοσιακό οικογενειακό τρόπο ζωής κυριαρχούν για να του διαμορφώσουν μια διχασμένη παιδική ηλικία ∙ ανάμεσα σε αυτό που βαθιά μέσα του αναγνωρίζει ότι είναι και σε αυτό που πρέπει να δείξει ότι είναι. Έτσι, φορά το προσωπείο του και η αφήγησή του η συνδεδεμένη με την παιδική του ηλικία γίνονται οι Εξομολογήσεις μιας μάσκας.

Το βιβλίο αυτό του Μισίμα, ίσως πολύ περισσότερο από τα προηγούμενα, κάνει κατάδυση στην ανθρώπινη ψυχή και εισχωρεί σε μύχιες ψυχικές διεργασίες. Η πρώτη φράση του βιβλίου αποκαλύπτει ένα συγγραφέα που ψάχνει τον εαυτό του στο σημείο μηδέν της ζωής του: «για πολλά χρόνια ισχυριζόμουν πως μπορούσα να θυμάμαι πράγματα που τα είχα δει την ώρα της γέννησής μου». Αν και αναπόδεικτη παραδοχή, όμως δείχνει την πεποίθησή του Κόχαν/Γιούκιο ότι εκεί πρέπει να αναζητήσει τη διφορούμενη φύση του φύλου του και της σεξουαλικότητάς του ή ακόμη και της διαστροφικής φύσης των ερωτικών του οραμάτων.  Μέσα από αυτό που ενστικτωδώς γνωρίζει για τον εαυτό του –από τότε που τον θυμάται– , καταδικασμένος τόσο από την εύθραυστη υγεία του όσο και από την γεροντική πρώιμη ζωή του με συντροφιά την αυταρχική γιαγιά του, μπορούμε να καταλάβουμε λίγο την περίεργη εξομολόγησή του ότι «είχα την προαίσθηση τότε ότι υπάρχει στον κόσμο ένα είδος επιθυμίας που μοιάζει με οδυνηρό τσίμπημα» (σελ. 13) ή ότι «μόλις άρχιζα να αποκτώ κάποιο είδος πνευματικής επικοινωνίας μ’ ένα πρόσωπο που με είχε ελκύσει, η επιθυμία μου για το πρόσωπο αυτό έπαυε να υπάρχει» (σελ. 59).

Ο παρακμιακός αυτοβασανιζόμενος Κόχαν (ο μικρός Γιούκιο) δείχνει απροκάλυπτα πόσο οι δαίμονες της ενήλικης ζωής μας ανάγονται στην πρώιμη, αρχέγονη εποχή της παιδικής μας ηλικίας. Όσο και αν τα τοτινά βιώματα προτιμούμε να τα κρατούμε φυλαγμένα, είναι εκεί όμως όπου ανακαλύπτουμε την καταγωγή του εαυτού μας.

Οι τέσσερις συγγραφείς με την κατάβαση στην παιδική τους ηλικία αναρωτιούνται για τον ενήλικό εαυτό τους αλλά κυρίως ομολογούν την απόλυτη και αδιαχώριστη συνέχεια του εαυτού τους από την αρχή μέχρι το τέλος. Αν τους συνέδεσα είναι, πρώτα και κύρια, για αυτή τους τη θεματική, αλλά και για ένα άλλο πολύ σημαντικό λόγο: γιατί, πέρα και πάνω από τις πολιτισμικές, γεωγραφικές, κοινωνικές κ.λπ. διαφορές τους, ανήκουν σε αυτούς τους δημιουργούς που, όσο και αν το έργο τους πηγαίνει προς τα πίσω χρονολογικά τόσο λιγότερο παλιώνει, τόσο περισσότερο λαμπερό γίνεται. Είναι κλασσικοί για πολλούς λόγους και κυρίως γι’ αυτή την επιστροφή τους στην έναρξη της ανθρώπινης ζωής με την παιδική ηλικία. Ο Benjamin, ο Sartre, ο Κις, ο Μισίμα δείχνουν με τα βιβλία τους το δρόμο για να προσπεράσουμε την ενήλικη αντίληψη για την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, ακριβώς για να κερδίσει το κάθε παιδί τη δική του ξεχωριστή καθαρότητα, τη δική του προσωπική «αγνότητα».

(*) Η Μένη Κανατσούλη είναι καθηγήτρια Α.Π.Θ.

Info

Πηνελόπη Δέλτα, Ο Τρελαντώνης, Παπαδόπουλος

 

 

 

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης