ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Το χριστόψωμο …

Από τις προετοιμασίες της παραμονής των Χριστουγέννων πιο χαρακτηριστική είναι εκείνη που αναφέρεται στο ζύμωμα του χριστόψωμου. H συνήθεια αυτή είναι πολύ ριζωμένη στους αγρότες και τους τσοπάνηδες. Απλές και ταπεινές νοικοκυρές κάνουν τη ζύμη με ιδιαίτερη ευλάβεια. Θεωρείται το έργο αυτό θείο. Είναι έθιμο καθαρά Χριστιανικό.

Κατά τόπους φτιάχνεται σε διάφορες μορφές το Χριστόψωμο κι έχει διαφορετικές ονομασίες όπως: “ψωμί του Χριστού’, “Σταυροί’, “βλάχες” κ.ά.” Το τάισμα της βρύσης … Στην Κεντρική Ελλάδα τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων γίνεται το “τάισμα” της βρύσης. Πηγαίνουν τα μεσάνυχτα ή προς τα χαράματα οι κοπέλες στην πιο κοντινή βρύση και παίρνουν το αμίλητο νερό, αφού αφήσουν προηγουμένως εκεί βούτυρο, τυρί, ή ψημένο σιτάρι ή κλαδί ελιάς’. Τα δαιμονικά …Στα Γρεβενά ανάβουν μεγάλο κούτσουρο, στη γωνιά από την παραμονή των Χριστουγέννων και η φωτιά καίει συνέχεια μέχρι τα Φώτα για να προστατεύει την οικογένεια από τα δαιμονικά.

Συνηθισμένο έθιμο σε όλη την Ελλάδα είναι η χοιροφαγία, καθώς και η ετοιμασία ειδικών γλυκισμάτων για τις ημέρες αυτές, όπως είναι τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες η ο μπακλαβάς. Την παραμονή των Χριστουγέννων οι δρόμοι πλημμυρίζουν από τις φωνές των παιδιών που ψάλλουν τα κάλαντα. Οι «νοικοκυραίοι» τους ανταμείβουν τώρα πια με χρήματα, ενώ παλιότερα με καρύδια και γλυκίσματα του σπιτιού.
Σε κάποια νησιά, συνηθίζεται αντί για το χριστουγεννιάτικο δέντρο να στολίζουν ένα καράβι, θέλοντας να τονίσουν τη μεγάλη σημασία που έχει για τη χώρα μας η θάλασσα. Βέβαια, πρέπει να αναφέρουμε– χωρίς να ανήκει στα έθιμα-την εκκλησιαστική ακολουθία των Χριστουγέννων που ψάλλεται στις εκκλησίες κατά το ξημέρωμα και είναι γεμάτη από λαμπρούς ύμνους των μεγάλων υμνογράφων της εκκλησίας.

Το έθιμο του αναμμένου πουρναριού στην Ήπειρο

Στην Ήπειρο έχουν μια ωραία συνήθεια που τη βασίζουν σε μια παλιά παράδοση. Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, λέει, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήτανε νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους.
Από τότε, λοιπόν, έχουν τη συνήθεια στα χωριά της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, να κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό που καίει τρίζοντας. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.

Το Χριστόξυλο, έθιμο της Μακεδονίας

Στα χωριά της βορείου Ελλάδας, ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια τις παραμονές των γιορτών και διαλέγει το Χριστόξυλο, δηλαδή το πιο όμορφο, γερό και χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά, που θα το πάει σπίτι του, με σκοπό να καίει συνέχεια στο τζάκι από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα.
Ο λαός πιστεύει ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ. Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει καλά το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού θα ανάψει την καινούρια φωτιά και θα μπει στην πυροστιά το Χριστόξυλο, με ευχή όλων να αντέξει για όλο το δωδεκαήμερο των γιορτών.

Tα καρύδια” Παραδοσιακό ομαδικό παιγνίδι που παίζουν τα παιδιά στην Ήπειρο.

Την ημέρα των Χριστουγέννων , τα παιδιά , κορίτσια και αγόρια , παίζουν “τα καρύδια’.Το παιχνίδι είναι ομαδικό και παίζεται ως εξής: Κάποιο παιδί χαράζει με ένα ξυλάκι στο χώμα μια ευθεία γραμμή. Πάνω σε αυτή την ευθεία γραμμή κάθε παίκτης βάζει κι από ένα καρύδι στη σειρά. Μετά, ο κάθε παίκτης με τη σειρά του και από κάθετη απόσταση ενός με δύο μέτρα από τη γραμμή – σειρά των καρυδιών, σκυφτός, με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι του, σημαδεύει κάποιο από τη σειρά των καρυδιών. Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά σημαδεύοντας κάποιο άλλο καρύδι. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης. Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να κερδηθούν όλα τα καρύδια…

Η σφαγή του γουρουνιού στη Θεσσαλία

Σαν ιεροτελεστία γινόταν σε κάθε οικογένεια η σφαγή του γουρουνιού, το οποίο εξέτρεφαν για το σκοπό αυτό. Το γουρούνι αναλάμβαναν να το σφάξουν οι άντρες του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων. Τα μέλη της οικογένειας αντάλλαζαν μεταξύ τους ευχές.
Το χοιρινό κρέας αποτελούσε το κύριο φαγητό στο χριστουγεννιάτικο γεύμα, όπως άλλωστε και σήμερα. Επίσης, έφτιαχναν λουκάνικα από το γουρούνι, τα οποία κρεμούσαν μέχρι να στεγνώσουν, ενώ το λίπος του γουρουνιού το αποθήκευαν σε δοχεία και το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική.

Το τάισμα της βρύσης

Στην Κεντρική Ελλάδα οι κοπέλες, τα μεσάνυχτα ή προς τα χαράματα των Χριστουγέννων (αλλού την παραμονή της Πρωτοχρονιάς), πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση “για να κλέψουν το άκραντο νερό’. Το λένε άκραντο, δηλαδή αμίλητο, γιατί δε βγάζουν λέξη σ” όλη τη διαδρομή. Όταν φτάνουν εκεί, την “ταϊζουν’, με διάφορες λιχουδιές: βούτυρο, ψωμί, τυρί, σιτάρι ή κλαδί ελιάς και λένε: «Όπως τρέχει το νερό σ” βρυσούλα μ’, έτσ” να τρέχ” και το βιο μ’» Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, “κλέβουν νερό” και γυρίζουν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες, μέχρι να πιουν όλοι από τ” άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούν στο σπίτι και τα τρία χαλίκια.

  Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ

Η ιστορία της βασιλόπιτας, είναι μια ιστορία που συνέβηκε πριν από εκατοντάδες χρόνια , πριν από 1500 χρόνια περίπου , στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του , με αγάπη , κατανόηση και αλληλοβοήθεια.
Κάποια μέρα όμως , ένας αχόρταγος στρατηγός – τύραννος της περιοχής , ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας , αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει.
Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισαρεία. Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη , ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν.Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια , δεν είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό. Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει.
Οι χριστιανοί της Καισαρείας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν , ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει από το κακό του. Διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης. Ο Δεσπότης , ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι.
Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς , με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι.Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας. Τότε όμως , ο δεσπότης της , ο Μέγας Βασίλειος , βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη , δηλαδή να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια , όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν , τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της. Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι , η βασιλόπιτα Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί.
Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου. Στον τόπο μας την εποχή αυτή, αν δεν έχομε χιόνια πολλά, θα ‘χουμε κρύα τσουχτερά, δυνατά κρύα.
Έτσι, κάθε χρόνο γιορτάζουμε την πρωτοχρονιά. Οι γυναίκες συγυρίζανε το σπίτι και κάνανε το κάθε τι να λάμπει. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με ανασηκωμένα τα μανίκια, με τα μαλλιά της κεφαλής δεμένα με μαντήλι για να μην τα τρώει η σκόνη, πλάθουνε και χτυπούνε το ζυμάρι, το πασπαλίζουνε με αλεύρι και μυρωδιές και κάνουνε τη “βασιλόπιτα’. «Ανοίγουνε φύλλο» και με έξη τέτοια φύλλα, χωρίς να προσθέσουν τίποτα άλλο έφτιαχναν τη βασιλόπιτα. Ανάμεσα στα φύλλα τοποθετούσαν διάφορα συμβολικά σχήματα που έφτιαχναν από κάποιο κλαδί. Ένα κλαδί ήταν το «κοτέτσι». Ένα άλλο ήταν ο «ζυγός». Ένα άλλο η «στρούγκα». Και φυσικά το «φλουρί».

Κάλαντα

Τα Κάλαντα αποτελούν δημοτικά ευχητικά και εγκωμιαστικά τραγούδια που ψάλλονται εθιμικά κατ΄ έτος κυρίως την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών όπως των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς (Αγ. Βασιλείου), των Θεοφανίων, ακόμη και των Βαΐων (ή Λαζάρου), με εξαίρεση εκείνων της Μεγάλης Παρασκευής που είναι κατανυκτικά. Κύρια παραδοσιακά μουσικά όργανα που συνοδεύουν τα κάλαντα είναι το τρίγωνο, το λαούτο, το νταούλι η τσαμπούνα, η φλογέρα κ.ά Κύριος σκοπός των τραγουδιών αυτών είναι μετά τις αποδιδόμενες ευχές τα “Χρόνια Πολλά” το φιλοδώρημα είτε σε χρήματα (σήμερα) είτε σε προϊόντα (παλαιότερα).
Τα κάλαντα ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που φθάνει και καταλήγουν σε ευχές. Χαρακτηριστικό σημείο είναι η γλώσσα στην οποία αυτά ψάλλονται, στη καθαρεύουσα, καταδηλούντα την άμεση καταγωγή τους από τους Βυζαντινούς χρόνους τις Καλένδες του Ιανουαρίου που γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Κατά την αρχική περίοδο της Βασιλευομένης Δημοκρατίας καθιερώθηκε το έθιμο της απαγγελίας των καλάντων από τους άνδρες της ανακτορικής φρουράς ενώπιον των Βασιλέων κατ΄ αντιστοιχία παρομοίων εθιμικών ευχητικών εκδηλώσεων σε άλλους Ευρωπαϊκούς Βασιλικούς Οίκους.
Το έθιμο αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα γενικευμένο όμως και σε πρόσωπά πολιτικά αλλά και από ομάδες, συλλόγους, χορωδίες κλπ.

Ρουγκουτσάρια.

Αυτού του εθίμου η αναβίωση γίνεται κάθε πρωτοχρονιά. Νωρίς το πρωί οι νέοι του χωριού ντύνονται τσολιάδες, εκτός από έναν που ντύνεται γυναίκα (νύφη), και έναν που φοράει τα κουδούνια και βάφεται μαύρος, ο Ρούνγκος ή Ρουνγκουτσάρης. Οι τσολιάδες κρατάνε στα χέρια τους μαχαίρια, ο Ρουνγκουτσάρης τη τσιουμπανίκα (ξύλο με χοντρή – στρογγυλή άκρη) και η νύφη ένα πορτοκάλι. (Παλιά που το χωριό είχε πολλούς νέους, ντύνονταν μόνο αυτοί οι νέοι που η «σειρά τους» θα πήγαινε στο στρατό). Συγκεντρώνονται στο Κοινοτικό Κατάστημα νωρίς το πρωί. Δυο ή τρεις τσολιάδες πάνε στην εκκλησία. Ανάβουν κερί, προσκυνούν και μετά από λίγο αποχωρούν. Μόλις τελειώσει η λειτουργία ο κόσμος συγκεντρώνεται στο προαύλιο της εκκλησίας και περιμένει τα ρουνγκουτσάρια που έρχονται τραγουδώντας το: Άγιος Βασίλη έρχεται Γενάρης ξημερώνει Βασίλη μ” πόθεν έρχεσαι, και πόθεν κατεβαίνεις. Από τα ξένα έρχομαι και στα δικά σας πάω . Αν έρχεσ” απ” την ξενιτιά πες μας ένα τραγούδι. Εγώ τραγούδια μάθαινα τραγούδια να σας λέω. Στην πατερίτσα ακούμπησε να πει ένα τραγούδι Κι η πατερίτσα ήταν χλωρή κι απόληκε κλωνάρια Κλωνάρια χρυσολκώναρα με τ’ αργυρένια φύλλα. Φτάνοντας, κατευθύνονται προς το μέρος που βρίσκεται ο Πρόεδρος του χωριού και τραγουδάνε το: Αφέντη μου πρωτότοκε και προτοτιμημένε πρώτα σε τίμησ” ο Θεός και ύστερα ο κόσμος. Δεν έπρεπες αφέντη μου σε τούτα τα σοκάκια μον” έπρεπες αφέντη μου στης πόλης τα παλάτια να κοσκινίζεις τα φλουριά να δερμονίζ’ς τα γρόστα . Κι από τα κοσκινίσματα κέρνα τα παλικάρια, κέρνατ” αφέντη μ” κέρνατα τα λασποκοπημένα να τρων να πειν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου, για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή χρονιά σου. Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη αν έχεις γρόσια δώσ” μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια κέρνατ” αφέντη μ” κέρνατα τα λασποκοπημένα να τρών’ να πίν’ να χαίρονται να λεν για την υγειά σου για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή χρονιά σου Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Μετά αποχωρούν για να πάνε σ” όλα τα σπίτια του χωριού. Πριν από χρόνια ο κόσμος κερνούσε τα Ρουγκουτσάρια τρόφιμα (κρέας, φρούτα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα κλπ) και αργότερα χρήματα που χρησιμοποιούσαν για κοινωφελείς σκοπούς. Σήμερα το έθιμο αυτό το αναβιώνει ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού και επειδή οι νέοι είναι λίγοι συμμετέχουν σ” αυτό διαφορετικές ηλικίες. Τα τελευταία δε χρόνια ο Πολιτιστικός Σύλλογος αναβιώνει το έθιμο και στην πόλη των Γρεβενών την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Οι ρίζες των «ρουνγκουτσαριών» κατά πάσα πιθανότητα βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα.
Την εποχή αυτή γιορτάζονταν από τους αρχαίους Έλληνες τα «μικρά Διονύσια» ή «Διονύσια των αγρών». Τον ισχυρισμό αυτό ενισχύουν εκτός των άλλων τα κουδούνια του «Ρουνγκουτσάρη» και το σχήμα της τζιουμπανίκας που θυμίζει φελλό. Στην πορεία βέβαια μετεξελίχτηκαν, παίρνοντας στοιχεία του αγώνα των Ελλήνων κατά των Τούρκων κατακτητών, στοιχεία που διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η λέξη «ρουνγκουτσάρια» προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα ή από το λατινικό «ρονγκ», που σημαίνει «ζητώ» ή από το σλάβικο «ρόνγκο» που σημαίνει «κέρατο». Ενώ σύμφωνα με μια προφορική παράδοση το έθιμο αυτό στα χρόνια της τουρκοκρατίας, κάθε πρωτοχρονιά οι Τούρκοι επέτρεπαν ( έδιναν κάτι σαν αμνηστία) στους κλέφτες να κατεβαίνουν στα χωριά τους (γι’ αυτό και οι τσολιάδες κρατούν μαχαίρια παρατεταμένα και απειλητικά). Βλέπανε τους δικούς τους τρώγανε, πίνανε, γλεντούσαν παίρνανε τρόφιμα και μπορεί και κάποιος από αυτούς να παντρεύονταν κιόλας (αυτό συμβολίζει η «νύφη»). Ο Ρουνγκουτσάρης συμβολίζει τον Τούρκο – τον αράπη (γι’ αυτό και βάφεται μαύρος) που τον κοροϊδεύουν κρεμώντας του κουδούνια. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ενώ το έθιμο αυτό το συναντά κανείς σχεδόν σε όλη τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, με μικρές παραλλαγές του ονόματος, σχεδόν πουθενά δεν είναι ακριβώς το ίδιο.

Σχολιάστε

Top