Γκόγκες
Βάζανε μια οκά αλεύρι σταρένιο σε μια πήλινη λεκάνη και στη μέση κάνανε μια λακουβίτσα, όπου ρίχνανε λίγο αλάτι και λίγο λάδι. Τρίβανε με τις παλάμες τους το αλεύρι με το λάδι και στη συνέχεια ρίχνανε κρύο νερό και έφτιαχναν ζυμάρι λίγο σκληρό. Μετά το έκοβαν σε μικρά κομμάτια, τα έκαναν χοντρά μακαρόνια (σαν ένα δάκτυλο το πάχος τους), τα έκοβαν σε μπουκίτσες και μετά με τα δυο δάχτυλα τα πατούσαν και τα έστριβαν και γίνονταν σαν κοχυλάκια και τα πασπάλιζαν με αλεύρι. Βάζανε την κατσαρόλα να βράσει με πολύ νερό και τα έριχναν, αφού προηγουμένως τα είχαν κοσκινίσει για να φύγει το αλεύρι, και τα έβραζαν για αρκετή ώρα. Στην αρχή ήθελαν ανακάτεμα πολύ γιατί φούσκωναν, κι αυτό γινόταν με ένα μεγάλο κεψέ. Στη συνέχεια τα σούρωναν, τους έβαζαν μπόλικη μυζήθρα και μετά τους έριχναν από πάνω καφτό λάδι.
Δεν απόμενε τίποτε πλέον παρά η καλή όρεξη!
Με το ίδιο ζυμάρι έφτιαχναν και μακαρόνια. Βέβαια ακολουθούσε η ίδια διαδικασία.
Ντρόμισσες
Βάζανε σε πήλινη λεκάνη αλεύρι,λαδάκι,αλατάκι και λίγο νεράκι και τα τρίβαζε με τα χέρια μέχρι να γίνουν μικρά μπαλάκια (σαν στραγάλια).Αυτά τα έβραζαν,ρίχνοντας λίγο λάδι και λίγο κρασίκαι τα έτρωγαν για σούπα.Μερικές φορές τις ντρόμισσες τις μαγείρευαν μαζι με φασολια μαυροματικα .
Μοσιντρ
Είναι πίτα που την έφτιαχναν με χόρτα και χυλό. Όσοι ήθελαν έβαζαν και λίγο τυράκι τριμμένο και μετά στο ταψί για να ψηθεί.
Ελιές θρούμπες
Έπαιρναν μαύρες ελιές και τις έβαζαν με αλάτι χοντρό σ’ ένα τσουβάλι. Μετά από λίγες ημέρες που είχαν βγάλει τα υγρά τους και είχαν σταφιδωθεί, τις έπλεναν και τις άφηναν να στεγνώσουν. Μετά τους έβαζαν λίγο ξίδι, λίγο λάδι, λίγο θρούμπι και μετά στο κιούπι για όλη τη χρονιά.
Γκερεμέζι
Έπαιρναν ένα κατσικίσιο τομάρι, το έβαζαν στο αλάτι για δέκα (10) ημέρες και μετά το ξύριζαν και το έπλεναν πολύ καλά. Μέσα στο τουλούμι πλέον, έριχναν γάλα ζεστύ και “ντράδες” με μπόλικο αλάτι. Οι ντράδες ήταν τα απομεινάρια από το βούτυρο που έφτιαχναν οι τυροκόμοι. Κάθε μέρα έριχναν γάλα που με τη ζύμωση γινόταν σαν γιαούρτι.
Το έφτιαχναν το καλοκαίρι που το γάλα της κατσίκας ή του προβάτου δεν το χρησιμοποιούσαν για κάτι άλλο. Το τουλούμι το έκλειναν καλά και το κρέμαγαν στο πάτερο, και αυτό ίδρωνε απέξω καθώς έφευγαν τα υγρά. Είχε γεύση προς το ξινό και αλμυρό. Κάθε φορά που έκαναν χρήση ενός μέρους από το τουλούμι, αν είχαν γάλα, το συμπλήρωναν, και αυτό έπηζε γρήγορα, λόγω ζύμωσης.
Τουλουμοτύρι
Ετοίμαζαν το τουλούμι με τον πιο πάνω τρόπο. Έφτιαχναν τυρί φέτα και αφού ψηνόταν, την έκαναν κομμάτια τέτοια που να μπορούν να περνούν από το στόμιο του τουλουμιού, την έβαζαν μέσα μαζί με λίγα κομμάτια κεφαλοτύρι, που έδινε την ιδιαίτερη νοστιμιά του, και έκλειναν το τουλούμι πολύ καλά. Το έβαζαν στο υπόγειο, το άλειφαν με λάσπη που έφτιαχναν από κοκκινόχωμα και το σκέπαζαν με μια βρεγμένη λινάτσα, που τη μούσκευαν πότε πότε, για να διατηρείται υγρή η λάσπη. Κάθε φορά που έπαιρναν λίγα κομμάτια τυρί, φρόντιζαν, πριν κλείσουν το του λούμι, να βγάζουν τον αέρα που μπήκε (πιέζοντας το τουλούμι απέξω). Έτσι το διατηρούσαν πολύ καλά μια και δεν υπήρχαν ψυγεία.