Ιστορία του Κάμπου της Χίου

argentitkokamposxios-18

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΤΗΣ ΧΙΟΥ 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

Ο Κάμπος, μια περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, αποτελείται από κήπους και περιβόλια, φυτεμένα κυρίως με εσπεριδοειδή, που περικλείονται από ψηλούς μαντρότοιχους. Στα κτήματα δεσπόζουν τα παλιά αρχοντόσπιτα, που χαρακτηρίζονται από μια ιδιόμορφη και εντυπωσιακή αρχιτεκτονική, γέννημα πολλών μορφολογικών και υφολογικών επιρροών, συνυφασμένων με τις διάφορες ιστορικές περιόδους του νησιού.

ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ- ΒΥΖΑΝΤΙΟ 

Τα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή είναι μηδαμινά και η αρχαία ονομασία της περιοχής μας είναι άγνωστη. Το τοπωνύμιο Κάμπος (από τη λατινική λέξη campus) απαντάται σε κείμενα περιηγητών από το 1673 και μετά. Έτσι, οι παλαιότερες επιρροές στην αρχιτεκτονική ανάγονται στη Βυζαντινή εποχή, παρόλο που στον Κάμπο δεν έχει διασωθεί κανένα αμιγές δείγμα Βυζαντινής αρχιτεκτονικής, εκτός από ένα αμφιλεγόμενο κτίσμα, τον «Καμένο Πύργο». (Η παράδοση τον θέλει κτισμένο στα χρόνια του Βυζαντίου. Στοιχεία, εντούτοις, της αρχιτεκτονικής αυτής υπάρχουν σε αρκετά κτίσματα.)

Η Χίος, την εποχή του Βυζαντίου, ήταν τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μάλιστα σημαντικό, αφού αποτελούσε κέντρο Διοίκησης, ήταν δηλαδή πρωτεύουσα του «Θέματος του Αιγαίου». Η προνομιακή αυτή θέση ανάμεσα στην Αυτοκρατορία σε συνδυασμό με τα οικονομικά ενδιαφέροντα που παρουσίαζε συντελούν στο να σημειώνεται  στη Χίο μια επιβλητική παρουσία από τα πιο ηχηρά ονόματα της Βυζαντινής αριστοκρατίας, τέτοια που δεν σημειώνεται σε κανένα άλλο μέρος εκτός φυσικά από την Κωνσταντινούπολη. Επίσης, πολλoί αξιωματούχοι είτε γιατί είχαν καταστεί επικίνδυνοι για τους αυτοκράτορες είτε γιατί έπεφταν θύματα μηχανορραφιών είτε για πολλούς άλλους λόγους, κατέφευγαν σε σημαντικές επαρχίες όπως η Χίος. Τέτοια ονόματα ήταν οι Παλαιολόγοι, οι Φρατζήδες, οι Ράλληδες, οι Σκυλίτσηδες, οι Πετροκκόκκινοι, οι Καλόθετοι, οι Δρομοκαΐτηδες, οι Σγουροί, οι Ροδοκανάκηδες, οι Αγέλαστοι, οι Ζυβοί, οι Κορεσές Σύμφωνα με τον Ζολώτα, το χιώτικο αρχοντολόγιο μπορεί να θεωρηθεί το πλουσιότερο του βυζαντινού κράτους- σε σχέση με το πλήθος των αριστοκρατικών οίκων, την παλαιότητα και την επισημότητα- μετά από εκείνο της Κωνσταντινούπολης.

Ο Κάμπος πριν φτάσουν οι Γενοβέζοι είχε μια αξιόλογη παραγωγή δημητριακών, λαχανικών, ροδιών, μούρου και κρασιού. Τα αμπέλια, σε σημαντική έκταση ήταν πηγή εισοδημάτων, όπως και οι ελιές, αλλά οι τελευταίες όχι σε υπολογήσιμο αριθμό. Αναφέρεται ακόμα επίδοση των Καμπούσων στο μεταξοσκώληκα, αφού οι μουριές ήταν άφθονες και υπήρχε ευχέρεια τροφής για τα σκουλήκια. Η παραγωγή μεταξιού, έτσι, απέδιδε ένα σοβαρό εισόδημα και για αρκετούς αιώνες υπήρξε πηγή πλούτου για τη Χίο. Τα Χιώτικα μεταξωτά ήταν περιζήτητα, γιατί οι Χιώτες είχαν ειδικευθεί στην επεξεργασία του μεταξιού και η υφαντική τους ήταν αξιόλογη.

Το εύφορο έδαφος και το πλούσιο υδροφόρο στρώμα, συνδυασμένα με το μικροκλίμα της περιοχής, βοήθησαν στο να αναπτυχθούν καλλιέργειες εσπεριδοειδών τέτοιες που να είναι μοναδικές, όπως το χιώτικο πορτοκάλι και μανταρίνι από το ΙΕ΄αιώνα. Η οικονομική ζωή της περιοχής γνώρισε μεγάλη άνθιση στα χρόνια που πέρασαν βασισμένη κυρίως στην καλλιέργεια των εσπεριδοειδών. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την εμπορία του προϊόντος, (εξαγωγές- ναυτιλία) είχε σαν αποτέλεσμα το να ακμάσει η περιοχή οικονομικά και πολιτιστικά επί αιώνες (Γενουατοκρατία- Τουρκοκρατία)

ΓΕΝΟΥΑΤΟΚΡΑΤΙΑ 

Οι πρώτοι Γενουάτες ήρθαν στη Χίο χάρη στα αυτοκρατορικά προνόμια το 1155, διεξάγοντας συναλλαγές «επί της μαστίχας».

Συγκεκριμένα,  με τη συνθήκη του Νυμφαίου, το  1261,  έλαβαν το προνόμιο από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα να ιδρύσουν εμπορικά καταστήματα στο νησί, με σκοπό την εμπορία της μαστίχας και έτσι  μπήκαν ουσιαστικά στα χιώτικα πράγματα.

Το 1304, ο Γενουάτης ηγεμόνας Βενέδικτος Α΄ της δυναστείας των ευγενών Zaccaria κατέλαβε το νησί με το πρόσχημα του «προστάτη» από τις επιδρομές των Τούρκων. Οι Zaccaria κράτησαν τη Χίο ως το 1329 με επικυρίαρχο τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Kατά την περίοδο των Zaccaria, η Χίος έλαβε την μέγιστη οικονομική ανάπτυξη στην ιστορία της λόγω του μονοπωλιακού προϊόντος της μαστίχας .

Το διάστημα 1329 ως 1346 ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ανδρόνικος Γ’ κατέλυσε τη δυναστεία των Zaccaria και η Χίος επέστρεψε στις «αγκάλες» του Βυζαντίου

Το 1346 η σκυτάλη της κυριαρχίας αρπάχτηκε πάλι από Γενουάτες, τους  Giustiniani (Ιουστινιάνι), που ήταν έμποροι και εφοπλιστές και συστήθηκε η  εταιρεία νέα Μαόνα (Μahona Νuova), που ανέλαβε τη διοίκηση της Χίου. Οι Μαονείς – Giustiniani καθώς ως βασικό άξονα της πολιτικής τους είχαν την αποκλειστική εξυπηρέτηση των οικονομικών τους συμφερόντων με τον έλεγχο της παραγωγής και του εμπορίου της μαστίχας, διακυβέρνησαν ιδιαίτερα στην αρχή με σκληρότητα, αλλά με τον καιρό δημιουργήθηκε η περίφημη γενουατοχιακή κοινωνία, της οποίας διέπρεψαν πολλές επιφανείς οικογένειες. Εισήγαγαν νέες τεχνικές και οργάνωσαν την πααραγωγή, ενίσχυσαν τη βιοτεχνία (υφαντουργία και μεταξουργία) και άσκησαν το εμπόριο, αποκομίζοντας μεγάλα κέρδη και αναδεικνύοντας τη Χίο σε ένα ανθηρότατο εμπορικό κέντρο. Επισκεύασαν και επέκτειναν το φρούριο της πόλης και το λιμάνι και προσπάθησαν να δώσουν στην πόλη μορφή ανάλογη με αυτή των μεγάλων πόλεων της Ιταλίας, που προξενούσε κατάπληξη στους περιηγητές. Έκτισαν τις επαύλεις τους στον Κάμπο της Χίου και σε άλλα θελκτικά μέρη του νησιού.

Οι Γενοβέζοι,  από τον 13ο αιώνα, αξιοποίησαν τη έκταση του Κάμπου δημιουργώντας τους εκτεταμένους πορτοκαλεώνες, αφού διαπίστωσαν την ύπαρξη νερού. Και επειδή η καλλιέργεια ήταν αποδοτική, ο Κάμπος μεταβλήθηκε σε έναν απέραντο πορτοκαλεώνα. Τα εσπεριδοειδή, τα «χρυσά μήλα των Εσπερίδων» είναι είδος με ιδιαίτερη ευπάθεια στις καιρικές συνθήκες, εγκλιματισμένα σε πιο θερμά κλίματα, αντιμετώπισαν στη Χίο συνθήκες που και σήμερα δημιουργούν προβλήματα. Έτσι, οι καλλιεργητές για να τα προστατεύσουν από τον αέρα, τις σκόνες αλλά και την κλοπή, σε μια εποχή χωρίς οργανωμένη δημόσια ασφάλεια, έχτισαν τα ακαλαίσθητα και αντιαισθητικά τοιχογύρια. Οι εσπεριδοπαραγωγοί περιχαρακώθηκαν στα περιβόλια τους, με τις οικογένειές τους και τα ζωντανά τους και μια που η έκταση των κτημάτων δεν επέτρεπε το χτίσιμο των σπιτιών το ένα κοντά στο άλλο, δημιουργήθηκε μια παράδοση κάποιας απομόνωσης, που δυστυχώς, ακόμα υπάρχουν ζωντανά τα ίχνη της, όσο κι αν άλλαξαν πάρα πολλές τοπικές συνθήκες

Εκεί ήρθαν να κατοικήσουν οικογένειες της χιώτικης και Βυζαντινής αριστοκρατίας, ήταν αλλά και Γενουατοχιώτες ευγενείς, δημιούργημα επιγαμικής σχέσης μεταξύ χιώτικων αριστοκρατικών οίκων και γενουατικών αντιστοίχων. Οι   Zaccaria, λοιπόν, όταν κατέλαβαν τη Χίο το 1304, βρήκαν Γενουατοχιώτες αριστοκράτες (οι Γενουάτες εμφανίζονται στο Βυζάντιο και στη Χίο από το 1155 λόγω των εμπορικών συναλλαγών, όπως είδαμε) και σεβάστηκαν την υπάρχουσα ιδιοκτησιακή κατάσταση και τα δικαιώματα  τους, με μόνη διαφορά ότι οι τελευταίοι άλλαζαν κυρίαρχο. Στη θέση του Αυτοκράτορα αναγνώριζαν τώρα τους  Zaccaria. Όταν ήρθαν οι Μαονέζοι, συνέχισαν, διατηρώντας τα προνόμια τους και δηλώνοντας πίστη στους νέους κατακτητές. Έτσι ο Κάμπος πήρε ιδιαίτερη αξία, όχι μόνο σαν παραγωγική περιοχή αλλά και σαν θέρετρο της αρχοντιάς και του πλούτου.  Ο κοινωνικοοικονομικός χαρακτήρας του νησιού αυτή την εποχή είναι τόσο φεουδαλικός όσο και εμποροναυτιλιακός. Γενικά, η φεουδαρχική ιδιοκτησία αποτελείται από τον οίκο. Τέτοιους οίκους αριστοκρατών στη Χίο, όπως αναφέρθηκε, συναντούμε στον Κάμπο. Πρόκειται για μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και οικήματα που είναι κτισμένα σ’ αυτές. Τα οικήματα αυτά αφορούν στην κυρίως κατοικία της φεουδαρχικής οικογένειας , κάποια μικρότερα για τους υποτακτικούς της, αποθήκες για τις σοδειές της, στάβλους για τα ζώα, εργαστήρια για την παραγωγή κρασιού, λαδιού, μετάξης, ψωμιού κλπ  Σχέσεις λοιπόν ιδιοκτησίας συνδέουν το φεουδάρχη και τα εδάφη του και όχι σχέσεις εργασίας. Με αυτές είναι επιφορτισμένη  η τάξη των αγροτών, που είναι ακτήμονες, καλλιεργούν τα περιβόλια των εσπεριδοειδών, περίπου στη μορφή που είναι σήμερα, ως ενυπόστατοι πάροικοι ή μισθωτοί.

Η Μαόνα οργάνωσε με τέτοιο τρόπο το νησί (στρατιωτικά , οικονομικά , οικιστικά) ώστε να ελέγχει απολύτως τους αγρότες σε επίπεδο προσφοράς εργασίας και απόδοσης προϊόντος και να αποκλείει πιθανές εξεγέρσεις τους. Η θρησκεία ήρθε να συνεπικουρήσει δευτερευόντως την καταπιεστική πολιτική της άρχουσας τάξης έναντι του ντόπιου πληθυσμού. Σε κοινωνικό επίπεδο η Μαόνα επέφερε την πλήρη κατάργηση των κοινωνικών θεσμών και την εξαφάνιση της στοιχειώδους εσωτερικής αυτοδιοίκησης. Για το λόγο αυτό οι Χιώτες αγρότες ήταν σταθερά υπέρ του Βυζαντινού αυτοκράτορα και εναντίον των Γενοβέζων.

Η πρώτη πράξη μετά την κατοχή του νησιού από τους Γενοβέζους ήταν η κατάργηση του βυζαντινού νομίσματος και η εισαγωγή του γενοβέζικου. Οι ντόπιοι προσαρμόστηκαν στο λατινικό δίκαιο και επίσημη γλώσσα έγινε η ιταλική. Τα μέλη της ανώτερης γενοβέζικης τάξης ενταφίαζαν τους συγγενείς σε οικογενειακούς τάφους στις εκκλησίες τους, που βρίσκονταν μέσα στα κτήματά τους.

Το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο ελεγχόταν κυρίως από τη Μαόνα – οι μέτοχοι της οποίας υιοθέτησαν το όνομα Ιουστινιάνι και κοινό θυρεό -, με τη σύμπραξη της ντόπιας αριστοκρατίας. Η οικονομική συνύπαρξη της ιδιότυπης τοπικής αριστοκρατίας που συνέστησαν οι δυο πλευρές οδήγησε, σε δεύτερη φάση, σε μεικτούς γάμους μεταξύ των Βυζαντινών αρχόντων και των Γενοβέζων κατακτητών.

Με τον ερχομό των Λατίνων κατακτητών, Γενουατών και Βενετών και ιδιαίτερα μετά την οριστική κατάληψη του νησιού από τους Γενοβέζους 1346, η τοπική αρχιτεκτονική παράδοση δέχεται επιρροές κυρίως από γενουατικά πρότυπα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια νέα ντόπια αρχιτεκτονική παράδοση, που επικρατεί στο νησί για αιώνες. Τον βυζαντινό πύργο διαδέχεται ο Γενοβέζικος, κατασκευασμένος με μάρμαρο και τη δίχρωμη Θυμιανούσικη πέτρα, με τα μπαλκόνια και τα γλυπτά του, που προκαλεί το θαυμασμό ακόμα και σήμερα. Με την κατάληψη της Χίου από τους Τούρκους το 1566, η τοπική αυτή επιμειξία αρχιτεκτονικών στοιχείων δέχεται και τις επιρροές της οθωμανικής αρχιτεκτονικής και κυρίως του λεγόμενου Τουρκομπαρόκ.

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

Η κατάκτηση της Χίου από τους Τούρκους, το1566, ανέστειλε προσωρινά την οικονομική δραστηριότητα του νησιού. Πιθανά η Χίος να έχανε την παλαιά της σημασία σαν εμπορικό κέντρο μιας από τις δυνατότερες εταιρείες της Ανατολικής Μεσογείου- της φημισμένης «Μαόνα της Χίου»- αν δεν υπήρχαν οι δυο «προνομιακοί ορισμοί» του 1567 και του 1578, οι οποίοι ανανεώθηκαν με νεότερες σουλτανικές αποφάσεις. Έτσι, δόθηκαν τα αξιόλογα και ειδικά, σε μεγάλο βαθμό, προνόμια στο νησί της μαστίχας. Μετά την αποτυχημένη εκστρατεία των Βενετσιάνων το 1694-95, οι περισσότεροι καθολικοί κάτοικοι φεύγουν. Τότε ανέρχεται δημογραφικά το τοπικό στοιχείο, που μεγαλώνει και πλουτίζει χωρίς ωστόσο να κόψει τους δεσμούς του με τη Δύση. Οι νέες συνθήκες θα επιτρέψουν όχι μόνο την επιβίωση της μακρόχρονης οικονομικής και πολιτιστικής παράδοσης του νησιού, αλλά και την περαιτέρω ανάπτυξη του, σε βαθμό που να μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η κοινωνικοοικονομική ανάταση του νησιού έφτασε στο ζενίθ της τα τελευταία χρόνια πριν τη Σφαγή του 1822.

Το νησί, χάρη στη γεωγραφική του θέση και κάτω από τις νέες συνθήκες των προνομίων από τα τέλη του 16ου και κυρίως του 17ου αιώνα, θα ξανακερδίσει την αλλοτινή του θέση σαν εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο με κοινωνική δομή σε μεγάλο βαθμό «ευρωπαϊκόστροφη». Από τα μέσα του 16ου αιώνα και μετά οι Χιώτες αρχίζουν να παίρνουν στα χέρια τους ένα μεγάλο μέρος από το εμπόριο της Ανατολής.

Η μεγάλη οικονομική άνθιση του νησιού έφερε μαζί με όλα τα άλλα και την ανάγκη της κοινωνικής προβολής μέσω της αρχιτεκτονικής και φτάνουμε στον 18ο αιώνα που είναι η περίοδος της μεγαλύτερης ακμής του Κάμπου και του νησιού γενικότερα. Τότε παρουσιάζονται και τα σπουδαιότερα δείγματα του τοπικού παραδοσιακού πολιτισμού.

Τον καιρό που όλη η Ελλάδα ήταν βυθισμένη στην αθλιότητα της σκλαβιάς, η Χίος παρουσίαζε μια εικόνα ευδαιμονίας και αρχοντιάς. Η επικοινωνία της με την Ευρώπη και τον πολιτισμό ήταν συνεχής και ποικίλη. Μεγάλα ιστιοφόρα μετέφεραν στα μακρινά λιμάνια της Πόλης, της Οδησσού και της Μασσαλίας τα προϊόντα της: το φημισμένο μαστίχι και τα χρυσά εσπεριδοειδή της.  Αποτέλεσμα της τακτικής επαφής με την Ευρώπη και του πλούτου που έμπαινε στο νησί, ήταν να δημιουργηθεί στη Χίο μια ολόκληρη τάξη μεγαλοαστών, που διακρινόταν για τη μόρφωση , το ήθος τους και την αρχοντιά τους. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν τα σπίτια τους, τους πύργους τους, όπως τους έλεγαν,  στον Κάμπο. Ήταν σπίτια μεγαλόπρεπα, με μνημειακές εξωτερικές σκάλες , με μεγάλες ταράτσες , με αψίδες και κολόνες με μεγάλα περιβόλια περιφραγμένα με φρουριακούς τοίχους.Είναι η στιγμή που δημιουργείται η ιδιότυπη αρχιτεκτονική ταυτότητα του τόπου, με δάνεια από τη γενοβέζικη και την οθωμανική αρχιτεκτονική παράδοση.

Ο Κάμπος χρησίμευε στους εύπορους Χίους της πόλης ως τόπος ανάπαυσης, ως εξοχική κατοικία δηλαδή  και συγχρόνως καλλιέργειας που εξασφάλιζε μια μερική αυτάρκεια. Παρά το γεγονός ότι η οικονομική ευρωστία αυτής της τάξης οφειλόταν στο χρήμα που ερχόταν από το εξωτερικό, τα μέλη της δεν παραμελούσαν τη γη. Το υποστατικό (μούλκι) φρόντιζε ο ανεστάτης με την οικογένειά του, που προέρχονταν από τα Καμπόχωρα και έμεναν μόνιμα μέσα στο κτήμα για να το καλλιεργούν. Το πιο σημαντικό ήταν ότι ο δεύτερος τόπος διαμονής συνδιαζόταν με πρωτογενή παραγωγή, ώστε να εξασφαλίζεται συγχρόνως μια σχετική αυτάρκεια και μια εγγυημένη (με τη σύγχρονη ορολογία: οικολογική) τροφή. Xαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές ξένων περιηγητών από την Ευρώπη που επισκέπτονται τον Κάμπο κατά την περίοδο (της Λατινοκρατίας και) της Τουρκοκρατίας. Εντυπωσιάζονται από τους κήπους, τα αρχοντικά και τους πορτοκαλεώνες αλλά και από τα ήθη, τους τρόπους και την φιλοξενία των ντόπιων αριστοκρατών.

Αργότερα, η φοβερή σφαγή του 1822 αφανίζει κυριολεκτικά ανθρώπους και κτίσματα. Ο Fustel de Coulanges που έρχεται στη Χίο το 1856, γράφει: ¨Οι Τούρκοι δεν προξένησαν τις καταστροφές σε μια στιγμή οργής, αλλά ψύχραιμα σπίτι με σπίτι, με σύστημα και υπομονετική ωμότητα κατέστρεψαν εκείνο που περιποιούσε τη μεγαλύτερη τιμή στην Ελλάδα¨. Οι ιδιοκτήτες του Κάμπου- οι μεγάλες εμπορικές οικογένειες – σκόρπησαν σε όλο τον κόσμο και τα περιβόλια πέρασαν σχεδόν στο σύνολό τους σε άλλα χέρια. Μετά το 1832, χρονιά που επιτρέπεται στους ελάχιστους διασωθέντες να επιστρέψουν στα κτήματα τους αρχίζουν σιγά σιγά να ξαναχτίζουν τα γκρεμισμένα σπίτια τους. (Αλλά το παλιό μεγαλείο έχει χαθεί οριστικά.)

Oι Χιώτες οι εγκαταστημένοι στο εξωτερικό επισκευάσανε τους πύργους τους και πήραν τη συνήθεια να περνούν εκεί τα καλοκαίρια τους. Από τους χίλιους διακόσιους πύργους κι επαύλεις που είχε πριν τη σφαγή, μόνο τετρακόσιοι είχαν ξανακατοικηθεί. Κι ενώ το ελληνικό κράτος έκανε τα πρώτα του βήματα προς τον πολιτισμό και την πρόοδο, στη Χίο άνθιζε ξανά μια αριστοκρατική ζωή που δεν είχε να ζηλέψει σε τα τίποτε την ευρωπαϊκή.

Το χειμώνα του 1850 ο Κάμπος θα πληγεί και πάλι. Ένας πρωτοφανής παγετός, που έμεινε γνωστός ως η «Καύτρα», κατάστρεψε όλα τα εσπεριδοειδή. Η απώλεια ήταν τόσο μεγάλη ώστε όλοι οι κτηματίες θα σταματήσουν να ασχολούνται με τις επιχειρήσεις των εσπεριδοειδών. Τότε όμως συντελέστηκε και μια καθοριστική αλλαγή στις καλλιέργειες. Ο Γιάννης  Χωρέμης, διαπρεπής Χιώτης της διασποράς, έφερε στον Κάμπο το μανταρίνι, το οποίο αντέχει σε χαμηλότερες θερμοκρασίες. Σύντομα το περίφημο χιώτικο μανταρίνι έγινε γνωστό και κατέκτησε για ένα περίπου αιώνα τις αγορές.

Η ζωή αυτή κράτησε ως τις 11 Μαρτίου του 1881. Την ημέρα εκείνη μια σεισμική δόνηση τράνταξε όλο το νησί και τα περισσότερα κτίρια γκρεμίστηκαν. Μπροστά σ’αυτή την καταστροφή οι αρχοντικές οικογένειες άφησαν οριστικά το νησί και σκορπίστηκαν στο εξωτερικό ή στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Το μεγαλύτερο μέρος των πύργων δεν ανοικοδομήθηκε ποτέ. Το ξεκλήρισμα των παλιών οικογενειών ή η διασπορά των απογόνων τους εδώ κι εκεί , είχαν ως αποτέλεσμα να πέσουν τα ερειπωμένα αρχοντικά, οι κήποι τους και τα περιβόλια τους στα χέρια μικροαστών ή και χωρικών, που, μη όντας σε θέση να τα ξαναχτίσουν, περιορίσθηκαν να κατοικήσουν τα λίγα ισόγεια δωμάτια που σώθηκαν από τον τρομερό εκείνο σεισμό. Χάρη σε αυτούς ο Κάμπος δεν είναι ένα απέραντο νεκροταφείο.…

ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ 

Η τρίτη περίοδος είναι η εποχή κατά την οποία πολλά κτήματα περνούν στα χέρια των επιστατών, άλλα με χρησικτησία και άλλα με αγορά από παλιούς εργάτες γης που είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ και τώρα επιστρέφουν για να αγοράσουν τη γη στην οποία μέχρι πρότινος δούλευαν. Παράλληλα υπάρχουν κτήματα που παραμένουν στα χέρια των παλιών ιδιοκτητών τους, δηλαδή της αστικής τάξης που ανθούσε στη διασπορά διατηρώντας όμως τους δεσμούς με το γενέθλιο τόπο, ενώ νέοι ιδιοκτήτες εμφανίζονται στις παρυφές του Κάμπου. Στα κτήματα ανοίγονται και άλλες δουλειές, κατ’αρχάς η οικόσιτη κτηνοτροφία και με την πάροδο του χρόνου, πιο συστηματικά, η κτηνοτροφία (χιώτικο πρόβατο) και η πτηνοτροφία. Ωστόσο τα σκήπτρα της οικονομίας συνεχίζουν να ανήκουν στα εσπεριδοειδή. Η καλλιέργειά τους γνωρίζει μεγάλη άνθηση χάρη στις εξασφαλισμένες εξαγωγές κυρίως σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ο Κάμπος αποκτά νέα σπίτια στη θέση των γκρεμισμένων αρχοντικών ή πάνω σε ισόγεια που έχουν διασωθεί. Αυτή τη φορά έχουμε νεοκλασσικές ή εκλεπτιστικές κατοικίες, που διατηρούν όμως πολλά στοιχεία της «καμπούσικης» παράδοσης.

Οι νέοι ιδιοκτήτες δεν είχαν τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης κοσμοπολίτικης αστικής τάξης. Ήταν μια κλειστή κοινωνία διακατεχόμενη από το φόβο ότι αδυνατεί να διαχειριστεί την καινούργια περιουσία. Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ο τόπος σιγά σιγά μαραζώνει. Η καλλιέργεια των εσπεριδοειδών σε μεγάλη κλίμακα σ’ άλλα μέρη της Μεσογείου, η έλλειψη κατάλληλου μάρκετινγκ απ’ τους ντόπιους, η αδυναμία των διοικούντων ν’ ανταποκριθούν κατάλληλα στους καιρούς, είναι μερικοί από τους παράγοντες πτώσης. Ο συνεταιρισμός τους ιδρύεται μόλις λίγο πριν το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.

 

Σημερινή κατάσταση – Ο ρόλος της πολιτείας – Προοπτικές

Σήμερα τα περισσότερα κτήμα του Κάμπου έχουν αφεθεί στη μοίρα τους. Τα πηγάδια στέρεψαν ή μολύνθηκαν. Οι περιβολάρηδες δεν ασχολούνται πια με τα κτήματά τους, μιας και η καλλιέργειά τους είναι πλέον οικονομικά ασύμφορη, και στρέφουν την προσοχή τους σε εντατικές καλλιέργειες θερμοκηπίου.

Παράλληλα, παρατηρείται μια συρρίκνωση της καλλιεργούμενης γης, η οποία οικοπεδοποιείται .Ο μέγιστος κίνδυνος είναι η υπάρχουσα κατάτμηση που όμως, ευτυχώς, δεν έχει ακόμη εκφραστεί. Αν συμβεί κάτι τέτοιο ο Κάμπος θα γίνει οικισμός. Ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί κάτι τέτοιο είναι ο τόπο σαν μπορέσει να αποδώσει οικονομικά, όχι ως οικοπεδική γη αλλά με άλλους τρόπους εκμετάλλευσης. Η δόμηση καταστρέφει το πράσινο, και χωρίς πράσινο Κάμπος δεν υπάρχει. Το μεγάλο κτήμα που τεμαχίζεται έχει ως συνήθως ένα μαγγανοπήγαδο και μια στέρνα που δεν μπορούν να υπάρχουν σ’όλα τα κομμάτια.

Οι νέοι άποικοι, είτε αγοράζουν κομμάτια κτημάτων είτε ολόκληρα κτήματα, κατά κανόνα δεν έχουν κατανοήσει τις ισορροπίες και το χαρακτήρα της περιοχής. Ο τρόπος ζωής τους είναι ελάχιστα έως καθόλου συμβατός με εκείνον που το τοπίο υπαγορεύει.

Η απρογραμμάτιστη επέκταση της πόλης της Χώρας σε βάρος της γεωργικής γης, η συντήρηση των κτιρίων με «αλβανική τεχνική» δόμησης, οι προσθήκες κατά πλάτος και καθ’ ύψος καθώς και ο σύγχρονος εξοπλισμός χωρίς αρχιτεκτονική μελέτη ή από αδαείς αρχιτέκτονες χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις και ευαισθησίες δημιουργούν νέους κινδύνους, εφάμιλλους με τις θεομηνίες και τους εξανδραποδισμούς του παρελθόντος.

Ήδη  η ελληνική πολιτεία, γύρω στις αρχές της δεκαετία ς του ’90 κήρυξε την περιοχή του Κάμπου «ιστορικό τόπο». Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 έγινε επίσης μια προσπάθεια συνεννόησης των υπουργείων Αιγαίου, Πολιτισμού, και Γεωργίας προκειμένου να δοθούν κάποια κίνητρα στους κατοίκους του Κάμπου για τη διατήρηση του χαρακτήρα της περιοχής. Κυβερνητικές αλλαγές έφεραν και πάλι λησμονιά. To 1992 από το ΥΠΕΧΩΔΕ χαρακτηρίστηκε ως παραδοσιακός οικισμός και καθορίστηκαν ειδικοί όροι και περιορισμός δόμησης.

Μια εκτίμηση που με τον καιρό φαίνεται ολοένα και πιο αποδεκτή, είναι ότι η κατάλληλη διαχείριση όλων εκείνων των παραμέτρων που κάνουν την περιοχή του Κάμπου μοναδική μπορεί να φέρει αξιοπρεπή επιβίωση στον τόπο και στο ανθρωπογενές στοιχείο. Έχουμε ένα υψηλής ποιότητας μνημείο και ένα τεράστιο βιολογικό εργαστήριο μέσα σ’ ένα εξαιρετικό μικροκλίμα που έχει τη δυνατότητα να παράγει καθαρή τροφή για το σώμα και εκλεπτυσμένη τροφή για το πνεύμα. Τα αρχοντικά μπορούν να γίνουν ιδανικοί χώροι διαμονής για υψηλής στάθμης περιηγητές .Ολόκληρος ο τόπος μπορεί να γίνει ένας χώρος μελέτης.

Το τελευταίο δώρο του Κάμπου είναι  το πολιτιστικό του απόθεμα που πρέπει να το γνωρίσουμε και να το συντηρήσουμε.Ο τόπος πρέπει να προσεγγισθεί με αγάπη. Πρέπει να γυρέψουμε τη γνώση γι’ αυτόν.Να μάθουμε τι ήταν για να δούμε καλύτερα τι είναι και να μπορέσουμε μετά μαζί με τον περιηγητή να περπατήσουμε στα δρομάκια του, ν’ ανασάνουμε τις μυρωδιές του. ν’ ακούσουμε τους ήχους του.

«Ψάχνοντας για τις ρίζες μου, γνωρίζω και αγαπώ ακόμη πιο πολύ τη γη που μ’ ανάθρεψε και ριζώνω ακόμη πιο βαθιά».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Νίκος Ζ. Περρής, Ο Κάμπος

Γεώργιος Μουτσάτσος, Αυλόπορτες του Κάμπου

Γενικό Λύκειο Κάμπου, Περιήγηση στα Μνημεία του Κάμπου, Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο

Σ. Γ. Βίδος – Λ. Καλβοκορέσης, Η Κοινωνική Ζωή στον Κάμπο

Χρήστος Μπελλές, Το Νησί Μαστίχα

Σχολιάστε

Top