Όνειρο είναι… ;;; (Μέρος Έκτο)

Ορέστης:

Όλα συνέβησαν τόσο ξαφνικά.  Οι σεισμοί και η φωτιά δεν ήταν τυχαία γεγονότα, αλλά δε μπορούσα να καταλάβω ποιος ευθύνονταν που είχαν προκληθεί.  Σίγουρα δε θα ευθύνονταν να αποκαλυφθεί το μυστικό τους.  Οι αρχαιότεροι από εμάς είχαν τη δυνατότητα να επηρεάζουν τα στοιχεία της φύσης και οι περισσότεροι δεν είχαν κανένα τέτοιο χάρισμα.  Οι σοφότεροι δε θα έβαζαν σε κίνδυνο τόσα ανθρώπινα όντα.  Κάτι άλλο τα είχε προκαλέσει όλα αυτά.  Έτσι κι αλλιώς δε μπορούσαν να παραβούν την υπόσχεσή τους και να τους πληγώσουν.

Η Σάντρα με όλη αυτή την αναταραχή άρχισε να θυμάται ότι έγινε στον πύργο.  Δε μπορούσα να εμποδίσω τις αναμνήσεις της να επανέλθουν, μπροστά σε όλους.  Μόνο να βοηθήσω τον εγκέφαλό της να χαλαρώσει και να καλυφθεί από το βομβαρδισμό των φριχτών αναμνήσεων, κάνοντάς την να χάσει τις αισθήσεις της για λίγο.  Όμως έχασα την Αντελίνα, έμεινα μακριά μόνο για λίγο και κατάφεραν να την τραβήξουν μακριά μου. Να τη θέσουν σε κίνδυνο.  Ήμουν σίγουρος ότι την είχα χάσει μια για πάντα.  Έπρεπε να πληρώσουν γι’ αυτό.  Όταν όλοι βγήκαν έξω βρήκα την ευκαιρία να ανοίξω την είσοδο.  Αν έχανα και άλλο χρόνο σ’ αυτό το μέρος το τέλος που είχα προβλέψει θα ήταν βέβαιο.  Ήμουν διατεθειμένος  να κάνω ότι περνούσε από το χέρι μου για να την πάρω πίσω.  Μόλις ήμουν σίγουρος ότι οι άλλοι μου φίλοι ήταν ασφαλείς πήδηξα στο άλλο μπαλκόνι χωρίς να ξέρω τι θα αντικρύσω.

Δεν ήταν εκεί η σκιά που διαισθανόμουν κοντά της όλο αυτόν τον καιρό.  Ήταν εκεί εγκλωβισμένη από τις φλόγες.  Τα είχε καταφέρει μόνη της, δεν είχε δεθεί μαζί της για να τη σώσει.  Όπως είχα κάνει κάποτε…

Γνώριζα το πρόσωπο που είχε δημιουργήσει αυτή τη σκιά.  Όταν ήμουν μαζί τους, όλοι είχαμε έναν αριθμό.  Ήμουν το «οχτώ».  Οι σκληρές αναμνήσεις μας άρχισαν να βομβαρδίζουν τις σκέψεις μου κάνοντάς με να ξεχάσω ότι είχα εγκλωβιστεί εκεί.  Η σκιά άρχισε να συστέλλεται και να διαστέλλεται, εμφανίζοντας τα τεράστια μαύρα φτερά της.  Αυτό ήταν αρκετό για να με κάνει να ξυπνήσω από το λήθαργο, στον οποίο οι αναμνήσεις με είχαν ρίξει.  Έπρεπε να την ακολουθήσω για να μάθω τι ήθελε ο «νούμερο ένα» από την Αντελίνα.  Η υπόσχεση που είχαν κάνει οι άλλοι δεν ισχύει γι’ αυτόν.

Άρχισα να ανησυχώ και για κάτι άλλο όμως, ένας άγγελος ποτέ δε θα εμφάνιζε μια σκιά να προστατέψει κάποιον, αν αυτός ο κάποιος ήταν φυσιολογικός άνθρωπος.αγγελος  Η δημιουργία σκιών έχει να κάνει με την ανάγκη των αγγέλων να αυξήσουν τη δύναμή τους εντάσσοντας και άλλους στην ομάδα τους, βοηθώντας τους για να τους κάνουν υπηρέτες τους ή συνεργάτες τους στα σχέδιά τους.

Ο «νούμερο δύο» ήταν ένας από τους εξυπνότερους και προνοητικούς αγγέλους.  Δε θα αποκάλυπτε ποτέ το μυστικό μας στην Αντελίνα αν δεν την χρειαζόταν.

Ήξερα ότι ο τρόπος που έφυγα από το σχολείο θα ήταν ανεξήγητος και θα κινούσε υποψίες, όμως αν δεν κυνηγούσα τη σκιά δε θα μάθαινα ποτέ που ήταν ο Άσερ τώρα που είχα αποκοπεί από αυτούς.  Η σκιά έκρυψε τα φτερά της έξω από μια έπαυλη ποτέ δε θα υποψιαζόμουν ότι θα κρύβονταν τόσο κοντά στους ανθρώπους χωρίς κανέναν ουσιώδη λόγο και χωρίς προφύλαξη.  Ήταν σα να ήθελαν κάποιος να τους αποκαλύψει.  Ήμουν έτοιμος να μπω μέσα όταν ένα περιπολικό σταμάτησε ακριβώς δίπλα μου, η Αντελίνα βγήκε έξω έπεσε στην αγκαλιά μου κλαίγοντας.

 ———————————————————————————————————————–

 Δεν υπήρχε περίπτωση να μάθω τι απέγινε ο Ορέστης και εφόσον δεν ήταν σίγουρα ακόμη μέσα στο σχολείο σήμαινε ότι τα είχε καταφέρει να ξεφύγει από τις φλόγες.  Κάπου ήταν, δεν υπήρχε περίπτωση να ηρεμήσω αν δεν το έβλεπα σώο.  Είχα ένα προαίσθημα ότι αν δεν τον έβρισκα γρήγορα θα βρισκόταν σε κίνδυνο. Ο θείος μου που βρίσκονταν στο σχολείο για να με ηρεμήσει, συμφώνησε να τον ψάξουμε με το περιπολικό.  Αν πέρναγαν 24 ώρες θα ήταν εξαφάνιση και τότε θα έπρεπε έτσι κι αλλιώς να τον αναζητήσει.  Αλλά ίσως τότε να ήταν πολύ αργά.  Κάτι βαθιά μέσα μου, μου έλεγε ότι βρισκόταν μέσα στο δάσος.  Αφού το κάστρο είχε καεί, υπήρχε μόνο ένα άλλο μέρος στο οποίο μπορούσε να βρισκόταν στην παλιά έπαυλη.  Όμως γιατί να πήγαινε εκεί.  Πρόσφατα ο ιδιοκτήτης της την είχε πουλήσει σε κάποιους ξένους.  Πολλοί λένε πως είναι τόσο ιδιότροποι που δε θέλουν να έχουν πολλές σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους εκεί και ότι σπάνια βγαίνουν έξω.

Δεν υπήρχαν λόγοι για να πάει εκεί.  Μάλλον οι ψευδαισθήσεις έπαιζαν μαζί μου κάνοντάς με να πιστεύω πραγματικά ότι βρισκόταν εκεί.  Ήθελα τόσο πολύ να τον ξαναδώ σώο ακόμα και αν η φιλία μας είχε εξασθενίσει.  Δε θα με πείραζε να μη θυμάται όλα αυτά που έχουν γίνει ή το τι σημαίνουν για μένα οι φίλοι μου.  Απλά να είναι καλά.

Ενώ τα σκεφτόμουν όλα αυτά χωρίς να γνωρίζω τι θα γινόταν, αν ο καλύτερός μου φίλος είχε πάθει κάτι, περάσαμε έξω από το εξοχικό με το περιπολικό.  Ήταν εκεί λίγα μέτρα μακριά από την είσοδο.  Βγήκαπολιψε κατευθείαν έξω και έπεσα πάνω του κλαίγοντας.  Δεν ήταν ο ίδιος Ορέστης.  Κάτι μέσα του φαινόταν πολύ διαφορετικό.  Κάτι άγριο μέσα του είχε ξαναζωντανέψει.  Φαινόταν από τα μάτια του.  Έμοιαζαν τόσο με τα ψυχρά μάτια που είχε κάποτε, όταν πρωτοήρθε.  Μετά από αρκετό καιρό και αφού είχαμε γίνει φίλοι, το απόκοσμο στοιχείο που εξουσίαζε μέσα τους ηρέμησε και άρχισε να εξαφανίζεται, αφήνοντάς τα χωρίς την ψυχρότητα που τα ακολουθούσε αρχικά.  Είχε αρχίσει ξανά να γίνεται ο παλιός απόμακρος εαυτός του.   Ένιωθα ότι είχε μεγάλο μερίδιο ευθύνης σε αυτή την αλλαγή του.  Το παρόν φαινόταν πολύ αμφίβολο, γεμάτο φόβο και αγωνία γιατί μόλις είχα αγκαλιάσει έναν ξένο και όχι το καλύτερό μου φίλο.  ΄Επρεπε να το είχα καταλάβει ότι όταν απομακρυνόμουν λόγω της αλλαγής μου ότι ίσως και οι άλλοι άλλαζαν .  Ίσως τώρα ήταν πολύ αργά να ανοιχτώ και να ανοίξω το δρόμο στο φίλο μου που οδηγεί σε ένα αναπόφευκτο μέλλον, στο οποίο ίσως να μη χρειάζεται αν είμαι μόνη.  Έτσι κι αλλιώς είχε θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο για κάποια που τον απέφευγε.  Είχε ήδη ενταχθεί στην ιστορία της καινούργιας μου ζωής χωρίς να ξέρει τι μου συμβαίνει.  Μου είχε προσφέρει βοήθεια όταν όλοι οι άλλοι με θεωρούσαν φρικιό, βαθιά μέσα τους ή φανερά.  Και εγώ τώρα έπρεπε να τον εμποδίσω να ξαναγίνει το απόμακρο άτομο που ήταν κάποτε.

Τη ντροπιαστική στιγμή της αγκαλιάς και των δακρύων τη διέκοψε ο θείος μου, ο οποίος ήθελε να μάθει γιατί ο Ορέστη βρισκόταν εκεί και πως είχε σωθεί από τις φλόγες και κατάφερε να φύγει από το χώρο του σχολείου χωρίς να τον δει κανείς.  Ακόμα το πώς απεγκλώβισε τα υπόλοιπα παιδιά ολομόναχος.  Γι’ αυτό πρότεινε να πάμε όλοι μαζί στο αστυνομικό τμήμα να τα συζητήσουμε αυτά.

Ο ψυχρός Ορέστης του είπε ότι τίποτα από αυτά δεν τον αφορούν και ότι ήταν αρκετά κουρασμένος για να μας ακολουθήσει στο αστυνομικό τμήμα, ενώ φαινόταν έτοιμος για μια επική μάχη, καμιά σχέση με το εξαντλημένο άτομο που έλεγε ότι ήταν.  Ακόμα είπε ότι βρισκόταν εκεί γιατί εδώ έμεναν κάποιοι συγγενείς του.

Ξαφνικά κάτι σα σκιά φάνηκε πίσω από την κουρτίνα της έπαυλης και ένας έφηβος λίγο μεγαλύτερος από τον Ορέστη βγήκε έξω.  Συστήθηκε ως  Άσερ.  Ήταν πολύ χαλαρός, ενώ υπήρχε ένα περιπολικό και ένας αστυνομικός ακριβώς μπροστά του.  Είπε ότι ο Ορέστης ήταν ένας μακρινός του ξάδερφος στον οποίο είχε να δει αρκετό καιρό και ότι σήμερα σκεφτόταν να τον ψάξει για να δει αν είναι καλά, μετά από αυτές τις φυσικές καταστροφές.  Μετά από ένα βλέμμα του ο θείος μου φάνηκε να είχε ξεχάσει τα πάντα και άρχισε να κατευθύνεται προς το περιπολικό.  Τότε οι ματιές μας συναντήθηκαν. Δε με είχε παρατηρήσει όλη αυτή την ώρα.  Φαινόταν θυμωμένος αλλά και έκπληκτος μαζί μου.  Γνώριζε περισσότερα για εμένα από ότι εγώ γι’ αυτόν σίγουρα.  Όταν ο θείος μου με ρώτησε αν θα έφευγα μαζί του  ή θα έμενα εκεί.  Ο Άσερ πρότεινε να πάω μαζί τους για ζεστή σοκολάτα.  Ήμουν έτοιμη να δεχθώ την πρόσκλησή του όταν ο Ορέστης είπε ότι θα ήταν προτιμότερο να πάμε όλοι στα σπίτια μας μετά από μια τέτοια μέρα.  Η ψυχρότητα των ματιών του είχε αρχίσει να εξασθενεί και το προστατευτικό του βλέμμα άρχιζε να επανέρχεται.  Άρα, θα γυρίζαμε μαζί πίσω και θα είχα αρκετό χρόνο να του εξηγήσω.  Γι’ αυτό το λόγο είπα στο θείο μου ότι δε χρειαζόταν να με πάει πίσω.  Έβαλε μπροστά το περιπολικό και έφυγε.  Λίγα λεπτά αφότου είχε αποχωρήσει και πριν αποχαιρετήσει ο Ορέστης τον ξάδερφό του, ο οποίος δε φαινόταν πρόθυμος να μας αφήσει να φύγουμε, τότε την είδα.  Η σκιά βρισκόταν εκεί στην είσοδο στην είσοδο της έπαυλης.  Ο Άσερ  είχε σχέση με τη σκιά;;;  Θα την ακολουθούσα ξανά ότι και να γινόταν.  Όταν ο Άσερ κατάλαβε τι ήμουν έτοιμη να κάνω, με σταμάτησε.  Είχα πάρει πολύ φόρα δε θα μπορούσε να με σταματήσει τόσο εύκολα χωρίς να μετατοπιστεί έστω και στο ελάχιστο από τη θέση του.  Τα χέρια του με κρατούσαν δυνατά, αλλά το περίεργο ήταν ότι ένιωθα την ενέργεια να βγαίνει από μέσα του και να με περικυκλώνει.  Όλο μου το σώμα με προειδοποιούσε ότι κάτι αρκετά παράξενο υπήρχε σ’ αυτόν.  Το κακό ήταν ότι δεν τρόμαξα.  Όσο με κρατούσε εκτός από την ενέργεια, ένιωθα και ασφάλεια.  Ότι τίποτα που θα μπορούσε να με βλάψει  δε θα με πλησίαζε όσο ήμουν κοντά του.  Έχασα το ενδιαφέρον μου για τη σκιά με ένα του βλέμμα.  Το οποίο διήρκεσε ελάχιστα, γιατί ο Ορέστης έδωσε μπουνιά στον  Άσερ  και τότε ένας κεραυνός έσκισε τον ουρανό, ο οποίος άλλαξε χρώμα σχεδόν αμέσως.  Ο αέρας άρχισε να φυσάει όπως δεν είχε ξαναφυσήξει ποτέ, προμηνώντας ότι τίποτα καλό δε θα ακολουθούσε.  Πριν σηκωθεί ο Άσερ ο Ορέστης με τράβηξε μακριά η ψυχρότητα  στα μάτια του είχε κυριαρχήσει ξανά.

            Άρχισε να τρέχει και να με παρασύρει μαζί του.  Λίγο πριν μπούμε στο δάσος άκουσα τον Άσερ να φωνάζει « Δεν ξέρεις που μπλέκεις.  Προστατεύεις το λάθος άτομο και τώρα είσαι ο μόνος που χρειάζεται προστασία».

  h Δεν σταμάτησε ούτε μια στιγμή ούτε όταν άκουσε τον Άσερ ούτε όταν μπήκαμε μέσα στο δάσος.  Τελικά ίσως  να μην ήμουν εγώ αυτή που έκρυβε πράγματα αλλά εκείνος.  Με είχε τραβήξει να τρέξω μαζί του χωρίς να μπει στον κόπο να με ρωτήσει αν ήθελα να τον ακολουθήσω.   Άρχισε να σκοτεινιάζει τόσο γρήγορα και οι κεραυνοί δεν σταμάτησαν να φωτίζουν το σκοτεινό ουρανό από τότε που ο Ορέστης χτύπησε χωρίς λόγο τον ξάδερφό του.  Ο Ορέστης σταμάτησε μόνο όταν κατάλαβε ότι τα πόδια δεν ήταν πρόθυμα  να συνεχίσουν να τρέχουν με αυτόν τον ρυθμό.  Εκείνος δε φαινόταν ούτε καν λαχανιασμένος.  Έπρεπε να σταματήσουμε για λίγο και χρειαζόμουν εξηγήσεις για ότι είχε προηγηθεί.

            «Τι έγινε εκεί πέρα;  Γιατί τον χτύπησες;»

            «Ξέχνα το, έλα, πρέπει να φύγουμε.  Δεν έχουμε πολύ χρόνο.»

            «Δεν έχουμε χρόνο γιατί;»

            «Έχει σκοτεινιάσει και είμαστε ακόμη μακριά από το σπίτι σου.»

            « Δε συνεχίζω αν δε μου εξηγήσεις πρώτα.»

            «Γιατί να το κάνω αυτό;  Ούτε εσύ μου εξηγείς τι στο καλό σου συμβαίνει αυτό τον καιρό.»

 Είχα χάσει την εμπιστοσύνη του και θα ήταν πολύ δύσκολο να την ξανακερδίσω, χωρίς να τον κάνω να αποκτήσει την ίδια άποψη με τους άλλους.

            «Δε μου συμβαίνει τίποτα που δεν ξέρεις.»

            «Ναι καλά και γιατί δεν κάνεις παρέα με τα παιδιά όπως παλιά;  Γιατί τους κρατάς σε απόσταση και τους κάνεις να ξεχάσουν όσα έχουν συμβεί;»

Και ναι μόλις είχε αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές μου.  Άρχισα να σπάω.  Δάκρυα άρχισαν κυλούν και μαζί μου άρχισε να κλαίει και ο ουρανός, αλλά ακόμα δεν έβρισκα τις κατάλληλες λέξεις για να του μιλήσω.  Η βροχή άρχισε να δυναμώνει και με έβγαλε από τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμουν.

          clouds  «Ξέχνα το δεν πειράζει αν δε νιώθεις έτοιμη να μιλήσεις.  Θα είμαι εδώ αν θελήσεις κάποτε.  Τώρα έλα μαζί μου, η καταιγίδα φαίνεται δυνατή και μετά από όσα έγιναν σήμερα δε θέλω να το διακινδυνεύσω η αιτία θανάτου μας να είναι ένα δέντρο.  Όχι ότι έχω κάτι με τα δέντρα.»

Πάντα κατάφερνε να με κάνει να αισθανθώ καλύτερα ακόμα και να γελάσω, ενώ ο κόσμος καταστρεφόταν.  Το σπίτι μου ήταν πολύ μακριά.  Ήμασταν στην καρδιά του δάσους, λίγα μέτρα μακριά από τον τρομερό πύργο.  Μόνο στη σκέψη του, ένα ρίγος με διαπέρασε.  Σίγουρα δεν ήθελα να ξαναβρεθώ εκεί ακόμα και αν ήταν η μόνη μου επιλογή για να μην πεθάνω από το κρύο.  Ο Ορέστης έμοιαζε να μπορεί να διαβάσει τις σκέψεις μου και με κατεύθυνε σε μια σπηλιά.  Άρα εκεί θα περιμέναμε μέχρι να κοπάσει η καταιγίδα.  Ήμασταν μούσκεμα.  Η σπηλιά δε θα βοηθούσε σε αυτό.  Άρχισα να τρέμω.  Πόσο πιο χάλια μπορούσε να γίνει;  Ο Ορέστης το είδε αυτό, αλλά δε μπορούσε να κάνει τίποτα, εκτός από το να προσπαθήσει μάταια να ανάψει φωτιά.  Δεν τα κατάφερε αν και σπίθες πετάγονταν που και που από την τεράστια προσπάθεια που κατέβαλε.  Το κρύο που με περιέβαλε, με έκανε να αισθάνομαι  αδύναμη.  Αν η βροχή δε στμάταγε σύντομα ίσως αυτή ήταν η αιτία θανάτου μας.  Το κρύο όμως έμοιαζε να μην ενοχλεί καθόλου τον Ορέστη.  Φαινόταν να προσπαθεί να ανάψει τη φωτιά μόνο για μένα.  Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι δε θα άντεχα έτσι για πολύ ακόμα.  Ήξερε ότι έπρεπε να κάνει κάτι αλλιώς η αιτία θανάτου μου απλά θα εξελισσόταν από δέντρο, σε κρυολόγημα.

            «Δεν πρόκειται να ανάψει και μου μένει μόνο μία επιλογή, αν δε θέλω να σε χάσω.  Γι’ αυτό περίμενε σε παρακαλώ εδώ μέχρι να φέρω βοήθεια.»

            «Που πας;»

            «Μην ανησυχείς θα είμαι πίσω πριν το καταλάβεις.»

 Και μετά από αυτές τις λέξεις εξαφανίστηκε από τα μάτια μου.

…συνεχίζεται

Αντωνία Ποδότα

Σχολιάστε

Top