Στο πλαίσιο της Ημερίδας που διοργάνωσε η σχολική μονάδα για την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου, ο ποιητής Σουλειμάν Αλαγιαλή Τσιαλίκ και ο συγγραφέας Δημήτρης Λαδικός, μετά το τέλος της ομιλίας τους, παραχώρησαν συνέντευξη στη δημοσιογραφική ομάδα της εφημερίδας. Στη συζήτηση συμμετείχαν οι φιλόλογοι της σχολικής μονάδας Αλέξανδρος Φραντζής και Χρύσα Στρούνη. Ακολουθεί η συζήτηση:
«Κε Τσιαλήκ, ονομάζομαι Κική Σολινταράκη και πηγαίνω στη Γ’ Τάξη (ειδικότητα αισθητικής) και είμαι μέλος της συντακτικής ομάδας της σχολικής εφημερίδας. Ευχαριστούμε για την τιμή που μας κάνετε με την παρουσία σας εδώ. Σε μια παλαιότερη συνέντευξη σας είχατε δηλώσει ότι «Ποίηση, είναι η υψηλή αυτή Τέχνη που μας διδάσκει τζωή». Τι αντιπροσωπεύει, δηλαδή, για εσάς η Ποίηση;
- Για εμένα προσωπικά η ποίηση είναι ένας διαρκής, καθημερινός αγώνας ο οποίος εναντιώνεται στο να περισώσει πράγματα ώστε να καταπολεμιέται η φθορά ευρύτερα. Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο νομπελίστας ποιητής αυτού του τόπου, έλεγε πως θα πρέπει κανείς να πατάει και με τα δύο πόδια του σταθερά πάνω στη γη ούτως ώστε να βλέπει αυτά που συμβαίνουν γύρω του, αλλά παράλληλα θα πρέπει να έχει την κεφαλή υπέργεια, ούτως ώστε να παρατηρεί, να κρίνει, να στοχάζεται και να αντιμετωπίζει γεγονότα και καταστάσεις ευρύτερα.
- Το γεγονός ότι στο ξεκίνημα της ποιητικής σας διαδρομής τιμηθήκατε με το βραβείο Ιπεκτσι (1992-1993) πόσο επηρέασε την πορεία σας; Πως σας έκανε να νιώσετε;
- Το βραβείο Ιπεκτσί είναι το γνωστό βραβείο ειρήνης και φιλίας. Νομίζω δεν υφίσταται πλέον. Τότε ο Ανδρέας Πολιτάκης από την Ελλάδα μαζί με κάποιους ανθρώπους από εκεί, από τις απέναντι ακτές, είχαν δημιουργήσει αυτό το βραβείο στη μνήμη ενός δημοσιογράφου πολύ γνωστού και μαχητή της ειρήνης, του Αμπντι Ιπεκτσί . Τη χρονιά που το πήρα εγώ ήταν ακόμα στο ξεκίνημα της δουλειάς του ποιητικού μου έργου. Η πρώτη ποιητική μου συλλογή είχε εκδοθεί, να φανταστείτε, το ΄91, η δεύτερη το ΄93 και το ΄93 ακριβώς όταν είχε κυκλοφορήσει η δεύτερη ποιητική συλλογή είχα γράψει μία ενότητα με 10 μικρά ποιήματα που έχει τον τίτλο Τζιχάν. Τζιχάν στα τουρκικά σημαίνει ο κόσμος όλος, η οικουμένη. Τι διαπραγματεύεται αυτή η σύνθεση; Ένας επισκέπτης από την Ελλάδα, συγκεκριμένα από τη Χίο, πάει στα απέναντι παράλια στο Τσεσμέ και εκεί συναντάει έναν απλό γεωργό, τον Τζιχάν, γιατί παράλληλα το Τζιχάν είναι και κύριο όνομα. Έτσι, λοιπόν, σε κάθε ποίημα, σαν να είναι ένας εσωτερικός μονόλογός του, απευθύνεται πάντα με τον ίδιο στίχο, ¨αδερφέ μου Τζιχάν¨ και αρχίζει να του μιλάει για την προσέγγιση των δύο λαών, για τη φιλία και την ειρήνη κι επειδή ο σκοπός των βραβείων είναι ο συγκεκριμένος μου απενεμήθη αυτό. Σίγουρα ήτανε πολύ συγκινητικό για μένα, ήταν ένα γεγονός το οποίο μου έδωσε πολύ κουράγιο για την εξέλιξη της μετέπειτα πορείας μου και χαίρομαι ιδιαίτερα που συνέβη κάποια στιγμή στην ζωή μου. Νομίζω, κάτι που ισχύει για όλους τους δημιουργούς είναι ότι πάντα περιμένουμε μία έξωθεν μαρτυρία για αυτά που γράφουμε για αυτά που λέμε και που ξέρουμε.
- Κατά καιρούς η ποίηση δέχεται κριτική- αρνητική και θετική. Εσείς πώς την αντιμετωπίζετε;
- Το θέμα της κριτικής είναι κάτι που με απασχολεί πάρα πολύ και χαίρομαι που το θέτεις αυτό το ερώτημα. Αναμφίβολα, δεν μπορείς να υπάρξεις δίχως το αναγνωστικό κοινό και ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους είναι και οι κριτικοί. Το ζητούμενο είναι να είναι καλοπροαίρετη κριτική∙ υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι σε αυτό το σινάφι- καλώς ή κακώς- όπου έχουν πάντα μία άρνηση δυστυχώς προς τους νέους δημιουργούς και προσπαθούν να βρουν οτιδήποτε αρνητικό σα να τους λένε ότι πρέπει να μπουν στο περιθώριο και να μην συνεχίσουν να γράφουν. Αυτό το γεγονός από τη μία σε κάνει να νιώσεις την ευθύνη σου, δηλαδή αν πράγματι έχεις αδυναμίες στο ξεκίνημά σου συνεχώς να βελτιώνεσαι για το καλύτερο και να προσπαθείς, από την άλλη όμως μπορεί να σε αποτρέψει ή να σε βάλει σε μεγάλες αμφιβολίες με αποτέλεσμα να διστάσεις μελλοντικά να βγάλεις κάποια έργα τα οποία ουσιαστικά θα μπορούσε το καθένα να έχει μία εξέλιξη σε σχέση με το προηγούμενο. Η εξέλιξη είναι αυτή που μετράει στον δημιουργό, δηλαδή να βλέπεις τα πρώτα του δημιουργήματα, να βλέπεις και τα τελευταία και να λες, «μα ο άνθρωπος αυτός έχει δώσει καλή ποίηση, έχει δώσει καλά συγγραφικά δείγματα, δοκίμια, διηγήματα, μυθιστορήματα». Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις ένας δημιουργός τι κρύβει μέσα του για το μέλλον κι έτσι καλό είναι η κριτική να επισημαίνει κάποιες αδυναμίες, εσύ ως δημιουργός να τη συμμερίζεσαι, να την εκλαμβάνεις σαν να υπάρχει μέσα σου μία ευγενής άμιλλα για να προσπαθείς για το καλύτερο, για το πιο ουσιαστικό που είναι και το ζητούμενο.
- Έχετε δεχτεί εσείς τέτοιες κριτικές, έτσι δεν είναι;
- Ουσιαστικά, στην πρώτη μου ποιητική συλλογή «Φως εφήμερο» όταν είχε κυκλοφορήσει ήτανε μία ποίηση η οποία ήταν αφαιρετική, όπου ο ποιητικός κορμός δεν συγκεκριμενοποιείτο. Αυτό ήταν και καλό και κακό, ήταν μία ποίηση ιδιαίτερα επηρεασμένη από τον υπερρεαλισμό, όπου εκεί υπάρχουν παράτολμοι συνδυασμοί με εικόνες και λέξεις και το νόημα, ας το πούμε έτσι, υστερούσε. Οι κριτικοί μου το επεσήμαναν πάρα πολύ «ότι αν θέλεις άνοιξε τους άξονες, τους κώδικες ούτως ώστε να δώσεις πιο στέρεα ποιήματα στο μέλλον» και φυσικά τους σεβάστηκα πάρα πολύ και προσπάθησα για αυτό και από κει και πέρα από τα «Κράσπεδα νάρκωσης», που είναι η δεύτερη συλλογή δεν υπάρχει πλέον αυτό το είδος της αφαιρετικής ποίησης. Νομίζω, όπως είπα πρωτύτερα, αν είναι καλοπροαίρετη η κριτική τότε σου υποδεικνύει πράγματα για να βελτιωθείς και αυτό είναι σημαντικό.
- Τους νέους αναγνώστες και δημιουργούς τι θα τους συμβουλεύατε σήμερα;
- Μετά από μία πορεία 30 χρόνων αυτό που μπορώ να πω στους νέους δημιουργούς είναι να μην βιάζονται. Να προσπαθούν να βελτιώνονται και να δίνουνε καλά δείγματα διαρκώς, διαφορετικά δεν έχει σημασία. Θα μπορούσε ο καθένας από μας να είναι ένας πολύ καλός και συστηματικός αναγνώστης διότι όπως λέει ο Oscar Wild «το να διαβάζει κανείς καλά ποιήματα ή καλά βιβλία είναι το ίδιο σημαντικό με το να μπορεί να γράφει καλή ποίηση και καλά ποιήματα», αν είσαι βέβαια αναγνώστης με οξυμένη ματιά. Δεν θα πρέπει όλοι να γράφουμε σε αυτό τον τόπο, γνωρίζουμε ότι υπάρχει μία έκρηξη με ανθρώπους οι οποίοι είναι πολυγραφότατοι, δραστηριοποιούνται στο να εκδίδουν και υπάρχει και μία βιασύνη. Αυτό που συμβουλεύω τους νέους δημιουργούς είναι πρωτίστως να μη βιάζονται, δηλαδή να μην έχουν αυτή την πολύ μεγάλη φιλοδοξία του να θέλουν να βγάζουν το ένα βιβλίο πίσω από το άλλο απλά γιατί θέλουν να ακούγονται προς τα έξω. Ουσιαστικά κάποια στιγμή όταν σβήνουν τα φώτα από τις ωραίες τελετές και τις παρουσιάσεις, αυτό που μένει στο μέλλον είναι το ίδιο το έργο. Αν το ίδιο το έργο δεν είναι καλό, τότε δεν έχεις προσφέρει τίποτα. Εμένα προσωπικά μετά από 30 χρόνια πορείας μέχρι σήμερα τι είναι αυτό που με βασανίζει; Με βασανίζει το να μην επαναλαμβάνομαι, δηλαδή αυτό που φοβάμαι πάρα πολύ είναι να μην δίνω κάτι πανομοιότυπο με κάτι προηγούμενο, θα πρέπει και τεχνικά να είναι διαφορετικό και σαν μέσο έκφρασης να είναι διαφορετικό και η θεματολογία να είναι διαφορετική, γιατί ίσως και η γλώσσα τότε θα είναι διαφορετική κι αυτό είναι ένα κομμάτι που το προσέχω. Είναι, επίσης, πολύ σημαντικό να έχεις επίγνωση της βιβλιογραφίας που υπάρχει γύρω σου διαβάζοντας, διότι βλέπεις ποια είναι τα σύγχρονα ρεύματα, τι υπάρχει σήμερα, αυτή η βιβλιογραφία που κυκλοφορεί και πώς εξελίσσεται. Το γεγονός ας πούμε ότι διδάσκουν στα σχολεία τόσα χρόνια μόνο τους Κλασικούς, αυτό είναι ένα θέμα. Θα πρέπει, λοιπόν, να υπάρχει προσωπικό ενδιαφέρον και διάβασμα και επίσης να είμαστε συστηματικοί αναγνώστες. Υπάρχουν λογοτεχνικά περιοδικά για ενημέρωση πέρα απ το διαδίκτυο, έντυπα περιοδικά, εγώ προσωπικά δεν τα αγοράζω όλα, αλλά είμαι συνδρομητής σε κάποια, λ.χ. ένα εξαμηνιαίο, την ¨Ποιητική¨ που βγαίνει δύο φορές το χρόνο που το θεωρώ πολύ σημαντικό περιοδικό, το ¨Εντευκτήριο¨ που κυκλοφορεί στη Θεσσαλονίκη, που επίσης είναι πολύ σημαντικό, κάποια που συνεχίζουν και βγαίνουν στην Αθήνα όπως είναι τα ¨Ποιητικά Νέα¨, ¨ο Μανδραγόρας¨. Υπάρχουν πολλά, σε κάποια από αυτά ανακαλύπτεις και νέους δημιουργούς που ενδεχομένως δεν τους γνωρίζεις, αλλά διαβάζεις μικρά δείγματα και βλέπεις και λες πόσο ενδιαφέρουσα είναι αυτή η ποίηση και τότε γίνεσαι συστηματικός αναγνώστης, απευθύνεσαι στον εκδοτικό οίκο παραγγέλνεις το βιβλίο του συγκεκριμένου, το διαβάζεις και έχεις επίγνωση. Αρχίζεις να ξέρεις για νέους δημιουργούς που υπάρχουνε γύρω σου, γιατί κατά ψέματα πρέπει να ξέρουμε τι υπάρχει γύρω μας.
- Μπορεί να επηρεαστείτε από αυτά που διαβάζετε;
- Αλίμονο αν δεν μας έχουν επηρεάσει όλα αυτά που διαβάζουμε όταν τα έχουμε αφομοιώσει και αλίμονο αν δεν μας δίνουν τροφή, ενδεχομένως, και μελλοντικά για κάποια πράγματα που θέλουμε να γράψουμε εμείς. Πολλές φορές, θα έχετε προσέξει ότι σε κάποια ποιήματα υπάρχουνε μότο εισαγωγικά τα οποία τα βάζουμε σαν δίστιχο, τρίστιχο, είτε στο ξεκίνημα της συλλογής, είτε προηγούνται του κάθε ποιήματος. Με αυτό ο δημιουργός, ενδεχομένως, κάτι θα ήθελε να σου πει, το διαβάζεις και σου δίνει το ερέθισμα να ξεκινήσεις κάτι άλλο. Από κει και πέρα μετά από χρόνια αυτό σου δίνει και μία σχετική αυτοπεποίθηση, του να θέλεις να δοκιμαστείς σε πάρα πολλά πράγματα. Ας πούμε εγώ αυτά που γράφω τώρα, τα καινούργια μου ποιήματα για την όγδοη συλλογή- όταν με το καλό θα βγει- έχουν λίγο την μορφή της πεζόμορφης ποίησης, είναι ουσιαστικά διαλογισμοί, Διαλογισμοί με την Βιλελμίνη, έτσι θα λέγεται η νέα συλλογή! Οπότε, ναι, μου αρέσει πάρα πολύ να παρακολουθώ το τι υπάρχει γύρω και το πώς εξελίσσονται τα πράγματα∙ αυτό μου δίνει επίγνωση του να ξέρω τι συμβαίνει. Κάποια στιγμή ας πούμε εγώ βρέθηκα να είμαι καλεσμένος στο τρίτο συμπόσιο μεσογειακής ποίησης που έγινε στην πόλη της Καβάλας και εκεί υπήρχαν αρκετοί δημιουργοί και της παλαιότερης γενιάς και πιο σύγχρονοι. Καλό είναι να τους γνωρίζεις, να έχεις προσωπική επαφή με τους νέους δημιουργούς, για παράδειγμα η Εταιρεία Συγγραφέων στην Αθήνα κάνει μία αξιόλογη προσπάθεια διαρκώς με το να γίνονται κάποιες βραδιές όπου δίνει τη σκυτάλη και σε νέους δημιουργούς. Έτσι γνωρίζεις νέους λογοτέχνες, αρχίζεις να τους εκτιμάς, δημιουργείς φιλίες, ανταλλάσσεις απόψεις και σε ανθρώπινη βάση.
- Εσείς γιατί γράψατε για πρώτη φορά; Είχατε κάποια ερέθισμα, εμπνευστήκατε από κάποιον;
- Νομίζω το ουσιαστικό για τους δημιουργούς είναι να έχουν αυτό που λέμε το μικρόβιο μέσα τους, να έχουν την ποιητική φλέβα τη λεγόμενη. Αν αυτό υπάρχει η εξέλιξη με τα χρόνια για μένα είναι αυτονομία. Η εξέλιξη, όμως, θα έρθει μόνο αν μελετάς και γράφεις παράλληλα. Στο σχολείο όταν μας δίδασκαν τους υπερρεαλιστές τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, γενικά τους ποιητές της γενιάς του 30, το θεωρούσα πάρα πολύ γοητευτικό αυτό το κομμάτι μιας ποίησης έτσι σύγχρονης πολύ μοντέρνας, όπου συνεχώς ακροβατούσε πάνω σε πράγματα και καταστάσεις και όταν γυρνούσα από το σχολείο στο σπίτι- στη δική σας ηλικία- τα ξαναδιάβαζα αυτά τα ποιήματα και έλεγα «Άμα είναι έτσι, τότε μπορώ να γράψω κι εγώ!». Κι έτσι ξεκίνησα τα πρώτα τεχνάσματα, τις ασκήσεις ας πούμε έγραφα ένα δίστιχο, ένα τετράστιχο.
Επομένως, διαβάζω, υπάρχει μεγάλος πλούτος, τεράστια βιβλιογραφία. Ξεκινάει κανείς από τους αρχαίους∙ οι τραγωδίες, ας πούμε, είναι μεγάλο σχολείο. Θα πρέπει επίσης να είσαι συστηματικός αναγνώστης και στην ελληνική βιβλιογραφία αλλά και στην ξένη. Οτιδήποτε κυκλοφορεί γύρω μας με ενδιαφέρει πάντα να ρίχνω μία ματιά. Τώρα πλέον ξέρω ανοίγοντας ένα ποιητικό βιβλίο με το που θα το ξεφυλλίσω και θα διαβάσω μία στροφή, καταλαβαίνω αν είναι καλή ή κακή ποίηση, βέβαια αυτό το αποκτάς πολύ αργότερα. Είναι εντελώς υποκειμενικά τα πράγματα, δηλαδή αν νιώθεις μία ποίηση ότι σου μιλάει μέσα σου τότε συνεχίζεις να τη διαβάζεις και γι αυτό έχουμε πάντα αγαπημένους δημιουργούς που θέλουμε να τους διαβάζουμε συνέχεια
- Ο δικός σας αγαπημένος δημιουργός ποιος είναι;
- Ο αγαπημένος μου δημιουργός είναι ο Γιώργος Σεφέρης. Τα χρόνια εκείνα όλος αυτός ο τόμος με τα ποιήματα του Σεφέρη ήταν ένας κόσμος ξεχωριστός για εμένα. Ήμουν λάτρης τους Σεφέρη και θυμάμαι ένας φίλος ερχόμενος από την Αθήνα σε μία δεδομένη στιγμή μου έκανε δώρο για τα γενέθλιά μου ένα βιβλίο που ήταν γραμμένο από την αδερφή του Σεφέρη την Ιωάννα Τσάτσου και είχε τον τίτλο «Ο αδερφός μου, Γιώργος Σεφέρης». Ήτανε από τις εκδόσεις Eστίας. Ο Σεφέρης είχε πολύ μεγάλες αμφιβολίες σαν δημιουργός, ακόμα και υπαρξιακές αμφιβολίες με αποτέλεσμα η αδερφή του φοβόταν πάρα πολύ για τον ίδιο και φοβόταν πολύ και για τη ζωή του. Οπότε έβλεπες τα δύο αδέρφια να αλληλογραφούν διαρκώς ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι. Αποσπάσματα από αυτή την αλληλογραφία ήταν ενσωματωμένα μέσα σε αυτό το βιβλίο και όταν είδα από τι πέρασε ο Σεφέρης μέχρι να φτάσει εκεί που έφτασε ένιωθα συγκλονισμένος, ένιωθα ένα δέος να με κυριεύει. Αφού διάβασα λοιπόν αυτό το βιβλίο- που είναι ένα χοντρό βιβλίο γύρω στις 378 σελίδες νομίζω- ένα καλοκαίρι δύο φορές, τελειώνοντας το βιβλίο αυτό για τα χρόνια εκείνα, ένιωσα την ανάγκη να γράψω μία επιστολή προς την συγγραφέα και έλεγα θα γράψω ένα γράμμα και ας μη μου απαντήσει. Είχα στείλει ένα γράμμα λέγοντας το τι εντύπωση μου προκαλούσε το βιβλίο που διάβασα. Κι ενώ δεν περίμενα να μου απαντήσει, μου απάντησε πολύ σύντομα λέγοντάς μου πόσο πολύ τη συγκινεί κι εκείνη γιατί και ο Σεφέρης πάντα για τους νέους ήθελε να μιλήσει και είναι κρίμα που δεν ζει πια και δεν υπάρχει στη ζωή μου. Μου είπε «μέσα από το γράμμα σου μπορώ να διακρίνω τις ευαισθησίες που κουβαλάς και αν ποτέ ανέβεις στην Αθήνα θα ήθελα να σε γνωρίσω προσωπικά». Έτσι ξεκίνησε μία φιλία μεταξύ μας και αλληλογραφούσαμε, γιατί τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν ούτε κινητά ούτε η σημερινή εξέλιξη της τεχνολογίας και αλληλογραφούσαμε μέχρι το τέλος της ζωής της. Κάποια στιγμή εκείνη μου είπε ότι δεν με έχεις ρωτήσει μέχρι τώρα αλλά εγώ θέλω να το πω «εσύ γράφεις ποιήματα σίγουρα!» και τόλμησα έτσι να της δείξω κάποια και εκείνη αμέσως μεσολάβησε και μου είπε να πάω στο τυπογραφείο του Αργυρόπουλου στην Αθήνα- γιατί ήτανε ιδιωτική έκδοση η πρώτη μου συλλογή- και πήγα συστημένος από εκεί και τα είχα βγάλει και σχετικά σύντομα.
- Πολύ γλυκιά ιστορία, ευχαριστούμε πάρα πολύ που τη μοιραστήκατε μαζί μας!
Ακολουθεί συζήτηση με τον συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας Δημήτρη Λαδικό.
«Ονομάζομαι Ζωή Γρηγορίου, πηγαίνω στη Γ’ λυκείου (ειδικότητα αισθητικής) και είμαι μέλος της σχολικής μας εφημερίδας. Με αφορμή την παρουσία σας στο σχολείο μας θα ήθελα να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις σχετικές με τη συγγραφή. Κύριε Λαδικέ, στο βιβλίο σας «Ιστορίες αλλόκοτων εποχών» τα διηγήματα έχουν ως αφορμή την επικαιρότητα. Πιστεύετε ότι ο σύγχρονος Έλληνας διαθέτει τα απαραίτητα εφόδια για να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις;
- Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο σκέλος της ερώτησης, στο βιβλίο υπάρχουν επίκαιρα θέματα, ζητήματα από πολλές διαφορετικές οπτικές, δηλαδή έχουμε και στρατιωτικού περιεχομένου λογοτεχνία αλλά και κοινωνικές ιστορίες που είτε έχουν ως κέντρο τον κορωνοϊό είτε ως σκηνικό πίσω απ΄ την ιστορία. Άρα είναι δηλαδή και καταστάσεις που βιώσαμε όλοι από το 2020 και μετά. Ο σύγχρονος πολίτης βλέπω ότι δεν είναι ενήμερος για τίποτα, δηλαδή πολλά πράγματα συμβαίνουν στον κόσμο και περνάνε απαρατήρητα, χωρίς να τα ακούσουμε, χωρίς να τα αντιληφθούμε. Οι ιστορίες- οι οποίες έχουν κοινωνικοπολιτικά μηνύματα- είναι μία αφορμή για αυτό τον λόγο κι έδωσα πάτημα σε τέτοιου τύπου ας πούμε λογοτεχνία, είναι ιστορίες που δίνουν μία αφορμή για προβληματισμό και ψάξιμο του κάθε αναγνώστη εσωτερικά κατά μόνας, να ψαχτεί και να δει τι γίνεται στον κόσμο, πού πάει ο κόσμος, τι τάσεις κυριαρχούν και πώς είναι οργανωμένη η ζωή μας στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, προσπαθώ να περάσω ακόμα και μηνύματα αυτού του καταναλωτικού προτύπου που ζούμε και αγοράζουμε διαρκώς πράγματα δίχως σταματημό, δίχως κάνα νόημα. Υπάρχει ακόμα και μία τέτοια ιστορία ο τίτλος της οποίας είναι «Ρούχα από δεύτερο χέρι» που σχετίζεται με το μήνυμα εναντίον του υπερκαταναλωτισμού.
- Θα θέλατε να μας πείτε τι σας έκανε να γράψετε, τι σας ενέπνευσε;
- Το 2004 από όταν άρχισα να ανεβαίνω στην Αθήνα και να ξεκινάω σιγά-σιγά την πορεία μου μέσα στη σχολή της Φιλολογίας, ένιωσα όλο και πιο κοντά στα διαβάσματα, στα αναγνώσματα, δίχως να έχω διαβάσει σχεδόν καθόλου στο σχολείο. Στα σχολικά μου χρόνια ήμουν μαθητής που πάντα ήθελα να είμαι εντάξει με τα μαθήματά μου και δε διάβαζα τίποτα άλλο πέρα από τα σχολικά βιβλία. Η λογοτεχνία δεν ήταν καν μέσα στο πλαίσιο της διασκέδασης μου. Νομίζω ότι πριν διαβάσω είχα την ανάγκη να γράψω∙ έτσι πιστεύω αυτό που με έκανε να ξεκινήσω να γράφω είτε μικρές ιστορίες είτε σκέψεις είτε λίγο πιο οργανωμένες μεγάλες ιστορίες ήταν η μοναχικότητα. Σκεφτείτε, δηλαδή, ένα παιδί από Ρόδο που πάει ξαφνικά μόνο του σε μία μεγαλούπολη, όπως είναι η Αθήνα, μέσα στην οποία νιώθεις χαμένος μέσα στο χάος. Νιώθεις ότι κανένας δεν σου δίνει σημασία, άρα δεν έχει καμία κοινή πραγματικότητα η Ρόδος με μία τέτοια μεγαλούπολη και γι’ αυτό ήθελα να εκφραστώ. Στα πρώτα φοιτητικά χρόνια οι φίλοι είναι περιστασιακοί, δεν είναι τόσο κοντινοί να πεις πράγματα που θέλεις. Το γράψιμο, λοιπόν, ήταν μία ανάγκη που γεννήθηκε σιγά-σιγά στα μοναχικά τρία πρώτα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής. Η σχολή, επομένως, με τα αναγνώσματα που μου έδωσε, τα μαθήματα, τα ερεθίσματα σίγουρα έπαιξε βασικό ρόλο στο να ξεκινήσω να γράφω και να διαβάζω, γιατί μπορεί να μη διάβασα μόνος μου αλλά σιγά-σιγά με συνήθισα στο να διαβάζω, δηλαδή άλλαξα εντελώς. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς ήμουνα παλαιότερα χωρίς διάβασμα.
Το σημαντικό είναι να κάνεις διάβασμα το οποίο σ΄ αρέσει κι όχι να σου πούνε τι θα διαβάσεις ή τι θεωρείται μεγάλο και καλό. Στην αρχή μπορείς να ξεκινήσεις με μικρές ιστορίες και διηγήματα που διαβάζονται σε μισή ώρα και μετά σιγά-σιγά θα κάτσεις να ψάξεις, να ανακαλύψεις και το Παπαδιαμάντη και τον Βιζυηνό, όταν θα ΄χεις λίγο «στρώσει» αναγνωστικά και θα μπορείς να αντιληφθείς κάποια πράγματα αλλιώς αν ξεκινήσεις ας πούμε να διαβάζεις Κάφκα στα μαθητικά σου χρόνια, επειδή σου έχουν πει ότι είναι σημαντικός, δεν είναι δυνατόν να τον λατρέψεις χωρίς να έχεις κανένα απολύτως παρόμοιο ερέθισμα. Αυτά είναι δύσκολα αναγνώσματα που θέλουν σταδιακή εξοικείωση.
- Στο μυθιστόρημά σας «Σαββατοκύριακο στο Ρίο» ποια ήταν η πηγή έμπνευσης και πώς δημιουργήσατε τους ήρωες σας;
- Είναι κάτι που δεν το έχω πει σε πολλούς το πώς γεννήθηκε η ιδέα αυτής της ιστορίας. Ήταν η πρώτη μου αυτοτελής έκδοση, γιατί είχα συμμετάσχει και σε άλλους συλλογικούς τόμους με 5-10 διηγήματα, ανάλογα την περίπτωση. Ήταν μία προσπάθεια η οποία θα έπρεπε να γίνει ας το πω έτσι κάπως επί σκοπού, γιατί ήταν το πρώτο μου βιβλίο και άρα ήθελα να έχω μεγάλη ανατροφοδότηση, να το διαβάσει όσο περισσότερος κόσμος γίνεται. Συμβιβάστηκα με την πραγματικότητα και είπα ότι οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο από τους άντρες. Πραγματικά, δεν έχω συναντήσει πολλούς άνδρες που διαβάζουν. Δεύτερον, οι γυναίκες διαβάζουν πολύ ερωτικές ιστορίες. Εγώ τρελαίνομαι για ιστορικό μυθιστόρημα, κοινωνικό μυθιστόρημα. αλλά τελικά έγραψα κάτι που ήταν εντελώς αντισυμβατικό από μένα. Όλο αυτό μου γεννήθηκε έτσι στιγμιαία, μέσα σε μερικούς μήνες πήρα την απόφαση να ξεκινήσω να γράψω αυτή την ιστορία μέσα από ταινίες που έβλεπα. Τότε θυμάμαι ότι έβλεπα πολύ Woody Allen, έναν παρεξηγημένο καλλιτέχνη που σε κάποιους αρέσει πολύ και σε κάποιους δεν αρέσει καθόλου. Είχα ξεκινήσει να ανακαλύπτω την εργογραφία του, ήταν μία εποχή όπου έβλεπα, για παράδειγμα, σε αυτόν να σαρκάζεται, είχε ένα ιδιαίτερο χιούμορ κι έτσι σκέφτηκα ότι- με βάση τα όσα είπα και πριν- η πρώτη μου ιστορία θα πρέπει να ‘ναι μία ερωτική ιστορία, να διαβάζεται εύκολα, γρήγορα, αλλά στην ουσία να περνάει μηνύματα τα οποία να είναι υποδόρια. Να μην είναι ένα βαρύ βιβλίο, το οποίο ο άλλος μπορεί να διαβάσει τις πρώτες 10 σελίδες και να το αφήσει, αλλά να είναι ένα βιβλίο που – όπως μου έχουν πει- βγαίνει σε μια μέρα, γιατί είναι γύρω στις 150 σελίδες. Να περάσει ωραία ο αναγνώστης, αλλά να του μείνουν και κάποιοι προβληματισμοί γιατί μέσα από αυτή την ιστορία ουσιαστικά υπάρχει έντονος σαρκασμός. Σε πολλούς βγάζει και γέλιο και ίντριγκα που σε κάνει να θες να συνεχίσεις παρακάτω, να διαβάσεις τι έγινε.
- Έχετε κάποιο λογοτεχνικό πρότυπο και αν ναι ποια στοιχεία της γραφής του ξεχωρίζετε;
- Μεγάλη σχολή για μένα- έτσι όπως το αντιλαμβάνομαι- ήταν ο Στρατής Τσίρκας ο οποίος έγραψε δηλαδή μια τριλογία, έγραψε τις ¨Ακυβέρνητες Πολιτείες¨, ένα βαρύ έργο το οποίο έτσι κι αλλιώς έπρεπε να το διαβάσω κι αυτό για τη σχολή και γι αυτό αναγκαστικά τον γνώρισα. Ωστόσο, καθώς το διάβαζα είδα ότι μ άρεσε πάρα πολύ γιατί ήταν πάνω στα ιστορικά τεκταινόμενα που με ενδιέφεραν, δηλαδή ένα ιστορικό μυθιστόρημα με πολιτικό σχόλιο και ερμηνεία αλλά και ο τρόπος με τον οποίο γράφει είναι τόσο καθηλωτικός που είναι σαν να σου μιλάει. Δεν κουράζει, έχει τρομερή εναλλαγή διαλόγου και αφήγησης και από την άλλη ο κάθε ήρωας έχει ξεχωριστή φωνή, ξεχωριστή προσωπικότητα κι αυτό το βλέπεις από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο καθένας. Τον έχω σαν πρότυπο χρήσης της γλώσσας με τέτοιο τρόπο ώστε να κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να κάνει τρομερές εναλλαγές. Μ’ άρεσε πολύ ο τόνος του, το ύφος του το οποίο θα θελα να ακολουθήσω.
- Πώς αντιμετωπίζετε εσείς την κριτική που δέχεστε;
- Εγώ δεν έχω δεχτεί επισήμως κριτική, αλλά διαβάζω διάφορες κρητικές από δω και από κει για να ξέρω αν ένα βιβλίο για παράδειγμα έχει κάτι να προσφέρει ή δεν έχει. Ακόμα και αφού το αγοράσω, διαβάζω κριτικές για να δω αν εγώ το κατάλαβα καλά ή δεν το κατάλαβα. Πολλοί κριτικάρουν απλώς για να κριτικάρουν αρνητικά και με ειρωνικό τρόπο. Από την άλλη, εγώ θεωρώ ότι έτσι κι αλλιώς η κριτική, δηλαδή το να σε διαβάσει κάποιος και να γράψει ένα άρθρο για σένα, αυτό είναι πρόοδος από την άποψη ότι, ό,τι και να πει, το έχει διαβάσει, άρα τουλάχιστον ξέρει κάποια πράγματα παραπάνω ίσως και θα σε βοηθήσει να εστιάσεις κι εσύ. Εγώ επειδή προσλαμβάνω έτσι κι αλλιώς κριτικές από τον κύκλο μου, από αυτούς που αγοράζουν το βιβλίο, από ανθρώπους που θα διαβάσουν κάποια διηγήματα, ψάχνω σίγουρα ανθρώπους με πιο λογοτεχνική ματιά ή λογοτέχνες, ή ποιητές ή και εκδότες. Ψάχνω μία κριτική η οποία θα έχει περισσότερα σχόλια από το «πόσο ωραία γράφεις!». Δεν πρέπει να πιστεύεις εντελώς αυτό που ακούς. Μου αρέσουν κι εκτιμώ τις κριτικές σε μεγαλύτερο βάθος, κριτικές οι οποίες για μένα τουλάχιστον δεν έχουν έρθει ακόμα. Έχω κάποια ψήγματα και κάποια σχόλια τα οποία κρατάω και προχωράω, αλλά έχω δρόμο ακόμα σε αυτό.
- Πότε καταλαβαίνετε ότι κάτι είναι προς δημοσίευση ή θα το κρατήσετε για τον εαυτό σας;
- Υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα τα οποία μπορεί να τα φτάσεις στη μέση και να πεις δεν μου βγαίνει η ιστορία, ή αν πούμε ότι έγραφες σερί γιατί είχες έμπνευση για 5 μέρες μπορεί μετά να το άφησες για λόγους δουλειάς και όταν το ξαναπιάσεις μετά από μία εβδομάδα να καταλάβεις ότι ήταν απλώς μια σκέψη η οποία πέρασε και έφυγε. Βλέπεις ότι αυτό που αποτυπώνεται στο χαρτί δεν είναι αυτό που έχεις τώρα στο μυαλό σου και λες «μα τι γράφω εδώ;». Η πρώτη συγγραφική μου απόπειρα ήταν η αρχή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος στο πρότυπο της Άγκαθα Κρίστι. Έγραψα 90 σελίδες γιατί είχα έμπνευση για πολλές μέρες και μετά επειδή το είχα αμελήσει, είχα ξεχάσει ουσιαστικά τι έγραφα κι όταν το ξαναδιάβασα βαρέθηκα. Κατάλαβα, λοιπόν, ότι δεν είναι καλή ιστορία, δεν γράφεις έτσι αστυνομικό μυθιστόρημα. Αυτό το κατάλαβα και χρόνια μετά όταν έγραψα το «Σαββατοκύριακο στο Ρίο» που μπορεί να είναι μόνο 150 σελίδες, αλλά χρειάστηκαν 6 μήνες συνεχόμενης δουλειάς. Ξυπνούσα το πρωί κι επειδή δεν δούλευα τότε από τον Γενάρη μέχρι τον Ιούνιο έγραφα κάθε μέρα, ζούσα την ιστορία, την είχα μέσα στο μυαλό μου. Υπάρχουν πολλά διηγήματα τα οποία είτε τα εξέδωσα στην πρώτη τους γραφή γιατί μ άρεσαν- ήταν σαν μια ανάσα-, υπάρχουν και άλλα διηγήματα που δεν σου βγαίνουν που είναι ωραία σαν σκέψεις και πας να το αποτυπώσεις το χαρτί και είναι ένα άλλο πράγμα, είναι να ξένο πράγμα που σε δυσκολεύει στη γραφή να το προχωρήσεις. Αυτό σημαίνει ή ότι δεν είσαι έτοιμος, ή ότι δεν το χεις σκεφτεί καλά, ή ότι μπορεί να μην είναι για σένα γιατί δεν είναι και καλή ιστορία. Υπάρχουν διηγήματα τα οποία μπορεί να τα έχω εκδώσει και μετά από τρεις προσαρμογές 5 ετών. Το βασικό για να προχωρήσει στο γράψιμο και να εκδοθεί είναι να αρέσει σε εσένα.
- Είστε αισιόδοξος για την πνευματική παιδεία της νέας γενιάς; Δηλαδή πιστεύετε ότι οι νέοι διαβάζουν βιβλία;
- Έχει διαφορά για ποιους νέους μιλάμε. Δυστυχώς στους νέους κάτω των δεκαοχτώ δεν βλέπω αλλαγή. Επειδή είμαι συνέχεια μέσα στα σχολεία και ως δάσκαλος δεν βλέπω αλλαγή τουλάχιστον στην Ελλάδα. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, το όλο εκπαιδευτικό σύστημα, ο τρόπος που διδάσκεται η λογοτεχνία είναι ο κλασικός τρόπος για τον οποίο κανένας δεν ενδιαφέρεται. Στο σχολείο φτάνουμε σε σημείο να κριτικάρουμε κείμενα, να ερμηνεύουμε, να γράφουμε απαντήσεις και να μην έχουμε γράψει ποτέ εμείς οι ίδιοι και ίσως αυτό είναι ένα πρόβλημα, δηλαδή το να μην έχουμε καταπιαστεί εμείς ποτέ με τη λογοτεχνία. Οι μαθητές επίσης- όπως είπαμε και προηγουμένως- μπορεί να μην έχουνε διαβάσει ποτέ τίποτα πέρα από τα βιβλία του σχολείου. Προωθείται ο χρησιμοθηρικός τρόπος, ο εξετασιοκεντρικός, τα άπειρα βοηθήματα με ερμηνευτικά σχόλια, που αν τα μάθεις πολύ καλά και είσαι παπαγάλος θα γράψεις και καλά! Το παιδί πρέπει να διαβάσει με άλλον τρόπο και να το αφήνουν να διαβάσει και αυτό που του αρέσει. Αυτό δεν ξέρω πώς μπορεί να γίνει, αλλά σίγουρα δεν θα γίνει με το ένα βιβλίο του σχολείου, γιατί κάποιος μπορεί στο σπίτι του να διαβάζει άλλη λογοτεχνία και να του έρχεται στο σχολείο ο καθηγητής ο οποίος πρέπει να του διδάξει Σολωμό. Το ότι μπήκε για παράδειγμα η λογοτεχνία ως μάθημα γενικής παιδείας και συνενώθηκε με την έκθεση στο λύκειο είναι ένα βήμα, αλλά παρόλα αυτά πάλι δεν γίνεται με τον σωστό τρόπο. Όταν γράφεις λογοτεχνία δεν υπάρχει σωστό και λάθος, υπάρχει καλό και λιγότερο καλό, αυτά δεν μπορούν να βαθμολογηθούν. Μετά τα 18, αν υπάρξουν για τους νέους είτε ερεθίσματα είτε προσωπικές αναζητήσεις όπως το να παραστεί κάποιος σε μια παρουσίαση βιβλίου ή σε ένα καλό βιβλιοπωλείο, θα πρέπει με εσωτερικές αναζητήσεις. Μόνο μέσω της εσωτερικής αναζήτησης και κάποιων ερεθισμάτων από άλλους ανθρώπους από τον κύκλο τους οι νέοι σιγά-σιγά μπορεί να αρχίσουν να διαβάζουν.
- Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο και αν ναι με τι θέμα;
- Λόγω φόρτου εργασίας είμαι σε μία ανάπαυλα. Ωστόσο, επειδή φέτος κλείνουν τα 50 χρόνια από την εισβολή στην Κύπρο- που το ζήτημα είναι ακόμα ανοιχτό- και το καλοκαίρι είναι η μαύρη Επέτειος κατά την οποία πολλοί διαγωνισμοί λογοτεχνίας ασχολούνται με αυτό το θέμα. Εγώ σκέφτομαι να συμμετάσχω, να στείλω κάτι αν βγει σχετικό με την Εισβολή, κάτι σαν αναθύμηση των συναισθημάτων των ανθρώπων, της εσωτερικής προσφυγιάς και των αγνοούμενων και όλων όσων συμβαίνουν ακόμα και σήμερα τα οποία ταλανίζουν δύο χώρες. Επίσης έχω στις βλέψεις μου-έχω γράψει τις πρώτες 15 σελίδες και δεν ξέρω αν θα αποδοθεί στη συνέχεια- ένα ιστορικό μυθιστόρημα το οποίο θα έχει σχέση με τη δεκαετία του ΄60 κυρίως με τους Έλληνες της Αιγύπτου. Δηλαδή, τους μετανάστες στην Αίγυπτο και τους ισραηλινούς πολέμους που γίνονται εκείνη την εποχή. Είναι ένα μεγάλο εγχείρημα, το σκέφτομαι κάτι σαν κατασκοπικό, κοινωνικό ιστορικό μυθιστόρημα που θα έχει μέσα την κατασκοπία και το ζήτημα των πολέμων, των σχέσεων των ανθρώπων και το τι ρόλο παίξανε οι πολιτικές αποφάσεις στην ομογένεια.
- Ευχαριστούμε πάρα πολύ για την ευκαιρία που μας δώσατε και για την τιμή που κάνατε για το σχολείο μας!
Πηγή εικόνας: https://cdn.prod.website-files.com/5f64854a08f25af4fc8763b6/63fde9f6decbbe53c0e82dba_Screenshot%202023-02-28%20at%2011.47.49-p-1080.png