ΚΕΙΜΕΝΟ | ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΜτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη. 1996. Αρχαία Ελληνική Τραγωδία. Σοφοκλής. Αντιγόνη. Αθήνα: Dian Books. |
ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΠΡΟΟΙΜΙΟ
|
|
ΚΡΕΩΝἄνδρες, τὰ μὲν δὴ πόλεος ἀσφαλῶς θεοὶπολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν· | Άνδρες, την πόλη οι θεοί, αφού τη συγκλόνισαν |
πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν | με φοβερή αναταραχή, την όρθωσαν και πάλι. |
ὑμᾶς δ᾽ ἐγὼ πομποῖσιν ἐκ πάντων δίχα165 ἔστειλ᾽ ἱκέσθαι, | Κι εσάς σας κάλεσα εδώ ξεχωριστά από όλους με κήρυκες που έστειλα, |
ΥΠΟΘΕΣΗ |
|
τοῦτο μὲν τὰ Λαΐουσέβοντας εἰδὼς εὖ θρόνων ἀεὶ κράτη,τοῦτ᾽ αὖθις, | γιατί και του Λαΐου το θρόνο ότι σέβεστε πάντοτε το γνωρίζω, |
ἡνίκ᾽ Οἰδίπους ὤρθου πόλιν,κἀπεὶ διώλετ᾽, | κι όταν την πόλη ανάστησε ο Οιδίποδας και πάλι όταν εκείνος χάθηκε |
ἀμφὶ τοὺς κείνων ἔτιπαῖδας μένοντας ἐμπέδοις φρονήμασιν.170 | για τα παιδιά του πίστη φυλάξατε ασάλευτη και τότε, όπως πρώτα. |
ὅτ᾽ οὖν ἐκεῖνοι πρὸς διπλῆς μοίρας μίαν καθ᾽ ἡμέραν ὤλοντο παίσαντές τε καὶ | Αφότου με θανατικό διπλό κι αυτοί χαθήκαν μες σε μια μέρα και οι δυο, θύματα και φονιάδες, |
ἐγὼ κράτη δὴ πάντα καὶ θρόνους ἔχωγένους κατ᾽ ἀγχιστεῖα τῶν ὀλωλότων | εγώ κρατάω τη δύναμη όλη αυτού του θρόνου, εφόσον είμαι συγγενής των δυο αφανισμένων. |
ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΑΡΧΩΝ ΚΡΕΟΝΤΑ |
|
175 ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖνψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, | Βέβαια είναι αδύνατο να μάθεις κάθε ανθρώπου φρόνημα, γνώμη και ψυχή, |
πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ. | προτού στην εξουσία εκείνος να δοκιμαστεί και να θεσπίσει νόμους |
ἐμοὶ γὰρ ὅστις πᾶσαν εὐθύνων πόλινμὴ τῶν ἀρίστων ἅπτεται βουλευμάτων,180 | Για μένα όποιος κυβερνάει ολόκληρη την πόλη, χωρίς να παίρνει πάντοτε άριστες αποφάσεις, |
ἀλλ᾽ ἐκ φόβου του γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει, κάκιστος εἶναι νῦν τε καὶ πάλαι δοκεῖ·. | αλλά κρατάει τη γλώσσα του κλεισμένη από φόβο,ήτανε πάντα άθλιος, και άλλοτε και τώρα. |
καὶ μείζον᾽ ὅστις ἀντὶ τῆς αὑτοῦ πάτραςφίλον νομίζει, τοῦτον οὐδαμοῦ λέγω. | Κι εκείνον που το φίλο του πιο πάνω απ” την πατρίδα έχει, για ένα τίποτα εγώ τον λογαριάζω. |
Ἐγὼ γάρ, ἴστω Ζεὺς ὁ πάνθ’ ὁρῶν ἀεί, (185) οὔτ’ ἂν σιωπήσαιμι τὴν ἄτην ὁρῶν στείχουσαν ἀστοῖς ἀντὶ τῆς σωτηρίας, |
Εγώ –ο Δίας μάρτυρας, που όλα τα βλέπει πάντα–ποτέ μου δε θα σώπαινα βλέποντας την κατάρανα έρχεται στην πόλη μας αντίς τη σωτηρία |
οὔτ’ ἂν φίλον ποτ’ ἄνδρα δυσμενῆ χθονὸς θείμην ἐμαυτῷ, τοῦτο γιγνώσκων |
ούτε της χώρας τον εχθρό θα έπαιρνα για φίλο· ξέρω καλά |
ἥδ’ ἐστὶν ἡ σῴζουσα καὶ ταύτης ἔπι (190) πλέοντες ὀρθῆς τοὺς φίλους ποιούμεθα. |
πως είναι αυτή η μόνη σωτηρία και μόνο όταν πλέουμε πάνω σε όρθια πόλη μπορούμε ν” αποκτήσουμε άνετα και τους φίλους. |
τοιοῖσδ’ ἐγὼ νόμοισι τήνδ’ αὔξω πόλιν. | Με τέτοιους νόμους πρόκειται την πόλη να στηρίξω. |
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
1.ψυχήη:
1α.το ένα από τα δύο βασικά στοιχεία που συνθέτουν την ανθρώπινη φύση: Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ~.
Οι δυο τους είναι ένα σώμα, μια ~, συνεννοούνται πολύ καλά, ταιριάζουν. (τρυφερή προσφών.): ~ μου! || (φιλοσ.) ~ του κόσμου, αρχή της ενότητας και της κίνησης του κόσμου σύμφωνα με μερικούς αρχαίους και νεότερους φιλοσόφους.
ΦΡ βγάζω την ~ κάποιου (ανάποδα), ταλαιπωρώ κπ.:
Mου έβγαλε την ~ ώσπου να με εξυπηρετήσει. μου βγαίνει η ~ (ανάποδα), ταλαιπωρούμαι: Mου βγήκε η ~, ώσπου να τελειώσω τη δουλειά. με την ~ στο στόμα, για άνθρωπο που αγωνιά: Περίμενε τα αποτελέσμα τα με την ~ στο στόμα. πήγε η ~ μου στην Kούλουρη*. άβυσσος* η ~ του ανθρώπου. τι ~ έχει κτ;, τι αξία έχει;, για κτ. που θεωρείται ευτελούς αξίας: Tι ~ έχει ένα κατοστάρικο;
β. (θεολ.) το άυλο στοιχείο του ανθρώπου που, ύστερα από το θάνατο του σώματος, αποκτά αυτόνομη ύπαρξη:
Σώζω / χάνω την ~ μου. H σωτηρία της ψυχής. (ειρ. για ηλικιωμένο)
Kαλή ~. (ευχή για νεκρό) ο Θεός ας αναπαύσει την ~ του. (όρκος) στην ~ του πατέρα μου! (έκφρ.) τι ~ θα παραδώσεις;, για άνθρωπο κακό, αμαρτωλό που του θυμίζουμε την ώρα της κρίσεως. ΦΡ πουλώ* την ~ μου στο διάβολο. ΠAΡ ΦΡ παρηγοριά* στον άρρωστο, ώσπου να βγει η ~ του. (γνωμ.) πρώτα βγαίνει η ~ κι ύστερα το χούι*.
2. ο συναισθηματικός και ηθικός κόσμος του ανθρώπου σε αντίθεση προς τις διανοητικές λειτουργίες του:
- H καλλιέργεια πνεύματος και ψυχής.
- Έχει καλή / αγγελι κή / σκληρή / μαύρη ~, καρδιά. Mεγάλο κρίμα βαραίνει την ~ του, τη συνείδησή του.
- Bοήθησε με όλη του την ~ / με ~ και με καρδιά, με μεγάλη προθυμία.
- Tα λόγια του έβγαιναν από την ~ του, ήταν ειλικρινή.
- Tον είδα να υποφέρει και τον πόνεσε η ~ μου, τον λυπήθηκα πολύ.
- Mε πονάει η ~ μου βλέποντας τόση δυστυχία, λυπάμαι πολύ. Xάρηκε η ~ μου φαγητό σήμερα. Xαίρεται με την ~ του. H ελληνική ~, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ελληνικού χαρακτήρα, π.χ. το φιλότιμο. (λόγ. έκφρ.) εκ βάθους ψυχής, από τα βάθη της ψυχής. (απαρχ. έκφρ.) ~ τε και σώματι*.
ΦΡ εν βρασμώ* ψυχής. μαυρίζει* η ~ κάποιου. (γνωμ.) όποια η μορφή* τέτοια και η ~.
3. άνθρωπος:
- Δεν υπάρχει ~ στο δρόμο. ~
- δεν πάτησε σήμερα στο μαγαζί. (για άνθρ. που έχουμε καιρό να δούμε):
- Tι γίνεται / πού βρίσκεται αυτή η ~; ~ ζώσα*. Aδελφή* ~. ΦΡ ο Θεός και η ~ του, για κπ. που μόνο ο ίδιος γνωρίζει τις ενέργειές του, τις πράξεις του.
4α. θάρρος: Ο Έλληνας πολέμησε πάντα με ~.
Aυτός ο άνθρωπος έχει ~, είναι ψυχωμένος. ΦΡ το λέει η ~ του, είναι θαρραλέος. β. αυτός που δίνει θάρρος, ζωντάνια, που κινεί ένα σύνολο ανθρώπων:
Ήταν η ~ του αγώ να / της επανάστασης.
- H μητέρα είναι η ~ του σπιτιού.
- Ο διευθυντής είναι η ~ του εργοστασίου.
5. (ζωολ.) πεταλούδα. ψυχούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ.
2.ευθύνη:
1.η υποχρέωση κάποιου να ανταποκριθεί σε ορισμένη εντολή, υπόσχεση, καθήκον κτλ. και να λογοδοτήσει, να απολογηθεί για τις σχετικές ενέργειες:
- Aναθέτω / αναλαμβάνω μία ~ / την ~. Γίνεται κτ. με ~ / υπ΄ ~ κάποιου.
- Προσωπική / ατομική / συλλογική ~. Aίσθημα ευθύνης.
- Kαμία τρομοκρατική οργάνωση δεν ανέλαβε ακόμη την ~ για τη βομβιστική ενέργεια στο κέντρο της πόλης.
- Εργασία με πολλές / ελάχιστες ευθύνες.
- Zητώ ευθύνες από κπ. για κτ., του ζητώ να δικαιολογήσει τις ενέργειές του σχετικά με αυτό. Θα ζητηθούν ευθύνες για τη σπατάλη του δημόσιου χρήματος.
- Aπαλλάχτηκε από κάθε ~. Aστική / ποινική / πειθαρχική / διοικητική ~. Πολιτική ~, σχετική με την άσκηση της πολιτικής εξουσίας.
- Nόμος περί ευθύνης υπουργών.
Hθική ~, που προέρχεται από τον ηθικό νόμο. || (οικον.)
- Εταιρεία περιορισμένης* ευθύνης.
2α. υπαιτιότητα: Ποιος έχει / φέρει την ~ για το ατύχημα;
- Παραδέχομαι την ~ μου. Aρνούμαι / αποκρούω / αποποιούμαι την / κάθε ~.
- Ρίχνω / επιρρίπτω την ~ σε κάποιον άλλο. (έκφρ.) (δεν) είναι άμοιρος* ευθυνών. (λόγ.) απεκδύομαι* από κάθε ~ / κάθε ευθύνης.
β. αρμοδιότητα: Είναι (στην) ~ του κράτους η δημιουργία νοσοκομείων και σχολείων.
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ
- βούλομαι, ἐβουλόμην και ἠβουλόμην, βουλήσομαι , -, βεβούλημαι
- (μτγν. παθ. μέλλ. βουληθήσομαι), παθ. αόρ. ἐβουλήθην και αττ. Ἠβουλήθην
ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
βουλή, βούλημα “σκοπός, πρόθεση’, βούλησις “θέληση, πρόθεση, σκοπός’, βούλευσις “απόφαση, επιβουλή εναντίον της ζωής κάποιου’, βουλευτής, βούλευτις (θηλ.), βουλευτήριον, βούλευμα “απόφαση, σκοπός, σχέδιο’, βουλευμάτιον, βουλεῖον “δικαστήριο, βουλευτήριο’, βουλεία “το λειτούργημα του βουλευτού’, βούλαρχος “ο πρόεδρος της βουλής’, ἀβουλία “η κακή σκέψη, η απερισκεψία’, αὐτοβούλησις, ἐπιβουλία, ἐπιβουλή, ἐπιβούλευμα, ἐπιβούλευσις, ἐπιβουλευτής, προβούλευμα “προκαταρκτική απόφαση, σχέδιο νόμου’
Αν θέλετε να το ξεφυλλίσετε όλο: